Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η κληρονομιάς μας» : Γράμμα φυλακισμένων αγωνιστών προς τα παιδιά τους το Πάσχα του 1959

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Οι φυλα­κές γεμά­τες ασφυ­κτι­κά. Το ίδιο και οι τόποι εξο­ρί­ας. Από χιλιά­δες αγω­νι­στές της Αντί­στα­σης και του ΔΣΕ. Οι αστι­κές κυβερ­νή­σεις αλλά­ζουν, οι εκτε­λέ­σεις μπο­ρεί να έχουν στα­μα­τή­σει όμως οι δεσμώ­τες αγω­νι­στές παρα­μέ­νουν πίσω από τα σίδε­ρα για να δεί­χνουν ανά­γλυ­φα ωμό το πρό­σω­πο της ταξι­κής βίας. Μέρες του Πάσχα στα 1959. Παρά το γεγο­νός ότι η ΕΔΑ ανα­δεί­χτη­κε ως αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση οι διώ­ξεις συνε­χί­ζο­νται. Παρα­θέ­του­με παρα­κά­τω γράμ­μα «των γονιών δεσμω­τών αγω­νι­στών της φυλα­κής Άμφισ­σας προς τα παι­διά του με την ευκαι­ρία του 14ου Πάσχα που πέρα­σαν στα δεσμά» (Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το βιβλίο «Αντί­λα­λοι απ’ τα σίδε­ρα» — Αθή­να, Σεπτέμ­βρης 1963)

«Αγα­πη­μέ­να μας παιδιά

Η λύπη από τότε που ήρθα­τε στον κόσμο δεν μας έλει­ψε ποτέ, μα πιο πολύ αυτές τις μέρες είναι που θ σας λεί­ψει η χαρά.

Θέλου­με όπως είμα­στε κλει­σμέ­νοι εδώ στις φυλα­κές δύο λόγια να σας ειπού­με που δεν θα είναι περιτ­τά, ίσως και νάχουν περισ­σό­τε­ρη αξία απ’ όλα μαζί τα χρυ­σο­ποί­κιλ­λα δώρα που θα προ­σφέ­ρουν στα παι­διά τους εκεί­νοι που δεν είδαν ούτε ποτέ κατά­λα­βαν τι είναι η δυστυ­χία ή τι είναι για τον πατέ­ρα να ζει χρό­νια μακρυά από το άρρω­στο παι­δί του και την αναι­μι­κή μάνα του.

Δεν σας γρά­φου­με για να σβή­σει την ημέ­ρα αυτή της Παναν­θρώ­πι­νης Αγά­πης η λίγη χαρά που την κερ­δί­ζε­τε με τη δου­λιά σας κι όσο είστε ακό­μα πιο μικρή με το ξεθέ­ω­μα της μάνας. Θέλου­με να σας θυμί­σου­με τα περα­σμέ­να να τα ξέρε­τε για­τί άλλη κλη­ρο­νο­μιά απ’ αυτή δεν έχου­με να σας αφήσουμε.

Εσείς είσθε όλοι παι­διά της ίδιας θύελ­λας. Το ίδιο χέρι, άκαρ­δο δρε­πά­νι σας έκο­ψε με μιας- εδώ και δεκα­πέ­ντε χρό­νια- την πιο τρα­νή χαρά. Το πατρι­κό το χάδι και το γλυ­κο­φί­λη­μα. Κι αργό­τε­ρα ‚τον πιο στέ­ρεο φίλο στο πρώ­το κοι­νω­νι­κό σας ξέβγαλ­μα, το σχο­λείο και σας έρι­ξε άγου­ρα στη δου­λιά, στη μεγά­λη και δύσκο­λη στρά­τα της ζωής.

Μεί­να­τε μόνοι, με τη μάνα ή και χωρίς αυτή, μια ορφά­νεια σκλη­ρή και άδι­κη. Μεί­να­τε ακό­μη και στο φιλό­ξε­νο σπί­τι της καλής γει­τό­νισ­σας, σαν τις κορ­φά­δες τις ξεκλα­δι­σμέ­νες, που δεν τις άφη­σαν στις κλά­ρες που τις γέννησαν.

Εσείς σαν γεν­νη­θή­κα­τε σ’ αυτόν τον πόλε­μο, σε ένα κόσμο δακρυ­σμέ­νο από πόνο αλλά και ολό­στη­το, δεν είδα­τε μονά­χα τον ήλιο μα και τις φλό­γες και  τις πυρ­κα­γιές, δεν είχα­τε για νανού­ρι­σμα τα γλυ­κά τρα­γού­δια της ειρή­νης ‚μα τον αντί­λα­λο της μάχης.

Εσείς, αντί για παρα­μύ­θια της χρυ­σής βασι­λο­πού­λας, ακού­σα­τε άλλα παρα­μύ­θια για τους ξυπό­λη­τους σγου­ρό­μαλ­λους γαβριά­δες που οι κατα­χτη­τές οι Γερ­μα­νοί τους έτρε­μαν σαν να ήσαν μεγάλοι.

Εσείς μπο­ρεί να μην δέσα­τε από την στέ­ρη­ση αθλη­τι­κά κορ­μιά αλλά έχε­τε ενός άλλου, πιο μεγά­λου αθλη­τή χαρίσματα.

Τι κι’ αν νοιώ­σα­τε παι­διά μας όλη την κακία και τον κατα­τρεγ­μό, τώρα είσα­στε πανύ­ψη­λες κορ­φά­δες ανά­με­σα σε τόσες άλλες. Παίρ­νε­τε λάσπη απ’ την ίδια γη και χτί­ζε­τε το μερ­τι­κό που ανή­κει στη γενιά σας. Κάνε­τε αρε­τή και νόμο απα­ρά­βα­το να τηρή­τε αλώ­βη­τα την άξια παρά­δο­σή μας. Θυμη­θεί­τε πως η γενιά που σας έφε­ρε στον κόσμο και σας δένει με το  παρελ­θόν, η γενιά των αγώ­νων και της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, όσο κι αν διώ­χθη­κε είναι κοντά στη γενιά του ’21.

Τι άλλη τύχη θα προ­σμέ­νε­τε καλύ­τε­ρη; Κυτ­τά­χτε με περίσ­σια περη­φά­νεια τα βου­νά ‚τους κάμπους και τις θάλασ­σες αυτής της χώρας. Κάθε κλα­ρί και κάθε βρά­χος κάτι έχει να σας πει για την κατο­χή και για τους γονιούς σας. Μα δεν θέλου­με η περη­φά­νεια σας αυτή νάναι ξιπα­σμέ­νη και αλα­ζο­νι­κή. Μεί­νε­τε απλοί, ίσιοι και τίμιοι στο  χρέ­ος. Μην ξεχνά­τε πως ο πιο μεγά­λος άρχο­ντας σε κάθε τόπο είναι ο Λαός.

Βάλ­τε τον με απέ­ρα­ντη αγά­πη στην καρ­διά σας ακό­μα κι’ αν χρεια­στεί να κόψε­τε απ’ την αγά­πη σας σε μας. Αγα­πή­στε τη δου­λιά απ’ όπου ζουν όλοι οι άνθρω­ποι και τα τρα­γού­δια που ζωντα­νεύ­ουν στην ψυχή τη λεβεντιά.

Τώρα και κάμπο­σα χρό­νια, όπως μαθαί­νου­με ‚μια τρο­μά­ρα έχει πιά­σει τους ανθρώ­πους μήπως ανά­ψει και­νούρ­γιος πόλε­μος. Εσείς τόσο νέοι, ωραί­οι και δυνα­τοί μη μένε­τε με την τρο­μά­ρα που ται­ριά­ζει μόνο σε δει­λούς και μοι­ρο­λά­τρες. Η γενιά σας έχει τα πρώ­τα δικαιώ­μα­τα στη ζωή που έρχε­ται. Σφί­χτε στη φού­χτα σας την από­φα­ση και φράξ­τε τον δρό­μο  στον πόλε­μο. Κάνε­τε τη γενιά σας την πρώ­τη στην ιστο­ρία γενιά της Ειρήνης.

Και κάτι τελευ­ταίο. Μην σας βαραί­νει η αδι­κία που σας έγι­νε σαν ακού­τε πως τα παι­διά των Μέρ­τεν γυρί­ζουν αμέ­ρι­μνα στη Γερ­μα­νία, την ώρα που τα ορφα­νά απ’ το Δίστο­μο και τα Καλά­βρυ­τα σκορ­πί­στη­καν στους πέντε ανέμους.

Αν ξεφυλ­λί­σε­τε προ­σε­κτι­κά την ιστο­ρία θα ιδή­τε ότι αυτά ξανά­γι­ναν. Μεί­νε­τε με τη χαρά της βέβαι­ης δικαί­ω­σης των πατε­ρά­δων σας που πολέ­μη­σαν τους κατα­χτη­τές της πατρί­δας, κι ‘ ας τους κρα­τούν μια ζωή ολό­κλη­ρη ση φυλακή.

Σας αγκα­λιά­ζου­με και σας φιλούμε.

Φυλα­κές Αμφισ­σας, Πάσχα 1959»

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο