Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΝΤΑΒΙΝΤ  ΑΛΦΑΡΟ  ΣΙΚΕΙΡΟΣ, Ο ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Η ιστο­ρία του Μεξι­κού δια­κα­τέ­χε­ται από μια τρα­γι­κό­τη­τα μνη­μειω­δών δια­στά­σε­ων και πρέ­πει κανείς να την κατα­νο­ή­σει ώστε να αντι­λη­φθεί καλύ­τε­ρα τη σημα­σία των διεισ­δυ­τι­κών επιρ­ρο­ών οι οποί­ες καθό­ρι­σαν τη σύγ­χρο­νη σχο­λή της μεξι­κα­νι­κης τέχνης. Τα μαρ­τύ­ρια και το μεγα­λείο του μεξι­κα­νι­κού λαού έφτα­σαν στα δυσθε­ώ­ρη­τα ύψη που κατέ­κτη­σαν όλοι οι αγώ­νες της ανθρω­πό­τη­τας, […]. Και μέσα από αυτή τη μάχη γεν­νή­θη­κε η δύνα­μη που ενερ­γο­ποί­η­σε το κίνη­μα της σύγ­χρο­νης μεξι­κα­νι­κής τέχνης» (σελ. 20).

«Αγρότισσα μάνα», 1929

«Αγρό­τισ­σα μάνα», 1929

Αυτά τα λόγια τα δια­βά­ζου­με στο βιβλίο του Αμε­ρι­κα­νού Φίλιπ Στάιν, Siqueiros, η ζωή και το έργο του που κυκλο­φό­ρη­σε το 2009 από τιςεκ­δό­σεις ‘Σύγ­χρο­νη Επο­χή’ (μετά­φρα­ση της Βασι­λεί­ας Παπα­ρή­γα) και που είναι ένα αλη­θι­νό από­κτη­μα για όσους ενδια­φέ­ρο­νται για το πάντρε­μα ιδε­ο­λο­γί­ας, πολι­τι­κής και τέχνης. Δεν είναι μόνο η – λόγω αγώ­νων – περι­πε­τειώ­δης ζωή του Μεξι­κα­νού αυτού γίγα­ντα της εικα­στι­κής τέχνης, το μνη­μειώ­δες έργο του, αλλά και η ικα­νό­τη­τά του να ανα­πτύσ­σει θεω­ρία της τέχνης. Ο Σικέι­ρος γεν­νή­θη­κε το 1897 και πέθα­νε το 1974.  Έζη­σε δηλα­δή ένα πολύ ταρα­χώ­δες κομ­μά­τι της ιστο­ρί­ας της χώρας του, αλλά και σε παγκό­σμιο επί­πε­δο ως στρα­τιώ­της της μεξι­κα­νι­κής επα­νά­στα­σης του 1910–1917 και του Ισπα­νι­κού Εμφυ­λί­ου του 1936–39. Η τέχνη του ενσω­μα­τώ­νει τον προ­κο­λομ­βια­νό πολι­τι­σμό των Αζτέ­κων, τις ισπα­νι­κές κατα­βο­λές, αλλά και ευρύ­τε­ρα την ευρω­παϊ­κή τέχνη, καθώς και την εκρη­κτι­κή μαγιά της μεξι­κα­νι­κής επα­νά­στα­σης των αρχών του 20ου αιώ­να. Συνε­πής, αδιά­φθο­ρος και ιδε­ο­λο­γι­κά μη δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μος κομ­μου­νι­στής καλ­λι­τέ­χνης, τρά­βη­ξε πολλά.

Από την κατα­στρο­φή γεν­νιού­νται και­νούρ­για πράγματα

Όταν ο Ισπα­νός Ερνά­ντο Κορ­τές εισέ­βα­λε το 1519 στο Μεξι­κό από Ανα­το­λάς και αντί­κρυ­σε την πρω­τεύ­ου­σα των Αζτέ­κων, Τενο­τστι­τλάν, έμει­νε άναυ­δος μπρο­στά στη θέα αυτής της πόλης, μιας από τις μεγα­λύ­τε­ρες του κόσμου εκεί­νη την επο­χή. Παρ’ όλα αυτά έβα­λε τους ίδιους τους ντό­πιους, εφό­σον τους έκα­νε σκλά­βους, να κατα­στρέ­ψουν ολο­σχε­ρώς αυτό το θαυ­μά­σιο μίγ­μα αστι­κής αρχι­τε­κτο­νι­κής και καλ­λι­τε­χνι­κού σχε­δια­σμού ανα­γκά­ζο­ντάς του­ςμε πολ­λά βασα­νι­στή­ρια να χτί­σου­να­κρι­βώς πάνω σ’ αυτήν μια εντε­λώς και­νούρ­για πόλη ισπα­νι­κού ρυθ­μού με καθο­λι­κές εκκλησιές.Ωστόσο, ουδέν κακό αμι­γές καλού.  Έτσι δια­βά­ζου­με στο βιβλίο, ότι «η δύνα­μη της ινδιά­νι­κης φυλής άρχι­σε να ανα­μει­γνύ­ε­ται με αυτή των κατα­κτη­τών δίνο­ντας ζωή σε μια λαϊ­κή αντί­στα­ση, λιγό­τε­ρο ευά­λω­τη στους χει­ρι­σμούς των Ισπα­νών κατα­κτη­τών. Οι Ινδιά­νοι και οι Ισπα­νοί γέν­νη­σαν τους πει­σμα­τά­ρη­δες και κυριαρ­χι­κούς mestizo(επι­μει­ξία των δύο αυτών λαών). Έχο­ντας πετύ­χει τη δική τους υψη­λού επι­πέ­δου εξέ­λι­ξη και πολι­τι­σμό οι Μεξι­κα­νοί ήταν δια­φο­ρε­τι­κοί» (σελ. 23).

Ένα Μανι­φέ­στο μαχητικό

Ο Σικέι­ρος λοι­πόν λάτρευε τη λαϊ­κή τέχνη των Μεξι­κα­νών και την παρά­δο­ση των ιθα­γε­νών. Αυτό προ­κύ­πτει και από το μανι­φέ­στο που εξέ­δω­σε το Συν­δι­κά­το των Εργα­τών Τεχνι­τών, των Ζωγρά­φων και των Γλυ­πτών το 1923 που το δημο­σί­ευ­σε η μαχη­τι­κή επα­να­στα­τι­κή εφη­με­ρί­δα ElMachete που μπο­ρού­με να δια­βά­σου­με στο βιβλίο. Το μανι­φέ­στο αυτό δήλω­νε ανά­με­σα σ’ άλλα και τα εξής: «Στο λαό των Ινδιά­νων ιθα­γε­νών ο οποί­ος για αιώ­νες εξευ­τε­λί­ζε­ται. Στους στρα­τιώ­τες που μετα­τρέ­πο­νται σε εκτε­λε­στές από τους πραι­το­ρια­νούς. Στους δια­νο­ού­με­νους που δεν έχουν εξευ­τε­λι­στεί από τη μπουρ­ζουα­ζία. Από τη μια πλευ­ρά η κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση, πιο ιδε­ο­λο­γι­κά οργα­νω­μέ­νη από ποτέ και από την άλλη η ένο­πλη μπουρ­ζουα­ζία. Ο στρα­τός του λαού, οι οπλι­σμέ­νοι­χω­ρι­κοί και εργά­τες οι οποί­οι υπε­ρα­σπί­ζο­νται τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τά τους ενά­ντια στο στρα­τό του λαού, τον υπο­βαθ­μι­σμέ­νο, εξα­πα­τη­μέ­νο και υπο­ταγ­μέ­νο στους στρα­τιω­τι­κούς αρχη­γούς που έχρι­σε η μπουρ­ζουα­ζία…» (σελ. 77/78) καλώ­ντας στο τέλος τους δια­νο­ού­με­νους, τους χωρι­κούς, τους εργά­τες και τους στρα­τιώ­τες να «οικο­δο­μή­σουν ένα μέτω­πο για να παλέ­ψει τον εσω­τε­ρι­κό εχθρό». Βρι­σκό­μα­στε λίγα χρό­νια μετά την επα­νά­στα­ση του 1910–1917 και η αντε­πα­νά­στα­ση ήταν σε πλή­ρη εξέλιξη.

Οι σοβιε­τι­κές συνα­ντή­σεις του Σικέιρος

Το Μάρ­τη του 1928 ο Σικεί­ρος ως γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας της Συνο­μο­σπον­δί­ας Συν­δι­κα­λι­στι­κών Σωμα­τεί­ων ήταν επι­κε­φα­λής μιας αντι­προ­σω­πεί­ας 40 έως 50 μεταλ­λω­ρύ­χων, τρο­χιο­δρο­μι­κών, υφα­ντουρ­γών, εργα­τών και δασκά­λων στο 4ο Διε­θνές Συνέ­δριο των Κόκ­κι­νων Συν­δι­κά­των στη Μόσχα. Και ο Ντιέ­γο Ριβέ­ρας – ο άλλος αυτός μεγά­λος της μεξι­κα­νι­κής τέχνης – βρι­σκό­ταν στη Μόσχα εκεί­νες τις μέρες. Στο βιβλίο περι­γρά­φε­ται η συνά­ντη­ση που είχαν για θέμα­τα τέχνης και επα­νά­στα­σης οι δύο Μεξι­κα­νοί καλ­λι­τέ­χνες με τον Μαγια­κόφ­σκι και τον Στάλιν.Αξίζει να παρα­θέ­σου­με απο­σπά­σμα­τα της ιστο­ρι­κής αυτής συνά­ντη­σης, όπως την περι­γρά­φει ο Φίλιπ Στάιν:«Ο Μαγια­κόφ­σκι έθε­σε το πρό­βλη­μα στον Στά­λιν: Οι γρα­φειο­κρά­τες ακα­δη­μαϊ­κοί εμπό­δι­ζαν την πρό­ο­δο στην τέχνη και αυτό που είχαν πετύ­χει οι Μεξι­κα­νοί στη χώρα τους ήταν η από­δει­ξη. Ο Στά­λιν, όμως, δεν πεί­στη­κε. Ναι, πίστευε και ο ίδιος ότι η πολι­τι­κή επα­νά­στα­ση στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση έπρε­πε να φέρει την αντί­στοι­χη επα­νά­στα­ση στον τομέα της τέχνης. Όμως ύστε­ρα τόνι­σε πως οι επα­να­στά­σεις στην τέχνη δε συμ­βαί­νουν παράλ­λη­λα με τις πολι­τι­κές επα­να­στά­σεις. Παρα­τή­ρη­σε ότι κάθε ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη στην τέχνη συνε­χί­ζει «να πίνει την πηγή του πολι­τι­σμού που έχει κατα­στρέ­ψει». Κατό­πιν τους ρώτησε: 

«Πού βρί­σκο­νται οι ρίζες της νέας τέχνης που επι­θυ­μεί­τε για το νέο σοβιε­τι­κό κόσμο; Στον παρό­ντα φορ­μα­λι­σμό ή

«Προλετάρια μάνα», 1929

«Προ­λε­τά­ρια μάνα», 1929

στην αβάν γκαρντ της Δυτι­κής Ευρώ­πης; Από αυτές τις αφε­τη­ρί­ες πρέ­πει να αρχί­σου­με τη δημιουρ­γία της; Μου φαί­νε­ται πως ο ακα­δη­μαϊ­σμός που τόσο εύγλωτ­τα αντι­μά­χε­ται ο Μαγια­κόφ­σκι, όπως και ο φορ­μα­λι­σμός που εξί­σου εύγλωτ­τα υπε­ρα­σπί­ζε­ται, οδη­γούν μέσω δια­φο­ρε­τι­κών δρό­μων, στο θνη­σι­γε­νή καπιταλισμό».

[…]. Οι αντι­λή­ψεις του Στά­λιν για την τέχνη, εν έτει 1928, προ­κά­λε­σαν εξαι­ρε­τι­κή εντύ­πω­ση και είχαν τερά­στια επιρ­ροή στον Σικέι­ρος. Βασι­κά συμ­φω­νού­σαν με τη δική του λογι­κή την επο­χή του 1921, όταν συνέ­τασ­σε το μανι­φέ­στο του στη Βαρ­κε­λώ­νη. «Πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω», θα γρά­ψει αργό­τε­ρα, «ότι με έκα­νε να σκε­φτώ και αργό­τε­ρα μπό­ρε­σα να το θεω­ρή­σω κομ­μά­τι της βασι­κής μου θεω­ρί­ας» (σελ. 98–99).

Ξανά στις χώρες του σοσιαλισμού

Μένο­ντας ακό­μα για λίγο στον τομέα της τέχνης, θα κάνου­με ένα άλμα στο χρό­νο. Ο Σικέι­ρος πηγαί­νει το 1955 στην Πολω­νία και ξανά στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση καλε­σμέ­νος για να δώσει δια­λέ­ξεις. Αυτή τη φορά από­κτη­σε δια­φο­ρε­τι­κές εμπει­ρί­ες, πρώ­τα στην Πολω­νία :«Όμως, σ΄αυτή τη σοσια­λι­στι­κή χώρα, βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πος με την τερά­στια αντί­δρα­ση των Πολω­νών ζωγρά­φων, όπου σχε­δόν όλοι ήταν οπα­δοί της γαλ­λι­κής σχο­λής και το εγχεί­ρη­μα υπέ­κυ­ψε στις επι­θέ­σεις των αντι­κομ­μου­νι­στών δια­νο­ου­μέ­νων και καλ­λι­τε­χνών (σελ. 323). Μετά πήγε στη Μόσχα για να μιλή­σει σε μέλη του Σωμα­τεί­ου Σοβιε­τι­κών Ζωγρά­φων. Την ομι­λία παρα­κο­λού­θη­σαν εξέ­χο­ντα στε­λέ­χη του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος, καθώς και ο πρό­ε­δρος της Ακα­δη­μί­ας Τεχνών της ΕΣΣΔ. Ο Σικέι­ρος που ποτέ στη ζωή του δεν «τα μάσα­γε» όποιες κι αν ήταν οι συνέ­πειες,  βασι­ζό­με­νος σε μαρ­ξι­στι­κά κρι­τή­ρια έκα­νε ως σύγ­χρο­νος ρεα­λι­στής μέσα σ’ αυτό το χώρο που τόσο θαύ­μα­ζε, μια εντε­λώς καλο­προ­αί­ρε­τη, ειλι­κρι­νέ­στα­τη κρι­τι­κή εξαί­ρο­ντας μάλι­στα τους Ρώσους συντρό­φους του. Η μεξι­κα­νι­κή τέχνη, έλε­γε, ήταν «υπο­χρε­ω­μέ­νη να υπο­φέ­ρει από το μία­σμα του φορ­μα­λι­σμού»  μέσα στην αστι­κή κοι­νω­νία. Ωστό­σο, έπει­τα ο Σικέι­ρος αιφ­νι­δί­α­σε το κοι­νό του με τις εξής παρα­τη­ρή­σεις: «Η δική σας τέχνη υπο­φέ­ρει από ένα άλλο είδος κοσμο­πο­λι­τι­σμού, αυτό του φορ­μα­λι­στι­κού ακα­δη­μαϊ­σμού – του μηχα­νι­κού ρεα­λι­σμού. Αν συγκρί­νου­με τους δύο, το φορ­μα­λι­σμό του Παρι­σιού και τον ακα­δη­μαϊ­σμό, θα βρού­με ένα κοι­νό σημείο μετα­ξύ τους. Απο­τε­λούν τους δύο δρό­μους για την κατάρ­γη­ση του εθνι­κού και ιδιαί­τε­ρου χαρα­κτή­ρα της τέχνης. […] Μοιά­ζουν και οι δύο σα δύο στα­γό­νες νερό, ανε­ξάρ­τη­τα απο τη χώρα την οποία πρε­σβεύ­ουν» (σελ. 324). Και παρ’ όλο που ο πρό­ε­δρος της Ακα­δη­μί­ας παρε­ξη­γή­θη­κε, σηκώ­θη­κε κι έφυ­γε, ο Σικέι­ρος συνέ­χι­σε απτό­η­τος χωρίς να τον απα­σχο­λέι αν αρέ­σουν ή όχι τα λόγια του: «Στις δημιουρ­γί­ες σας δεν έχε­τε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει εκεί­να τα στοι­χεία έκπλη­ξης των δικών σας εθνι­κών διδαγ­μά­των. Παρα­μέ­νε­τε ακό­μα θύμα­τα ενός προ­α­πο­φα­σι­μέ­νου ύφους, της χρή­σης των νεκρών νόμων του διε­θνούς ακα­δη­μαϊ­σμού ο οποί­ος ανα­πτύ­χθη­κε στο τέλος της Ανα­γέν­νη­σης» (σελ. 325) παρα­θέ­το­ντας παρα­δείγ­μα­τα από την ιστο­ρία, ότι οι «άκαμ­πτοι» νόμοι δεν μπό­ρε­σαν ποτέ να στα­μα­τή­σουν την πρό­ο­δο.  Επί­σης έκα­νε κρι­τι­κή στην κατά­στα­ση στο Μεξι­κό με τις όλο και μεγα­λύ­τε­ρες πολι­τι­κές δυσκο­λί­ες. Η δεξιά στη χώρα του δεν άργη­σε να αντιδράσει…Ο Σικέι­ρος πήγε εξό­ρι­στος σε διά­φο­ρες χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής. Ανά­με­σα σε άλλα το βιβλίο ανα­φέ­ρε­ται στην Ουρου­γουάη, όπου ο Σικέι­ρος βρέ­θη­κε το 1933 και έβγα­ζε πύρι­νους λόγους για την τέχνη και την πολι­τι­κή, αλλά πήγε και στη Χιλή. Παρα­κο­λου­θού­με την περι­πε­τειώ­δη οδύσ­σειά του με παντού τον ανι­διο­τε­λή αγώ­να του για τα θέμα­τα της τέχνης. Το βιβλίο, εξαι­ρε­τι­κά πλού­σιο σε θέμα­τα,  περι­λαμ­βά­νει και κεφά­λαιο για τη δια­μο­νή του Τρό­τσκι στο Μεξι­κό από το 1937 και τη δολο­φο­νία του. Η παρου­σία του Τρό­τσκι εκεί προ­σέ­κρου­σε στην ενα­ντί­ω­ση της Συνο­μο­σπον­δί­ας Μεξι­κα­νών Εργα­τών, καθώς και του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος του Μεξι­κού. Τα χρό­νια εκεί­να μαι­νό­ταν ο εμφύ­λιος πόλε­μος στην Ισπα­νία και πολ­λοί Μεξι­κα­νοί εθε­λο­ντές πολε­μού­σαν εκεί στο πλευ­ρό της δημο­κρα­τι­κής κυβέρ­νη­σης ενά­ντια στο φασι­σμό, όπως και ο Σικέι­ρος, ο οποί­ος συζη­τού­σε το πρό­βλη­μα της δια­μο­νής του Τρό­τσκι στο Μεξι­κό με τους συμπο­λε­μι­στές του. Το εν λόγω κεφά­λαιο ρίχνει ένα ενδια­φέ­ρον φως στην όλη υπό­θε­ση που έχει περά­σει στην ιστο­ρία με πολ­λές και διά­φο­ρες ερμη­νεί­ες και παρερμηνείες.

Μη δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μος

Το βιβλίο περι­λαμ­βά­νει ένα πλού­σιο φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό, πανέ­μορ­φους πίνα­κες και τοι­χο­γρα­φί­ες έγχρω­μες και έναν κατά­λο­γο τοι­χο­γρα­φιών του Σικέι­ρος. Επί­σης υπάρ­χει στο παράρ­τη­μα ένα κεφά­λαιο για τη δια­μά­χη του με το Κόμ­μα και στην αρχή ένα σημεί­ω­μα του εκδό­τη που κατα­το­πί­ζει τον ανα­γνώ­στη για το για­τί της έκδο­σης με μια σύντο­μη έκθε­ση του πολι­τι­κού τοπί­ου του Μεξι­κού από τις αρχές του 20ου αιώ­να και τη θέση του Σικέι­ρος μέσα σ’ αυτό.

Παρ’ όλη την εντυ­πω­σια­κή καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία του, ο Σικέι­ρος ελά­χι­στα απα­σχό­λη­σε τους συγ­γρα­φείς που ασχο­λού­νται με την τέχνη, όπως δια­βά­ζου­με στον πρό­λο­γο του Φίλιπ Στάιν. Όχι τυχαίο, πιστεύ­ου­με, τον «έκα­ναν» λιγό­τε­ρο γνω­στό από τον Ντιέ­γο Ριβέ­ρα. Ο Σικέι­ρος είχε τη μοί­ρα των όσων δεν δίνουν καμία λαβή να τους δια­φθεί­ρουν ιδε­ο­λο­γι­κά. Το ίδιο δεν μπο­ρού­με να πού­με για τον Ριβέ­ρα χωρίς να μειώ­σου­με στο ελά­χι­στο την αξία του τελευ­ταί­ου ως καλ­λι­τέ­χνη. Ο ιδε­ο­λο­γι­κά αδιά­φθο­ρος Σικέι­ρος που μέχρι το τέλος της ζωής του στή­ρι­ζε τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, «έφα­γε» απο­σιώ­πη­ση και γι’ αυτό το λόγο το βιβλίο του Φίλιπ Στάιν αξί­ζει από κάθε άπο­ψη το θαυ­μα­σμό μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο