Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ _Ηρακλής Κακαβάνης “Ο δαίμων του τυπογραφείου” _εκδόσεις Ατέχνως

Οι εκδό­σεις Ατέ­χνως  κλεί­νουν πια σχε­δόν 5 χρό­νια (έκα­ναν τα πρώ­τα τους βήμα­τα στο χώρο του βιβλί­ου το 2019) και όπως πλη­ρο­φο­ρούν το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό τους «Δεν υπο­σχε­θή­κα­με ότι θα φέρου­με κάτι και­νού­ριο σε ένα χώρο με μακρά ιστο­ρία, Υπο­σχε­θή­κα­με όμως ότι με καλαι­σθη­σία και αξιο­πι­στία, θα δώσου­με μορ­φή στις σκέ­ψεις σας, στα συναι­σθή­μα­τά σας, στο λόγο σας, στην εργα­σία σας»_ εγγυώ­νται χρή­σι­μες, μορ­φω­τι­κές, ψυχα­γω­γι­κές ποιο­τι­κές εκδό­σεις, με έμπει­ρη ομά­δα συνερ­γα­τών (διορ­θω­τές, γρα­φί­στες, επι­με­λη­τή έκδο­σης)… Μέχρι σήμε­ρα έχουν εκδο­θεί 10άδες βιβλία, κάθε είδους ιστο­ρία, λογο­τε­χνία, ποί­η­ση κλπ. επί­σης δια­τί­θε­νται τίτλοι τρί­των που δεν θα βρεί­τε πουθενά

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Ψυχή των εκδό­σε­ων ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης, που συνή­θως δεν μιλά­ει για τον εαυ­τό του και αυτό απο­τε­λεί μια «κόντρα» μετα­ξύ μας _στον «δαί­μο­να» ανα­φέ­ρει δυο λόγια στο εσώ­φυλ­λο που παρα­θέ­του­με (στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θα έπρε­πε να είναι πολύ περισσότερα)

“__
Γεν­νή­θη­κε το 1966. Σπού­δα­σε φιλο­λο­γία στο Πανε­πι­στή­μιο Ιωαν­νί­νων. Από το 1991 εργά­στη­κε ως δημο­σιο­γρά­φος. Αρχι­κά στον «Ριζο­σπά­στη» για 23 χρό­νια και στη συνέ­χεια σε έντυ­πα και ηλε­κτρο­νι­κά Μέσα Ενη­μέ­ρω­σης. Είναι εκδό­της του ηλε­κτρο­νι­κού περιο­δι­κού «Ατέ­χνως».

Το 2011 συμ­με­τεί­χε με εισή­γη­ση για τη γλώσ­σα του Κ. Βάρ­να­λη στο συλ­λο­γι­κό τόμο «Κώστας Βάρ­να­λης: Φως που πάντα καί­ει», εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» 2012. Έχει ασχο­λη­θεί εκτε­νώς με τη ζωή και το έργο του Κώστα Βάρ­να­λη.

Είναι συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου «Ο δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου», εκδό­σεις «Προ­σκή­νιο», 2008, «Ο άγνω­στος Βάρ­να­λης και 19 αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τά του», εκδό­σεις «Εντός», 2012, «Ο Χικ­μέτ στην Ελλά­δα» και «ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ ο προ­λε­τά­ριος ποι­η­τής» εκδό­σεις «Ατέ­χνως», 2020.

Το 2014 κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­τη» το βιβλίο «Κώστας Βάρ­να­λης Αϊ-Στρά­της Θυμή­μα­τα εξο­ρί­ας» και το 2017 από τις εκδό­σεις «Εντύ­ποις» το βιβλίο «39+1 Άγνω­στα ποι­ή­μα­τα του Κ. Βάρ­να­λη» με πρό­λο­γο — έρευ­να — επι­μέ­λεια δική του. Το 2022 πρό­τει­νε ‑με τον πρό­λο­γό του- «Μια άλλη ανά­γνω­ση» στα «Άπα­ντα του Κώστα Καρυω­τά­κη» (εκδό­σεις «Ατέ­χνως») και το 2024 προ­λό­γι­σε «Τ’ απα­γο­ρευ­μέ­να και επι­λή­ψι­μα» του Σαρλ Πιερ Μπω­ντλαίρ (εκδό­σεις «Ατέ­χνως»)

Είχε τη φιλο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια – πρό­λο­γο στο Λεύ­κω­μα «Ομή­ρου Ιλιά­δα, 21 Λιθο­γρα­φί­ες το Henri Motte», εκδό­σεις «Τυπο­εκ­δο­τι­κή», 2008.
Το 2009 επι­με­λή­θη­κε τις ανα­μνή­σεις του αγω­νι­στή της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και αξιω­μα­τι­κού του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας Λύσαν­δρου Ταμου­ρί­δη, με τον τίτλο «Από τον Όλυ­μπο στο Γράμ­μο», όπου έγρα­ψε το επί­με­τρο που συνο­δεύ­ε­ται από παρου­σί­α­ση του Αντι­στα­σια­κού Τύπου της Ελασ­σό­νας του νομού Λάρι­σας, όπως επί­σης έχει προ­λο­γί­σει κάποια άλλα βιβλία.

Εκτός από τη βιβλιο­γρα­φία, πλού­σια η αρθρο­γρα­φία του στον ημε­ρή­σιο και στον περιο­δι­κό Τύπο, όπως και σε δια­δι­κτυα­κά Μέσα” __.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
Ηρακλής Κακαβάνης
Ο δαίμων του τυπογραφείου

Λίγα λόγια για την έκδοση 

«Ο δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου» εκδό­θη­κε για πρώ­τη φορά το 2008 από τις εκδό­σεις «Προ­σκή­νιο». Εδώ και χρό­νια, και μετά από μια πετυ­χη­μέ­νη πορεία στο χώρο του βιβλί­ου, οι εκδό­σεις «Προ­σκή­νιο» στα­μά­τη­σαν την πορεία τους. Έτσι ο …Δαί­μων, παρό­τι δεν έχει χάσει την επι­και­ρό­τη­τά του, την εγκυ­ρό­τη­τά του και συνε­χί­ζει να ζητεί­ται, δεν ήταν δια­θέ­σι­μος γι’ αυτό και προ­χω­ρή­σα­με στην επα­νέκ­δο­σή του.

Περιέ­χει και αυτή η β’ έκδο­ση τους προ­λό­γους των Γιώρ­γου Χουρ­μου­ζιά­δη, Τάκη Τσί­γκα και ως επί­με­τρο κεί­με­νο του Νίκου Καρα­τη­νού παρό­τι και οι τρεις δε βρί­σκο­νται πλέ­ον στη ζωή.

Περί­λη­ψη

Ποια ανά­γκη τον δημιούρ­γη­σε και ποιο το… ιδε­ο­λο­γι­κό στίγ­μα του «τρο­μο­κρά­τη» που εκθέ­τει δημο­σιο­γρά­φους, συγ­γρα­φείς και διορ­θω­τές; Λένε ότι είναι μοχθη­ρός και δρα στα μου­λω­χτά. Λένε ότι η ουρά του μετριέ­ται με μίλια, τρυ­πώ­νει παντού και αλλοιώ­νει τόσο πολύ το νόη­μα των κει­μέ­νων που προ­κα­λεί το θυμό, την αγα­νά­κτη­ση, την αμη­χα­νία (ανα­γνω­στών και γρα­φιά­δων) και άλλο­τε γελά και το «παρ­δα­λό κατσί­κι». Εμφα­νί­στη­κε με την ανα­κά­λυ­ψη της τυπο­γρα­φί­ας. (…) Παρό­τι το βιβλίο δεν είναι συλ­λο­γή «μαρ­γα­ρι­τα­ριών», εντού­τοις στις σελί­δες του ο ανα­γνώ­στης θα βρει πολ­λές ευκαι­ρί­ες να γελά­σει με τα κατορ­θώ­μα­τα και τα απο­τυ­πώ­μα­τα του «Εξα­πο­δώ» σε δημο­σιο­γρα­φι­κά και λογο­τε­χνι­κά κείμενα.

Αυτά τα ποι­ή­μα­τα μαζί με όλα εκεί­να που στην επο­χή τους θεω­ρή­θη­καν επι­λή­ψι­μα και για τα οποία κατη­γο­ρή­θη­κε ο ποι­η­τής, συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στην παρού­σα έκδο­ση. Συνο­λι­κά 32 ποιήματα.

«Την ‘’άπο­νη’’ τη ζωή μας, επο­μέ­νως, την ορί­ζουν, έτσι ή αλλιώς, οι «δαί­μο­νες». Και το ερώ­τη­μα δεν είναι τι κάνουν αυτοί για μας, αλλά τι κάνου­με εμείς γι’ αυτούς. Άλλοι τους καταγ­γέλ­λουν, άλλοι τους ξορ­κί­ζουν, άλλοι τους βιντε­ο­σκο­πούν, άλλοι τους πετά­νε από το παρά­θυ­ρο κι άλλοι έχου­νε μάθει να ζού­νε μ’ αυτούς. Ο Ηρα­κλής ο Κακα­βά­νης έκα­νε κάτι πολύ πιο έξυ­πνο. Πήρε έναν από αυτούς τους δαί­μο­νες, το «δαί­μο­να του τυπο­γρα­φεί­ου», και τον έκα­νε βιβλίο. Έγρα­ψε τη βιο­γρα­φία του, για την ακρί­βεια. Τον τσά­κω­σε εκεί που γεν­νή­θη­κε, πριν ακό­μα εφευ­ρε­θεί το χαρ­τί και η μελά­νη, και μας απο­κά­λυ­ψε, τις ‘’μαλα­γα­νιές’’ του» (από τον πρό­λο­γο του Γ. Χουρμουζιάδη».

Περιε­χό­με­να

ΠΡΟΛΟΓΟΙ: Πρό­λο­γος έκδοσης
Γιώρ­γος Χουρμουζιάδης
Τάκης Τσίγκας
Προοίμιο
Εισαγωγή
Η παρα­γω­γή βιβλί­ου από την αρχαιό­τη­τα μέχρι την αναγέννηση
Αναγέννηση
17ος ΑΙΩΝΑΣ
Εκδό­σεις ελλη­νι­κών βιβλίων
Μετά τον 20ό αιώνα
Τύπος
Τα τυπο­γρα­φι­κά λάθη στον Τύπο
Ο πρώ­τος διορθωτής
1862. Μια νέα επο­χή ανατέλλει
20ός αιώ­νας — λινοτυπία
Ηλε­κτρο­νι­κή τυπογραφία
Είπαν — έγραψαν
Διορθωτές
Παράρτημα
Αντί επιλόγου
Επί­με­τρο: μαρ­τυ­ρία Νίκου Καραντηνού
Ενδει­κτι­κή βιβλιογραφία

Λεπτο­μέ­ρειες έκδοσης

Εκδό­της: Εκδό­σεις Ατέχνως
Χρο­νο­λο­γία β’ έκδο­σης:  Μάρ­τιος 2024
Εξώ­φυλ­λο: Πέτρος Φιλιππίδης
Αριθ­μός σελί­δων: 202
Δια­στά­σεις: 17Χ24
ISBN: 978–618-5685–37‑9
Τιμή 14,50  (με ΦΠΑ)

Διά­θε­ση – Διανομή: 
Κεντρι­κή διά­θε­ση: Τσι­γα­ρί­δας ΑΕ — 210.2717521
Συμ­με­τρία ΑΕ:  21 1104 1900

Κεντρι­κή διά­θε­ση για την Κύπρο: Βιβλιο­πω­λείο Περι­διά­βα­ση  (Τηλ:24 645646, 99545635)

Μπο­ρεί­τε να το παραγ­γεί­λε­τε και να το παρα­λά­βε­τε στο χώρο που θα μας υποδείξετε.

Παραγ­γε­λί­ες είτε
με
email [email protected]
μέσω του site ekdoseis-atexnos.gr  
τηλε­φω­νι­κά 6979795057

Άλα της διαβολάκο
τ’ αφεντικά της Κόλασης
σου σκάψανε το λάκκο

Πολ­λά έχουν γρα­φεί κατά και­ρούς για το «δαί­μο­να του τυπο­γρα­φεί­ου» με αφορ­μή κάποιο χτυ­πη­τό κατόρ­θω­μα _ειδικά παλιό­τε­ρα που η τεχνο­λο­γία εκτύ­πω­σης δεν είχε τη σημε­ρι­νή εξέ­λι­ξη (στοι­χειο­θέ­τη­ση με το χέρι, λινο­τυ­πι­κές μηχα­νές αργό­τε­ρα κλπ). Ο δια­βο­λά­κος, σε κάποια σκο­τει­νή γωνιά ενε­δρεύ­ει για να βάλει την ουρά του _αρκεί να θυμη­θού­με τα περί­φη­μα –αρκε­τών σελί­δων «παρο­ρά­μα­τα» _errata, που έμπαι­ναv σε ένθε­το ή στο τέλος των ήδη τυπω­μέ­νων σελί­δων. Λένε πως πρώ­τος που ανα­κά­λυ­ψε τον δια­βο­λά­κο του τυπο­γρα­φεί­ου είναι ένας καλό­γε­ρος που το βιβλίο του περιεί­χε πάμπολ­λα λάθη και για να τα δικαιο­λο­γή­σει τα απέ­δω­σε στον Σατα­νά επι­νο­ώ­ντας τον «δαί­μο­να του τυπο­γρα­φεί­ου» Να πάρου­με υπό­ψη πως _χωρίς να επε­κτα­θού­με ιστο­ρι­κά και τεχνι­κά , για­τί χρειά­ζο­νται τόμοι _εξάλλου αρκε­τά ανα­φέ­ρο­νται στο βιβλίο του Ηρα­κλή, πως εκτύ­πω­ση ξεκι­νά περί­που στον 3ο αιώ­να π.Χ. στην αρχαία Κίνα. Μια πρω­τό­γο­νη μορ­φή τυπο­γρα­φί­ας είναι η χρή­ση σφρα­γι­δό­λι­θων από τους Βαβυ­λώ­νιους και άλλους αρχαί­ους λαούς. Η αντι­γρα­φή των βιβλί­ων με το χέρι, με τη χρή­ση πένας ή πινέ­λου με μελά­νι, ήταν χαρα­κτη­ρι­στι­κό των αρχαί­ων πολι­τι­σμών της Αιγύ­πτου, της Ελλά­δας και της Ρώμης, όπως επί­σης αντι­γρα­φή βιβλί­ων (αντί­τυ­πα) στα μεσαιω­νι­κά μονα­στή­ρια. Τον 11ο αιώ­να, ο Κινέ­ζος Μπι Σενγκ ανα­κά­λυ­ψε πως μπο­ρού­σε να ανα­πα­ρά­γει κεί­με­να τοπο­θε­τώ­ντας κερα­μι­κές σφρα­γί­δες με τα κατάλ­λη­λα γράμ­μα­τα την μία δίπλα στην άλλη και πιέ­ζο­ντάς τες όλες μαζί ταυ­το­χρό­νως στο χαρ­τί και τον 12ο πάλι οι Κινέ­ζοι ανα­κά­λυ­ψαν πως οι ξύλι­νες σφραγίδες–στοιχεία ήταν πιο ανθε­κτι­κές από τις κερα­μι­κές, ενώ τον 13ο εμφα­νί­στη­καν και τα πρώ­τα μεταλ­λι­κά στοι­χεία. Η πραγ­μα­τι­κή τυπο­γρα­φία εμφα­νί­στη­κε στην Ευρώ­πη τον 15ο αι. από τον Ιωάν­νη Γου­τεμ­βέρ­γιο, ο οποί­ος κατα­σκεύ­α­σε τα πρώ­τα κινη­τά στοι­χεία από κρά­μα μολύβδου–κασσίτερου–αντιμονίου και τύπω­σε τη Βίβλο στα λατι­νι­κά. Το 1886 ο Γερ­μα­νός Ότμαρ Μερ­γκε­ντά­λερ (Ottmar Mergenthaler, 1854–1899) παρου­σί­α­σε στις ΗΠΑ τη λινο­τυ­πία, μια μηχα­νή με πλη­κτρο­λό­γιο και αυτό­μα­το χυτή­ριο για να φτιά­χνει συμπα­γείς μεταλ­λι­κές αρά­δες αντί για μεμο­νω­μέ­να μεταλ­λι­κά στοι­χεία. Λόγω της ταχύ­τη­τάς της, η λινο­τυ­πι­κή μηχα­νή βρή­κε πολύ γρή­γο­ρα μεγά­λη απή­χη­ση στη στοι­χειο­θε­σία εφη­με­ρί­δων. Η λινο­τυ­πία, η μονο­τυ­πία και το επί­πε­δο πιε­στή­ριο επι­κρά­τη­σαν επί σχε­δόν ογδό­ντα χρό­νια, μέχρι που εμφα­νί­στη­κε η ηλε­κτρο­νι­κή γρα­φο­μη­χα­νή και η φωτο­λι­θο­γρα­φία, το γνω­στό όφσετ (offset). Ακο­λού­θη­σε η φωτο­σύν­θε­ση (ή φωτο­στοι­χειο­θε­σία — αγγλ., phototypesetting) με τη βοή­θεια ηλε­κτρο­νι­κού υπο­λο­γι­στή. Με την εμφά­νι­ση του Macintosh (1983), των εκτυ­πω­τών λέι­ζερ και ειδι­κού λογι­σμι­κού (PageMaker, QuarkXPress), επι­κρά­τη­σε η επι­τρα­πέ­ζια τυπο­γρα­φία (desktop publishing ή DTP) _για να φτά­σου­με στην 100% ψηφια­κή τεχνο­λο­γία (digital printer), τρι­διά­στα­τη _3D κλπ. Πέρα από το ότι υπάρ­χει η ηλε­κτρο­νι­κή αυτό­μα­τη διόρ­θω­ση (βέβαια κι αυτή με τους δια­βό­λους και δια­βο­λά­κους της.

Ο (περί ου ο λόγος) «δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου» εκδό­θη­κε για πρώ­τη φορά το 2008 από τις εκδό­σεις «Προ­σκή­νιο» του Αγγέ­λου Σιδεράτου.
(γρά­φει εισα­γω­γι­κά ο Ηρακλής)
Η …σύλ­λη­ψη του Δαί­μο­να έγι­νε ένα από­γευ­μα το καλο­καί­ρι του 2007, στη βερά­ντα του σπι­τιού του Αγγέ­λου Σιδε­ρά­του. Στην παρέα ήταν κι ένας ‚αλύ­γι­στος της Μακρο­νή­σου, ο εικα­στι­κός και φίλος, Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης 1924–2020). Ο Άγγε­λος επέ­με­νε στην προ­τρο­πή της συγ­γρα­φής. Δίστα­σα, ζήτη­σα λίγο χρό­νο για να του απα­ντή­σω. Με μεγά­λη ανα­σφά­λεια, για το αν τελι­κά θα τα κατα­φέ­ρω, του απά­ντη­σα θετι­κά. «Το περι­μέ­νω» μου είπε…

Συζή­τη­σα την προ­ο­πτι­κή με τον, τότε, αρχι­συ­ντά­κτη του «Ριζο­σπά­στη» Τάκη Τσί­γκα (1953–2014). Ενη­μέ­ρω­σα και τον, τότε, διευ­θυ­ντή της εφη­με­ρί­δας ‚Δημή­τρη Κου­τσού­μπα, τον σημε­ρι­νό ΓΓ της ΚΕ του  ΚΚΕ. Λίγους μήνες μετά την ολο­κλή­ρω­ση του έργου πήγα το κεί­με­νο τον Τάκη για να γρά­ψει τον πρό­λο­γο στο βιβλίο. Τα πρώ­τα λόγια του έχουν εντυ­πω­θεί βαθιά στη μνή­μη μου: «Τα κατά­φε­ρες ρε μπα­γά­σα. Μπρά­βο!» Η ειλι­κρι­νής έκφρα­σή του έδει­χνε ότι η έκδο­ση του βιβλί­ου ήταν και δική του χαρά. Η συντρο­φι­κή εγκαρ­διό­τη­τα ολο­κλη­ρώ­θη­κε με τη συγκα­τά­θε­ση και υυ Δημή­τρη Κουτσούμπα.

Εδώ και χρό­νια, και μετά από μια πετυ­χη­μέ­νη πορεία στο χώρο του βιβλί­ου, οι εκδό­σεις «Προ­σκή­νιο» στα­μά­τη­σαν την πορεία τους. Έτσι ο …Δαί­μων, παρό­τι δεν έχει χάσει την επι­και­ρό­τη­τά του, την εγκυ­ρό­τη­τά του και συνε­χί­ζει α ζητεί­ται, δεν είναι δια­θέ­σι­μος. Και αφού ο ίδιος ασχο­λή­θη­κα με τις εκδό­σεις Ατέ­χνως, απο­φά­σι­σα την επα­νέκ­δο­σή του φρο­ντί­ζο­ντας να εξα­λεί­ψω κάποια ίχνη του …ακού­ρα­στου δαί­μο­να που με τίμη­σε δέο­ντος στην πρώ­τη έκδοση.

Και στη δεύ­τε­ρη έκδο­ση του «Δαί­μο­να» θέλω να επα­να­λά­βω τις ευχα­ρι­στί­ες σε όσους συνέ­βα­λαν και με βοή­θη­σαν στην πρώ­τη του έκδοση.
Ιδιαίτερα,

  • Στον αγω­νι­στή της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και πρύ­τα­νη της Μαχό­με­νης Δημο­σιο­γρα­φί­ας Νίκο Καρα­ντη­νό (1920–2008) για την εμπι­στο­σύ­νη κι ενθάρ­ρυν­ση στις ανα­ζη­τή­σεις μου.
  • Στον Γιώρ­γο Χουρ­μου­ζιά­δη (1932–2013), καθη­γη­τή βου­λευ­τή ΚΚΕ που μαζί με τον Τάκη Τσί­γκα προ­λό­γι­σαν το βιβλίο.
  • Στον πρό­ε­δρο του ΕΛΙΑ Μάνο Χαρι­τά­το (1944–2012) για την παρο­χή αρχεια­κού υλικού.

(Γιώρ­γου Χουρμουζιάδη_σελ 11)
ΔΕ ΘΑ ΗΤΑΝΕ ΥΠΕΡΒΟΛΗ, αν έλε­γα πως, έτσι που φτά­σα­με στο τελευ­ταίο σκα­λί του «κακού τη σκά­λα», που θα έλε­γε και ο ποι­η­τής, δεν υπάρ­χει πια κοι­νω­νι­κό πεδίο, όπου να μην κυριαρ­χεί ένας «δαί­μων». Εκεί όπου τίθε­νται οι νόμοι. Εκεί όπου υπο­λο­γί­ζε­ται το μερο­κά­μα­το. Εκεί όπου γρά­φο­νται τα σχο­λι­κά βιβλία. Εκεί όπου οι διαι­τη­τές παίρ­νουν τις απο­φά­σεις τους. Εκεί, τέλος των, όπου οι για­τροί «ακο­νί­ζουν» τα νυστέ­ρια τους, οι τρο­χο­νό­μοι εκδί­δουν κλή­σεις τους, οι ψηφο­φό­ροι σταυ­ρώ­νουν το ψηφο­δέλ­τιό τους. Παντού! μα και εκεί όπου οι ερα­στές ανταλ­λάσ­σουν όρκους αγά­πης. Επο­μέ­νως, για­τί θα απο­τε­λού­σε εξαί­ρε­ση το τυπο­γρα­φείο. Ή, για να το πω πιο γενι­κά, μια και ή η ιστο­ρία κρα­τά­ει αιώ­νες, για­τί να απο­τε­λού­σε εξαί­ρε­ση ο χώρος, όπου κεί­με­νο παίρ­νει την τελευ­ταία του μορ­φή. Και μ’ αυτό το κεί­με­νο δια­τυ­πώ­νε­ται μια ιδέα. Γρά­φε­ται μια ιστο­ρία. Συντάσ­σε­ται μια είδη­ση, αναγ­γέλ­λε­ται ο γάμος ή ανα­κοι­νώ­νε­ται μια διάλεξη.

Την «άπο­νη» τη ζωή μας, επο­μέ­νως, την ορί­ζουν, έτσι ή αλλιώς, οι «δαί­μο­νες». Και το ερώ­τη­μα δεν είναι τι κάνουν αυτοί για μας, αλλά τι κάνου­με εμείς αυτούς. Άλλοι τους καταγ­γέλ­λουν, άλλοι τους ξορ­κί­ζουν, άλλοι τους βιντε­σκο­πούν, άλλοι τους πετά­νε από το παρά­θυ­ρο κι άλλοι έχου­νε μάθει να ζού­νε μ΄αυτούς. Ο Ηρα­κλής ο Κακα­βά­νης έκα­νε κάτι πολύ πιο έξυ­πνο. Πήρε έναν αυτούς τους δαί­μο­νες, το «δαί­μο­να του τυπο­γρα­φεί­ου», και τον έκα­νε βιβλίο. Έγρα­ψε τη βιο­γρα­φία του, για την ακρί­βεια. Τον τσά­κω­σε εκεί που γεν­νή­θη­κε, πριν ακό­μα εφευ­ρε­θεί το χαρ­τί και η μελά­νη, και μας απο­κά­λυ­ψε, τις «μαλα­γα­νιές» του. Και πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω ότι τέτοια βιβλία σπα­νί­ζουν. Βιβλία, δηλα­δή, που προ­σπα­θούν να ανα­δεί­ξουν ένα καθη­με­ρι­νό φαι­νό­με­νο της ζωής μας, καθη­με­ρι­νό και ενο­χλη­τι­κό και όμως απα­ρα­τή­ρη­το. Για­τί, αλή­θεια: πόσοι ασχο­λού­νται με τα τυπο­γρα­φι­κά λάθη μιας εφη­με­ρί­δας; Πόσοι ανα­κα­λύ­πτουν, ανά­με­σα στις τρυ­φε­ρές λέξεις ενός μυθι­στο­ρή­μα­τος μια ανορ­θο­γρα­φία; πόσοι αλλά­ζουν το πρό­γραμ­μα της ζωής τους, για­τί ο υπουρ­γός «δέχε­ται» όχι «δέρε­ται» στο γρα­φείο του, όπως έγρα­φε η είδη­ση. Ανά­με­σα, λοι­πόν, σ’ αυτούς τους «πόσους» ο Κακα­βά­νης, χρό­νια τώρα επαγ­γελ­μα­τί­ας διορ­θω­τής, δεν ξόδε­ψε μόνον ώρες και ώρες από τη ζωή του για να «συλ­λαμ­βά­νει» τα λάθη που θα μπο­ρού­σαν να αλλοιώ­σουν το νόη­μα, την αισθη­τι­κή, την ειλι­κρί­νεια, έστω, ενός κει­μέ­νου και να τα «κατα­δι­κά­ζει», να τα διορ­θώ­νει, με άλλα λόγκ Αλλά απο­φά­σι­σε να ξοδέ­ψει, επί­σης, πολ­λές και να μας διη­γη­θεί την «ιστο­ρία τους, με το βιβλίο που κρα­τά­τε στα χέρια σας. Έψα­ξε, διά­βα­σε, σχο­λί­α­σε, απο­δελ­τί­ω­σε και κατόρ­θω­σε μέσα από μια γλα­φυ­ρή αφή­γη­ση, χωρίς λάθη, από όσο μπο­ρώ να κατα­λά­βω, να μας απο­κα­λύ­ψει ένα γεγο­νός, για τους πιο πολ­λούς ασή­μα­ντο, που όμως είναι δυνα­τό να παί­ξει σπου­δαίο ρόλο στη δια­μόρ­φω­ση μιας πολύ σημα­ντι­κής κοι­νω­νι­κής δια­δι­κα­σί­ας που αφο­ρά την παρα­γω­γή τη γνώ­σης. Κι αυτό το κατόρ­θω­σε ο συγ­γρα­φέ­ας του «δαί­μο­να», για­τί δεν απο­μό­νω­σε το «τυπο­γρα­φι­κό λάθος» σαν μια απρο­σε­ξία, αρκε­τά αστεία, μερι­κές φορές, αλλά το παρα­κο­λού­θη­σε ως ένα στοι­χείο της ιστο­ρί­ας της τυπω­μέ­νη γνώ­σης. Ως ένα από τα στοι­χεία της ιστο­ρί­ας του βιβλί­ου, της προ­σπά­θειας, μ άλλα λόγια να μετα­τρα­πεί η πλη­ρο­φο­ρία, επι­στη­μο­νι­κή ή όχι, δεν έχει σημα­σία σε γνώ­ση. Σε μια επο­χή που από τη μια πλευ­ρά πλη­θαί­νουν οι «δαί­μο­νες» τη ζωής μας και από την άλλη οι πολυ­τε­λείς τόμοι με τις συντα­γές της τάδε κυρί­ας ή της τάδε «για­γιάς», καλή της η ώρα, το βιβλίο του Ηρ. Κακα­βά­νη απο­κτά κατά την άπο­ψή μου, σημα­σία κοι­νω­νι­κή. Απο­κτά, ταυ­τό­χρο­να, το δικαί­ω­μα να θεω­ρεί­ται ως ένα βιβλίο που μας απο­κα­λύ­πτει έναν κόσμο καλά κρυμ­μέ­νο ανά­με­σα στις πλά­κες της αρχαί­ας επο­χής, όπου έγρα­φαν τότε οι άνθρω­πο στις περ­γα­μη­νές και την υγρα­σία των μεσαιω­νι­κών μονα­στη­ριών, στις έξυ­πνε κατα­σκευ­ές του Γου­τεμ­βέρ­γιου, ή, τέλος, τα ηλε­κτρο­νι­κά κόλ­πα του Word Έναν κόσμο που για πρώ­τη φορά στα ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα γίνε­ται μια υπεύ­θυ­νη και κατα­το­πι­στι­κή αφή­γη­ση, μακριά από τη μυρω­διά της μελά­νης και τη θέρ­μη των ηλε­κτρι­κών καλω­δί­ων και παίρ­νει τη θέση του πάνω στο τρα­πέ­ζι των ανθρώ­πων που δια­βά­ζουν και γι’ αυτό και γνω­ρί­ζουν, ενη­με­ρώ­νο­νται και κρί­νουν. Ανα­τρέ­πουν ό,τι μας ταλαι­πω­ρεί και βάζουν στη θέση του το Άλλο, το Και­νού­ριο, το Ανθρώπινο!
_                  Γιώρ­γος X. Χουρ­μου­ζιά­δη Αρχαιολόγος

__Τάκη Τσί­γκα _σελ 13 (από­σπα­σμα)
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΕΙ. ΣΥΝΗΘΩΣ πόσοι, ποιοι και με ποιο τρό­πο παίρ­νουν μέρος στη δια­μόρ­φω­ση και παρα­γω­γή ενός εντύ­που. Του­λά­χι­στον, δε γνω­ρί­ζει με ακρί­βεια. Θέλει, όμως — και έχει κάθε δικαί­ω­μα να θέλει — το όποιο έντυ­πο κρα­τά στα χέρια του και δια­βά­ζει, να είναι άρτιο και ολο­κλη­ρω­μέ­νο από κάθε άπο­ψη. Το λιγό­τε­ρο, απαι­τεί να απο­δί­δο­νται αξιό­πι­στα τα νοή­μα­τα του συγ­γρα­φέα και να μη τραυ­μα­τί­ζε­ται το περιε­χό­με­νο από συντα­κτι­κά, γραμ­μα­τι­κά και ορθο­γρα­φι­κά λάθη ή τυπο­γρα­φι­κές ατέ­λειες. Άλλω­στε, το ίδιο συμ­βαί­νει με ό,τι προ­μη­θευό­μα­στε, για να ικα­νο­ποι­ή­σου­με τις καθη­με­ρι­νές ανά­γκες μας. Θέλου­με να αντα­πο­κρί­νε­ται σ’ αυτές, να είναι σωστό και άρτιο. Υπάρ­χει, όμως, μια κρί­σι­μη δια­φο­ρά. Το έντυ­πο, είτε αυτό είναι βιβλίο, εφη­με­ρί­δα ή περιο­δι­κό, είτε ένα απλό φυλ­λά­διο και μια προ­κή­ρυ­ξη, δεν είναι ένα οποιο­δή­πο­τε απο­τέ­λε­σμα της ανθρώ­πι­νης δρα­στη­ριό­τη­τας. Δεν απο­τε­λεί, απλά και μόνο, άλλο ένα προ­ϊ­όν προς κατα­νά­λω­ση. Έχει ξεχω­ρι­στές ιδιό­τη­τες και ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κές λει­τουρ­γί­ες. Γεγο­νός το οποίο προσ­δί­δει ανά­λο­γο ρόλο και ευθύ­νη σε όλους όσοι παίρ­νουν μέρος στην παρα­γω­γή και την τελι­κή δια­μόρ­φω­ση του όποιου εντύ­που. Από το συγ­γρα­φέα μέχρι το διορ­θω­τή κει­μέ­νων και τον τυπογράφο.

Το παρόν βιβλίο ανα­δεί­χνει τον πολυ­σή­μα­ντο αυτό ρόλο, ανα­ζη­τεί και ερευ­νά τα σχε­τι­κά προ­βλή­μα­τα, τις δυσκο­λί­ες και τις αιτί­ες τους. Και το κάνει συγκε­κρι­μέ­να και χει­ρο­πια­στά. Ανα­τρέ­χει στους αρχαί­ους χρό­νους, στην επο­χή των πρώ­των βιβλί­ων και αντι­γρα­φέ­ων και σημειώ­νει τις τότε προ­σπά­θειες του ανθρώ­που να αντα­πο­κρι­θεί στην ανά­γκη της αξιό­πι­στης από­δο­σης του λόγου στη γρα­πτή μορ­φή του. Ερευ­νά και εξε­τά­ζει την επο­χή της τυπο­γρα­φί­ας, παρέ­χο­ντας την ευκαι­ρία μιας δια­φο­ρε­τι­κής, όσο και ενδια­φέ­ρου­σας, ιστο­ρι­κής ανα­δρο­μής στην όλη πορεία της, καθώς αυτή δίνε­ται με τη ματιά ενός ανθρώ­που, που ασχο­λεί­ται επαγ­γελ­μα­τι­κά με τη διόρ­θω­ση κει­μέ­νων και γνω­ρί­ζει καλά τις σχε­τι­κές απαι­τή­σεις και τα εμπό­δια. Κατα­γρά­φει συγκε­κρι­μέ­να τους διά­φο­ρους παρά­γο­ντες και τις παρα­μέ­τρους που οδη­γού­σαν στο παρελ­θόν — ή οδη­γούν και σήμε­ρα — στην ανα­ξιό­πι­στη και αλλοιω­μέ­νη από­δο­ση ενός κει­μέ­νου στο έντυ­πο. Είτε αυτοί έχουν σχέ­ση με τις γραμ­μα­τι­κές και τεχνι­κές δυνα­τό­τη­τες κάθε ιστο­ρι­κής περιό­δου, είτε οφεί­λο­νται στις εκά­στο­τε οικο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Και, βέβαια, συνο­δεύ­ει τα παρα­πά­νω με μια πλού­σια συλ­λο­γή απο­δεί­ξε­ων της πολύ­μορ­φης δρά­σης του γνω­στού «δαί­μο­να», απο­κα­λύ­πτο­ντας την έκτα­ση και την έντα­ση του προβλήματος.

«Ο δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου» πετυ­χαί­νει το στό­χο του συγ­γρα­φέα του. Δίνει στον ανα­γνώ­στη τις απα­ραί­τη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες και στοι­χεία για να κατα­νο­ή­σει πώς και για­τί προ­κύ­πτει το τυπο­γρα­φι­κό λάθος στο έντυ­πο. Υπεν­θυ­μί­ζει ι ανα­δεί­χνει τη σημα­σία που έχει η αξιό­πι­στη από­δο­ση του λόγου στην έντυ­πη μορ­φή του και, μάλι­στα, σε μια επο­χή πολύ­μορ­φης απα­ξί­ω­σης της γλώσ­σας και της γνώ­σης. Συμ­βάλ­λει στον «αντι­δαι­μο­νι­κό» αγώ­να, καθώς ενι­σχύ­ει την απαι­τη­τι­κό­τη­τα των ανα­γνω­στών και δυνα­μώ­νει το αίσθη­μα ευθύ­νης των συντε­λε­στών της έντυ­πης δια­δι­κα­σί­ας. Και όχι μόνο. Προ­σφέ­ρει ακό­μη περισ­σό­τε­ρα. Η ανά­γνω­σή του προ­κα­λεί χρή­σι­μες σκέ­ψεις και προ­βλη­μα­τι­σμούς, για το το περιε­χό­με­νο και το ρόλο των σημε­ρι­νών εντύ­πων, ιδιαί­τε­ρα αυτών της πλα­τιάς κυκλο­φο­ρί­ας (εφη­με­ρί­δες, περιο­δι­κά, βιβλία κλπ.). Σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, συμ­βάλ­λει στην επι­τα­κτι­κή σήμε­ρα ανά­γκη να έρθουν στο προ­σκή­νιο ορι­σμέ­νες βασι­κές και κρί­σι­μες αλή­θειες, για την καθο­ρι­στι­κή σχέ­ση του γρα­πτού λόγου με την ανθρώ­πι­νη νόη­ση και συνείδηση.

Η γρα­φή, στην όποια εκδο­χή της, είναι ένα σύστη­μα απει­κό­νι­σης του προ­φο­ρι­κού λόγου (γλώσ­σας) με σύμ­βο­λα. Στην περί­πτω­ση της γλώσ­σας έχου­με συν­δυα­σμό των φθόγ­γων, μιας μορ­φής προ­σι­τής στην αίσθη­ση της ακο­ής, με νόη­μα, που δεν είναι προ­σι­τό στις αισθή­σεις και υλο­ποιεί­ται μέσω της μορ­φής αυτής. Στη γρα­φή έχου­με τη μετά­θε­ση του ηχη­τι­κού ακού­σμα­τος των φθόγ­γων και των λέξε­ων σε ουσία προ­σι­τή στην αίσθη­ση της όρα­σης (ή στην αφή γ τους τυφλούς). Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η γρα­φή απο­τε­λεί μια δευ­τε­ρο­γε­νή μορ­φή της ανθρώ­πι­νης έκφρα­σης, η οποία δια­τη­ρεί όλες τις βασι­κές ιδιό­τη­τες κ γνω­ρί­σμα­τα της πρω­το­γε­νούς μορ­φής, του προ­φο­ρι­κού λόγου.

Ο λόγος (γλώσ­σα) απο­τε­λεί, ίσως, το μεγα­λύ­τε­ρο επί­τευγ­μα του ανθρώ­που και μια από τις πλέ­ον θεμε­λιώ­δεις μορ­φές της ανθρώ­πι­νης συμπε­ρι­φο­ράς, γρα­φή, με τη σει­ρά της, απο­τέ­λε­σε ένα δεύ­τε­ρο μεγά­λο επί­τευγ­μα του ανθρώ­που, καθώς έδω­σε νέες δια­στά­σεις — ακό­μη περισ­σό­τε­ρο με την ανα­κά­λυ­ψη τι τυπο­γρα­φί­ας και τις κατο­πι­νές επι­τυ­χί­ες της επι­στή­μης και της τεχνο­λο­γί­ας — στις ανα­ντι­κα­τά­στα­τες και πολύ­μορ­φες λει­τουρ­γί­ες του προ­φο­ρι­κού λόγου

Ο λόγος είναι προ­ϊ­όν του ανθρώ­πι­νου πολι­τι­σμού. Ταυ­τό­χρο­να, όμως, απ τέλε­σε και απο­τε­λεί, ως μέσο έκφρα­σης και μετά­δο­σης γνώ­σε­ων, σκέ­ψε­ων κλπ κλπ., ένα βασι­κό παρά­γο­ντα της ανά­πτυ­ξης του ανθρώ­που, της κοι­νω­νί­ας κ της συνεί­δη­σης. Δεν είναι, απλά και μόνο, ένα μέσο επι­κοι­νω­νί­ας μετα­ξύ το ανθρώ­πων, όπως θέλουν τα τελευ­ταία σχο­λι­κά βιβλία της προ­ω­θού­με­νης ε παι­δευ­τι­κής «μεταρ­ρύθ­μι­σης», αλλά συν­δέ­ε­ται με αυτή την ίδια την ανθρώ­πι­νη νόη­ση και τη συνεί­δη­ση και, μάλι­στα, με τον πιο άμε­σο τρό­πο. Οι κλα­σι­κοί τι μαρ­ξι­σμού προσ­διό­ρι­ζαν ως εξής τη σχέ­ση ανά­με­σα στην επι­κοι­νω­νια­κή λει­τουρ­γία του λόγου (γλώσ­σα) και το ρόλο του στη δια­μόρ­φω­ση της συνεί­δη­ση «Η γλώσ­σα είναι το ίδιο αρχαία με τη συνεί­δη­ση του ανθρώ­που. Η γλώσ­σα είναι η πρα­κτι­κή, πραγ­μα­τι­κή συνεί­δη­ση, που υπάρ­χει και για τους άλλους ανθρώπους …
Στις ταξι­κές κοινωνίες…

ΠΡΟΟΙΜΙΟ_ Ηρα­κλή Κακα­βά­νη (σελ.17)
Η ΓΡΑΦΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ. Με τη γρα­φή ο άνθρω­πος νίκη­σε το χρό­νο και το χώρο. Με τη γρα­φή επι­κοι­νω­νεί με τους συ- ανθρώ­πους του όσο μακριά και αν βρί­σκο­νται, αλλά και με τις επό­με­νες γενιές. Χωρίς να σημαί­νει ότι και τα άλλα δημιουρ­γή­μα­τα του ανθρώ­πι­νου πολι­τι­σμού δεν έχουν «γλώσ­σα» αι τρό­πο να μιλά­νε, στο παρελ­θόν η γρα­φή ήταν το μονα­δι­κό μέσο επι­κοι­νω­νί­ας με τις μελ­λού­με­νες γενιές. Μέσω αυτής μπο­ρού­σαν να περά­σουν με ακρί­βεια στο μέλ­λον, από- ‘εις και ιδέ­ες, επι­στη­μο­νι­κές ανα­κα­λύ­ψεις και πει­ρα­μα­τι­σμοί, σκέ­ψεις και προ­βλη­μα­τι­σμοί, όπως ακρι­βώς ήθε­λαν να τα δια­τυ­πώ­σουν οι πρό­γο­νοί μας.

Σήμε­ρα, με την επα­νά­στα­ση που έχει συντε­λε­στεί στην επι­στή­μη και την τεχνο­λο­γία, στο χρό­νο δεν ταξι­δεύ­ει μόνο το γρα­πτό κεί­με­νο, αλλά και η φωνή και η εικό­να του ανθρώ­που. Η τυπο­γρα­φία, πάντως, υπήρ­ξε ένας κορυ­φαί­ος σταθ­μός, αφού έδω­σε τη δυνα­τό­τη­τα στον άνθρω­πο να εκμε­ταλ­λευ­τεί στο έπα­κρο τις δυνα­τό­τη­τες του γρα­πτού λόγου, το έντυ­πο προ­κά­λε­σε πραγ­μα­τι­κή επα­νά­στα­ση στην επι­κοι­νω­νία των ανθρώ­πων και στη δια­κί­νη­ση των ιδε­ών. Έσπα­σε τους κοι­νω­νι­κούς φραγ­μούς, υπερ­πή­δη­σε κάθε εμπό­διο στη μετά­δο­ση της πλη­ρο­φο­ρί­ας και κατέ­στη­σε κοι­νω­νό της όποιον το επι­θυ­μού­σε. Γι’ αυτό είναι σημα­ντι­κό πώς φτά­νει ο γρα­πτός λόγος στον ανα­γνώ­στη. Η καλαι­σθη­σία και, προ­πα­ντός, η συντα­κτι­κή και η γραμ­μα­τι­κή αρτιό­τη­τα ενός κει­μέ­νου, μιας εφη­με­ρί­δας, ενός βιβλί­ου, δεί­χνουν πρω­τί­στως το σεβα­σμό με τον οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας και ο εκδό­της του αντι­με­τω­πί­ζουν τον ανα­γνώ­στη. Όσο για τον τελευ­ταίο, όλα αυτά επη­ρε­ά­ζουν άμε­σα τον τρό­πο με τον οποίο λαμ­βά­νει και κατα­νο­εί την πλη­ρο­φο­ρία. Κι έχει μεγά­λη σημα­σία αν, αυτό που θέλει ο συγ­γρα­φέ­ας να του μετα­δώ­σει, μετα­δί­δε­ται ορθά και ολοκληρωμένα.

Αυτό που απα­σχο­λεί την παρού­σα εργα­σία είναι το τελι­κό «προ­ϊ­όν» και κυρί­ως το πως αυτό αλλοιώ­νε­ται από τα τυπο­γρα­φι­κά λάθη. Είναι μία συνο­πτι­κή παρου­σί­α­ση του απο­τε­λέ­σμα­τος της έρευ­νας του γρά­φο­ντος να αντι­λη­φθεί την έκτα­ση και τη φύση του προ­βλή­μα­τος, δεδο­μέ­νου ότι η φύση της δου­λειάς του τον φέρ­νει συνε­χώς αντι­μέ­τω­πο μ΄ αυτό. Σκο­πός του είναι να βοη­θή­σει τον ανα­γνώ­στη να κατα­νο­ή­σει πώς και για­τί προ­κύ­πτει το τυπο­γρα­φι­κό λάθος στο έντυ­πο. Να υπεν­θυ­μί­σει τη σημα­σία που έχει να είναι πιστός ο γρα­πτός λόγος και την ευθύ­νη του εκδό­τη (βιβλί­ου — εφη­με­ρί­δας) σε μια επο­χή που απα­ξιώ­νε­ται η γλώσ­σα, η γνώ­ση, η πλη­ρο­φο­ρία, η ιδέα, το συναί­σθη­μα. Να υπεν­θυ­μί­σει ότι ο εκδό­της δεν που­λά­ει απλώς ένα «προ­ϊ­όν», αλλά επι­τε­λεί πνευ­μα­τι­κό έργο, να υπεν­θυ­μί­σει σε συγ­γρα­φείς και δημο­σιο­γρά­φους πως, όταν γρά­φουν, θα πρέ­πει να έχουν υπό­ψη τους τη ρήση του Γκόρ­κι: «Κάθε φρά­ση που γρά­φω, τη γρά­φω με δέος και ευθύ­νη, για­τί ξέρω πως θα τη δια­βά­σουν χιλιά­δες άνθρω­ποι». Τέλος, σκο­πός του είναι να θυμί­σει στους ανα­γνώ­στες ότι έχουν κι αυτοί δικαιώ­μα­τα και πως πρέ­πει να είναι περισ­σό­τε­ρο απαι­τη­τι­κοί σε ό,τι τους «προ­σφέ­ρε­ται» να δια­βά­σουν, πολύ περισ­σό­τε­ρο που το πλη­ρώ­νουν και μάλι­στα καθό­λου φτηνά.

Το βιβλίο αυτό είναι και ένα απάν­θι­σμα των κατορ­θω­μά­των του «δαί­μο­να του τυπο­γρα­φεί­ου», τα οποία μας βοη­θούν να υπο­γραμ­μί­σου­με τη φύση του προ­βλή­μα­τος. Ακρι­βώς γι’ αυτό το λόγο, το υλι­κό και τα παρα­δείγ­μα­τα που χρη­σι­μο­ποιού­νται είναι ενδει­κτι­κά του προ­βλή­μα­τος και καθό­λου μια συνο­λι­κή κατα­γρα­φή του σε όλο το μήκος και το πλά­τος του γρα­πτού λόγου. Στό­χος δεν είναι οι συγ­γρα­φείς και οι δημο­σιο­γρά­φοι, τα έντυ­πα και οι εκδο­τι­κοί οίκοι και οργα­νι­σμοί. Στό­χος είναι το πρό­βλη­μα. Κι αυτό εύκο­λα θα το αντι­λη­φθούν όλοι εκεί­νοι που συνο­δεύ­ουν τα κεί­με­να μέχρι το τυπο­γρα­φείο, που τα διορ­θώ­νουν μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή, που παίρ­νουν ζωή από τη μυρω­διά του χαρ­τιού και του μελα­νιού, που δεν ησυ­χά­ζουν μετά την έκδο­ση, και γι’ αυτό δε διστά­ζουν να υπο­γραμ­μί­σουν ή και να διορ­θώ­σουν σε επό­με­νες εκδό­σεις τα τυπο­γρα­φι­κά λάθη της πρώ­της. Υπάρ­χει ένας αένα­ος πόλε­μος με το «δαί­μο­να του τυπο­γρα­φεί­ου» που κρα­τά­ει από τότε που εφευ­ρέ­θη­κε η τυπο­γρα­φία και που κανείς δε γνω­ρί­ζει αν και πότε θα τελειώ­σει. Ακρι­βώς γι’ αυτό το λόγο, τού­τη η εργα­σία μια φιλο­δο­ξία έχει: Να αυξή­σει τις στρα­τιές ενα­ντί­ον του και να κατα­λά­βου­με όλοι όσοι ασχο­λού­μα­στε στο χώρο του εντύ­που ότι μάλ­λον έχου­με «το διά­ο­λο μέσα μας»…

Τα σύγ­χρο­να παρα­δείγ­μα­τα τυπο­γρα­φι­κών λαθών που περι­λαμ­βά­νει το βιβλίο προ­έρ­χο­νται από τις εφη­με­ρί­δες «ΒΗΜΑ», «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», «ΝΕΑ», «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ». Η επι­λο­γή, αν και ενδει­κτι­κή, δεν έγι­νε τυχαία. Οφεί­λε­ται στο γεγο­νός ότι, οι παρα­πά­νω εφη­με­ρί­δες, έχουν ένα πολύ καλά οργα­νω­μέ­νο ηλε­κτρο­νι­κό αρχείο και, το σημα­ντι­κό­τε­ρο, ανα­γνω­ρί­ζουν χωρίς δισταγ­μό τα λάθη τους, με απο­τέ­λε­σμα να είναι πιο εύκο­λη η κατα­γρα­φή τους από τον ερευ­νη­τή. Απο­δει­κνύ­ουν έτσι έμπρα­κτα το σεβα­σμό τους στον ανα­γνώ­στη και την ευαι­σθη­σία τους σε ζητή­μα­τα γλώσ­σας. Άλλα έντυ­πα δεν έχουν την ίδια υπεύ­θυ­νη στά­ση. Έτσι αν δεν υπήρ­χε η προ­σω­πι­κή εμπει­ρία, η ανα­ζή­τη­ση στο ηλε­κτρο­νι­κό αρχείο των άλλων εφη­με­ρί­δων θα μας οδη­γού­σε στο εσφαλ­μέ­νο συμπέ­ρα­σμα ότι έχουν πετύ­χει το ακα­τόρ­θω­το, να μην έχουν τυπο­γρα­φι­κά λάθη.

Τέλος, να σημειω­θεί ότι σε ελά­χι­στες περι­πτώ­σεις, όπου κρί­νε­ται σκό­πι­μο για να ανα­δει­χτεί μια πτυ­χή του προ­βλή­μα­τος, και χωρίς να ανα­φέ­ρε­ται το όνο­μα του εντύ­που, παρα­τί­θε­νται ευρή­μα­τα του γρά­φο­ντος. Οι ανα­φο­ρές σε βιβλία γίνο­νται με βάση δημο­σιευ­μέ­νες κριτικές.
Παρό­τι η παρού­σα εργα­σία δεν είναι συλ­λο­γή «μαρ­γα­ρι­τα­ριών», εντού­τοις στις σελί­δες του ο ανα­γνώ­στης θα βρει πολ­λές ευκαι­ρί­ες να γελά­σει με τις σκα­ντα­λιές του «Εξα­πο­δώ» στον έντυ­πο λόγο.

Κατα­λή­γω ομο­λο­γώ­ντας την αμαρ­τία μου, δεδο­μέ­νου ότι «αμαρ­τία λεγο­μέ­νη, η μισή συγ­χω­ρη­μέ­νη». Θέλη­σα να «πάρω στο κατό­πι» το δικό μας «δαί­μο­να», προ­σπα­θώ­ντας να μην του αφή­σω περι­θώ­ρια να δρά­σει στο βιβλίο που κρα­τά­τε. Δεν τα κατά­φε­ρα;.. Ε, θα έχω τότε δώσει έναν ακό­μη λόγο στον ανα­γνώ­στη να γελά­σει! Βέβαια, υπάρ­χει και μια παλιά ιστο­ρία βγαλ­μέ­νη από τη λαϊ­κή σοφία που θα τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σω ως ελαφρυντικό:

Κάποιος, λέει, είχε πιά­σει το διά­βο­λο κι άρχι­σε να φωνάζει:

    • Έπια­σα το διά­βο­λο, έπια­σα το διάβολο…
    • Φέρ’τον, του λένε
    • Δεν έρχε­ται, απαντάει
    • Άσ’τον τότε
    • Δε μ αφήνει

Λέτε να μ’ έπια­σε αυτός, αντί να τον έχω πιά­σει εγώ;…

Ο δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου και ο διορθωτής
.                                   Του Νίκου Καραντηνού
.         Μερι­κές πινε­λιές στον πίνα­κα του Τύπου _σελ 193
.          (από­σπα­σμα)

ΗΤΑΝ πραγ­μα­τι­κά ξάφ­νια­σμα δυνα­τό και ευχά­ρι­στο όταν κρά­τη­σα στα χέρια το βιβλίο «Ο δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου» που δού­λε­ψε με ερευ­νη­τι­κή διά­θε­ση και κέφι ο σ. Ηρα­κλής. Δου­λειά σε βάθος που φέρ­νει κοντά στα προ­βλή­μα­τα της τυπο­γρα­φί­ας και της ιστο­ρί­ας της.
ΕΙΧΑ πάρει από και­ρό το μήνυ­μα, όταν σε φευ­γα­λέ­ες συζη­τή­σεις με το συγ­γρα­φέα ανί­χνευ­σα το ζωη­ρό ενδια­φέ­ρον του σε θέμα­τα νεο­ελ­λη­νι­κής γραμματείας.

ΕΜΕΙΝΑ για λίγο σκε­πτι­κός όταν ο αγα­πη­τός Ηρα­κλής με συγκρα­τη­μό και κάποιο δισταγ­μό μου ζητού­σε να έγρα­φα ένα κεί­με­νο — προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία στο βιβλίο του που ολο­κλη­ρω­μέ­νο καρ­τε­ρού­σε να πάρει το δρό­μο του «τυπω­θή­τω».

ΕΙΠΑ  το ναι έχο­ντας κατά νου πως ο συγ­γρα­φέ­ας, μαχό­με­νος δημο­σιο­γρά­φος στον τομέα της διόρ­θω­σης του «Ριζο­σπά­στη», αχρή­στευ­σε του Ζαχ. Παπα­ντω­νί­ου τη ρήση, ως η εφη­με­ρί­δα με την καθη­με­ρι­νή ασφυ­κτι­κή δου­λειά της τρώ­ει το λόγιο, το συγ­γρα­φέα. Δεν του αφή­νει περι­θώ­ρια για άλλη δημιουργία.
ΑΝΟΙΞΑ το «κιβώ­τιο» με τις προ­σω­πι­κές μνή­μες. Μπο­ρεί να ’ναι μακρι­νές αλλά ολο­ζώ­ντα­νες, νωπές.
ΕΙΧΑ εδώ και πολ­λά χρό­νια, μιλά­με προ­πο­λε­μι­κά, το 1938, μια πρώ­τη γνω­ρι­μία με τα «βασί­λεια» που ο δαί­μων και­ρο­φυ­λα­κτού­σε και κτυ­πού­σε άσχη­μα τα γρα­φτά, που τυπώ­νο­νταν στις εφη­με­ρί­δες. Πρώ­το μάθη­μα διόρ­θω­σης σε ημε­ρή­σια εφη­με­ρί­δα. Μύη­ση σ’ έναν κόσμο αλλιώ­τι­κο, που πρώ­τη φορά πλησίαζα.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ μιας δου­λειάς για το ψωμί και το κερα­μί­δι, με έφερ­νε κοντά σε ένα ο δημο­σιο­γρά­φο συμπα­τριώ­τη μου που δού­λευε διορ­θω­τής ολο­νυ­χτίς σε πρω­ι­νή ημε­ρί­δα. Ήξε­ρε καλά την περι­πέ­τεια που είχα για να κρα­τη­θώ στην Αθή­να, ήμουν φοι­τη­τής, και με πήρε κοντά του να δίνω χέρι βοήθειας.

ΜΠΟΡΕΙ βέβαια τα γραμ­μα­τι­κά μου που ’χα πάρει από το σχο­λείο να ήταν καλά, μα η διόρ­θω­ση, που άρχι­σε να περ­νά και από τα δικά μου χέρια, είχε τα μυστι­κά της, με τα καπρί­τσια της.
ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ μιας μεγά­λης σάλας, που γύρω γύρω είχαν εγκα­τα­στα­θεί λινο­τυ­πι­κές μηχα­νές ήταν ο χώρος που δού­λευαν οι διορ­θω­τές. Πάνω στο τρα­πέ­ζι έφτα­ναν σε κανο­νι­κή ροή τα κεί­με­να που τα ’χαν βγά­λει διόρ­θω­ση πάνω σε βρεγ­μέ­νο δημο­σιο­γρα­φι­κό χαρ­τί, χτυ­πώ­ντας μια βούρ­τσα πάνω στο μαρ­μά­ρι­νο τρα­πέ­ζι, πάνω στο οποίο γινό­ταν η τελι­κή σύν­θε­ση της σελίδας.

ΞΕΚΙΝΗΣΑ από το «βου + α = βα», δηλα­δή έμα­θα τη σημειο­λο­γία σε κάθε διόρ­θω­ση και βλέ­πο­ντας το συμπα­τριώ­τη μου Σπ. σε λίγο μπό­ρε­σα να «κολυ­μπάω» σε πιο βαθιά νερά και να πιά­νω το χρό­νο που έπρε­πε. Αλλά, κακά τα ψέμα­τα. Η αγω­νία, το άγχος πάνω από το κεφά­λι μην ξεχα­στείς και σου ξεφύ­γει αδιόρ­θω­το κανέ­να θέμα!
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ηλε­κτρι­κό ρολόι, που ήταν κρε­μα­σμέ­νο στον τοί­χο, θεα­τό απ’ όλους, με την πρώ­τη ματιά, έδι­νε το στίγ­μα της πορεί­ας. Είμα­στε κανο­νι­κά στο χρό­νο μας, ή έχου­με πέσει έξω και χάνου­με τις απο­στο­λές στην επαρ­χία; Και τότε άρχι­ζαν οι καβγά­δες για τον φταί­χτη ή τους φταίχτες.
ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ οι μηχα­νές στα­μα­τού­σαν. Ήταν η ώρα της δια­κο­πής, ώρα μιας μπου­κιάς για να ξαναρ­χί­σουν πάλι ως το τέλος. Έπρε­πε να χου­με ξεπε­τά­ξει όλη την ύλη που είχε γίνει, να μην έχου­με αδιόρ­θω­τα. Τότε μπο­ρού­σες να έχεις μια ανάσα.

ΤΟΥΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥΣ μήνες το διορ­θω­τή­ριο, το τρα­πέ­ζι και οι καρέ­κλες έβγαι­ναν στον προ­αύ­λιο χώρο του τυπο­γρα­φεί­ου και κάτω από τους μεγά­λους φωτι­στι­κούς λαμ­πτή­ρες έβγαι­νε η δου­λειά εκεί.
Η ΣΤΟΑ ΠΑΠΠΟΥ είχε ζωή δική της όλη τη νύχτα, εξαι­τί­ας του τυπο­γρα­φεί­ου. Κόσμος πήγαι­νε και ερχό­ταν. Είχε και όλα τ’ άλλα που θύμι­ζε παζά­ρι κι ό,τι άλλο μπο­ρού­σες να φαντα­στείς. Σε κάποιο σημείο λει­τουρ­γού­σαν για όλο το κοι­νό, και για το δια­βα­τά­ρι­κο και για μας, τα αφο­δευ­τή­ρια και οι μυρου­διές καθι­στού­σαν την ύπαρ­ξή του αφόρητη.

ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ η υπαί­θρια εκεί­νη διόρ­θω­ση. Κου­νού­πια και κάθε άλλο ιπτά­με­νο ζωύ­φιο και αυτά με τη συνε­χή παρου­σία τους δε μας άφη­ναν ήσυ­χους να προ­χω­ρή­σου­με τη δου­λειά μας. Τα κατόλ και άλλα της επο­χής εκεί­νης εντο­μο­κτό­να έκαι­γαν ολο­νυ­χτίς, σε όλο το χώρο της διόρ­θω­σης. Δεν έλει­παν οι συμπλο­κές, συχνές και λόγω της γειτ­νί­α­σης με δρό­μους που τη νύχτα λει­τουρ­γού­σε εντα­τι­κά η υπαί­θρια Αφροδίτη.
ΕΙΧΕ όμως και τις ξαφ­νι­κές εκτρο­πές του το ωρά­ριο. Η είδη­ση δεν έχει ωρά­ριο, δεν έχει προει­δο­ποί­η­ση. Φτά­νει όπο­τε θέλει. Συχνά, λίγο πριν κλεί­σει της εφη­με­ρί­δας η ύλη και «πέσει» και η τελευ­ταία σελί­δα στο πιε­στή­ριο, έφτα­νε με τον ασύρ­μα­το η είδη­ση ότι το «X» ελλη­νι­κό δεξα­με­νό­πλοιο βυθί­ζε­ται στον Ατλα­ντι­κό και άρχι­ζε από άλλα παρα­πλέ­ο­ντα σκά­φη επι­χεί­ρη­ση διά­σω­σης του πληρώματος.
Ο ΔΙΟΡΘΩΤΗΣ έπρε­πε να μεί­νει και να παρα­κο­λου­θή­σει την εξέ­λι­ξη του ναυα­γί­ου με τις ειδή­σεις που έφτα­ναν συνε­χώς με τηλε­γρα­φή­μα­τα του ασύρ­μα­του ή και από τα πρα­κτο­ρεία. Λέξη με λέξη.
ΠΟΛΛΑ τα έκτα­κτα γεγο­νό­τα και ποι­κί­λα. Σει­σμοί, πλημ­μύ­ρες, πυρ­κα­γιές κλπ., όταν έφτα­ναν σε τέτοιες ώρες μας φόρ­τω­ναν συχνά ανά­λο­γα, δυο, τρεις και παρα­πά­νω ώρες ξενύχτι…
(….)

Το μαχαί­ρι
Όπως αργεί το ατσά­λι να γίνει κοφτε­ρό και χρή­σι­μο μαχαίρι
Έτσι αργούν και οι λέξεις να ακο­νι­στούν σε λόγο. Στο μεταξύ
όσο δου­λεύ­εις στον τρο­χό πρό­σε­χε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλλη­λου­χία των σπινθήρων.
Σκο­πός σου εσέ­να το μαχαίρι.
.            Άρης Αλεξάνδρου

Μερι­κές επι­ση­μάν­σεις αντί επιλόγου

«Ο λόγος δεν μπο­ρεί να είναι άναρ­χος ακό­μα και όταν λέει άναρ­χα πράγ­μα­τα».
Η γλώσ­σα είναι ένας ζωντα­νός οργα­νι­σμός «που δεν περ­πα­τά­ει έτσι στα τυφλά αλλά έχει νόμους και κανό­νες που την οδη­γούν». Αξί­ζει να υπεν­θυ­μί­σω τα λόγια ενός ανθρώ­που των Γραμ­μά­των, για ένα από τα σημεία στί­ξης, το κόμ­μα (,): «ένα κόμ­μα καλά τοπο­θε­τη­μέ­νο, κάνει το νόη­μα πιο όμορ­φο και από την ομορ­φό­τε­ρη γυναί­κα».

Μιλά­με και γρά­φου­με με βάση τους κανό­νες της γραμ­μα­τι­κής και του συντα­κτι­κού. Στην οργά­νω­ση του λόγου εκτός από τις λέξεις συμ­με­τέ­χουν υπο­χρε­ω­τι­κά η γραμ­μα­τι­κή και το συντα­κτι­κό. Χωρίς αυτή τη σύμπρα­ξη και την αξιο­ποί­η­ση των κανό­νων τους, είναι αδύ­να­τη η αξιο­ποί­η­ση των δυνα­το­τή­των της γλώσ­σας. Η τήρη­ση των κανό­νων δεν είναι μηχα­νι­στι­κή δια­δι­κα­σία. Δε σημαί­νει ότι μία σκέ­ψη πρέ­πει να δια­τυ­πώ­νε­ται από όλους με τον ίδιο τρό­πο. Ούτε ότι εκλεί­πουν οι εξαι­ρέ­σεις από τους κανόνες.

Με τα συντα­κτι­κά και τα γραμ­μα­τι­κά λάθη δεν ασχο­λη­θή­κα­με ιδιαί­τε­ρα, όχι για­τί εκλεί­πουν από το εκδο­τι­κό υλι­κό αλλά για­τί θεω­ρού­με ότι αυτό το κάνουν επι­τυ­χώς συνά­δελ­φοι μέσα από τις στή­λες τους αλλά και πανε­πι­στη­μια­κοί δάσκα­λοι. Θα κατα­γρά­ψου­με όμως μερι­κές περι­πτώ­σεις γλωσ­σι­κών λαθών που πλήτ­τουν την ακρί­βεια και σαφή­νεια του δημο­σιο­γρα­φι­κού λόγου. Λάθη, που δυστυ­χώς, δεν ανα­γνω­ρί­ζο­νται ως τέτοια ούτε από το δημο­σιο­γρά­φο ούτε από τον ανα­γνώ­στη, με απο­τέ­λε­σμα να εδραιώ­νε­ται η αντί­λη­ψη ότι το λάθος είναι το σωστό.

Φρα­στι­κός τονισμός

Συνη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο στο δημο­σιο­γρα­φι­κό λόγο είναι η παρα­βί­α­ση της κανο­νι­κής σει­ράς των όρων της πρό­τα­σης προ­κει­μέ­νου να τονι­στεί φρα­στι­κά: μια πρά­ξη, το απο­τέ­λε­σμά της, το πρό­σω­πο, ο χρό­νος, ο τόπος, η αιτία κλπ. Πολ­λές φορές όμως η παρα­βί­α­ση οδη­γεί σε ασά­φεια και δια­στρέ­βλω­ση του νοή­μα­τος. Όπως στην περί­πτω­ση του πρω­το­σέ­λι­δου της «Αυγής».

Η «Αυγή», μάλ­λον, μας απευ­θύ­νει «Κάλε­σμα συμπό­ρευ­σης στην κάλ­πη του ΣΥΡΙΖΑ» (είχε δική του κάλ­πη;). Να υπο­θέ­σου­με ότι ήταν «Κάλε­σμα του ΣΥΡΙΖΑ για συμπό­ρευ­ση στην κάλ­πη»; Η .. .ανά­γκη να τονι­στεί το «Κάλε­σμα συμπό­ρευ­σης» οδη­γεί σε παρα­βί­α­ση της φυσι­κής σει­ράς των όρων της πρό­τα­σης. Είναι, δυστυ­χώς, ένα λάθος που έχει «νομι­μο­ποι­η­θεί» στο χώρο του Τύπου με επι­χεί­ρη­μα τον τονι­σμό της λέξης ή της φράσης.
(…)

ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ _Ηρακλής Κακαβάνης_ Ο δαί­μων του τυπογραφείου
ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ!!

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο