Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Μ’ ακούς, ω Δικαστή; Άραγε μ’ ακούς;
Εδώ είμαστε αθώοι, κανένα έγκλημα δεν κάναμε.
Λευτέρωσέ με, λευτέρωσέ μας, αν υπάρχει ακόμα
δικαιοσύνη και συμπόνια σ’ αυτόν τον κόσμο.
(Οσάμα Αμπού Καμπίρ, Είναι αλήθεια;)
Ποιήματα από το Γκουαντάναμο τιτλοφορείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία ποίησης των τελευταίων χρόνων, μια ποιητική ανθολογία που αναδεικνύει την αληθινή φύση αυτής της τέχνης που μπορεί να αποτελέσει στήριγμα στους αδύναμους και στους αδικημένους, την ίδια στιγμή που δεν μένει αμέτοχη μπροστά στις προκλήσεις του καιρού μας ενώ επηρεάζεται άμεσα από αυτές.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνονται 22 μαρτυρίες-ποιήματα μουσουλμάνων κρατούμενων στην στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Γκουαντάναμο στην Κούβα που περιγράφουν και διηγούνται σε αδρές γραμμές τον παράνομο και άδικο εγκλεισμό τους, τους φόβους τους, την πίστη τους στον Θεό και τα όνειρα τους που παραμένουν ζωντανά ακόμα και όταν τα συνθλίβει το σιδερένιο τακούνι της εξουσίας, ζητώντας από όποιον είναι και νοιώθει άνθρωπος την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2007 στις ΗΠΑ με τον διακριτικό τίτλο Poems from Guαntanamο: The Detainees Speak ενώ από τότε σημειώνει εμπορική (και καλλιτεχνική) επιτυχία ενώ έχει μεταφραστεί σε δεκατρείς γλώσσες – την επιμέλεια και την ανθολόγηση του βιβλίου έκανε ο Μαρκ Φάλκοφ, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Northern Illinois University και εθελοντής δικηγόρος των φυλακισμένων. Στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πύλη στη σειρά γέφυρες/3 σε μετάφραση της Ιωάννας Καρατζαφέρη και του Οδυσσέα Κακαβάκη. Το βιβλίο συνοδεύουν κατατοπιστικά κείμενα των Μαρκ Φάλκοφ, Φλαγκ Μίλλερ και Άριελ Ντόρφμαν.
Οι συγκεκριμένες μαρτυρίες-ποιήματα, είναι φωνές οργής και θυμού, απόγνωσης και φόβου, είναι ψυχολογικό και υπαρξιακό στήριγμα των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο, το οποίο δεν έκλεισε ποτέ παρόλο που αποτελούσε μία από τις σταθερές προεκλογικές παρεμβάσεις και υποσχέσεις του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα που δήλωνε ότι θα κλείσει το Γκουαντάναμο μέσα σε 100 μέρες(!) αλλά τελικά το έδωσε προίκα στον Ντόναλντ Τραμπ, με το συγκεκριμένο ανθρωπιστικό και πολιτικό έγκλημα να συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα συγκεκριμένα ποιήματα αποτέλεσαν ένα δυνατό όπλο για να μην γίνουν ξανά τέσσερα τα πόδια του ανθρώπου* για να μην βουλιάξουμε στο σκοτάδι ενός νέου, ιμπεριαλιστικού μεσαίωνα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μαρκ Φάλκοφ στο εισαγωγικό του σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση ότι «Πολλοί άντρες στράφηκαν στη σύνθεση ποίησης για να διατηρήσουν την πνευματική τους υγεία, να απαθανατίσουν τον πόνο τους και να κρατήσουν την ανθρωπιά τους μέσα από τη δημιουργικότητα».
Μια σκοτεινή βιαιότητα χαρακτηρίζει πολλά από τα ποιήματα του βιβλίου αλλά και στοιχειά ελπίδας μπορούμε να εντοπίσουμε, τα οποία με χέρι ατσάλινο και βλέμμα κουρασμένο χτυπάν την καταπίεση, αναδεικνύοντας – συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει σημασία, τη βιαιότητα ενός πολιτικοοικονομικού συνθήματος που όλα τα ισοπεδώνει για χάρη του ιδιωτικού συμφέροντος Γράφει σχετικά ο ποιητής Τζουμάχ αλ Ντοσαρί (πατέρας μίας κόρης από το Μπαχρέιν, φυλακισμένος χωρίς κατηγορητήριο, έχοντας υποστεί μία σειρά ψυχολογικών και σωματικών βασανιστηρίων) στο Ποίημα Θανάτου, το οποίο παραθέτουμε ολόκληρο:
Ρούφα το αίμα μου.
Πάρε το σάβανο και
το λείψανό μου.
Φωτογράφησε το πτώμα μου στον τάφο, μοναχό του.
Στείλε τις φωτογραφίες στον κόσμο,
στους δικαστές
και στους ανθρώπους με συνείδηση.
Στείλτ’ τες σ’ εκείνους που έχουν αρχές
Και σ’ εκείνους που σκέφτονται.
Κι ας ρίξουν το ένοχο βάρος
αυτής της αθώας ψυχής
στον κόσμο.
Ας ρίξουν το βάρος
αυτής της σπαταλημένης, αναμάρτητης ψυχής
στα παιδιά τους και στην ιστορία.
Αυτής της ψυχής που υπέφερε στα χέρια
των «υπερασπιστών της ειρήνης».
Πέρα από τα ποιήματα και οι βιογραφίες των δημιουργών που είτε είχαν σχέση με τα γράμματα, είτε καλλιέργησαν αυτή τη σχέση στη φυλακή, μπορούν να μας αποκαλύψουν «μια διάσταση του αφηγηματικού λόγου που οι επίσημες πηγές προσπαθούν να αποσιωπήσουν, τα νομικά και λογοτεχνικά δοκίμια που συνοδεύουν τα ποιήματα δίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε –κάτω από βάρβαρες συνθήκες– η ποιητική της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», όπως ακριβώς σημειώνει και ο Άντριαν Ριτς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποιήματα αυτά έχουν μελοποιηθεί από τον Ελληνοαμερικάνο συνθέτη και ερμηνευτή Βασίλη Γαϊτάνο, τα οποία «Πρόκειται κυρίως για μπαλάντες, στηριγμένες σε ακούσματα που διαμόρφωσαν τον ήχο και την αισθητική μας για μισό περίπου αιώνα» όπως είχε δηλώσει σε σχετική συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επισημαίνοντας ότι «τα νοήματα των τραγουδιών στηρίζονται σε πανανθρώπινες αξίες, αποτινάζουν κάθε θρησκευτικό φανατισμό, μιλάνε για ειρήνη και αδελφοσύνη, για αιχμάλωτους της αξιοπρέπειας, για ωδές στη θάλασσα και για θαμμένες φλόγες. Είναι ποιήματα, σκέψεις και ιδέες πέρα από θρησκείες και τρομοκρατικές αντιλήψεις, όσο κι αν αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενα, καθώς στιχουργοί είναι μουσουλμάνοι κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο».
Τα Ποιήματα από το Γκουαντάναμο αποτελούν ένα βιβλίο που όλοι πρέπει να διαβάσουμε – μόνο και μόνο για να αντιληφθούμε ότι χρειάζεται πολύ και σκληρή δουλειά για να απελευθερώσουμε τον άνθρωπο, την τάξη μας και τον εαυτό μας από τα καπιταλιστικά δεσμά. Γιατί δεν αρκεί ο «πολιτικός ακτιβισμός» μέσω των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης ή μόνο η χρήση μιας φτηνής, ανέξοδης επαναστατικής φρασεολογίας που όμως δεν δημιουργεί ρήξεις και ανατροπές στα καθιερωμένα, για να έχουμε κάνει τον καθήκον μας. Ο ποιητής Σιντίκ Τουρκεστανί από την Σαουδική Αραβία (φυλακισμένος και από τους Ταλιμπάν για ένα διάστημα αλλά και κρατούμενος στο Γκουαντάναμο ως επαφή των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα(!)), στο σύντομο ποίημά του Ακόμα κι αν ο πόνος, μας το δηλώνει ξεκάθαρα ότι:
Ακόμα κι αν ο πόνος χειροτερεύει
θα πρέπει να υπάρχει κάποιο φάρμακο να τον θεραπεύει.
Ακόμα κι αν οι μέρες στη φυλακή παρατείνονται,
θα πρέπει να υπάρχει μια μέρα που θα βγούμε από αυτήν.
*Αναφορά στην γνωστή φράση του συγγραφέα Μενέλαου Λουντέμη «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».