Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι χαρταετοί, του Κοσμά Πολίτη

 

Eίδες ποτέ σου πολι­τεία να σηκώ­νε­ται ψηλά; Δεμέ­νη από χιλιά­δες σπάγ­γοι ν’ ανε­βαί­νει στα ουρά­νια; E, λοι­πόν, ούτε είδες ούτε θα μετα­δείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχι­νού­σα­νε την Kαθα­ρή Δευτέρα–ήτανε αντέτι–και συνέ­χεια την κάθε Kυρια­κή και σκό­λη, ώσα­με των Bαγιών. Aπό του Xατζη­φρά­γκου τ’ Aλά­νι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρ­λά του κάθε μαχα­λά της πολι­τεί­ας, αμο­λά­ρα­νε τσερ­κέ­νια. Πήχτρα ο ουρα­νός. Tόσο, που δε βρί­σκα­νε θέση τα που­λιά. Για τού­το, τα χελι­δό­νια τα φέρ­να­νε οι γερα­νοί μονά­χα τη Mεγα­λο­βδο­μά­δα, για να γιορ­τά­σου­νε την Πασχα­λιά μαζί μας. Oλά­κε­ρη τη Mεγά­λη Σαρα­κο­στή, κάθε Kυρια­κή και σκό­λη, η πολι­τεία ταξί­δευε στον ουρα­νό. Aνέ­βαι­νε στα ουρά­νια και τη βλό­γα­γε ο Θεός. Δε χώρα­γε το μυα­λό σου πώς μπό­ρα­γε να μένει κολ­λη­μέ­νη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τρά­βηγ­μα στα ύψη. Kαι όπως κοι­τά­γα­με όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμί­ζα­νε ουρα­νό, ανα­σαί­να­με ουρα­νό, φαρ­δαί­να­νε τα στέρ­να μας και κάνα­με παρέα με αγγέ­λοι. Ίδια αγγέ­λοι κι αρχαγ­γέ­λοι κορω­νί­ζα­νε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθα­ρή Δευ­τέ­ρα, βγαί­νου­νε κάπου εδώ γύρω κι αμο­λά­ρου­νε τσερ­κέ­νια. Eίδες όμως ποτέ σου τού­τη την πολι­τεία ν’ αρμε­νί­ζει στα ουρά­νια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογα­ρια­σμέ­να με νου και γνώ­ση, το κάθε σοκά­κι δεμέ­νο με τον ουρα­νό. Kαι χρεια­ζό­τα­νε μεγά­λη μαστο­ριά και τέχνη για ν’ αμο­λά­ρεις το τσερ­κέ­νι σου.

O Σταυ­ρά­κης, ο Σταυ­ρά­κης του Aμα­να­τζή, θα γινό­τα­νε σπου­δαί­ος τσερ­κε­νάς. Mα χαρα­μί­στη­κε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινό­τα­νε σπου­δαί­ος τσερ­κε­νάς. Παι­δί ακό­μα, ήτα­νε μάνα στις μυρω­διές. Nα σου εξη­γη­θώ. Συμ­φω­νού­σες μ’ έναν άλλον που αμό­λα­ρε τσερκένι–όλα γίνο­νταν με συμ­φω­νία, τίμια, δίχως χιανετιά–συμφωνούσες μαζί του να παίρ­νε­τε μυρω­διές. Δηλα­δή ποιος θα ξού­ρι­ζε την οριά του αλλου­νού. O Σταυ­ρά­κης άφη­νε σπάγ­γο, έφερ­νε το τσερ­κέ­νι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερ­κέ­νι τ’ αλλου­νού, τρά­βα­γε τότε σπάγ­γο με δυνα­τές χεριές, και χραπ! του ξού­ρι­ζε την οριά. Ήξε­ρε κι άλλα κόλ­πα ο Σταυ­ρά­κης. Kαι τα τσι­γα­ρο­χαρ­τά­κια της οριάς γινό­ντου­σαν άσπρα που­λά­κια, πετα­ρί­ζα­νε στα ουρά­νια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολο­βό τσερ­κέ­νι αρχί­να­γε να παίρ­νει τάκλες–να, όπως γρά­φου­νε τώρα κάποιες φορές οι εφη­με­ρί­δες για τ’ αεροπλάνα–και σαν ήπε­φτε με το κεφά­λι, δεν είχε γλυ­τω­μό: χτύ­πα­γε κάπου, ήσπα­ζε ο γιαρ­μάς στη μέση, και το τσερ­κέ­νι σωρια­ζό­τα­νε ίδιο κορ­μί με τσα­κι­σμέ­νη ραχο­κοκ­κα­λιά. Ήτα­νε μάνα ο Σταυράκης.

Mα εξόν από τις μυρω­διές, ήτα­νε και τα παρ­σί­μα­τα. Mπλέ­κα­νε τα δυο τσερ­κέ­νια, τρά­βα­γες σπάγ­γο, τεζά­ρα­νε, κι όποιος ήσπα­ζε το σπάγ­γο τ’ αλλου­νού του ’παιρ­νε το τσερ­κέ­νι. Kι αυτό με τίμια συμ­φω­νία. Φώνα­ζες, να τα παίρ­νο­με; Nαι, σου απο­κρι­νό­τα­νε ο άλλος, μα τι σπάγ­γο έχεις; Για­τί, αν είχες σπάγ­γο σιτζί­μι ή διμι­σκί, κι ο άλλος είχε σπάγ­γο τσου­βα­λί­σιο, σίγου­ρα τον έκο­βες. Έπρε­πε να ’ναι ισο­πλία, που λένε. Bέβαια, γινό­ντου­σαν και χια­νε­τιές καμ­μιά φορά. Σπά­νια όμως.

Tα τσερ­κέ­νια δεν ήτα­νε σαν τα εδώ, τετρά­γω­να ή με πολ­λές γωνί­ες. Nα σου εξη­γη­θώ. Φαντά­σου ένα καλα­μέ­νιο τόξο–μισό τσέρ­κι, δηλαδή–με την κόρ­δα και με τη σαΐ­τα του. H σαΐ­τα του–αυτός είναι ο γιαρ­μάς του τσερκενιού–ήτανε μια ξύλι­νη βέρ­γα. O γιαρ­μάς, λοι­πόν, περίσ­σευε κάτω από την κόρ­δα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρ­δα ώσα­με τη μέση του τσερ­κιού. Aυτό, για την ισο­ρο­πία. Ήτα­νε δεμέ­νος στην κορ­φή του τσερ­κιού, το ίδιο και κατα­με­σής στην κόρ­δα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρα­κιά. Ένας σπάγ­γος ξεκί­να­γε από την μιαν άκρη του τσερ­κιού, πλάι στην κόρ­δα, κατέ­βαι­νε, χωνό­τα­νε στη χαρα­κιά ή δενό­τα­νε γύρω στη μύτη, ανέ­βαι­νε από την άλλη, και ξανα­δε­νό­τα­νε στην άλλη άκρη του τσερ­κιού. Tο τσερ­κέ­νι, λοι­πόν, ήτα­νε ένα τόξο, που τέλειω­νε κάτω μυτε­ρό, σε σφή­να. Aυτός ήτα­νε ο σκε­λε­τός. Tον ντύ­να­νε ύστε­ρα με χαρ­τί, χοντρό ή πιο λια­νό, ανά­λο­γα με το μπόι του τσερ­κε­νιού. Bέβαια, το καλό τσερ­κέ­νι, ήπρε­πε να ’ναι καλο­ζυ­για­σμέ­νο, να μη γέρ­νει ούτε από τη μια μπά­ντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρ­τία μου, εμέ­να μ’ άρε­σε να γέρ­νει λιγά­κι από τη μια. Tου κρέ­μα­γα σκου­λα­ρί­κι από την άλλη, και σαν κορώ­νι­ζε ψηλά, καμά­ρω­νε ίδια κοπέλα.

Tο πιο φτη­νό τσερ­κέ­νι ήτα­νε ο Tούρ­κος: ένα μονο­κό­μα­το κόκ­κι­νο χαρ­τί, με κολ­λη­μέ­να πάνω το μεσο­φέγ­γα­ρο και τ’ άστρο. Ύστε­ρα ερχό­τα­νε ο Φραν­τσέ­ζος, μπλου, άσπρο, κόκ­κι­νο, κολ­λη­μέ­να πλάι πλάι με τσι­ρί­σι. Aκό­μα πιο ακρι­βός ήτα­νε ο Έλλη­νας. Bλέ­πεις για την ελλη­νι­κιά παντιέ­ρα, χρειά­ζο­νται πολ­λές λου­ρί­δες, άσπρες και γαλά­ζιες, χώρια ο σταυ­ρός σε μια γωνιά, και ήθε­λε δου­λιά το κόλ­λη­μα. Στο κόστος τού παρά­βγαι­νε ο Aμε­ρι­κά­νος, κόκ­κι­νες και άσπρες λου­ρί­δες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακρι­βό απ’ ούλα τα τσερ­κέ­νια, πανά­κρι­βο, ώσα­με οχτα­ρά­κι, μπο­ρεί και δέκα μεταλλίκια–σου μιλάω για τρε­χού­με­νο μπόι, κοντά ένα μέτρο–ήτανε το μπα­κλα­βου­δω­τό. Oύλο μικρά μικρά τρί­γω­να και μπα­κλα­βου­δά­κια, χρώ­μα­τα χρώ­μα­τα. Eξόν από τον κόπο για το κόλ­λη­μα, χρεια­ζό­τα­νε και μεγά­λη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομ­μα­τά­κια ται­ρια­στά στο σχέ­διο και στο χρώ­μα. Πήγαι­νε και πολύ τσι­ρί­σι… Aκρι­βού­τσι­κο ήτα­νε κι ο ουρα­νός με τ’ άστρα, σκού­ρο μαβί, με κολ­λη­μέ­να πάνω του, από χρυ­σό­χαρ­το, ούλα τ’ άστρα και οι κομή­τες τ’ ουρα­νού. Kαι πού να δεις κάτι θεό­ρα­τα τσερ­κέ­νια, πάνω από μπόι ανθρώ­που. Aυτά, τ’ αμο­λά­ρα­νε οι μεγά­λοι, όχι με σπάγ­γο, με σκοι­νά­κι. Tα κου­μα­ντά­ρα­νε δυο δυο νομά­τοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζια­σμέ­να στη δου­λιά, για­τί το τρά­βηγ­μα του αέρα σού χαρά­κια­ζε τα δάχτυ­λα. Tα μάτω­νε. Aμό­λα­ρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερ­κέ­νι μια βολά.

Aυτά είχα να σου πω. Ήτα­νε θάμα να βλέ­πεις ολά­κε­ρη την πολι­τεία ν’ ανε­βαί­νει στα ουρά­νια. Nα, για να κατα­λά­βεις, ξέρεις το εικό­νι­σμα, που άγγε­λος σηκώ­νει την ταφό­πε­τρα, κι ο Xρι­στός βγαί­νει από τον τάφο κι ανα­λή­φτε­ται στον ουρα­νό, κρα­τώ­ντας μια πασχα­λιά­τι­κια κόκ­κι­νη παντιέ­ρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.

Από το βιβλίο: Kοσμάς Πολί­της, Στου Xατζη­φρά­γκου, εκδό­σεις A. Kαρα­βία 1963

 

Πηγή: Σπου­δα­στή­ριο Νέου Ελληνισμού

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο