Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η θεωρία των δύο άκρων

Γρά­φει ο Cogito Ergo Sum //

Ανά­με­σα στα πολ­λά «ωραία» που υιο­θέ­τη­σε η απερ­χό­με­νη συγκυ­βέρ­νη­ση (η πιο αντι­δη­μο­κρα­τι­κή και πιο αντι­λαϊ­κή κυβέρ­νη­ση της μετα­πο­λι­τευ­τι­κής περιό­δου αλλά και μια από τις πιο αντι­λαϊ­κές κυβερ­νή­σεις που γνώ­ρι­σε τού­τος ο τόπος στα 185 χρό­νια που υπάρ­χει ως Ελλά­δα), είναι και η περί­φη­μη θεω­ρία των δυο άκρων.

Βέβαια, η θεω­ρία των δυο άκρων δεν απο­τε­λεί εφεύ­ρη­μα των κυβερ­νώ­ντων μας. Πρό­κει­ται για μια θεω­ρία η οποία επι­νο­ή­θη­κε μεν από τους γερ­μα­νούς σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες στα τέλη τής δεκα­ε­τί­ας τού 1920 αλλά τελειο­ποι­ή­θη­κε στα σκο­τει­νά εργα­στή­ρια της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης, προ­κει­μέ­νου να απο­τε­λέ­σει τον θεμέ­λιο λίθο όπου στη­ρί­ζε­ται ο γνω­στός, πια­σά­ρι­κος αφο­ρι­σμός που λέει πως «κατα­δι­κά­ζου­με την βία απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται». Αυτή η γενι­κευ­μέ­νη κατα­δί­κη της βίας είναι το ποθού­με­νο συμπέ­ρα­σμα για χάρη του οποί­ου η ευρω­παϊ­κή εξου­σία οικο­δό­μη­σε και η εγχώ­ρια υιο­θέ­τη­σε την θεω­ρία των δυο άκρων: έχο­ντας εξα­σφα­λί­σει για λογα­ρια­σμό τους την «νόμι­μη βία», εκεί­νο που φοβού­νται περισ­σό­τε­ρο είναι η «άλλη βία», η οποία μπο­ρεί να οδη­γή­σει στην ανα­τρο­πή τους.

Σύμ­φω­να με την εν λόγω θεω­ρία, ως άκρα νοού­νται οι ολο­κλη­ρω­τι­σμοί. Οι εμπνευ­στές της, λοι­πόν, όρι­σαν αυθαί­ρε­τα ως ολο­κλη­ρω­τι­σμούς τον φασι­σμό και τον στα­λι­νι­σμό. Μόνο που οι κατευ­θυ­νό­με­νες ανα­λύ­σεις τους στε­νεύ­ουν τον πρώ­το σε ναζι­σμό (δηλα­δή, στην απε­χθέ­στε­ρη μορ­φή του, με την οποία τον έζη­σε η σύγ­χρο­νη Ευρώ­πη) και διευ­ρύ­νουν τον δεύ­τε­ρο σε κομ­μου­νι­σμό. Εν τη γενέ­σει της, δηλα­δή, η θεω­ρία των δυο άκρων δεί­χνει τις προ­θέ­σεις της, δημιουρ­γώ­ντας έναν –ισμό που δεν υπάρ­χει (στα­λι­νι­σμός), του προσ­δί­δει κατα­σκευα­σμέ­να και ανι­στό­ρη­τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά, τον τοπο­θε­τεί απέ­να­ντι σε έναν –ισμό που όχι μόνο υπάρ­χει (φασι­σμός) αλλά δια­θέ­τει και δεδο­μέ­να αντι­πα­θη­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά και τον ταυ­τί­ζει εξ ίσου αυθαί­ρε­τα με μια ιδέα και μια φιλο­σο­φία πολύ πλα­τύ­τε­ρη και πολύ προ­γε­νέ­στε­ρη (κομ­μου­νι­σμός). Ο στό­χος είναι να κάνει τις έννοιες φασι­σμός και κομ­μου­νι­σμός συγκρί­σι­μες, ώστε η δεδο­μέ­νη κατα­δί­κη τής πρώ­της στην ευρεία κοι­νή γνώ­μη να συμπα­ρα­σύ­ρει και την δεύτερη.

Για να γίνει πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή η προ­πα­γάν­δα περί δύο άκρων, η θεω­ρία δεν τοπο­θε­τεί τους δυο ‑αυθαί­ρε­τα ορι­σμέ­νους, μη το ξεχνά­με- ολο­κλη­ρω­τι­σμούς στα άκρα ενός ευθύ­γραμ­μου πολι­τι­κού φάσμα­τος αλλά στα άκρα ενός πέτα­λου, τα οποία βρί­σκο­νται τόσο κοντά μετα­ξύ τους ώστε αλλη­λε­πι­δρούν και αλλη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζο­νται τόσο ώστε, πολύ συχνά, επι­κοι­νω­νούν. Πρό­κει­ται για την θεω­ρία του πέτα­λου, η οποία ενι­σχύ­ει την απλή θεω­ρία των δυο άκρων, βρί­σκο­ντας σχέ­σεις και ομοιό­τη­τες ανά­με­σα στους κατα­δει­κνυό­με­νους ολο­κλη­ρω­τι­σμούς, όπως π.χ. την προ­σω­πο­λα­τρία (του Χίτλερ στον μεν, του Στά­λιν στον δε) ή την λει­τουρ­γία στρα­το­πέ­δων συγκέ­ντρω­σης αντι­φρο­νού­ντων (λάγκερ στην Γερ­μα­νία, γκού­λαγκ στην ΕΣΣΔ).

Δύο άκρα_2

Η θεω­ρία των δυο άκρων, είτε ως ευθύ­γραμ­μη είτε ως πέτα­λο, είναι λογι­κό να είναι σαθρή και διά­τρη­τη, επει­δή δεν είναι καν θεω­ρία. Οι θεω­ρί­ες ερμη­νεύ­ουν και ανα­λύ­ουν υπαρ­κτά φαι­νό­με­να και κατα­στά­σεις. Αντί­θε­τα, η θεω­ρία των δυο άκρων πρώ­τα επι­νο­ή­θη­κε για να εξυ­πη­ρε­τή­σει έναν συγκε­κρι­μέ­νο σκο­πό κι ύστε­ρα μεθο­δεύ­τη­κε η κατα­σκευή του υπό­βα­θρού της. Ως εκ τούτου:

(α) Παρα­βλέ­πει αλλά και αλλοιώ­νει την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα δυο άκρα (όπως αυτή τα τοπο­θε­τεί) όχι μόνο δεν σχε­τί­στη­καν και δεν συνερ­γά­στη­καν ιστο­ρι­κά αλλ’, αντι­θέ­τως, το ένα τσά­κι­σε το άλλο. Δεν είναι τυχαίο ότι, εβδο­μή­ντα χρό­νια μετά τον θάνα­το του ινδάλ­μα­τός τους, οι νοσταλ­γοί του Χίτλερ παρα­μέ­νουν ακραιφ­νείς αντι­κομ­μου­νι­στές αφού εκεί­νη η φωτο­γρα­φία τής σημαί­ας με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο να καρ­φώ­νε­ται στην στέ­γη τού Ράιχ­σταγκ, εξα­κο­λου­θεί να είναι καρ­φί στην καρ­διά τους.

(β) Παρα­βλέ­πει, λόγω της αυθαι­ρε­σί­ας της, ολο­κλη­ρω­τι­σμούς που κανείς δεν θα μπο­ρού­σε να εντά­ξει στα δυο δικά της άκρα. Και εννοώ τους «δυτι­κούς» ολο­κλη­ρω­τι­σμούς, τύπου Πινο­τσέτ στην Χιλή, Βιντέ­λα στην Αργε­ντι­νή, Σαντάμ στο Ιράκ, Σάχη στην Περ­σία, Φράν­κο στην Ισπα­νία, Σαλα­ζάρ στην Πορ­το­γα­λία, Μπα­τί­στα στην Κού­βα, Μομπού­του στο Κογκό αλλά και Παπα­δό­που­λου στον τόπο μας. Πώς θα χαρα­κτη­ρί­ζα­με έναν τέτοιο ολο­κλη­ρω­τι­σμό; Φιλε­λεύ­θε­ρο; Καπι­τα­λι­στι­κό; Δημο­κρα­τι­κό; Εκτός αν όλα αυτά δεν θεω­ρού­νται «άκρα» αλλά «κέντρο» οπό­τε, ως εκ τού­του, πρέ­πει να ιδω­θούν υπό το πρί­σμα όσων λέγα­με τις προ­άλ­λες περί «ακραί­ου κέντρου».

(γ) Ξεχνά­ει ότι, πολύ πριν τα σοβιε­τι­κά γκού­λαγκ και τα γερ­μα­νι­κά λάγκερ, στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης είχαν φτιά­ξει οι Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες (για τους αυτό­χθο­νες κατοί­κους τους αλλά και αργό­τε­ρα, το 1900, στο Μιντα­νάο), οι βρετ­τα­νοί στην Νότια Αφρι­κή και στην Ινδία, οι ισπα­νοί στις χώρες τής Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής και της Καραϊ­βι­κής αλλά και οι γάλ­λοι στις αποι­κί­ες τους. Κι αν αυτά τα στρα­τό­πε­δα φαντά­ζουν πολύ μακρι­νά (που δεν είναι), είναι μάλ­λον απα­ρά­δε­κτο να ξεχνά­ει ότι τα πρώ­τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης επί γερ­μα­νι­κού εδά­φους φτιά­χτη­καν από τους σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες κατά την δεκα­ε­τία του 1920, προ­κει­μέ­νου να «φιλο­ξε­νή­σουν» κομ­μου­νι­στές (δεί­τε: David Barkley & Eric Weitz, “Between reform and revolution – German socialism and communism from 1840 to 1990”, Berghahn Books, 1998 – εκτε­νή απο­σπά­σμα­τα εδώ). Όπως ξεχνά­ει, επί­σης, ότι επί σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας φτιά­χτη­καν στην Γερ­μα­νία τα πρώ­τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης μετα­να­στών εβραί­ων από την ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη (κυρί­ως την Πολω­νία), διωγ­μέ­νων από γερ­μα­νούς που ήθε­λαν να «καθα­ρί­σουν» τον χώρο από το ντό­πιο στοι­χείο (δεί­τε: Richard Levy, “Antisemetism — A historical encyclopedia of prejudice and persecution”, 2005 – τόμος 1, λήμ­μα Ostjunden, σελ. 524).

Τελι­κά, η θεω­ρία των δυο άκρων δεν είναι παρά άλλο ένα καπι­τα­λι­στι­κό εργα­λείο που προ­σπα­θεί να κρύ­ψει το γεγο­νός ότι ο πραγ­μα­τι­κός ολο­κλη­ρω­τι­σμός βρί­σκε­ται, ως εγγε­νές γνώ­ρι­σμα, στον πυρή­να τής δυτι­κού τύπου «δημο­κρα­τί­ας». Με άλλα λόγια, θέλει να απο­κρύ­ψει ότι αυτής της μορ­φής η «δημο­κρα­τία» δεν συνι­στά παρά ένα ολο­κλη­ρω­τι­κό καθε­στώς, κομ­μέ­νο και ραμ­μέ­νο σύμ­φω­να με τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις επι­διώ­ξεις του καπι­τα­λι­σμού, τον οποίο υπηρετεί.

*Στις εικό­νες του κει­μέ­νου εμφα­νί­ζο­νται αφί­σες των Γερ­μα­νών Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τών από το Μεσο­πό­λε­μο. Το σύν­θη­μα της πρώ­της αφί­σας λέει: “Δρό­μος ελεύ­θε­ρος για τη λίστα των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τών”. Ενώ το σύν­θη­μα της δεύ­τε­ρης λέει: “Και οι δύο (σ.σ.: κομ­μου­νι­σμός και ναζι­σμός) ευθύ­νο­νται που η ζωή των Γερ­μα­νών εργα­τών χει­ρο­τε­ρεύ­ει καθημερινά”.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο