Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Μόραλης, «ευπατρίδης» της ελληνικής ζωγραφικής

Γιάν­νης Μόρα­λης, ζωγρά­φος, χαρά­κτης, σκη­νο­γρά­φος. Από τους κορυ­φαί­ους εικα­στι­κούς καλ­λι­τέ­χνες της μετα­πο­λε­μι­κής τέχνης, ο νεό­τε­ρος καλ­λι­τέ­χνης της γενιάς του ’30, ο Γ. Μόρα­λης , συνέ­θε­σε με το έργο του μια από τις πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νες και γόνι­μες εκφρά­σεις της ελλη­νι­κής δημιουρ­γί­ας του 20ού αιώ­να. «Παρα­δο­σια­κός» και «νεο­τε­ρι­στής», «συντη­ρη­τι­κός» και «πρω­το­πό­ρος»… είναι μερι­κοί από τους χαρα­κτη­ρι­σμούς που του απο­δό­θη­καν στη μακρό­χρο­νη πορεία του. Χαρα­κτη­ρι­σμοί μιας διτ­τής ταυ­τό­τη­τας. Εκεί­νης που συν­δέ­ε­ται με τη σεμνή και σεβά­σμια παρου­σία του και της και­νο­τό­μου δημιουρ­γί­ας και ξεχω­ρι­στής διδα­σκα­λί­ας του. Επί 35 χρό­νια καθη­γη­τής στη Σχο­λή Καλών Τεχνών Αθή­νας, υπήρ­ξε δάσκα­λος εκα­το­ντά­δων νεό­τε­ρων δημιουργών.

Το έργο του, ανα­πτυγ­μέ­νο ανά­με­σα στην παρα­στα­τι­κό­τη­τα και την αφαι­ρε­τι­κή γεω­με­τρι­κή τάση, ανι­χνεύ­ει το μυστή­ριο της ανθρώ­πι­νης φύσης, με νέα ματιά, απαλ­λαγ­μέ­νη από τα βάρη του ελλη­νο­κε­ντρι­σμού, που ταλά­νι­ζε την επο­χή του. Βάδι­σε στα μονο­πά­τια του μοντερ­νι­σμού και η ζωγρα­φι­κή του, δια­τη­ρώ­ντας πάντα τον ανθρω­πο­κε­ντρι­κό της χαρα­κτή­ρα, ανα­πτύ­χθη­κε με συνέ­πεια και συνο­χή. Στο έργο του προ­βάλ­λει την «κλα­σι­κή» της ταυ­τό­τη­τα και προ­σεγ­γί­ζει το θέμα της ελλη­νι­κό­τη­τας με ένα από­λυ­τα ανα­γνω­ρί­σι­μο και προ­σω­πι­κό ύφος. Η χαρα­κτι­κή και η γλυ­πτι­κή του ήταν σε από­λυ­τη συνά­φεια με τη ζωγρα­φι­κή του, σαν προ­έ­κτα­σή της.

Ο τελευ­ταί­ος «ευπα­τρί­δης» της ελλη­νι­κής ζωγρα­φι­κής, όπως τον απο­κα­λού­σε ο Μάνος Χατζι­δά­κις, γεν­νή­θη­κε στην Αρτα το 1916, όπου έζη­σε τα πρώ­τα δέκα χρό­νια του πριν εγκα­τα­στα­θεί στην Αθή­να. Σε ηλι­κία 15 ετών έγι­νε δεκτός στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών, όπου σπού­δα­σε με δασκά­λους τους: Αργυ­ρό, Παρ­θέ­νη, Γερα­νιώ­τη και τον Γ. Κεφαλ­λη­νό. Το 1936 συνέ­χι­σε τις σπου­δές του με υπο­τρο­φία στη Ρώμη και στη συνέ­χεια στο Παρί­σι. Το 1949 ιδρύ­θη­κε η καλ­λι­τε­χνι­κή ομά­δα «Αρμός», της οποί­ας υπήρ­ξε από την πρώ­τη στιγ­μή μέλος, μαζί με τους: Γ. Τσα­ρού­χη, Ν. Χατζη­κυ­ριά­κο — Γκί­κα, Ν. Νικο­λά­ου, Ν. Εγγο­νό­που­λο κ.ά. Σε όλο το φάσμα του έργου του, απο­τε­λούν στα­θε­ρές θεμα­τι­κές η σχέ­ση γυναί­κας — άνδρα και το δίπο­λο έρω­τας — θάνατος.

Πολύ­πλευ­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα, φιλο­τέ­χνη­σε σκη­νι­κά και κοστού­μια για τις «Εξι λαϊ­κές ζωγρα­φιές», που παρου­σί­α­σε το «Ελλη­νι­κό Χορό­δρα­μα» το 1951, με το οποίο συνερ­γά­στη­κε τα επό­με­να 15 χρό­νια. Συνερ­γά­στη­κε επί­σης με το Θέα­τρο Τέχνης και το Εθνι­κό Θέα­τρο. Φιλο­τέ­χνη­σε ακό­μη προ­με­τω­πί­δες βιβλί­ων, ενώ στο έργο του περι­λαμ­βά­νο­νται και εικο­νο­γρα­φή­σεις βιβλί­ων των ποι­η­τών Γιώρ­γου Σεφέ­ρη και Οδυσ­σέα Ελύτη.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο