Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συγγρού 1932: Η απόδραση του Μ. Μπεζεντάκου

Δεν είχε συμπλη­ρω­θεί χρό­νος από την από­δρα­ση των 8, όταν μια νέα από­δρα­ση από τις φυλα­κές Συγ­γρού συγκλό­νι­σε την Αθή­να και κατα­τά­ρα­ξε τις αστυ­νο­μι­κές αρχές.

Θάταν ή ώρα 8.30 εκεί­νο το συν­νε­φια­σμέ­νο πρω­ι­νό της 4ης Μαρ­τί­ου 1932, όταν ένας δια­βά­της που περ­νού­σε τον λασπω­μέ­νο δρό­μο, έξω από τις φυλα­κές Συγ­γρού, πρόσε­ξε μια μεγά­λη τρύ­πα να χάσκει στο κέντρο του τοί­χου, δυο μέτρα πάνω από το έδαφος.

Στά­θη­κε και την χάζευε, μέχρι που τον πρό­σε­ξε ο σκο­πός από το υπε­ρυ­ψω­μέ­νο φυλά­κιο που βρι­σκό­ταν στην κορυ­φή του ίδιου τοί­χου, αρι­στε­ρά στη γωνία του κτιρίου.

— Τι χαζεύ­εις πατριώ­τη, άντε, πάρε δρόμο.

— Την τρύπα.

— Ποια τρύπα;

— Να, αυτήν εδώ, είπε και έδειξε.

Από τη θέση που βρι­σκό­ταν ό φρου­ρός δεν μπο­ρού­σε να ιδεί. Φώνα­ξε ωστό­σο έναν από το προ­σω­πι­κό της φυ­λακής και εκεί­νος με τη σει­ρά του τον επι­κε­φα­λής της στρα­τιω­τι­κής φρουράς.

Σε λίγο oι υπεύ­θυ­νοι της φυλα­κής βρι­σκό­ντου­σαν έξω και περιερ­γα­ζό­ντου­σαν την τρύ­πα. Στην αρχή δεν σκέ­φτη­καν ότι πρό­κει­ται για δρα­πέ­τευ­ση. Και από μια άπο­ψη είναι φυσι­κό αφού η τρύ­πα ήταν στους απο­μα­κρυ­σμέ­νους λου­τή­ρες και όχι σε κελί (βλέ­πε σχεδιάγραμμα).

mpezentakos2

Κάποιος υπο­στή­ρι­ξε ότι η τρύ­πα υπήρ­χε εκεί από πριν. «Άρχι­σε τότε — γρά­φει εφη­με­ρί­δα της επο­χής — μια περί­ερ­γη συζή­τη­ση. Υπήρ­χε πριν ή τρύ­πα ή δεν υπήρχε;».

— Δεν μετρά­με καλύ­τε­ρα τους φυλα­κι­σμέ­νους; πρό­τεινε κάποιος.

— Μα δεν πάει πολύ ώρα που τούς μετρή­σα­με, είπε ένας από τούς φύλακες.

Πραγ­μα­τι­κά η καθιε­ρω­μέ­νη πρω­ι­νή κατα­μέ­τρη­ση είχε βγά­λει σωστό τον αριθ­μό των φυλα­κι­σμέ­νων, πράγ­μα άλλω­στε που σημειώ­θη­κε στο επί­ση­μο βιβλίο ανα­φο­ρών: «…μετρη­θέ­ντες ευρέ­θη­σαν εν τάξει και όλα έχουν καλώς».

— Και δεν τους ξαναμετράμε;

— Να τους ξαναμετρήσουμε.

Η «κόκκινη φωλιά»

Στο νου τους ήρθε ή από­δρα­ση των 7 και του «κόκκι­νου δεκα­νέα» τον περα­σμέ­νο χρό­νο και τους έπια­σε πανικός.

—Ας αρχί­σου­με από την «κόκ­κι­νη φωλιά».

Ενα από τά μέτρα που είχαν λάβει μετά από εκεί­νη την από­δρα­ση, ήταν να μετα­φέ­ρουν τούς καταδικασμέ­νους και τους υπό­δι­κους κομ­μου­νι­στές -62 συνο­λι­κά — στην μπρο­στι­νή πτέ­ρυ­γα των φυλα­κών, την «κόκ­κι­νη φωλιά», όπως την έλε­γαν, που είχε κρι­θεί περισ­σό­τε­ρο ασφαλής.

Μπή­καν και άρχι­σαν την κατα­μέ­τρη­ση. Την ώρα εκεί­νη οι φυλα­κι­σμέ­νοι, κλει­σμέ­νοι ακό­μη στα κελιά τους, διά­βα­ζαν, έκα­ναν το νοι­κο­κυ­ριό τους ή κοιμόντουσαν.

Έβγα­λαν ένα στε­ναγ­μό ανα­κού­φι­σης. Οι κρα­τού­με­νοι ήταν όλοι εκεί. Ή τρύ­πα όμως τι σήμαι­νε; Μια πρό­χει­ρη έρευ­να που έκα­ναν από την εσω­τε­ρι­κή μεριά, τους έπει­σε ότι είχε ανοι­χτεί την προη­γού­με­νη νύχτα.

— Δεν κάνου­με μια ακό­μη καταμέτρηση;

Άλλα και ή και­νούρ­για κατα­μέ­τρη­ση έβγα­λε σωστούς τους φυλακισμένους.

Στο μετα­ξύ έφτα­σαν οι διευ­θυ­ντές των φυλα­κών Νίκου και Γιάν­να­ρος, οι όποιοι διά­τα­ξαν με τη σει­ρά τους μια και­νούρ­για, αλλά ονο­μα­στι­κή κατα­μέ­τρη­ση, με όλους τούς φυλα­κι­σμέ­νους σε παράταξη.

Ένας λιγότερος

Τη φορά αυτή οι κρα­τού­με­νοι κομ­μου­νι­στές βγή­καν 61. Έλει­πε ο Μιχά­λης Μπε­ζε­ντά­κος, ένας από τούς πιο επι­κίν­δυ­νους για την Ασφά­λεια κομ­μου­νι­στές, αφού τον βάραι­νε η κατη­γο­ρία, ότι ήταν επι­κε­φα­λής του «κόκ­κι­νου εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος» — όπως το χαρα­κτή­ρι­σαν οι εφη­με­ρί­δες της επο­χής — που ένα χρό­νο πριν σκό­τω­σε σε μια συμπλο­κή στη Δρα­πε­τσώ­να τον αστυ­φύ­λα­κα Γυφτο­δη­μό­που­λο. Η δίκη τους είχε ορι­στεί για την ερχό­με­νη Δευ­τέ­ρα, 7 Μαρτίου.

— Πού είναι ο Μπε­ζε­ντά­κος; ρωτά­νε οι διευθυντές.

— Στο κελί του, άρρω­στος, λέει δει­λά ένας από τους φύλακες.

Μπαί­νουν στο κελί και τον φωνά­ζουν. Ό Μπε­ζε­ντά­κος είναι κου­κου­λω­μέ­νος μέχρι απά­νω. Τον σκου­ντά­νε. Τίπο­τα. Τον ξεσκε­πά­ζουν τότε, και βλέ­πουν ένα έντε­χνα φτιαγ­μέ­νο ανθρώ­πι­νο ομοίωμα.

— Δεν είναι εδώ! λένε σαστισμένοι.

Ή επό­με­νη ερώ­τη­ση απευ­θύ­νε­ται στους συγκά­τοι­κους του Μπε­ζε­ντά­κου, αλλά δεν βγαί­νει τίπο­τα. «Οι σύντρο­φοι — γρά­φει αστι­κή εφη­με­ρί­δα της επο­χής — προ­έ­βη­σαν στη δήλω­ση, ότι δεν ήταν δυνα­τό να συνερ­γή­σουν στη δίω­ξη ενα­ντί­ον του συνα­δέλ­φου τους».

Πανι­κό­βλη­τοι οι δύο διευ­θυ­ντές, στην ανα­μέ­τρη­ση των ευθυ­νών τους, δια­τά­ζουν την απο­μό­νω­ση των κρα­του­μέ­νων και ειδο­ποιούν τις αρχές.

Έπει­τα από λίγο κατα­φτά­νουν ο εισαγ­γε­λέ­ας Παπα­θα­να­σί­ου, ο ανα­κρι­τής Γιαν­νό­που­λος, ο διευ­θυ­ντής Γενι­κής Ασφα­λεί­ας Λαμπρι­νό­που­λος, ο υπο­διευ­θυ­ντής Έβερτ και αξιω­μα­τι­κοί της Ειδι­κής Ασφα­λεί­ας, που είχε τότε αναλά­βει το έργο της δίω­ξης τών κομμουνιστών.

Ακο­λού­θη­σε η ανά­κρι­ση των δυο δεσμο­φυ­λά­κων που ήταν υπεύ­θυ­νοι για την φρού­ρη­ση της «κόκ­κι­νης φωλιάς» και των 3 στρα­τιω­τών που την προη­γού­με­νη νύχτα άλλα­ξαν σκο­πιά στο φυλά­κιο που βρι­σκό­ταν στην κορυ­φή του τοί­χου απ’ όπου δρα­πέ­τευ­σε ο Μπεζεντάκος.

Κανέ­νας δεν είχε αντι­λη­φθεί τίπο­τα. Εκεί­νο όμως που έγι­νε φανε­ρό ήταν, ότι τόσο στη βρα­δι­νή όσο και στην πρω­ι­νή κατα­μέ­τρη­ση είχαν συμπε­ρι­λά­βει και το ομοί­ω­μα του Μπεζεντάκου.

Λίγο αργό­τε­ρα δινό­ταν σ’ ολό­κλη­ρη την επι­κρά­τεια το σήμα του συνα­γερ­μού για τη σύλ­λη­ψη του δρα­πέ­τη. Ειδο­ποι­ή­θη­καν οι λιμε­νι­κές αρχές, για την περί­πτω­ση που θα προ­σπα­θού­σε να φύγει για το εξω­τε­ρι­κό, και μια τρί­δυμη φωτο­γρα­φία του — ανφάς και προ­φίλ από τις δύο πλευ­ρές — μοι­ρά­στη­κε παντού.

Ιδιαί­τε­ρα ευαί­σθη­τη για την από­δρα­ση του Μπεζεν­τάκου, που τον βάραι­νε η κατη­γο­ρία ότι σκό­τω­σε αστυ­φύλακα, η αστυ­νο­μία, όρι­σε αμοι­βή 20 χιλιά­δες δραχ­μές για εκεί­νον που «θα τον φονεύ­ση ή θα τον συλ­λα­βή άνευ χρόνου».

Με απόφαση του ΚΚΕ

Ο Μπε­ζε­ντά­κος είχε πια­στεί τον προη­γού­με­νο Οκτώ­βριο, δύο μήνες μετά την δολο­φο­νία του αστυ­φύ­λα­κα Γυφτο­δη­μό­που­λου. Νωρί­τε­ρα είχαν συλ­λη­φθεί με την ίδια κατη­γο­ρία και επρό­κει­το να δικα­στούν μαζί του οι Μαν. Βοσυ­νά­κης, Κ. Σαρί­κας, Α. Δερ­δί­σο­γλου, I. Καλο­γε­ρί­δης και Μ. Δουλγέρης.

Από τις εφη­με­ρί­δες της επο­χής δεν είναι εύκο­λο να βγει αν ό Μπε­ζε­ντά­κος σκό­τω­σε πραγ­μα­τι­κά τον αστυ­φύ­λα­κα. Μια σημε­ρι­νή όμως μαρ­τυ­ρία που έχω από τον Βα­σίλη Νεφε­λού­δη, που ήταν συγκρο­τού­με­νος στο ίδιο κελί με τον Μπε­ζε­ντά­κο και τον βοή­θη­σε στην από­δρα­ση του, το επι­βε­βαιώ­νει, δίνο­ντας παράλ­λη­λα και μερι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για τις πολι­τι­κές του θέσεις:

«Τον Γυφτο­δη­μό­που­λο τον σκό­τω­σε ο Μπεζεν­τάκος (όπως κατά­θε­σε ο ίδιος στον ανα­κρι­τή), στην προ­σπά­θειά του να απε­λευ­θε­ρώ­σει κρα­τού­με­νο που ο αστυ­φύ­λα­κας οδη­γού­σε στο τμή­μα. Τότε ούτε ο Μπε­ζε­ντά­κος, ούτε κανέ­νας άλλος από την ομά­δα των συλ­λη­φθέ­ντων για την υπό­θε­ση αυτή, ήταν μέ­λος του ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ έκα­νε δημό­σια αυστη­ρή κρι­τι­κή του φό­νου, για­τί ήταν σαφώς κηρυγ­μέ­νο ενα­ντί­ον της ατομι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας. Αυτό όμως δεν εμπό­δι­σε την ηγε­σία του να ανα­λά­βει την οργά­νω­ση της δρα­πέ­τευ­σης τού  Μπε­ζε­ντά­κου από τη φυλα­κή, στις παρα­μο­νές της δίκης, όταν όλες οι ενδεί­ξεις έπει­θαν για προ­αποφασισμένη κατα­δί­κη σε  θάνα­το και εκτέ­λε­ση, πράγ­μα που ανα­πό­φευ­κτα θα οδη­γού­σε σε μεγαλύ­τερη όξυν­ση,  ανα­τα­ρα­χή  και  πιθα­νώς σε νέους εξ­τρεμισμούς από διά­φο­ρες τρο­τσκι­στι­κές ομά­δες. Τόσο ο Μπε­ζε­ντάκ­σς, όσο και οι σύντρο­φοι του που πιά­στη­καν ήταν μέλη μιας τέτοιας τρο­τσκι­στι­κής ο­μάδας, με τον τίτλο «οι φρα­ξιο­νι­στές». Μέσα στη φυ­λακή ο Μπε­ζε­ντά­κος ανα­γνώ­ρι­σε ότι ο φόνος τού α­στυ­φύ­λα­κα ήταν λάθος. Και ζήτη­σε από το ΚΚΕ να τον βοη­θή­σει να δρα­πε­τεύ­σει, πράγ­μα που έγι­νε». Το ότι η από­δρα­ση απο­φα­σί­στη­κε και βοη­θή­θη­κε από το ΚΚΕ, βγαί­νει από μια λιτή ανα­κοί­νω­ση του ΠΓ του ΚΚΕ που δημο­σιεύ­θη­κε στην πρώ­τη σελί­δα του «Ριζο­σπά­στη» στις 6 Μαρ­τί­ου 1932:

«Με από­φα­ση του ΠΓ από­δρα­σε από τις φυλα­κές Συγ­γρού ο Γ. Μπεζεντάκος».

Και είναι ίσως από τις μονα­δι­κές περι­πτώ­σεις που ένα νόμι­μο κόμ­μα απο­δέ­χε­ται δημο­σία την αυτουρ­γία μιας τόσο αξιό­ποι­νης πράξης.

Η συνερ­γα­σία του Κόμ­μα­τος στην από­δρα­ση του Μπε­ζε­ντά­κου δια­φαί­νε­ται και από τον τίτλο του «Ριζο­σπά­στη» της προη­γού­με­νης ημέ­ρας: «Ο Μπε­ζε­ντά­κος αποσπάστη­κε από τα νύχια της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας που τον προ­ό­ρι­ζε για τουφέκισμα».

Στο φύλ­λο εξ άλλου της 6ης Μαρ­τί­ου ο «Ριζοσπά­στης» θα γρά­ψει για τους κατη­γο­ρού­με­νους για τον φόνο του αστυφύλακα:

«Ανεκ­δι­ή­γη­τα είναι τα μαρ­τύ­ρια που τρά­βη­ξαν οι κατη­γο­ρού­με­νοι εργά­τες για το φόνο. Αρκεί ν’ ανα­φέρουμε ότι κρε­μά­στη­καν πολ­λές φορές ανά­πο­δα κι έτσι σερ­νό­ντου­σαν μέχρι να φτύ­σουν αίμα. Τέτοια ήταν τα βασα­νι­στή­ρια ώστε απ’ τα μπου­ντρού­μια της Ασφά­λειας που τους βασά­νι­ζαν οι οιμω­γές τους έφτα­ναν στα απέ­να­ντι γραφεία».

Από τους λουτήρες

Από τη στιγ­μή που πάρ­θη­κε η από­φα­ση για την α­πόδρα­ση άρχι­σε η ανα­ζή­τη­ση του τρό­που. Έπει­τα από πολ­λή έρευ­να κατα­λή­ξα­νε στο άνοιγ­μα της τρύ­πας στον τοί­χο των λουτήρων.

Η λύση αυτή κρί­θη­κε σαν η πιο προ­σφο­ρό­τε­ρη: α) Για­τί οι λου­τή­ρες ήταν απο­μα­κρυ­σμέ­νοι από τα κελιά και δεν τους επι­σκέ­πτο­νταν ταχτι­κά φύλα­κες. β) Ό τοί­χος τους έβλε­πε κατευ­θεί­αν στο δρό­μο, προς τη μεριά της Καλ­λι­θέ­ας και δεν υπήρ­χε εξω­τε­ρι­κός φρου­ρός, γ) Η σκο­πιά στην κορυ­φή της γωνί­ας του κτι­ρί­ου ήταν αρκε­τά μα­κριά και μόνο αν έσκυ­βε ο φρου­ρός θα μπο­ρού­σε να ιδεί τι γίνε­ται στον τοί­χο, και δ) Μέσα στους λου­τή­ρες υπήρ­χαν μόνι­μα τρία μεγά­λα ντε­πό­ζι­τα με νερό πίσω από τα οποία θα μπο­ρού­σε εύκο­λα να κρυ­φτεί κάποιος.

Ο Μπε­ζε­ντά­κος έμε­νε στην αρι­στε­ρή πλευ­ρά της πτέ­ρυγας. Μαζί του στο ίδιο κελί έμε­ναν άλλοι 3: Ο δημο­σιο­γρά­φος του «Ριζο­σπά­στη» Μαρ­μα­ρέλ­λης, ο γνω­στός συν­δι­κα­λι­στής Β. Νεφε­λού­δης και ο επί­σης συν­δι­κα­λι­στής Χρι­στο­δου­λά­κης. Οι τρεις αυτοί υπήρ­ξαν και οι βασι­κοί συνερ­γοί του στην απόδραση.

Μια βδο­μά­δα πριν από την από­δρα­ση του, ο Μπεζεν­τάκος, άρχι­σε να προ­σποιεί­ται τον αδιά­θε­το, να ζητά­ει κινί­νο και να παρα­μέ­νει ξαπλω­μέ­νος για πολ­λές ώρες. Κάπου-κάπου μόνο σηκω­νό­ταν, για να δεί­ξει ότι δεν ήταν τόσο άσχη­μα ώστε να του φέρουν γιατρό.

Στο μετα­ξύ οι συνερ­γοί του έπαι­ζαν τον δικό τους ρό­λο στο σχέ­διο. Με διά­φο­ρες προ­φά­σεις πήγαι­ναν όσο γι­νόταν ταχτι­κά στους λου­τή­ρες και μού­σκευαν με νερό το μέρος του τοί­χου που είχαν δια­λέ­ξει για το άνοιγ­μα της τρύ­πας, ώστε να μαλα­κώ­σει το αμμο­κο­νί­α­μα. Παράλλη­λα, με κάθε δυνα­τή προ­φύ­λα­ξη, προ­μη­θεύ­τη­καν από το ξυλουρ­γείο της φυλα­κής, αλλά και απ’ έξω, τα απαραίτη­τα σύνερ­γα του εγχει­ρή­μα­τος, τα οποία σιγού­ρε­ψαν πίσω από τα ντε­πό­ζι­τα: ένα μικρό λοστό, ένα ξυλό­σφυ­ρο, δύο σου­γιά­δες, ένα φακό.

Πίσω από τα ντεπόζιτο

Το από­γευ­μα της 2 Μαρ­τί­ου ο Μπε­ζε­ντά­κος σηκώθη­κε από το κρε­βά­τι του, τυλί­χτη­κε με μια χλαί­νη και βγή­κε κού­τσα-κού­τσα στο προ­αύ­λιο, για να επω­φε­λη­θεί τάχα από τον ταχτι­κό απο­γευ­μα­τι­νό περί­πα­το και να πάρει λίγο αέρα.

Με την κάλυ­ψη των άλλων, κατά­φε­ρε έπει­τα από λίγο να γλι­στρή­σει στους λου­τή­ρες και να χωθεί πίσω από ένα ντε­πό­ζι­το. Λού­φα­ξε εκεί κάπου 6 ώρες και γύρω στις 11 βγή­κε, άνα­ψε το φακό και άρχι­σε δουλειά.

Εβγα­λε με τους σου­γιά­δες το μαλα­κό αμμο­κο­νί­α­μα και κατό­πιν, με το λοστό και το σφυ­ρί, άρχι­σε να βγά­ζει τις πέτρες. Στο μετα­ξύ πότι­ζε συνέ­χεια τον τοί­χο με νερό που έπαιρ­νε από τα ντεπόζιτα.

Δού­λευε προ­σε­χτι­κά, απο­φεύ­γο­ντας κάθε θόρυ­βο. Το έργο όμως απαι­τού­σε πολ­λή περισ­σό­τε­ρη δου­λειά απ’ όση υπο­λό­γι­ζε. Ο τοί­χος, πάχους 80 εκα­το­στών, δεν ήταν εύκο­λος στο άνοιγ­μά του. Είχαν περά­σει τα μεσά­νυ­χτα και δεν είχε σκά­ψει ούτε 40 πόντους.

Και τότε απο­φά­σι­σε να ανα­βά­λει την από­δρα­ση για την άλλη νύχτα. Το ενδε­χό­με­νο αυτό άλλω­στε είχε υπο­λο­γι­στεί, για το ένα ή το άλλο απρό­ο­πτο, έτσι οι σύντρο­φοι του που τον περί­με­ναν απ’ έξω δεν υπήρ­χε περίπτω­ση ν’ ανη­συ­χή­σουν πολύ.

Έσκα­ψε κάμπο­ση ώρα ακό­μη και στα­μά­τη­σε. Έρι­ξε τα χώμα­τα μέσα στο σύστη­μα που έπε­φταν τα νερά των λου­τή­ρων, ξανά­βα­λε τις πέτρες στη θέση τους, κρέ­μα­σε μπρο­στά στον σκαμ­μέ­νο τοί­χο μια πετσέ­τα και λού­φα­ξε ξανά στη θέση του περι­μέ­νο­ντας να ξημερώσει.

Το «σάλτο»

Στην πρω­ι­νή εκεί­νη κατα­μέ­τρη­ση μετρή­θη­κε για δεύ­τερη φορά το ομοί­ω­μα του Μπε­ζε­ντά­κου που είχαν κατα­χώ­σει στο κρε­βά­τι του. Μόλις άνοι­ξαν τα κελιά για τον πρω­ι­νό περί­πα­το, οι τρεις σύντρο­φοι του που αδημονού­σαν, τρύ­πω­σαν στους λουτήρες.

Τους εξή­γη­σε τι έγι­νε και με την κάλυ­ψη τους ξανα­βρέθηκε στο κελί του και χώθη­κε στο κρε­βά­τι, εξα­κο­λου­θώ­ντας να καμώ­νε­ται τον άρρωστο.

Ή επό­με­νη φρο­ντί­δα των συντρό­φων του ήταν η πε­ριφρούρηση της τρύ­πας. Πότε ό ένας, πότε άλλος βρι­σκόταν με κάποια πρό­φα­ση στους λου­τή­ρες, προ­σέ­χο­ντας να μην μετα­κι­νή­σει κανέ­νας την πετσέ­τα και απο­κα­λύ­ψει το μυστικό.

Φύλα­κες δεν προ­σπερ­νού­σαν από τούς λου­τή­ρες. Τρεις τέσ­σε­ρεις συγκρα­τού­με­νοί τους που ήθε­λαν να πλυ­θούν πεί­στηκαν να το ανα­βά­λουν για την άλλη μέρα. Η φρού­ρη­ση δεν παρου­σί­α­σε πολ­λά προβλήματα.

Προς το βρά­δυ ο Μπε­ζε­ντά­κος ξανα­χώ­θη­κε με τον ίδιο τρό­πο στους λου­τή­ρες. Στο μετα­ξύ είχε βρε­θεί τρό­πος να ειδο­ποι­η­θούν οι απέ­ξω για τον λόγο της αναβολής.

Εκεί­νη τη νύχτα είχε έναν ανα­πά­ντε­χο σύμ­μα­χο. Δυ­νατός αέρας και βρο­χή έδερ­νε αδιά­κο­πα την Αθή­να. Έτσι κι όταν ακό­μη άνοι­ξε η τρύ­πα και μια πέτρα του ξέφυ­γε και έπε­σε προς τα έξω δεν ακού­στη­κε από κανένα.

Γύρω στη μία μετά τα μεσά­νυ­χτα ήταν έτοι­μος. Έρι­ξε μια προ­σε­χτι­κή ματιά έξω κι όταν βεβαιώ­θη­κε ότι δεν υπήρ­χε ψυχή, έκτος από τον αθέ­α­το φρου­ρό που τουρ­τού­ρι­ζε στη σκο­πιά του, πήδη­ξε στο λασπω­μέ­νο δρό­μο. Λίγο πιο πέρα τον περί­με­ναν οι σύντρο­φοί του. Μπή­καν σ’ ένα αυτο­κί­νη­το και χάθη­καν στη βρο­χε­ρή νύχτα.

Σαν μυθιστόρημα

Η από­δρα­ση επι­σκί­α­σε κάθε άλλο θέμα στις εφημερί­δες. Ακό­μα και την περί­φη­μη δίκη των δολο­φό­νων του «καη­μέ­νου Αθα­να­σό­που­λου» που έπια­νε τις ήμε­ρες εκεί­νες σελί­δες ολό­κλη­ρες. Υπήρ­χαν όλα τα στοι­χεία για ένα συναρ­πα­στι­κό ρεπορ­τάζ που γινό­ταν ακό­μη πιο ερε­θι­στι­κό με τον τρό­πο που το σερ­βί­ρι­ζαν οι δημο­σιο­γρά­φοι της εποχής.

«Ακρι­βώς όπως εις το περί­φη­μον αστυ­νο­μι­κόν μυθι­στό­ρη­μα της «κίτρι­νης Αρά­χνης»  — γρά­φει η «Α­κρόπολις». Ενας  μικρός λοστός κάτω από τον επεν­δύ­την του αρχι­συμ­μο­ρί­του, μία νύχτα θυελ­λώ­δης, μία τρύ­πα στον τοί­χο της φυλα­κής και… δώθε παν οι άλλοι».

Και πιο κάτω:

«Ο Μπε­ζε­ντά­κος και οι συν­δρα­μό­ντες αυτόν εξε­πέ­ρα­σαν εις φαντα­σί­αν και εκτέ­λε­σιν και αυτόν τον Γκα­στόν Λεροΰ.  Εγι­ναν αύτοι ήρω­ες του τολμηρό­τερου που εγρά­φη από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα περιπε­τειώδους μυθιστορήματος».

Ανά­λο­γος είναι και ο θαυ­μα­σμός του «Έθνους»: «Πάντως θαύ­μα θαυ­μά­των η δρα­πέ­τευ­σις. Μόνον αυτο­κί­νη­τον δεν κατώρ­θω­σε να είσα­γά­γη εις την φυλα­κήν του. Κατά τα λοι­πά το νοι­κο­κυ­ριό του πλή­ρες… Και έτσι υπό την βρο­χήν και εντός της λιμνο­θα­λάσ­σης των γύρω αγρών, απέ­πλευ­σεν ηλε­κτρο­φώ­τι­στος και ταχύπλους…».

Απιαστος

Ο Μπε­ζε­ντά­κος δεν πιά­στη­κε ποτέ. Οι αστι­κές εφη­με­ρί­δες έγρα­ψαν, προ­φα­νώς για να δικαιο­λο­γή­σουν την απο­τυ­χία των αστυ­νο­μι­κών άρχων να τον συλ­λά­βουν, ότι έφυ­γε με το σοβιε­τι­κό πλοίο «Τσι­τσε­ρίν», που ανα­χώ­ρη­σε την ίδια νύχτα από τον Πειραιά.

Η αλή­θεια είναι ότι έμει­νε κάμπο­σο και­ρό στην Ελ­λάδα και έπει­τα φυγα­δεύ­τη­κε στη Σοβιε­τι­κή Ενωση.

Σύμ­φω­να με τις πλη­ρο­φο­ρί­ες του Β. Νεφε­λού­δη, δού­λεψε εκεί σαν εργο­λά­βος και έφτια­ξε οικο­γέ­νεια. Με τον Ισπα­νι­κό εμφύ­λιο πόλε­μο πήγε εθε­λο­ντής στην Ισπα­νία και σκο­τώ­θη­κε μαχό­με­νος με τις δημο­κρα­τι­κές δυνά­μεις. Υπάρ­χουν όμως και άλλες εκδο­χές για την τύχη του.

Η δίκη των συντρό­φων του — και του ίδιου — για τον φόνο του αστυ­φύ­λα­κα, που επρό­κει­το να γίνει 4 μέρες μετά την από­δρα­ση, άρχι­σε πραγ­μα­τι­κά την 7 Μαρ­τί­ου στο Κακουρ­γιο­δι­κείο Πει­ραιώς αλλά ανα­βλή­θη­κε «λόγω απου­σίας ουσιω­δών μαρ­τύ­ρων».  Εγι­νε όμως λίγους μήνες αρ­γότερα. Οι ποι­νές που επι­βλή­θη­καν ήταν από 5–20 χρό­νια. Τρεις από τους 5 κατα­δι­κα­σμέ­νους στη δίκη αύτη θα τους δού­με 3 χρό­νια αργό­τε­ρα να δρα­πε­τεύ­ουν — μαζί με άλλους 5 — από τις φυλα­κές της Αίγινας…

Οσο για τους τρεις συγκρο­τού­με­νους του στο ίδιο κελί, κατη­γο­ρή­θη­καν σαν συνερ­γοί στην από­δρα­ση και προ­φυ­λα­κί­στη­καν (όντας φυλα­κι­σμέ­νοι) για 8 μήνες. Στη δίκη που ακο­λού­θη­σε δικά­στη­καν σε 8 μήνες φυλά­κι­ση — χρό­νος που συμ­ψη­φί­στη­κε με την προφυλάκιση.

Το τραγούδι

Λίγες μέρες μετά την από­δρα­ση αντη­χού­σε στις φυ­λακές το τρα­γού­δι του Μπε­ζε­ντά­κου, που όπως γρά­φουν οι εφη­με­ρί­δες της επο­χής «οι σύντρο­φοι του, βέβαιοι περί της επι­τυ­χί­ας της απο­δρά­σε­ως, το είχαν έτοι­μο από πριν, για λόγους εσω­τε­ρι­κής καταναλώσεως».

Να οι στί­χοι του στην αρχι­κή τους μορφή:

Μέσα στο καρναβάλι
οι αστοί την πάθαν πάλι
ο Μπε­ζε­ντά­κος μας άφη­σε γεια
παντού τρεξίματα
μυθιστορήματα
παντού ραπί­σμα­τα η εργατιά.
Τον είχα­νε κλεισμένο
και διπλοκλειδωμένο
να τον δικά­σου­νε σε θάνατο
κι αυτός τρυ­πά­ει τον τοίχο
χωρίς κανέ­να ήχο
και βρί­σκουν κού­τσου­ρο στο θάλαμο…

 

πό το βιβλίο του Δημή­τρη Γκιώ­νη «Οι μεγά­λες αποδράσεις»)

 

Η αφή­γη­ση των γεγο­νό­των από την αδελ­φή του Μιχά­λη Μπε­ζε­ντά­κου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο