Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάσχα: «Μαγδαληνή», Κώστα Βάρναλη

Γονα­τι­σμέ­νη παρά­με­ρα κλαί­ει με τα γαλα­νά της μάτια η Μαγδα­λη­νή χωρίς να την ακού­ει ή να τηνε βλέ­πει κανείς.

Τα χρυ­σά της τα μαλ­λιά σέρ­νο­νται κατα­γής και το πορ­φυ­ρό της ιμά­τιο πέφτο­ντας απ’ το δεξιό τον ώμο τής φανε­ρώ­νει — λαχτά­ρα και καη­μός! — τη μισή πλά­τη κι ολά­κε­ρο το στήθος.

Και σπα­ρά­ζει πιο πολύ παρ’ όσο, νια κι αμαρ­τω­λή, σπά­ρα­ζε μέσα στην αγκά­λη του έπαρχου.

Η Μαγδαληνή

Μες σε παλά­τια, που σα σπή­λια αντή­χαν απ’ τις μουσικές
κι αστρά­βαν απ’ τα μέταλ­λα και τα δεμέ­να φώτα,
στα μάγου­λά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιές
γλί­στρα­αν με λάγ­γε­μα πολύ και τα δαγκώ­ναν σαν οχιές·

στην κρυ­σταλ­λέ­νια μου φωνή θαμπή εγλι­στρού­σε νότα.
Στην τεσ­σε­ρο­βα­σί­λευ­τη Γιου­δαία εγώ ‘μουν η Πηγή:
του κόρ­φου μου τ’ αμά­ρα­ντα και μοσκο­βό­λα κίτρα.
Ωσάν τη φλό­γα του κορ­μιού μου άλλη δε γνώ­ρι­σεν η Γη,
σαν της αγκά­λης μου μεστή καμιά δεν ύπαρ­χε σιγή.

Ο έρω­τάς μου νίκα­γε τη Ρώμη τη νικήτρα…
Σκο­τά­δια ήτα­νε μέσα μου, ξέρα μεγά­λη κι αμμουδιά
και στα γλυ­κά τα χεί­λια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινά­ζαν άξαφ­να τ’ αγνώ­στου φόβοι την καρδιά
και μου κοβό­ταν η ανα­πνιά μες σε φορέ­μα­τα φαρδιά —

απ’ του Θριάμ­βου την κορ­φή μακριά ‘βλε­πα συντέλεια.
.….….….….….….….….….….….….….….….
Δεν ήταν άξαφ­νη αστρα­ψιά. Τού­το συνέ­βη αργά σιγά…
Ωραί­ος δεν ήσουν, τίπο­τα δεν είχες πάνω σου άξο!
Κοί­τα­γες χάμου τα χαλί­κια, ως μίλα­γες σιγά κι αργά.
Την τρίτ’ ή τέταρ­τη φοράν άρχι­σε ο νους μου να ριγά

κι ως σήκω­σες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.
Κι ένιω­σα ορμή ασυ­γκρά­τη­τη στα πόδια σου να κυλιστώ.
Είδα να σειέ­ται μέσα μου ψυχή παρ­θέ­να ώς τώρα.
Την ευτυ­χιά τη γνώ­ρι­σα στο δόσι­μο χωρίς μιστό,
τη λευ­τε­ριά, στο σκλά­βω­μα σε κάποιο ιδα­νι­κό σωστό

και την υπέρ­τατ’ ηδο­νή στον πόνον, — άξια γνώρα.
Και στους φτω­χούς μοι­ρά­ζο­ντας τα υπάρ­χο­ντά μου (αση­μι­κά,
δια­μα­ντι­κά, μετα­ξω­τά, μπα­ξέ­δες και παλάτια)
τα βήμα­τά σου ακλού­θη­σα, που κι αν τα σβηού­σε ταχτικά
στον άμμ’ ο αγέ­ρας του βρα­διού, σα φώτα μένα­νε γλυκά

για πάντα σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακο­ές και μάτια.
Πρά­μα­τα νέα δεν έλε­γες κι ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολ­λούς κι από και­ρούς ολά ηταν ειπωμένα.
Μα ‘χες τη δύνα­μη ν’ ακούς των ουρα­νών τη σιγαλιά
κι όλα για σένα (κι άψυ­χα κι ανθρώ­ποι) διά­φα­να γυαλιά

και διά­φαν’ η καρ­διά του Θεού για σένα — και για μένα!
Κανείς (και πλή­θη και σοφοί και μαθη­τά­δες και γονιοί)
δεν ξάνοι­γε το σπα­ραγ­μό στα θάμα­τά σου πίσω
κι αν πρό­σμε­νες το λυτρω­μό σου από την άδι­κη θανή,
εγώ μονά­χα το ‘νιω­σα, που ήμου­να λάσπη και κοινή,

πόσο Χρι­στέ ‘σουν άνθρω­πος! Κι εγώ θα σ’ αναστήσω!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο