Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα Γιάννης Μόραλης

Ο ζωγρά­φος Γιάν­νης Μόρα­λης (Άρτα, 23-Απρ-1916 – Αθή­να, 20-Δεκ-2009) υπήρ­ξε ένας από τους επι­φα­νέ­στε­ρους καλ­λι­τέ­χνες _ζωγράφος, χαρά­κτης, σκη­νο­γρά­φος και δάσκα­λος, του αιώ­να που πέρα­σε. Όπως ανα­φέ­ρει ο Ριζο­σπά­στης, αφιέ­ρω­σε τη ζωή του στην Τέχνη χωρίς συμ­βι­βα­σμούς, παρά­γο­ντας έργο με υψη­λή αισθη­τι­κή αξία, το οποίο μας κάνει να συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με πως η ζωγρα­φι­κή είναι αφο­σί­ω­ση και συνεί­δη­ση ευθύ­νης του δημιουρ­γού.

Οι αρχι­τε­κτο­νι­κές συν­θέ­σεις του _“Με οδη­γό την αίσθη­ση”)» περι­λαμ­βά­νει 120 έργα, μακέ­τες και προ­σχέ­δια των αρχι­τε­κτο­νι­κών συν­θέ­σε­ών του (αρκε­τές δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν και άλλες κατα­στρά­φη­καν με το γκρέ­μι­σμα των κτι­ρί­ων) που φύλασ­σε στο εργα­στή­ρι του και τα οποία ο ίδιος δώρι­σε στο Μου­σείο Μπε­νά­κη, το 2009, προ­πα­ρα­μο­νές του θανά­του του. Ήταν μέλος του Επι­με­λη­τη­ρί­ου Εικα­στι­κών Τεχνών Ελλά­δος (ΕΕΤΕ).

Γιάν­νης Μόρα­λης, «ευπα­τρί­δης» της ελλη­νι­κής ζωγραφικής

Από το 1932, που για πρώ­τη φορά εξέ­θε­σε έργα του ως μαθη­τής στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών και μέχρι το τέλος του συνέ­βα­λε στη συνε­χή αισθη­τι­κή ανα­νέ­ω­ση της ελλη­νι­κής Τέχνης, αντλώ­ντας διδάγ­μα­τα από τα σύγ­χρο­να αισθη­τι­κά κινή­μα­τα και δικαί­ως θεω­ρεί­ται από τους πλέ­ον ολο­κλη­ρω­μέ­νους εκφρα­στές του ελλη­νι­κού μοντερ­νι­σμού, εκεί­νου που και σέβε­ται την ελλη­νι­κή παρά­δο­ση, αλλά και «συν­δια­λέ­γε­ται» με την ευρω­παϊ­κή τέχνη και τη νεωτερικότητα.

Εξέ­χων δάσκα­λος στη Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών, επί 35 χρό­νια, άνθρω­πος με ήθος, ευγέ­νεια και πνευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια στη ζωή και την τέχνη του, ο Μόρα­λης, πέραν του πολυά­ριθ­μου ζωγρα­φι­κού έργου του, ανέ­πτυ­ξε ποι­κί­λους προ­βλη­μα­τι­σμούς της εικα­στι­κής έκφρα­σης στη χαρα­κτι­κή, στη σκη­νο­γρα­φία — ενδυ­μα­το­λο­γία, στη μικρο­γλυ­πτι­κή, σε άλλες εφαρ­μο­γές και την αρχιτεκτονική.

Γεν­νή­θη­κε στην Άρτα, δεύ­τε­ρο από τα τέσ­σε­ρα παι­διά του Κων­στα­ντί­νου Ι. Μόρα­λη και της Βασι­λι­κής (το γένος Ανα­στα­σί­ου Μιχά­λη). Η οικο­γέ­νεια το 1922 εγκα­τα­στά­θη­κε στην Πρέ­βε­ζα, όπου ο Κων­στα­ντί­νος Μόρα­λης υπη­ρέ­τη­σε ως γυμνα­σιάρ­χης και από το 1927 εγκα­θί­στα­νται μόνι­μα στην Αθή­να (Παγκρά­τι). Την ίδια χρο­νιά ο νεα­ρός Μόρα­λης, που έχει πάρει την από­φα­ση να γίνει ζωγρά­φος, αρχί­ζει να παρα­κο­λου­θεί το “κυρια­κά­τι­κο μάθη­μα” στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών. Εκεί γνω­ρί­ζει τον Νίκο Νικο­λά­ου. Το 1931 είναι η χρο­νιά κατά την οποία προ­ε­τοι­μά­ζε­ται για τις εισα­γω­γι­κές εξε­τά­σεις στην ΑΣΚΤ κοντά στο μετέ­πει­τα γαμπρό του, ζωγρά­φο Γιάν­νη Γεωρ­γό­που­λο. Επι­τυγ­χά­νει και εγγρά­φε­ται στο προ­πα­ρα­σκευα­στι­κό τμή­μα με καθη­γη­τή τον Δημή­τριο Γερα­νιώ­τη. Γνω­ρί­ζε­ται τότε με τον Γιάν­νη Τσα­ρού­χη και τον Χρή­στο Καπρά­λο και ξανα­συ­να­ντά τον Νικο­λά­ου. Ο Μόρα­λης είναι μετα­ξύ των σπου­δα­στών που ο Κων­στα­ντί­νος Παρ­θέ­νης επι­λέ­γει για το εργα­στή­ριό του.

«Εκεί επι­κρα­τού­σε μια πολύ αυστη­ρή ατμό­σφαι­ρα. Άμα τον ρωτού­σα κάτι, απα­ντού­σε: «Αυτό που σας είπα». Ήταν πολύ σχο­λα­στι­κά εκεί μέσα, κάθι­σα μόνο δυο μήνες και μετά πήγα στον Ουμ­βέρ­το Αργυ­ρό. Όλη η παρέα – Νικο­λά­ου, Καπρά­λος κτλ. ήταν εκεί. Ο Αργυ­ρός ήταν «Ελευ­θέ­ρα Κέρ­κυ­ρα», σ’ άφη­νε να κάνεις ό,τι θέλεις! Να φαντα­στείς ότι δού­λευα με στρογ­γυ­λά πινέ­λα και δεν χρη­σι­μο­ποιού­σα άσπρο, αλλά jaune de Naples. Είχα από­λυ­τη ελευθερία».

Έναν χρό­νο αργό­τε­ρα, το 1932, ο Δ. Κόκ­κι­νος δημο­σιεύ­ει στο περιο­δι­κό Νέα Εστία (1/8/1932) την πρώ­τη ενθου­σιώ­δη κρι­τι­κή για «τον νεα­ρό κ. Βόρα­λη», όπως επι­μέ­νει να τον απο­κα­λεί στο άρθρο, με αφορ­μή την έκθε­ση των μαθη­τών της ΑΣΚΤ. Ο Γιάν­νης Μόρα­λης είναι τότε 16 μόνο ετών. Την ίδια επο­χή αρχί­ζει να παρα­κο­λου­θεί το νέο εργα­στή­ριο χαρα­κτι­κής του Γιάν­νη Κεφαλ­λη­νού, με συμ­φοι­τη­τές τους Τάσ­σο, (Γιώρ­γη) Δήμου, (Κων­στα­ντί­νο) Ντά­κο και (Μωυ­σή) Ραφαήλ.

«Ήμουν από τους πρώ­τους μαθη­τές του. Επί τέσ­σε­ρα χρό­νια φοι­τού­σα τα απο­γεύ­μα­τα στο εργα­στή­ριό του. Νεο­φερ­μέ­νος από το Παρί­σι (1932), ωραί­ος, μορ­φω­μέ­νος, κοσμο­πο­λί­της, ο Κεφαλ­λη­νός ήταν για μένα πατέ­ρας, δάσκα­λος και φίλος».

Από την ΑΣΚΤ θα απο­φοι­τή­σει το 1936 και λίγο αργό­τε­ρα θα συμ­με­τέ­χει στην Έκθε­ση Ελλη­νι­κής Χαρα­κτι­κής στην Τσε­χο­σλο­βα­κία (το κεί­με­νο του κατα­λό­γου υπο­γρά­φει ο Ζαχα­ρί­ας Παπα­ντω­νί­ου). Το 1937 πεθαί­νει ο πατέ­ρας του σε τρο­χαίο ατύ­χη­μα. Τον Ιού­νιο της ίδιας χρο­νιάς ανα­χω­ρούν για τη Ρώμη με τον Νίκο Νικο­λά­ου. Θα μοι­ρα­στούν την υπο­τρο­φία που κέρ­δι­σε ο Μόρα­λης στον δια­γω­νι­σμό της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών (κλη­ρο­δό­τη­μα Ουρα­νί­ας Κων­στα­ντι­νί­δου) για σπου­δές ψηφο­θε­τι­κής στο εξω­τε­ρι­κό. Αυτή ήταν η φιλι­κή τους συμ­φω­νία, να φύγουν μαζί στο εξω­τε­ρι­κό για σπου­δές, όποιος κι αν κέρ­δι­ζε την υποτροφία.

Στην Ιτα­λία θα μεί­νει μέχρι τον Νοέμ­βριο του 1937, οπό­τε και εγκα­θί­στα­ται στο Παρί­σι. Παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα ζωγρα­φι­κής κοντά στον Charles Guérin και τοι­χο­γρα­φί­ας στο εργα­στή­ριο του Ducos de la Haille. Παράλ­λη­λα, στη Σχο­λή Τεχνών και Επαγ­γελ­μά­των (Αrts et Métiers) διδά­σκε­ται ψηφο­θε­τι­κή κοντά στον Henri-Marcel Magne, σύμ­φω­να με τους όρους της υπο­τρο­φί­ας του. Με την κήρυ­ξη του Πολέ­μου ανα­γκά­ζε­ται, όπως οι περισ­σό­τε­ροι σπου­δα­στές, να εγκα­τα­λεί­ψει τις σπου­δές του στο Παρί­σι και να επι­στρέ­ψει εσπευ­σμέ­να στην Ελλάδα.

Το 1940 εκθέ­τει μια σει­ρά χαρα­κτι­κών με την ομά­δα «Ελεύ­θε­ροι Καλ­λι­τέ­χναι» στον Πει­ραιά – ο ίδιος μάλι­στα θα φιλο­τε­χνή­σει και το εξώ­φυλ­λο του κατα­λό­γου. Την άνοι­ξη κατα­τάσ­σε­ται στον στρα­τό και υπη­ρε­τεί τη θητεία του, ενώ συμ­με­τέ­χει και στην τελευ­ταία προ­πο­λε­μι­κή Πανελ­λή­νια Έκθε­ση στο Ζάπ­πειο, όπου και απο­σπά το χάλ­κι­νο μετάλ­λιο. Εκεί θα εκθέ­σει, μετα­ξύ άλλων, τα ευρι­σκό­με­να στις συλ­λο­γές της Εθνι­κής Πινα­κο­θή­κης-Μου­σεί­ου Αλέ­ξαν­δρου Σού­τσου σήμε­ρα έργα: Γυμνό, Προ­σω­πο­γρα­φία του ζωγρά­φου Θεο­δό­σιου Χρι­στο­δού­λου, Ο ζωγρά­φος με τον Νίκο Νικο­λά­ου Στον υπαί­θριο φωτο­γρά­φο κά.

Το 1941 παντρεύ­ε­ται τη Μαρία Ρου­σέν ‑εγκα­θί­στα­νται στο Κολω­νά­κι, ενώ τους θερι­νούς μήνες ζουν στο σπί­τι της στην Κηφι­σιά. Τα χρό­νια της Κατο­χής ο Μόρα­λης ασχο­λεί­ται εντα­τι­κά με την προ­σω­πο­γρα­φία, ώστε να εξα­σφα­λί­ζει κάποιο στα­θε­ρό εισό­δη­μα φιλο­τε­χνώ­ντας πορ­τρέ­τα κατά παραγ­γε­λία. Εξα­κο­λου­θεί επί­σης να ασχο­λεί­ται με τη χαρα­κτι­κή. Με τη Ρου­σέν θα χωρί­σει το 1945 και δύο χρό­νια αργό­τε­ρα θα παντρευ­τεί τη γλύ­πτρια Αγλα­ΐα Λυμπε­ρά­κη, με την οποία θα παρα­μεί­νουν παντρε­μέ­νοι μέχρι το 1955 ‑μαζί της θα απο­κτή­σει έναν γιο, τον Κων­στα­ντί­νο. Την ίδια χρο­νιά εκλέ­γε­ται τακτι­κός καθη­γη­τής της προ­πα­ρα­σκευα­στι­κής τάξης στην ΑΣΚΤ και ξεκι­νά να διδά­σκει από τον Φεβρουά­ριο του επό­με­νου χρόνου.

Στην πρώ­τη μετά τον πόλε­μο Πανελ­λή­νια Έκθε­ση, το 1948, εκθέ­τει τα (σήμε­ρα στις συλ­λο­γές της ΕΠΜΑΣ) έργα: Έγκυος γυναί­κα, Δύο φίλες ‑όπου εικο­νί­ζε­ται η Αγλα­ΐα Λυμπε­ρά­κη μόνη και με τη Νατα­λία Μελά‑, Ο ζωγρά­φος με τη γυναί­κα του ‑όπου εικο­νί­ζε­ται ο ίδιος με την πρώ­τη του γυναί­κα- και Το τρα­πέ­ζι.

Το 1949 ιδρύ­ε­ται η ομά­δα «Αρμός» και συσπει­ρώ­νει καλ­λι­τέ­χνες όπως οι Νίκος Χατζη­κυ­ριά­κος-Γκί­κας (πρό­ε­δρος), Γιάν­νης Τσα­ρού­χης και Γιάν­νης Μόρα­λης (αντι­πρό­ε­δροι), Λιλή Αρλιώ­τη (γραμ­μα­τέ­ας), Νίκος Νικο­λά­ου (ταμί­ας), Νέλ­λη Ανδρι­κο­πού­λου, Καί­τη Αντύ­πα, Μαρι­λέ­να Αρα­βα­ντι­νού, Μίνως Αργυ­ρά­κης, Έλλη Βοΐ­λα, Ανδρέ­ας Βουρ­λού­μης, Νίκος Γεωρ­γιά­δης, Γεώρ­γιος Γεωρ­γί­ου, Νίκος Εγγο­νό­που­λος, Μπού­μπα (Αγλα­ΐα) Λυμπε­ρά­κη-Μόρα­λη, Μαρ­γα­ρί­τα Λυμπε­ρά­κη, Γιώρ­γος Μανου­σά­κης, Γιώρ­γος Μαυ­ρο­ΐ­δης, Νατα­λία Μελά-Κων­στα­ντι­νί­δη, Κλέ­αρ­χος Λου­κό­που­λος, Μανώ­λης Νου­κά­κης, Κοσμάς Ξενά­κης, Ελέ­νη Στα­θο­πού­λου, Πανα­γιώ­της Τέτσης, Βάσος Φαλη­ρέ­ας. Ο Μόρα­λης συμ­με­τέ­χει στην 1η έκθε­ση της ομά­δας στο Ζάπ­πειο (10/12/1949–25/1/1950). Στη συνέ­χεια η έκθε­ση μετα­φέ­ρε­ται στη Θεσσαλονίκη].

Το 1951 είναι η χρο­νιά κατά την οποία ξεκι­νούν δύο ιδιαί­τε­ρα γόνι­μες συνερ­γα­σί­ες για τον Γιάν­νη Μόρα­λη. Η πρώ­τη, όταν ανα­λαμ­βά­νει να φιλο­τε­χνή­σει τα σκη­νι­κά και τα κοστού­μια για το μπα­λέ­το Έξι λαϊ­κές ζωγρα­φιές, που παρου­σιά­ζει το Ελλη­νι­κό Χορό­δρα­μα, σε χορο­γρα­φία Ραλ­λούς Μάνου και μου­σι­κή Μάνου Χατζι­δά­κι (με το Χορό­δρα­μα ο Μόρα­λης θα συνερ­γα­σθεί για δεκα­πέ­ντε περί­που χρόνια).

Η γυναι­κεία φιγού­ρα στις Έξι λαϊ­κές ζωγρα­φιές βασί­ζε­ται στην ανά­μνη­ση και τα διδάγ­μα­τα του έργου “στον υπαί­θριο φωτογράφο”.

Η δεύ­τε­ρη συνερ­γα­σία εγκαι­νιά­ζε­ται όταν φιλο­τε­χνεί το εξώ­φυλ­λο και την προ­με­τω­πί­δα για το βιβλίο του Ηλία Τσου­κα­λά, Υπο­βρύ­χιον Υ1 Β.Π. Κατσώ­νης, Ίκα­ρος, Αθή­να 1951. Με τις εκδό­σεις Ίκα­ρος ο Γιάν­νης Μόρα­λης θα συνερ­γά­ζε­ται ουσια­στι­κά μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1952 συμ­με­τέ­χει στην Πανελ­λή­νια Έκθε­ση στο Ζάπ­πειο, με τα έργα Γυμνό και Μορ­φή μετα­ξύ άλλων, και στην έκθε­ση της Ομά­δας «Αρμός» από τον Δεκέμ­βριο έως τον Ιανουά­ριο του 1953. Η φωτο­γρα­φία των μεγά­λων γυναι­κεί­ων γυμνών του, που θα δημο­σιεύ­σει η Αρι­στε­ρή εφη­με­ρί­δα “Αλλα­γή”, στο πλαί­σιο της τεχνο­κρι­τι­κής στή­λης της Μίνας Ζωγρά­φου-Μερα­ναί­ου στις 18/12/1952, θα προ­κα­λέ­σει τη μήνυ­ση του εισαγ­γε­λέα, ύστε­ρα από καταγ­γε­λία της Γενι­κής Ασφά­λειας. Στο πλαί­σιο της ίδιας έκθε­σης είχε προη­γη­θεί η αφαί­ρε­ση «κατό­πιν επεμ­βά­σε­ως της Αστυ­νο­μί­ας» ενός έργου του Τσα­ρού­χη, που κρί­θη­κε άσε­μνο, καθώς παρί­στα­νε «έναν άνδρα ολό­γυ­μνο στο κρεβ­βά­τι και απέ­να­ντί του καθι­σμέ­νον έναν ναύ­τη».

Αργό­τε­ρα, μέσα στο 1953, ο Μόρα­λης επι­σκέ­πτε­ται την ΕΣΣΔ, επί­ση­μα προ­σκε­κλη­μέ­νος της Κυβέρ­νη­σης, μαζί με εκπρο­σώ­πους της πνευ­μα­τι­κής και της πολι­τι­κής ζωής από την Ελλά­δα και την Ευρώπη.

Την επό­με­νη χρο­νιά ξεκι­νά η επί­σης πολυ­ε­τής συνερ­γα­σία του με το Θέα­τρο Τέχνης «Κάρο­λος Κουν» του Κάρο­λου Κουν, καθώς σχε­διά­ζει τα σκη­νι­κά και τα κοστού­μια για την παρά­στα­ση Γυμνές μάσκες, τέσ­σε­ρα μονό­πρα­κτα του Πιρα­ντέ­λο και εκλέ­γε­ται τακτι­κός καθη­γη­τής του Εργα­στη­ρί­ου Ζωγρα­φι­κής στην ΑΣΚΤ το 1957. Τότε αρχί­ζει και η συνερ­γα­σία του με το Εθνι­κό Θέα­τρο (το 1957 συγκε­κρι­μέ­να φιλο­τε­χνεί τα σκη­νι­κά και τα κοστού­μια για το έργο του Παντε­λή Πρε­βε­λά­κη, Τα χέρια του ζωντα­νού Θεού, σε σκη­νο­θε­σία Αλέ­ξη Σολομού).

Το 1958 μαζί με τον Γιάν­νη Τσα­ρού­χη και τον γλύ­πτη Αντώ­νη Σώχο αντι­προ­σω­πεύ­ει την Ελλά­δα στην Μπιε­νά­λε της Βενε­τί­ας. Την επι­μέ­λεια του ελλη­νι­κού περι­πτέ­ρου έχει τότε ο Τ. Σπη­τέ­ρης. Μόρα­λης και Τσα­ρού­χης, σε μια Μπιε­νά­λε όπου η κυριαρ­χία της αφαί­ρε­σης είναι εμφα­νής, θα προ­κα­λέ­σουν το ενδια­φέ­ρον του Gio Ponti με την παρα­στα­τι­κή, ανθρω­πο­κε­ντρι­κή ζωγρα­φι­κή τους. Στην Μπιε­νά­λε ο Μόρα­λης θα δεί­ξει ζωγρα­φι­κά έργα (μετα­ξύ αυτών τα έργα που προ­α­να­φέρ­θη­καν, καθώς και άλλα που επί­σης βρί­σκο­νται στις συλ­λο­γές της ΕΠΜΑΣ: Δύο φίλες, Το τρα­πέ­ζι, Έγκυος γυναί­κα, Σύν­θε­ση Α, Μορφή_1, Μορφή_2, Μορ­φή _3, Επι­τύμ­βιο, μελέ­τες για σκη­νι­κά και κοστού­μια, σχέ­δια και λιθογραφίες.

Το Δημο­τι­κό Μου­σείο του Τορί­νο θα αγο­ρά­σει τη σύν­θε­ση Εσω­τε­ρι­κό (1955, λάδι σε μου­σα­μά, 1.31x1.30μ)

Είναι εντυ­πω­σια­κό ότι η πρώ­τη ατο­μι­κή έκθε­ση του Μόρα­λη οργα­νώ­νε­ται μόλις το 1959, ενώ η επαγ­γελ­μα­τι­κή του στα­διο­δρο­μία έχει ήδη σημα­ντι­κά εξε­λι­χθεί. Λαμ­βά­νει χώρα στην αίθου­σα εκθέ­σε­ων Αρμός, στην οδό Ηρα­κλεί­του 21, στην Δεξα­με­νή στο Κολω­νά­κι. Τα έργα που εκτί­θε­νται είναι σε σημα­ντι­κό βαθ­μό εκεί­να με τα οποία τον προη­γού­με­νο χρό­νο ο Μόρα­λης συμ­με­τεί­χε στην Μπιε­νά­λε της Βενετίας.

Μέσα στο 1959 θα του ανα­τε­θεί επί­σης από τους αρχι­τέ­κτο­νες Βασι­λειά­δη, Βου­ρέ­κα και Στάι­κο, η μελέ­τη για τη δια­κό­σμη­ση των εξω­τε­ρι­κών τοί­χων της ΒΔ και ΝΑ πλευ­ράς του ξενο­δο­χεί­ου Χίλ­τον στην Αθή­να (η εγχά­ρα­κτη σε γιαν­νιώ­τι­κο μάρ­μα­ρο σύν­θε­ση ολο­κλη­ρώ­νε­ται το 1962, οπό­τε και γίνο­νται τα εγκαί­νια του ξενο­δο­χεί­ου). Από τότε συνερ­γά­ζε­ται με έλλη­νες και ξένους αρχι­τέ­κτο­νες, όπως οι Sir Basil Spencer και Antony Blee, για τη δια­κό­σμη­ση κατοι­κιών και κτι­ρί­ων δημό­σιου χαρα­κτή­ρα. Τότε φιλο­τε­χνεί και την προ­με­τω­πί­δα της ποι­η­τι­κής σύν­θε­σης του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Άξιον Εστί, για τον εκδο­τι­κό οίκο Ίκα­ρος. Συνερ­γα­ζό­με­νος στα­θε­ρά με τον Ίκα­ρο, την επό­με­νη χρο­νιά ο Μόρα­λης θα φιλο­τε­χνή­σει και την προ­με­τω­πί­δα για την ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση, επί­σης του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό.

Η δεκα­ε­τία του 1960 ξεκι­νά για τον Μόρα­λη με μια σει­ρά από ‑ενταγ­μέ­νες στον αρχι­τε­κτο­νι­κό σχε­δια­σμό- συν­θέ­σεις φιλο­τε­χνη­μέ­νες για τα ξενο­δο­χεία του ΕΟΤ στη Φλώ­ρι­να, το εστια­τό­ριο Ωκε­α­νίς στη Βου­λιαγ­μέ­νη, τα περί­πτε­ρα του ΟΛΠ στην ακτή Καραϊ­σκά­κη στον Πει­ραιά, και το Μον Παρ­νές στην Πάρ­νη­θα. Ειδι­κά στο Μον Παρ­νές γνω­ρί­ζου­με πως ο Μόρα­λης, μαζί με τους Γιάν­νη Τσα­ρού­χη και Νίκο Χατζη­κυ­ριά­κο-Γκί­κα, είχαν ανα­λά­βει συνο­λι­κό­τε­ρα συμ­βου­λευ­τι­κό ρόλο σε σχέ­ση με τα δια­κο­σμη­τι­κά ζητή­μα­τα, σε συνερ­γα­σία ασφα­λώς με τον αρχι­τέ­κτο­να του ξενο­δο­χεί­ου Παύ­λο Μυλωνά.

Το 1962, εκτός από τα δύο εξω­τε­ρι­κά τοι­χία και το μωσαϊ­κό της αυλής, ο Γιάν­νης Μόρα­λης φιλο­τε­χνεί και τις κερα­μι­κές συν­θέ­σεις στο περί­πτε­ρο του ΕΟΤ Διό­νυ­σος, στου Φιλο­πάπ­που. Τότε ξεκι­νά η συνερ­γα­σία του με την κερα­μί­στρια Ελέ­νη Βερ­ναρ­δά­κη, που θα διαρ­κέ­σει μέχρι το τέλος της ζωής του. Την ίδια χρο­νιά φιλο­τε­χνεί και την προ­με­τω­πί­δα της ποι­η­τι­κής σύν­θε­σης του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Άσμα ηρω­ι­κό και πέν­θι­μο για τον χαμέ­νο ανθυ­πο­λο­χα­γό της Αλβα­νί­ας, για τις εκδό­σεις Ίκαρος.

Η δεύ­τε­ρη ατο­μι­κή του έκθε­ση θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί το 1963 στην αίθου­σα τέχνης του ξενο­δο­χεί­ου Χίλ­τον. Σε αυτή θα παρου­σιά­σει τη δου­λειά των τριών τελευ­ταί­ων χρό­νων. Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον προ­κα­λεί η σει­ρά των Επι­τύμ­βιων συν­θέ­σε­ων, που μετέ­πει­τα θα δωρί­σει στην Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη. Ανά­με­σα στα έργα της έκθε­σης, που επί­σης θα απο­τε­λέ­σουν τμή­μα της δωρε­άς του προς την Πινα­κο­θή­κη, και τα: Γυμνό + Νέα γυναίκα_1962 και Ανάμνηση_1963.

Το 1965 του απο­νέ­με­ται ο Ταξιάρ­χης του Φοί­νι­κα, ενώ είναι και η χρο­νιά στη διάρ­κεια της οποί­ας φιλο­τε­χνεί δέκα συν­θέ­σεις που παρεμ­βάλ­λο­νται μετα­ξύ των ποι­η­μά­των, στη συλ­λο­γή Ποι­ή­μα­τα του Γιώρ­γου Σεφέ­ρη, των εκδό­σε­ων Ίκα­ρος. Επί­σης συμ­με­τέ­χει στην έκθε­ση Δια­κο­σμη­τι­κά υφα­ντά τοί­χου σε σχέ­δια Ελλή­νων ζωγρά­φων, στην Αίθου­σα Τέχνης Αθη­νών –Χίλ­τον και πάλι, και στην Μπιε­νά­λε Ταπι­σε­ρί της Λωζάνης.

Μέσα στην ίδια δεκα­ε­τία, το 1964 και το 1968 αντί­στοι­χα, φιλο­τε­χνεί τα κοστού­μια για τις Ικέ­τι­δες του Αισχύ­λου, σε σκη­νο­θε­σία Αλέ­ξη Σολο­μού (παρα­γω­γή του Εθνι­κού Θεά­τρου, στο πλαί­σιο του Φεστι­βάλ Επι­δαύ­ρου) καθώς και τα σκη­νι­κά και τα κοστού­μια της παρά­στα­σης Οιδί­πους Τύραν­νος, που παρου­σί­α­σε το Θέα­τρο Τέχνης «Κάρο­λος Κουν» του Καρό­λου Κουν στο Aldwych Theatre του Λον­δί­νου, στο πλαί­σιο του Παγκό­σμιου Φεστι­βάλ Θεάτρου.

Με την τρί­τη ατο­μι­κή του έκθε­ση το 1972 στη Γκα­λε­ρί Ιόλα-Ζου­μπου­λά­κη, ο Γιάν­νης Μόρα­λης εγκαι­νιά­ζει άλλη μία μακρά συνερ­γα­σία. Η ζωγρα­φι­κή του στο εξής θα πει­ρα­μα­τί­ζε­ται στο επί­πε­δο της φόρ­μας με αυτό το «ολι­γο­ψή­φιο αλφά­βη­το», για το οποίο τόσο εύστο­χα έκα­νε λόγο ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της στο εισα­γω­γι­κό κεί­με­νο του κατα­λό­γου. Σε αυτή την έκθε­ση παρου­σί­α­σε μία άλλη ιδιαί­τε­ρη σει­ρά συν­θέ­σε­ών του, τα Επι­θα­λά­μια. Το 1972 συμ­με­τέ­χει επί­σης για δεύ­τε­ρη φορά στην Μπιε­νά­λε Ταπι­σε­ρί της Λωζά­νης, ενώ την επό­με­νη χρο­νιά παίρ­νει μέρος στη Διε­θνή Έκθε­ση Χει­ρο­τε­χνί­ας στο Μόνα­χο και βρα­βεύ­ε­ται με χρυ­σό μετάλ­λιο (ταπι­σε­ρί).

Το 1978 πραγ­μα­το­ποιεί την τέταρ­τη ατο­μι­κή έκθε­ση στην Γκα­λε­ρί Ζου­μπου­λά­κη. Μια μεγά­λη ενό­τη­τα έργων, που έχουν κατά κύριο λόγο φιλο­τε­χνη­θεί στην Αίγι­να, φέρει τον τίτλο Παν­σέ­λη­νος. Ακό­μη, συμ­με­τέ­χει στη διε­θνή έκθε­ση Seconde rencontre internationale d’art contemporain, στο Grand Palais στο Παρί­σι, μαζί με 22 άλλους έλλη­νες ζωγρά­φους και γλύ­πτες που επέ­λε­ξε η Εθνι­κή Πινακοθήκη.

Το 1979 του απο­νέ­με­ται το Αρι­στείο Τεχνών από την Ακα­δη­μία Αθηνών.

Μέσα στη δεκα­ε­τία του 1980 θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σει άλλη μία ατο­μι­κή έκθε­ση (1983) στην Γκα­λε­ρί Ζου­μπου­λά­κη (μετα­ξύ των έργων της έκθε­σης αυτής και το Ερω­τι­κό, 1982, το οποίο απέ­κτη­σε η Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη ‑θα ακο­λου­θή­σει σει­ρά ατο­μι­κών εκθέ­σε­ων στην ίδια γκα­λε­ρί τα επό­με­να χρό­νια: 1992, 1997, 2002, 2004, 2006. Μετα­ξύ των έργων της έκθε­σης αυτής και το Ερω­τι­κό, 1982, έργο που απέ­κτη­σε η Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη. Στις 31 Αυγού­στου του ίδιου χρό­νου απο­χω­ρεί από την Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών, μετά από τριά­ντα έξι χρό­νια συνε­χούς διδασκαλίας.

Το 1985 φιλο­τε­χνεί την κερα­μι­κή σύν­θε­ση για το Δημαρ­χια­κό Μέγα­ρο Αθη­νών. Το 1988 οργα­νώ­νε­ται η ανα­δρο­μι­κή του έκθε­ση στην Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη. Με την ευκαι­ρία της έκθε­σης αυτής, ο Όμι­λος Εται­ρειών της Εμπο­ρι­κής Τρά­πε­ζας εκδί­δει έναν τόμο, σε επι­μέ­λεια Βασί­λη Φωτό­που­λου, με όλο σχε­δόν το μέχρι τότε έργο του. Την ίδια χρο­νιά, ο Γιάν­νης Μόρα­λης πραγ­μα­το­ποιεί τη μεγά­λη του δωρεά προς την Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη-Μου­σείο Αλε­ξάν­δρου Σούτσου.

Το 1996 παντρεύ­ε­ται την Ιωάν­να Βασ­σά­λου. Την ίδια χρο­νιά πραγ­μα­το­ποιεί­ται ανα­δρο­μι­κή έκθε­ση στην Ακα­δη­μία Αθη­νών με έργα της Εθνι­κής Πινα­κο­θή­κης (επι­μέ­λεια: Χρύ­σαν­θος Χρή­στου). Το 1998 του απο­νέ­με­ται ο Ταξιάρ­χης της Τιμής από τον Πρό­ε­δρο της Ελλη­νι­κής Δημοκρατίας.

Το 2000 συμ­με­τέ­χει στην έκθε­ση Κλα­σι­κές Μνή­μες στη Σύγ­χρο­νη Ελλη­νι­κή Τέχνη, που οργα­νώ­θη­κε από την Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη και το Ίδρυ­μα Αλέ­ξαν­δρος Σ. Ωνά­σης στο Olympic Towers της Νέας Υόρ­κης (καθώς και στις επό­με­νες εκδο­χές της έκθε­σης σε Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, Πεκί­νο, Βιέν­νη και Αθήνα).

Την επό­με­νη χρο­νιά (2001) πραγ­μα­το­ποιεί­ται έκθε­ση έργων του στο Μου­σείο Μπε­νά­κη με τίτλο, Γιάν­νης Μόρα­λης. Άγγε­λοι, μου­σι­κή, ποί­η­ση. Στη συνο­δευ­τι­κή έκδο­ση δημο­σιεύ­ε­ται η εκτε­νής συζή­τη­σή του με την επι­με­λή­τρια της έκθε­σης, Φανή-Μαρία Τσιγκάκου.

Το 2005 πραγ­μα­το­ποιεί ανα­δρο­μι­κή έκθε­ση στην Ερμού­πο­λη της Σύρου και επί­σης η έκθε­ση του 2001 στο Μου­σείο Μπε­νά­κη παρου­σιά­ζε­ται στον Πύρ­γο Μπα­ζαί­ου στη Νάξο, υπό τον τίτλο Γιάν­νης Μόρα­λης. Θέα­τρο, μου­σι­κή, ποί­η­ση. Η ίδια έκθε­ση θα παρου­σια­στεί τον επό­με­νο χρό­νο (2006) στο Μακε­δο­νι­κό Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέχνης στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Το 2006 επί­σης παρου­σιά­ζε­ται στο 8ο Διε­θνές Φεστι­βάλ Ντο­κι­μα­ντέρ Θεσ­σα­λο­νί­κης και στο Τμή­μα Ται­νιών Τεκ­μη­ρί­ω­σης του 47ου Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης η ται­νία Γιάν­νης Μόρα­λης του Στέ­λιου Χαρα­λα­μπό­που­λου (Βρα­βείο Διε­θνούς Ένω­σης Κρι­τι­κών [FIPRESCI] στο 8ο Φεστι­βάλ Ντο­κι­μα­ντέρ Θεσσαλονίκης).

Δύο χρό­νια αργό­τε­ρα (2008) ακο­λου­θούν η έκθε­ση-αφιέ­ρω­μα με τίτλο Ι. Μόρα­λης. Μια ανί­χνευ­ση, στο Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέχνης του Ιδρύ­μα­τος Βασί­λη και Ελί­ζας Γου­λαν­δρή στην Άνδρο καθώς και η έκθε­ση του Μορ­φω­τι­κού Ιδρύ­μα­τος Εθνι­κής Τρα­πέ­ζης με τίτλο, Γιάν­νης Μόρα­λης. Σχέ­δια 1934–1994.

Το σπί­τι του στην Πρέ­βε­ζα, ετοι­μόρ­ρο­πο αφη­μέ­νο ρημάδι

Το 2011 _μετά θάνα­τον, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο Μου­σείο Μπε­νά­κη (Μάρ­τιος-Απρί­λιος) η έκθε­ση με τίτλο Γιάν­νης Μόρα­λης. Αρχι­τε­κτο­νι­κές συν­θέ­σεις, και στην Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη-Μου­σείο Αλέ­ξαν­δρου Σού­τσου η έκθε­ση Τιμή στον Γιάν­νη Μόρα­λη (Μάιος-Αύγου­στος).

Δεί­τε αφιέ­ρω­μα ΕΡΤ 🎥  Μονό­γραμ­μα _Γιάν­νης Μόρα­λης _
Μέρος 1ο _2ο
Μινια­τού­ρες Συνει­κό­νες Μόρα­λης Άγγε­λοι Μου­σι­κή Ποίηση

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο