Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλκέτα: διήγημα για τις κοπέλες που έρχονται λάθρα στην Ελλάδα

Το διή­γη­μα «Αλκέ­τα» της Μαρ­γα­ρί­τας Φρο­νι­μά­δη — Ματά­τση από την ανέκ­δο­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της με τίτλο «Τα κορί­τσια του πορτ-μπα­γκάζ», με αφη­γή­σεις για τις κοπέ­λες που έρχο­νται λάθρα στην Ελλάδα.

Ο πίνακας είναι της Κορίνθιας ζωγράφου Ευφροσύνης Χαστούπη - Παρούση

Ο πίνα­κας είναι της Κορίν­θιας ζωγρά­φου Ευφρο­σύ­νης Χαστού­πη — Παρούση

Α Λ Κ Ε Τ Α

Είχε κατε­βεί από το αμά­ξι ο Βαγ­γέ­λης κι είχε κάτσει παρά­με­ρα για να κόψει κίνηση.

Δεν ήταν η πρώ­τη φορά που ερχό­τα­νε στα ελλη­νι­κά σύνο­ρα της Κακα­βιάς, πάντα με χτυ­πο­κάρ­δι είν’ αλή­θεια, για­τί δεν τις μπο­ρού­σε όλες αυτές τις γρα­φειο­κρα­τί­ες που επι­βάλ­λα­νε στα σύνο­ρα και οι μεν και οι δε, εκατέρωθεν!

Εκεί­νο το πρωί , όμως, ήταν περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλη φορά φορ­τι­σμέ­νος για­τί θα εκτε­λού­σε «ειδι­κή» αποστολή!

Έρι­ξε ένα γύρο τη ματιά, στη γραμ­μή του ορί­ζο­ντα της γει­το­νι­κής χώρας. Μπου­λού­κια-μπου­λού­κια οι Αλβα­νοί κατη­φο­ρί­ζα­νε στη γη της …Επαγ­γε­λί­ας!

Η ουρά στο τελω­νείο ατε­λεί­ω­τη. Δεν έβλε­πες ως πού φτά­νει. Κρυ­βό­τα­νε πίσω από το κοντι­νό λόφο. Οι φυσιο­γνω­μί­ες σκυ­θρω­πές και ανε­ξι­χνί­α­στες. Και κάπου μέσα σ΄ όλο αυτό το τσούρ­μο ο πανι­κός της Αλκέ­τας υψω­μέ­νος στον υπερ­θε­τι­κό!! Πίσω από τα ηλε­κτρο­φό­ρα σύρ­μα­τα των ξεπε­ρα­σμέ­νων πια ορί­ων, η καρ­δού­λα της τρε­μό­παι­ζε γορ­γά. Ο πατέ­ρας της , λίγο πιο κει, παρα­κο­λου­θού­σε την εξέ­λι­ξη με αγω­νία. Η μητέ­ρα της , πολύ μακρύ­τε­ρα, πίσω από την ψηλή πέτρι­νη μάντρα της αυλής, στο Μπε­ράτ­τι, αγνά­ντευε με μνη­σι­κα­κία το Νότο , που της έκλε­βε τώρα και τη δεύ­τε­ρη θυγα­τέ­ρα. Η ευχή της για το κατευό­διο ακο­λου­θού­σε κι εκεί­νη, σβάρ­να, την Αλκέ­τα λες κι εκτε­λού­σε κατα­να­γκα­στι­κά έργα! Δεν ήταν καθό­λου σίγου­ρη γι’ αυτή την επι­χεί­ρη­ση και για το αίσιο απο­τέ­λε­σμά της.

Όμως η Αλκέ­τα έφυ­γε απο­φα­σι­σμέ­νη! Τον Βαγ­γέ­λη τον θυμό­τα­νε πολύ καλά.

Από τότε που πέρα­σε απ’ το πατρι­κό της , παρέα με τη γυναί­κα του, κομί­ζο­ντας καλού­δια και νέα από τ’ αδέλ­φια της στην Ελλά­δα τον έβα­λε στην καρ­διά της. Η φυσιο­γνω­μία του και η εν γένει συμπε­ρι­φο­ρά του της εμπνεύ­σα­νε από­λυ­τη εμπι­στο­σύ­νη κι αυτό τη βόη­θα­γε πολύ για να τολ­μή­σει ν’ απλώ­σει το βήμα της στην απα­γο­ρευ­μέ­νη ζώνη! Χωρίς ταυ­τό­τη­τα, χωρίς χαρ­τιά , χωρίς βίζες και σφρα­γί­δες θα περ­νού­σε , απέ­να­ντι και μαζί του θα έφτα­νε κάτω απ’ τ’ αυλά­κι εκεί που ζουν οι «χαμου­τζή­δες» κατά πως λεν τους Πελο­πον­νή­σιους και η ετοι­μό­γεν­νη Μιρέλ­λα, η αδερ­φή της ! Επί τέλους το μάτι του Βαγ­γέ­λη τους ξάκρι­σε και τους δύο. Τους έγνε­ψε ανε­παί­σθη­τα , κάνο­ντας νόη­μα ‚εδώ είμαι! Ο πατέ­ρας ανά­σα­νε με ανα­κού­φι­ση. Το ίδιο κι η Αλκέ­τα. Μόνο που γι αυτήν τώρα άρχι­ζε ο Γολ­γο­θάς! Και τι ήξε­ρε η δόλια η Μου­σουλ­μά­να από μαρ­τύ­ρια ‚σταύ­ρω­ση , Ανά­στα­ση για να ελπί­ζει και στη δική της;

Σαν κυνη­γη­μέ­νο αγρί­μι και με τρό­πο που θύμι­ζε ται­νία τρό­μου ξεγλύ­στρι­σε από την προ­σο­χή των τελω­νεια­κών φρου­ρών, έτρε­ξε στο αμά­ξι, παρ­κα­ρι­σμέ­νο εκεί δα και στρογ­γυ­λο­κά­θη­σε, αδιά­φο­ρα δήθεν στη θέση του συνο­δη­γού. Ο Βαγ­γέ­λης που ακο­λού­θη­σε το φευ­γιό της ‚κλεί­νο­ντας γρή­γο­ρα την πόρ­τα έβα­λε μπρο­στά τη μηχα­νή και ξεκίνησε.

Απί­στευ­το! Τόσο απλό! Τόσο εύκο­λο! Η Αλκέ­τα δεν πίστευε στα μάτια της. Μια κοί­τα­ζε το Βαγ­γέ­λη και μια το δρό­μο μπρο­στά. Με το ζόρι κρα­τού­σε τα κλά­μα­τα. Παρ’ όλα αυτά ένα μεγά­λο πύρι­νο δάκρυ κύλη­σε στο μάγου­λό της αφή­νο­ντας όλη την έντα­ση της ανα­μο­νής να εξα­τμι­στεί στο λεπτό! άρθρω­σε κάποιες λέξεις που σίγου­ρα είχαν να κάνουν με την αγω­νία που πέρα­σε και τη χαρά που πήρε κι ύστε­ρα αφέ­θη­κε στην από­λαυ­ση της διαδρομής!

Ο Βαγ­γέ­λης έσφιγ­γε το τιμό­νι κάθι­δρος. ΄Ηξε­ρε πως ο κίν­δυ­νος παρα­μό­νευε ακό­μα αλλά δεν ήθε­λε να την βγά­λει απ’ τη νιρ­βά­να ‚που μόλις είχε μπει. Και να σου! Ακρι­βώς απά­νω στη στρο­φή , μετα­ξύ Κακα­βιάς και Καλ­πα­κί­ου δύο συνο­ρια­κοί φύλα­κες, οπλι­σμέ­νοι σαν αστα­κοί τους κάνουν σενιά­λο να στα­μα­τή­σουν! Ο Βαγ­γέ­λης πατά­ει φρέ­νο απρο­ε­τοί­μα­στος για την περί­στα­ση… Τι να τους πει τώρα…

Τα πρό­σω­πα των φρου­ρών πλη­σί­α­σαν στο τζά­μι κι έσκυ­ψαν μέσα να δουν .Γλυ­κά, όμορ­φα πρό­σω­πα αμού­στα­κων, σχε­δόν, παιδιών.

Παι­διά-αγγε­λού­δια τι να πρω­το­φυ­λά­ξουν; Ζήτη­σαν μόνο τα χαρ­τιά! Τίπο­τε άλλο!

Ο Βαγ­γέ­λης τα έβγα­λε αργά – αργά και τελε­τουρ­γι­κά η καρ­διά του πήγαι­νε να σπάσει.

Δηλα­δή, τι κάνα­με;. Μια τρύ­πα στο νερό;

Kαι πάνω στην απελ­πι­σμέ­νη στιγ­μή η Αλκέ­τα που είχε σκύ­ψει στο βαλι­τσά­κι της σηκώ­νει το πανέ­μορ­φο κεφά­λι της, χαμο­γε­λά­ει πλα­τιά στα φαντα­ρά­κια και απλώ­νε­ται να τους δώσει δύο μπου­κά­λια ρακί!

-Θα το πιεί­τε στην υγειά της; Ρωτά­ει, ενα­γώ­νια , ο Βαγ­γέ­λης. Και σαν για να εξι­λε­ω­θεί προσθέτει:-Tην πάω στην αδερ­φή της που είναι έτοι­μη να γεν­νή­σει και χρειά­ζε­ται βοήθεια…

Αυτό ήταν! Οι φαντά­ροι αφο­πλί­στη­καν, τα εμπό­δια ανα­μέ­ρι­σαν , τ΄ αγγε­λού­δια πέτα­ξαν μακριά και η Πύλη του Παρα­δεί­σου έμει­νε διά­πλα­τα ανοι­χτή για την Αλκέτα…

 

Η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη – Ματά­τση, γεν­νή­θη­κε από γονείς αγρό­τες στη Στι­μά­γκα Κοριν­θί­ας. Σπού­δα­σε αρχι­τε­κτο­νι­κή στη Φλω­ρε­ντία και εργά­στη­κε για 26 χρό­νια στο δημό­σιο , από όπου πρό­σφα­τα συντα­ξιο­δο­τή­θη­κε. Παντρε­μέ­νη και μητέ­ρα 3 Matasiπαι­διών, εδώ και πάνω από 40 χρό­νια ενταγ­μέ­νη ενερ­γά στην κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­κή και πολι­τι­στι­κή ζωή της Κοριν­θί­ας με ιδιαί­τε­ρη συμ­με­το­χή και προ­σή­λω­ση στο γυναι­κείο κίνη­μα. Πάνω από μία δεκα­ε­τία διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος του Συλ­λό­γου Γυναι­κών Κορίν­θου τον οποίο και εκπρο­σώ­πη­σε στο Δ.Σ. της Ο.Γ.Ε. και στη Ν.Ε.Ι. Κοριν­θί­ας επί σει­ρά ετών. Μαθή­τρια ακό­μα στο Γυμνά­σιο Κιά­του και Ν. Ηρα­κλεί­ου, έκα­νε τα πρώ­τα της βήμα­τα στον κόσμο της Λογο­τε­χνί­ας και της ποί­η­σης. Η ποι­ή­τρια Λιλή Ιακω­βί­δη ήταν αυτή που την ενθάρ­ρυ­νε αρχι­κά, αλλά σταθ­μό στην πορεία της απο­τέ­λε­σε ο ποι­η­τής Νίκος Μπλέ­τας – Δού­κα­ρης. Είναι αντι­πρό­ε­δρος της εται­ρί­ας Ελλή­νων λογο­τε­χνών και ιδρυ­τι­κό μέλος του σωμα­τεί­ου λόγου και τέχνης ‘’ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ’’ και της Εται­ρεί­ας Κορίν­θιων Συγ­γρα­φέ­ων. Υπήρ­ξε παρα­γω­γός ραδιο­φω­νι­κής εκπο­μπής και αρθρο­γρα­φεί τακτι­κά στον τοπι­κό Κοριν­θια­κό τύπο.
Έως σήμε­ρα έχει εκδώ­σει πέντε (5) ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, από τις οποί­ες οι τέσ­σε­ρις (4) είναι δίγλωσ­σες, μετα­φρα­σμέ­νες στα Ιτα­λι­κά, στα Ρου­μά­νι­κα και στα Αλβα­νι­κά. Έχει συμπε­ρι­λη­φθεί σε πολ­λές ανθο­λο­γί­ες στην Ελλά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό. Έργα της είναι οι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές: «Γόρ­διος δεσμός», «Θωπεία», «Ευαγ­γε­λι­σμός», «Οι Αιρε­τοί» και «Κυο­φο­ρώ­ντας την ελπί­δα», ενώ εκκρε­μούν για έκδο­ση ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, διη­γή­μα­τα, δοκί­μια, μετα­φρά­σεις κ.α.

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. Από αυτά που εσείς θα μας στέλ­νε­τε ο Λου­κάς Σπή­λιος (ψευ­δώ­νυ­μο ποι­η­τή) θα επι­λέ­γει και θα σας προτείνει.

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο