Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΒΙΝΣΕΝΤ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ, «οι Πατατοφάγοι», ένας ύμνος στη χειρωνακτική εργασία και η ταύτισή του με τους ανθρώπους του μόχθου

Γρά­φει η Ελέ­νη Μαρ­κά­κη //

«Έχω προ­σπα­θή­σει  να τονί­σω το πως αυτοί οι άνθρω­ποι τρώ­νε πατά­τες στο φως του λυχνα­ριού, τσα­πί­ζουν τη γη με τα ίδια χέρια που τώρα ακου­μπούν το πιά­το. Στην ουσία μιλάω για τη χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία και για το πώς αυτοί οι άνθρω­ποι έχουν κερ­δί­σει τίμια το ψωμί τους. (…) O πίνα­κάς μου εξυ­μνεί τη χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία»

(Βαν Γκογκ, Γράμ­μα­τα στον αδερ­φό του Τεό)

patatofagoi1

Η αγρο­τι­κή θεμα­το­λο­γία ήταν ιδιαί­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νη στη ζωγρα­φι­κή του 19ου αιώ­να τόσο στην Ολλαν­δία όσο και στη Γαλ­λία, αλλά ζωγρά­φοι όπως ο Μιλέ και ο Israels απέ­δι­δαν την αγρο­τι­κή ζωή με ρομα­ντι­κό τρό­πο. Αντί­θε­τα ο Βαν Γκογκ απέρ­ρι­πτε κάθε στοι­χείο εξω­ραϊ­σμού, φιλο­τε­χνώ­ντας έργα που δια­κρί­νο­νταν για τον ωμό ρεα­λι­σμό τους,

Ο Βαν Γκογκ είναι ο ιδα­νι­κός ζωγρά­φος της σκλη­ρής ζωής των αγρο­τών. Αισθα­νό­ταν μεγά­λη αλλη­λεγ­γύη για τους φτω­χούς, και ταλαι­πω­ρη­μέ­νους ανθρώ­πους των οποί­ων η ζωή όπως και η δικιά του ‑άλλω­στε- ήταν γεμά­τη πόνο. Στους Πατα­το­φά­γους το τρα­πέ­ζι μετα­τρέ­πε­ται σε βωμό και το φαΐ σε θεία κοι­νω­νία που μοι­ρά­ζο­νται οι αγρό­τες. Το μοί­ρα­σμα του φαγη­τού και και του ποτού τονί­ζει ακό­μα περισ­σό­τε­ρα το χαρα­κτή­ρα της πνευ­μα­τι­κής μετά­λη­ψης. Το φώς στα αντι­κεί­με­να του δωμα­τί­ου είναι παρό­μοιο με το φως που είδε ο Βίν­σεντ στα ορυ­χεία, ενώ το σκο­τά­δι έχει μια φυσι­κή πυκνότητα.

patatofagoi2

Μέσα στο σκο­τά­δι του δωμα­τί­ου, η λάμπα και τα μόλις ορα­τά δοκά­ρια του ταβα­νιού αυξά­νουν την αίσθη­ση της μυστα­γω­γί­ας και της θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας. Το σκη­νι­κό θυμί­ζει στο θεα­τή το σκο­τά­δι ενός καθε­δρι­κού ναού.

Στο τρε­μου­λια­στό φως της λάμπας δια­κρί­νο­νται τα γωνιώ­δη πρό­σω­πα και τα ροζια­σμέ­να χέρια, που φέρ­νουν τα σημά­δια της καθη­με­ρι­νής σκλη­ρής εργα­σί­ας. Οι μορ­φές δεί­χνουν απο­μο­νω­μέ­νες, τα βλέμ­μα­τα τους δεν δια­σταυ­ρώ­νο­νται, ενώ το κορί­τσι που βρί­σκε­ται στη σκιά με την πλά­τη γυρι­σμέ­νη στο θεα­τή, «απο­κλεί­ει» τον τελευ­ταίο από τη σκηνή.

Το πρό­σω­πο της αγρό­τισ­σας απο­δί­δε­ται με ένα φει­δω­λό, απα­λό κοντράστ. Στο φόντο, οι ανοι­χτές, λεπτές πινε­λιές βοη­θούν τη φιγού­ρα να φανεί προ­φίλ πάνω στο σκού­ρο φόντο.

patatofagoi3Τα χέρια των αγρο­τών έχουν απο­δο­θεί με συγκι­νη­τι­κή απλό­τη­τα: έχουν το ίδιο χρώ­μα και συνο­χή όπως οι πατά­τες –που με τα ίδια αυτά χέρια έχουν σκά­ψει και έχουν βγά­λει μέσα από τη γη. Οι φαι­νο­με­νι­κά τυχαί­ες πινε­λιές είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­τυ­πω­μέ­νες με ακρί­βεια και φειδώ.

Η ασυμ­βί­βα­στη απει­κό­νι­ση αυτών των χαρα­κτή­ρων μαρ­τυ­ρά­ει την επι­θυ­μία του να δημιουρ­γή­σει «μια πραγ­μα­τι­κή εικό­να αγρο­τών ζωγρα­φί­ζο­ντάς τους μέσα στην τρα­χύ­τη­τά τους παρά απο­δί­δο­ντας μια συμ­βα­τι­κή γοη­τεία.» Δεν εξι­δα­νι­κεύ­ει τους πρω­τα­γω­νι­στές του πίνα­κά του, απε­να­ντί­ας, τονί­ζει την τρα­χύ­τη­τα των χαρα­κτη­ρι­στι­κών τους, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας σκού­ρα και «βρώ­μι­κα» χρώματα.

patatofagoi5Αυτός ο πίνα­κας που ζωγρα­φί­στη­κε τον Απρί­λιο του 1885 και εκτί­θε­ται στο Μου­σείο Βαν Γκογκ στο Άμστερ­νταμ, θεω­ρεί­ται η σύνο­ψη της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας του Βίν­σεντ. Εξω­τε­ρι­κεύ­ει τα κοι­νω­νι­κά του αισθή­μα­τα με μεγά­λη δύνα­μη και έντα­ση. Απο­τε­λεί το μανι­φέ­στο των καλ­λι­τε­χνι­κών του και κοι­νω­νι­κών του πιστεύω.

“Πιστεύω πως θα ήταν λάθος ένας πίνα­κας με χωρι­κούς να έχει λεία και συμ­βα­τι­κή επι­φά­νεια. Αν ένας πίνα­κας με χωρι­κούς ανα­δί­δει άρω­μα χοι­ρι­νού, καπνό και ατμούς από τις πατά­τες που βρά­ζουν, είναι σωστός και όχι παρά­δο­ξος. Ένας στά­βλος πρέ­πει να μυρί­ζει κοπριά, για­τί απλά τέτοια είναι η μυρω­διά του στά­βλου. Από ένα χωρά­φι θα πρέ­πει να βγαί­νουν οσμές ώρι­μου στα­χυού, πατά­τας, λιπα­σμά­των και κοπριών, για­τί έτσι μυρί­ζει το χωρά­φι, ειδι­κά για τους ανθρώ­πους των πόλε­ων. Έργα τέτοιου είδους θα πρέ­πει να μπο­ρούν να τους διδά­ξουν κάτι. Ένας πίνα­κας δεν πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να μοσχο­μυ­ρί­ζει. (…) Γι’ αυτό λοι­πόν δεν επι­θυ­μώ καθό­λου να τον βρει όλος ο κόσμος ωραίο ή καλό», έγρα­φε στον αδελ­φό του Τεό.

patatofagoi6

Στους Πατα­το­φά­γους δού­λε­ψε πολ­λούς μήνες κάνο­ντας πολ­λές σπου­δές και προ­σχέ­δια. Η σει­ρά με 50 περί­που προ­σω­πο­γρα­φί­ες χωρι­κών με την οποία κατα­πιά­στη­κε από το Δεκέμ­βριο το 1884 μέχρι και το Μάιο του 1885 που ολο­κλή­ρω­σε τους Πατα­το­φά­γους, απο­τέ­λε­σε ένα είδος πρώ­των ασκή­σε­ων στην ενδε­λε­χή μελέ­τη που ο καλ­λι­τέ­χνης πραγ­μα­το­ποί­η­σε με τα πρό­σω­πα των χωρι­κών –«πρό­σω­πα τρα­χιά και επί­πε­δα με χαμη­λά μέτω­πα και κοντά χεί­λη, ακα­τέρ­γα­στα αλλά και γεμά­τα, πρό­σω­πα που θυμί­ζουν έργα του Μιλέ» ανέ­φε­ρε στον αδελ­φό του τον Άυγου­στο του 1884. Όλη αυτή η μελέ­τη εντασ­σό­ταν σε μια προ­σπά­θεια να κατα­λή­ξει σε ένα συν­δυα­σμό χρω­μά­των που θα απέ­δι­δε το δέρ­μα τους με έντο­νο τρό­πο και θα το έκα­νε να μοιά­ζει με «το χρώ­μα μιας πατά­τας που προ­φα­νώς δεν έχει ξεφλου­δι­στεί ακό­μα».

Σε αυτό το έργο τα υφο­λο­γι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά που καθι­στούν τη ζωγρα­φι­κή του άμε­σα ανα­γνω­ρί­σι­μη είναι ήδη εμφα­νή. Είναι εμφα­νείς και οι επιρ­ρο­ές της μεγά­λης φλα­μαν­δι­κής ζωγρα­φι­κής του δέκα­του έβδο­μου αιώ­να. Τόσο η σύν­θε­ση που αντι­προ­σω­πεύ­ει σκη­νή σε ένα εσω­τε­ρι­κό χώρο, με ένα αχνό φως που φωτί­ζει το δωμά­τιο μόνο εν μέρει και μια ομά­δα ανθρώ­πων που κάθο­νται γύρω από ένα τρα­πέ­ζι. Στη συνέ­χεια η τεχνο­τρο­πία αλλά­ζει σημα­ντι­κά καθώς αρχί­ζει να χρη­σι­μο­ποιεί ανοι­χτά και φωτει­νά χρώ­μα­τα και λιγό­τε­ρο επε­ξερ­γα­σμέ­νες συν­θέ­σεις, εντού­τοις ο Βίν­σεντ συνέ­χι­σε να θεω­ρεί τον πίνα­κα αυτό ως ένα από τα κορυ­φαία έργα του. Τον τύπω­σε μάλι­στα και σε λιθο­γρα­φία για να μπο­ρέ­σουν να τον αγο­ρά­σουν οι γεί­το­νες του φθηνά.

patatofagoi8

Είναι φανε­ρό από τους Πατα­το­φά­γους, –όπως και από τα υπό­λοι­πα έργα του- πως κύρια έγνοια του Βαν Γκογκ δεν ήταν η σωστή ανα­πα­ρά­στα­ση. Χρη­σι­μο­ποιού­σε χρώ­μα­τα και σχή­μα­τα για να εκφρά­σει τι αισθα­νό­ταν για τα πράγ­μα­τα που ζωγρά­φι­ζε και τι ήθε­λε να αισθαν­θούν οι άλλοι. Δεν τον ενδιέ­φε­ρε πολύ η «στε­ρε­ο­σκο­πι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» όπως την έλε­γε, δηλα­δή η ακρι­βής φωτο­γρα­φι­κή εικό­να της φύσης. Υπε­ρέ­βα­λε ή ακό­μα άλλα­ζε την όψη των πραγ­μά­των, αν αυτό ταί­ρια­ζε στις επι­διώ­ξεις του. ήθε­λε να εκφρά­σει στο έργο του εκεί­νο που αισθα­νό­ταν κι αν τον βοη­θού­σε η παρα­μόρ­φω­ση να πετύ­χει το σκο­πό του θα το έκανε.

Το 1887, σε γράμ­μα προς την αδελ­φή του Wil χαρα­κτή­ρι­ζε τον πίνα­κά του, τους Πατα­το­φά­γους, σαν «τον καλύ­τε­ρο που έχω κάνει», ενώ το 1890 χρη­σι­μο­ποί­η­σε εκ νέου το ίδιο μοτί­βο σε ορι­σμέ­να σχέ­δια που φιλο­τέ­χνη­σε στο Saint Remy.

patatofagoi9

Τον Απρί­λιο του 1890.-τρεις μήνες πριν το θάνα­τό του στα 37 του μόλις χρό­νια- και έχο­ντας φτά­σει στο απο­κο­ρύ­φω­μα της καλ­λι­τε­χνι­κής του και ανθρω­πι­στι­κής του ρητο­ρι­κής τέλειω­σε ένα γράμ­μα στον αγα­πη­μέ­νο του αδελ­φό Τεό με την ακό­λου­θη παρά­κλη­ση: «Σε παρα­κα­λώ να μου στεί­λεις όλα τα παλιά μου σχέ­δια που περι­λαμ­βά­νουν μορφές.Έχω σκο­πό τα ξανα­δου­λέ­ψω τον πίνα­κα με τους χωρι­κούς στο τρα­πέ­ζι, παί­ζο­ντας με τους χρω­μα­τι­σμούς του φωτός πάνω σε αυτό. Στο συγκε­κρι­μέ­νο πίνα­κα θα κυριαρ­χεί πλέ­ον το μαύ­ρο χρώ­μα. Θα μπο­ρού­σα ίσως να τον κάνω και εντε­λώς από μνή­μης. Τα έργα που θα ήθε­λα πάνω από όλα να μου στεί­λεις είναι οι ‘’Στα­χο­μα­ζώ­χτρες’’ και οι ‘’Σκα­πα­νείς’’, αν τα έχεις ακό­μα». (επι­στο­λή αρ. 629. Σεν Ρεμί. 29 Απρι­λί­ου 1890).

patatofagoi11Οι Πατα­το­φά­γοι είναι ένα ακό­μη έργο του που μας δεί­χνει την ταύ­τι­ση του με τους ανθρώ­πους του μόχθου. Γνώ­ρι­ζε την ανθρώ­πι­νη δυστυ­χία και θεω­ρού­σε και την δική του τέχνη σαν χει­ρω­να­κτι­κή. Οι χωρι­κοί, οι υφα­ντές, οι ανθρα­κω­ρύ­χοι, οι εργά­τες, οι αχθο­φό­ροι, είναι τα αγα­πη­μέ­να του θέμα­τα. Αυτοί οι ανώ­νυ­μοι, οι ταλαι­πω­ρη­μέ­νοι, οι βασα­νι­σμέ­νοι άνθρω­ποι είναι πιο άξιοι για τον Βαν Γκογκ από τους πρί­γκι­πες και τους βασιλιάδες.

Πίστευε από ότι φαί­νε­ται από τα έργα του, αλλά και από τα γράμ­μα­τά του, σε μια ζωή και σε μια κοι­νω­νία. όπου όλοι οι άνθρω­ποι –χει­ρώ­να­κτες και μη- θα μπο­ρού­σαν να ζήσουν με αξιο­πρέ­πεια, γι’ αυτό και εγκω­μί­α­ζε τη χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία, και γι αυτό ακρι­βώς στα έργα του πρω­τα­γω­νι­στού­σαν εκεί­νοι που έβγα­ζαν το ψωμί τους με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που τους…

 

Πηγές:

–ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, E. H. GOMBRICH
–ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ, Federica Armiraglio, Βιβλιο­θή­κη Τέχνης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
–VAN GOGH, ArtBook, εκδό­σεις Electra
— VAN GOGH, βιβλιο­θή­κη τέχνης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο