Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο μικροσκόπιο: Η περιπέτεια του μαρξισμού _μια κουρασμένη επανάσταση

Πάντα στην επι­και­ρό­τη­τα η “σωστή πλευ­ρά της ιστο­ρί­ας”, που στο συγκε­κρι­μέ­νο “Μαρ­ξι­σμός, ΕΣΣΔ, ανα­τρο­πές κλπ”, το Δοκί­μιο του ΚΚΕ (που μάλι­στα υπάρ­χει σε προ­σφο­ρά στη Σύγ­χρο­νη Επο­χή ΣΕΤ.
6 τόμοι από 166.12 90.00€
με ΦΠΑ_έχει ταξι­κή αφε­τη­ρία και περιε­χό­με­νο, αφού εξε­τά­ζει στρα­τη­γι­κή και πολι­τι­κή δρά­ση στις συγκε­κρι­μέ­νες ιστο­ρι­κές συν­θή­κες και την επί­δρα­σή της στην εξέ­λι­ξη της ταξι­κής πάλης, με κρι­τή­ριο την κατεύ­θυν­ση προς το στό­χο της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης, ανα­δει­κνύ­ο­ντας δια­χρο­νι­κά συμπε­ρά­σμα­τα από τη σκο­πιά της προ­σέγ­γι­σης του στό­χου της εργα­τι­κής εξου­σί­ας και οδη­γώ­ντας σε βαθύ­τε­ρη γνώ­ση και συμπε­ρά­σμα­τα σε διε­θνές επίπεδο.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Από την πλευ­ρά του ο Βασ. Ραφαη­λί­δης, ανή­συ­χο μυα­λό ως δια­νο­ού­με­νος, με το πλού­σιο έργο του ως δημο­σιο­γρά­φος και κρι­τι­κός κινη­μα­το­γρά­φου, με την πένα του και τη συνο­λι­κή στά­ση ζωής, έμει­νε στη θέση που θεω­ρού­σε ως χρέ­ος ζωής και στά­θη­κε δίπλα στο ΚΚΕ _ως ψηφο­φό­ρος. Έφυ­γε από τη ζωή το 2000, 65 μόνο χρό­νων σε μια περί­ο­δο καμπής για το κίνη­μα. Δεν μπο­ρού­με να γνω­ρί­ζου­με τι δρό­μο θα είχε τρα­βή­ξει αν ζού­σε παρα­πά­νω, πολύ περισ­σό­τε­ρο μέχρι σήμε­ρα _τα αν … ιστο­ρι­κά έχουν μικρή αξία. Αν θα είχε περά­σει με τον οπορ­του­νι­σμό ή με τη “σωστή πλευ­ρά της ιστο­ρί­ας”. Το συγκε­κρι­μέ­νο πόνη­μα εκδό­θη­κε σαν σήμε­ρα το 1990 ακρι­βώς πριν 34 χρό­νια _υπάρχουν δύο επα­νεκ­δό­σεις η πρώ­τη το 1999

«… όσο πιο βλαξ είσαι τόσο καλύ­τε­ρος εθνι­κό­φρων γίνε­σαι», Βασί­λης Ραφαηλίδης

Περιεχόμενα

  • Μια κου­ρα­σμέ­νη επανάσταση
  • 0 ανθρω­πι­σμός και ο σοσια­λι­σμός είναι συνώνυμα
  • Η επα­νά­στα­ση του 1917 συνεχίζεται
  • Η Θεω­ρία και η πράξη
  • Μια διορ­θω­τι­κή επανάσταση
  • Η τρα­γι­κή ανα­γκαιό­τη­τα της γραφειοκρατίας
  • Ο πρό­ω­ρος θάνα­τος του Λένιν
  • Ο αγώ­νας για την ποσότητα
  • Η μαρ­ξι­στι­κή ηθική
  • Ο λενι­νι­σμός δεν είναι επίκαιρος
  • Που είναι «της γης οι κολασμένοι;»
  • Ο λενι­νι­σμός πέθα­νε, ζήτω ο Λένιν!
  • Η στρα­τη­γι­κή της επανάστασης
  • Η δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του σήμερα
  • Ο στα­λι­νι­σμός ήταν ιστο­ρι­κά αναγκαίος;
  • Ο μεγά­λος μύθος του Στάλιν
  • Οι δυσκο­λί­ες της αποσταλινοποίησης
  • Η παρα­καμ­πτή­ρια οδός οδη­γεί στη λεωφόρο
  • Ένας φαύ­λος κύκλος που οδη­γεί στην ευθεία
  • Ο ρεβι­ζιο­νι­στής Στά­λιν επί το έργον
  • Ο Στά­λιν ήταν κεντρώος!
  • Η δυσκο­λία να είσαι αρι­στε­ρός όντας κομουνιστής
  • Οι δυσκο­λί­ες της κομου­νι­στι­κής αντιπολίτευσης
  • Τα παι­διά του Λένιν είναι άτακτα!
  • Όταν ο Στά­λιν ήταν δημοκράτης
  • Άλλο σοσια­λι­σμός κι άλλο κομουνισμός
  • Οι δίκες της Μόσχας
  • Η Γ’ διε­θνής ήταν.… εθνική
  • Ο εθνι­κός κομουνισμός
  • Η αξία και η σημα­σία του τροτσκισμού
  • Η διαρ­κής επανάσταση
  • Τα τρα­γι­κά διλήμ­μα­τα του Τρότσκι
  • Η ευρω­παϊ­κή επα­νά­στα­ση που δεν έγινε
  • Το παλιό καρ­κί­νω­μα της νέας γραφειοκρατίας
  • Οι μακρι­νοί πρό­γο­νοι του Λένιν
  • Ο χει­μώ­νας πριν απ’ τον Οκτώβρη
  • Η επα­νά­στα­ση του 1905
  • Μια βου­λή για κλάματα
  • Όλη η εξου­σία στα σοβιέτ!
  • Η Οκτω­βρια­νή επανάσταση
  • Ο πολε­μι­κός κομουνισμός
  • Ο εμφύ­λιος πόλεμος
  • Τον άρτον ημών των επιούσιον
  • Η νέα οικο­νο­μι­κή πολιτική
  • Η πολε­μι­κή και η ειρη­νι­κή συνύπαρξη
  • Κομου­νι­σμός άνευ κομουνιστών
  • Ποιος παί­ζει στα ζάρια τη ζωή μας
  • Οι ολέ­θριες συνέ­πειες της ολιγάρκειάς
  • Ο νόμος της αξίας
  • Τρεις τρό­ποι για να γίνε­τε πλού­σιος κι ένας για να παραμείνετε
  • φτω­χός
  • Εις ανα­ζή­τη­σιν της χαμέ­νης διαλεκτικής
  • Η δυσκο­λία της στράτευσης
  • __σελίδες 322 _Αθήνα 1990

Βασίλης Ραφαηλίδης:
Η περιπέτεια του μαρξισμού μια κουρασμένη επανάσταση

(οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλίου)
Είναι από­λυ­τα βέβαιο πως οι πλεί­στοι των μελών και των οπα­δών των μαρ­ξι­στι­κών κομ­μά­των δεν κατα­λα­βαί­νουν σχε­δόν τίπο­τα από μαρ­ξι­σμό κι αυτό δημιουρ­γεί μύρια όσα προ­βλή­μα­τα στους ηγέ­τες, που κι αυτοί δεν είναι βέβαιο πως κατα­λα­βαί­νουν πάντα το μαρξισμό.
Κατά κάποιο τρό­πο, τα μαρ­ξι­στι­κά κόμ­μα­τα δρουν και κινού­νται λίγο ως πολύ εμπει­ρι­κά, με γνώ­μο­να μερι­κές εντε­λώς γενι­κές και ανε­παρ­κείς αρχές του μαρ­ξι­σμού. Τους κατα­λα­βαί­νου­με. Είναι δύσκο­λο να δου­λεύ­εις για το βιο­πο­ρι­σμό σου, να δου­λεύ­εις για το κόμ­μα και ταυ­τό­χρο­να να εξοι­κο­νο­μάς χρό­νο για μελέ­τη, όταν μάλι­στα δεν έχεις και μια κάποια έφε­ση προς τούτο.

Σαν σήμε­ρα 8 Σεπτέμ­βρη του 2000 έφυ­γε από τη ζωή ο Βασί­λης Ραφαηλίδης

Η γριά Γη έχει δει πολ­λά θαυ­μα­στά να γίνο­νται στην επι­φά­νειά της, από τότε που ο «χόμο σάπιενς» (Ο έμφρων, ο σκε­πτό­με­νος άνθρω­πος) σηκώ­θη­κε στα δυο απ΄ τα τέσ­σε­ρα μέχρι τότε πόδια του, κι έκα­νε τ ’ άλλα δυο χέρια. Και καθώς ο άνθρω­πος, απ’ την ορι­ζό­ντια θέση του ζώου βρέ­θη­κε στην κάθε­τη θέση, κοί­τα­ξε προς τα πάνω. Και τότε ακρι­βώς ήταν που έγι­νε άνθρω­πος: Η λέξη άνθρω­πος ετυ­μο­λο­γι­κά σημαί­νει «αυτός που κοι­τά­ει προς τα πάνω». Ωστό­σο, υπάρ­χουν πολ­λοί που συνε­χί­ζουν να κοι­τούν προς τα κάτω, όπως τα πρό­βα­τα που ψάχνουν για χορτάρι.

Είναι αυτοί που αν και «σάπιενς» δεν κατά­λα­βαν ακό­μα πως προ­ο­ρι­σμός του ανθρώ­που δεν είναι να ψάχνει σ ’ όλη του τη ζωή την τρο­φή του, έστω κι αν αυτή είναι παντε­σπά­νι ή χαβιά­ρι, αλλά να κοι­τά­ει πάνω: στον ουρα­νό, τ ’ αστέ­ρια, τα σύν­νε­φα, τα που­λιά. Ίσως κάπο­τε, όταν η «κοι­νω­νία της αφθο­νί­ας» θα είναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για όλους, να γίνουν όλοι ποι­η­τές και, εν πάση περι­πτώ­σει, ικα­νοί να φέρουν επά­ξια το χαρα­κτη­ρι­στι­κό «σάπιενς» (σκε­πτό­με­νοι, δια­νο­ού­με­νοι, στο­χα­στι­κοί). Βέβαια, σκε­πτό­με­νοι είναι όλοι οι άνθρω­ποι. Όμως, οι περισ­σό­τε­ροι κατα­να­λώ­νουν την πολύ­τι­μη φαιά ουσία είτε για να βρουν τρό­πο να φάν5, είτε για να φάν5 καλύ­τε­ρα, είτε για να φάν5 τον περίδρομο.

Μια ζωή αφιε­ρω­μέ­νη από ανά­γκη ή από δια­στρο­φή στην ικα­νο­ποί­η­ση υλι­κών ανα­γκών, σίγου­ρα δεν είναι ο καλύ­τε­ρος τρό­πος να διά­γει κανείς τον επί της Γης σύντο­μο βίο του, αφή­νο­ντας τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά για την «άλλη», την πνευ­μα­τι­κή ζωή. Θέλου­με λοι­πόν τον παρά­δει­σο επί της Γης. Κι αν μας πουν ουτο­πι­στές, θ5 απα­ντή­σου­με πως είμα­στε λιγό­τε­ρο ανό­η­τοι απ5 αυτούς που θέλουν τον παρά­δει­σο στον ουρα­νό. Στο κάτω-κάτω κανείς δεν επέ­στρε­ψε από τον παρά­δει­σο για να μας φέρει νέα από κει. Ενώ ιδιω­τι­κούς παρα­δεί­σους επί της Γης έχου­με δει όλοι.

Πώς, λοι­πόν, μερι­κοί τα κατά­φε­ραν και δημιούρ­γη­σαν τον IX παρά­δει­σό τους σε κάποιο νησά­κι του Ειρη­νι­κού, της Καραϊ­βι­κής, ή έστω του Αιγαί­ου, ή έστω στο Ψυχι­κό; Για να τον δημιουρ­γή­σουν θα πει πως είναι δυνα­τή η δημιουρ­γία του. Συνε­πώς και η επέ­κτα­σή του, ώστε να χωρέ­σου­με κάπο­τε όλοι εκεί μέσα. Το πρό­βλη­μα δηλα­δή είναι να κατα­λά­βου­με για­τί κάποιοι μπο­ρούν να ζουν παρα­δεί­σια όντας (μερι­κοί απ΄αυτούς) ζώα σκέ­τα, και συνε­πώς ανά­ξιοι τόσο του χαρα­κτη­ρι­στι­κού «σάπιενς» όσο και του χαρα­κτη­ρι­στι­κού «άνθρω­πος», ενώ άλλοι είτε βολο­δέρ­νουν μια ζωή για να δημιουρ­γή­σουν κι αυτοί το δικό τους παρά­δει­σο, είτε απο­σύ­ρο­νται απο­γοη­τευ­μέ­νοι στο Άγιο Όρος, ή σ’ άλλα παρεμ­φε­ρή ενδιαι­τή­μα­τα που λει­τουρ­γούν ως εκτρο­φεία του μεγά­λου ονεί­ρου μιας ανέ­ξο­δης ευτυχίας.

Δεν κοστί­ζει τίπο­τα να σκέ­φτε­σαι τον παρά­δει­σο. Όμως κοστί­ζει πολύ να δου­λεύ­εις επί της Γης για το γήι­νο παρά­δει­σο. Συν τοις άλλοις μπο­ρεί να βρε­θείς στη φυλα­κή, ή μπρο­στά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Εν πάση περι­πτώ­σει, εμείς θα κρα­τά­με πάντα ορθό το κεφά­λι, προ­κει­μέ­νου να συ νεχί­σου­με να είμα­στε άνθρω­ποι. Όσο γι΄αυτούς που επι­μέ­νουν να παρι­στά­νουν ακό­μα τα πρό­βα­τα, ας επι­μέ­νουν. Ξέρου­με πως ο εξαν­θρω­πι­σμός του ανθρώ­που δεν είναι εύκο­λο πράγ­μα. Κι αν μερι­κοί πιστεύ­ουν πως για να είσαι άνθρω­πος αρκεί να γεν­νη­θείς άνθρω­πος, είναι για­τί δεν συνά­ντη­σαν στη ζωή τους πολ­λούς ανθρω­πό­μορ­φους γαϊ­δά­ρους, ή άλλα δίπο­δα ζώα. Ο άνθρω­πος, λοι­πόν, και γεν­νιέ­ται και γίνε­ται. Πιο σωστά, γίνε­ται αφού γεννηθεί.

Κανείς εχέ­φρων δεν θα τολ­μού­σε να αμφι­σβη­τή­σει την κολοσ­σιαία προ­σφο­ρά του καπι­τα­λι­σμού στον εξαν­θρω­πι­σμό του ανθρώ­που. Κι όταν λέμε πως ο καπι­τα­λι­σμός είναι απάν­θρω­πος, δεν εννο­ού­με πως είναι περισ­σό­τε­ρο απάν­θρω­πος απ’ τα προη­γού­με­να κοι­νω­νι­κά συστή­μα­τα που δια­δέ­χτη­κε. Το λέμε διό­τι δεν λέει να απο­δε­σμεύ­σει τις τερά­στιες δυνά­μεις που συσ­σώ­ρευ­σε για το καλό όλων. Βέβαια, οι φτω­χοί σήμε­ρα μοιά­ζουν μάλ­λον πλού­σιοι σε σχέ­ση με τους φτω­χούς του Μεσαί­ω­να, ας πού­με. Αλλά και οι πλού­σιοι, εδώ και μερι­κούς αιώ­νες, ουδε­μία σχέ­ση έχουν με τους πλού­σιους του Μεσαί­ω­να. Αφού ο κόσμος άλλα­ξε προς το καλύ­τε­ρο από οικο­νο­μι­κή άπο­ψη, άλλα­ξαν προς το καλύ­τε­ρο και οι φτω­χοί και οι πλούσιοι.

Όμως, η «ψαλί­δα» σήμε­ρα είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρη. Ανά­με­σα σ’ ένα τερα­τω­δώς πλού­σιο τέρας και έναν σχε­τι­κά φτω­χό διά­βο­λο, παρεμ­βάλ­λε­ται η άβυσ­σος. Η ψαλί­δα λοι­πόν πρέ­πει να κλεί­σει, ή του­λά­χι­στον να μειω­θεί το άνοιγ­μά της. Για­τί αν δεν κλεί­σει ομα­λά, θα την κλεί­σουν οι σχε­τι­κά φτω­χό­τε­ροι, ανώ­μα­λα. Μια τέτοια «ανω­μα­λία» ονο­μά­ζε­ται επα­νά­στα­ση. Και επει­δή κανείς δεν αγα­πά­ει τα αίμα­τα, εκτός κι αν είναι βρι­κό­λα­κας, καλό είναι η ψαλί­δα να κλεί­σει ειρη­νι­κά και αβί­α­στα. Πράγ­μα που δεν προ­βλέ­πε­ται να συμ­βεί τους προ­σε­χείς καπι­τα­λι­στι­κούς αιώ­νες — αν υπάρ­ξουν τέτοιοι.

Δυστυ­χώς όμως οι φτω­χό­τε­ροι, που δεν είναι πια εντε­λώς φτω­χοί, του­λά­χι­στον στις χώρες της Ευρώ­πης και της Βόρειας Αμε­ρι­κής, αισθά­νο­νται ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι απ’ την τωρι­νή τους κατά­στα­ση. Και δεν υπάρ­χει τίπο­τα πιο κατα­στρο­φι­κό για την πρό­ο­δο, απ’ την ικα­νο­ποί­η­ση, που συχνά συνο­δεύ­ε­ται από ένα θλι­βε­ρό και παρα­πο­νε­μέ­νο «δόξα σοι ο θεός».

Δόξα σοι ο θεός, λοι­πόν, που ενώ έφκια­ξε έναν κοι­νό­χρη­στο παρά­δει­σο για όλους τους αγα­θούς, δεν έφκια­ξε έναν κοι­νό­χρη­στο παρά­δει­σο για τα επί της Γης ζωντα­νά πλά­σμα­τά του; Δεν είμα­στε καλά, μα τον Δία! Κάποιο λάθος πρέ­πει να ’χει γίνει στο σχέ­διο της θεϊ­κής δημιουρ­γί­ας. Και πρέ­πει να βοη­θή­σου­με το θεό να το επα­νορ­θώ­σει, πριν μας πάρει όλους ο διάολος.

Ο σοσια­λι­σμός δια­τεί­νε­ται πως μπο­ρεί να διορ­θώ­σει το θεϊ­κό λάθος, που, εδώ που τα λέμε, απο­δί­δε­ται στο θεό ενώ είναι εντε­λώς ανθρώ­πι­νο. Και όντως άρχι­σε να το διορ­θώ­νει στις 25 Οκτω­βρί­ου του 1917 με το παλιό ημε­ρο­λό­γιο, 7 Νοεμ­βρί­ου 1917 με το νέο. Είναι η μέρα που άρχι­σε στη Ρωσία η Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, που είναι νοεμ­βρια­νή με το ισχύ­ον νέο ημε­ρο­λό­γιο. Εντού­τοις πάρα πολ­λοί εκεί πέρα παρέ­μει­ναν παλαιοη­με­ρο­λο­γί­τες! Είναι λοι­πόν οι νεοη­με­ρο­λο­γί­τες που έκα­ναν την περί­φη­μη πλέ­ον περε­στρόι­κα, που σημαί­νει ανα­συ­γκρό­τη­ση. Εννο­εί­ται, ανα­συ­γκρό­τη­ση του σοσια­λι­σμού. Που ωστό­σο συχνά συγ­χέ­ε­ται με τον κομου­νι­σμό. Αλλά κομου­νι­σμός δεν υπάρ­χει ακό­μα που­θε­νά στον κόσμο. Ούτε καν στις… κομου­νι­στι­κές χώρες. Που λέγο­νται έτσι όχι για­τί είναι κομου­νι­στι­κές, αλλά διό­τι οδεύ­ουν, όπως ισχυ­ρί­ζο­νται, προς τον κομουνισμό.

Και πράγ­μα­τι όδευαν μέχρι τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’70. Οπό­τε συνέ­βη κάτι που εκ πρώ­της όψε­ως φαί­νε­ται ανε­ξή­γη­το: Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση άρχι­σε να χάνει την ορμή της, η οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη άρχι­σε να επι­βρα­δύ­νε­ται και να γίνε­ται μικρό­τε­ρη απ’ αυτήν του καπι­τα­λι­σμού. Ο οποί­ος εμφα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κά νικη­τής. Είναι, όμως;

Το χάσι­μο μιας μάχης δεν σημαί­νει και χάσι­μο του πολέ­μου. Ο αγώ­νας συνε­χί­ζε­ται υπό καθε­στώς περε­στρόι­κα. Κι όπως υπο­γραμ­μί­ζει ο Γκορ μπα­τσόφ, στο μεγα­λύ­τε­ρο πολι­τι­κό μπεστ-σέλερ όλων των επο­χών «Περε­στρόι­κα», ας πει επι­τέ­λους η Δύση αν τη συμ­φέ­ρει ή δεν τη συμ­φέ­ρει η περε­στρόι­κα. Οι «Τάιμς της Νέας Υόρ­κης», εφη­με­ρί­δα περισ­σό­τε­ρο ενη­με­ρω­μέ­νη απ’ τη δική μας «Μεσημ­βρι­νή», που κάνει λόγο για έναν «αντι­κο­μου­νι­στή στο Κρεμ­λί­νο» (τον Γκορ­μπα­τσόφ), απά­ντη­σε λέγο­ντας πως η περε­στρόι­κα μπο­ρεί να γίνει ο τάφος του καπι­τα­λι­σμού, και πως είναι επι­τέ­λους ώρα να ανη­συ­χή­σουν οι Δυτι­κοί και να στα­μα­τή­σουν να μιλούν για επι­στρο­φή του καπι­τα­λι­σμού στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Βλέ­πεις, υπάρ­χουν και έξυ­πνοι υπη­ρέ­τες του καπι­τα­λι­σμού, όχι πάντως Έλλη­νες. Αυτοί ήταν και παρα­μέ­νουν μπου­ντα­λά­δες, τουρκιστί.

Στα κεί­με­να που θα ακο­λου­θή­σουν θα δού­με για­τί ανα­κό­πη­κε η οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη στην ΕΣΣΔ και τι γίνε­ται σήμε­ρα για να ξανα­πά­ρει μπρο­στά μια εξαι­ρε­τι­κά παρα­γω­γι­κή μέχρι τότε μηχα­νή, που άρχι­σε να κινεί­ται την 7η Νοεμ­βρί­ου 1917, και που δεν στα­μά­τη­σε να λει­τουρ­γεί, παρά τις φιλό­τι­μες προ­σπά­θειες της καπι­τα­λι­στι­κής Δύσης, παρά την επέμ­βα­ση 14 χωρών (μετα­ξύ των οποί­ων και η Ελλά­δα, παρα­κα­λώ!) όσο ακό­μα ο εμφύ­λιος πόλε­μος διαρ­κού­σε, παρά τα περισ­σό­τε­ρα από 20 εκα­τομ­μύ­ρια θύμα­τα του Β’ Παγκό­σμιου Πολέ­μου, παρά τα άλλα τόσα θύμα­τα των στα­λι­νι­κών «εκκα­θα­ρί­σε­ων» που κόντε­ψαν να εκκα­θα­ρί­σουν το σύστη­μα που επέ­βα­λε ο Λένιν κατά τις «δέκα μέρες που συγκλό­νι­σαν τον κόσμο», παρά την υπα­νά­πτυ­ξη της τσα­ρι­κής Ρωσί­ας, παρά την απε­ρί­γρα­πτη φτώ­χεια των ασια­τι­κών περιο­χών, παρά τους συνε­χείς εξο­πλι­σμούς που επι­βάλ­λει ο πάντα έτοι­μος εχθρός, παρά το δια­στη­μι­κό πρό­γραμ­μα. Παρά ταύ­τα, και σε πεί­σμα όλων αυτών, ο σοσια­λι­σμός επι­βί­ω­σε. Όμως, στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ΄70, όπως είπα­με, άρχι­σε να μαρα­ζώ­νει. Για­τί; Θα το δούμε.

Προς το παρόν όμως, ας δού­με μερι­κά νού­με­ρα για να μπο­ρέ­σου­με να κάνου­με μια πιο έγκυ­ρη σύγκρι­ση ανά­με­σα στο σοσια­λι­σμό και τον καπι­τα­λι­σμό, αφού πού­με προη­γου­μέ­νως πως η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση είναι μια απέ­ρα­ντη πολυ­ε­θνι­κή χώρα 280 εκα­τομ­μυ­ρί­ων κατοί­κων, κατα­νε­μη­μέ­νων σε 100 έθνη και εθνό­τη­τες που κατοι­κούν επί εδά­φους που απο­τε­λεί το 1/6 της επι­φά­νειας της Γης.

Σημειώ­νου­με ακό­μα πως πρό­κει­ται για μια χώρα εξαι­ρε­τι­κά πλού­σια σε φυσι­κούς πόρους, αλλά με μια παρα­γω­γι­κό­τη­τα απελ­πι­στι­κά χαμη­λή. Λέγε­ται πως αν οι Σοβιε­τι­κοί δού­λευαν φιλό­τι­μα όλες τις εργά­σι­μες ώρες, η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση θα είχε ξεπε­ρά­σει προ πολ­λού σε ανά­πτυ­ξη όλες τις ανα­πτυγ­μέ­νες καπι­τα­λι­στι­κές χώρες.

Ωστό­σο, όπως έχουν τα πράγ­μα­τα μέχρι και σήμε­ρα, ο Σοβιε­τι­κός εργα­ζό­με­νος δου­λεύ­ει ωφέ­λι­μα και παρα­γω­γι­κά μόνο τις δύο απ’ τις εργά­σι­μες ώρες της ημέ­ρας. Δηλα­δή, η παρα­γω­γι­κό­τη­τά του είναι εξαι­ρε­τι­κά χαμη­λή, πράγ­μα που, ωστό­σο, δεν είχε τρα­γι­κές συνέ­πειες για την οικο­νο­μία της χώρας. Το σύστη­μα απο­δεί­χτη­κε ανθε­κτι­κό και στην εκ της τεμπε­λιάς φθο­ρά. Το σοβιε­τι­κό σοσια­λι­στι­κό σύστη­μα μοιά­ζει να δου­λεύ­ει από μόνο του και ερή­μην των πάντων, ακό­μα και των γρα­φειο­κρα­τών, που κι αυτοί κάνουν ό,τι μπο­ρούν για να το κατα­στρέ­ψουν. Εις μάτην, όμως.

Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, τονί­ζει ο Γκορ­μπα­τσόφ, η πρώ­τη χώρα στον κόσμο σε παρα­γω­γή χάλυ­βα, πρώ­των υλών, καυ­σί­μων και ενέρ­γειας, αντι­με­τω­πί­ζει ελλεί­ψεις ακό­μα και σ ’ αυτά ακρι­βώς τα αγα­θά, λόγω της σπα­τά­λης ή της αδέ­ξιας δια­χεί­ρι­σης. Παρά ταύ­τα, τα πράγ­μα­τα δεν είναι άσχη­μα σε από­λυ­τους αριθ­μούς. Αυτό που είναι ανη­συ­χη­τι­κό, είναι η ανα­κο­πή του ρυθ­μού ανά­πτυ­ξης. Η οποία δεν στα­μά­τη­σε, βέβαια, αλλά δεν είναι αυτή που υπό­σχο­νταν οι προη­γού­με­νοι δεί­κτες, πράγ­μα που θα μπο­ρού­σε να έχει ως συνέ­πεια να μην ξεπε­ρά­σει η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση σε ανά­πτυ­ξη μέχρι το 2000 την πιο ανα­πτυγ­μέ­νη καπι­τα­λι­στι­κή χώρα, τις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, όπως έδει­χναν οι μέχρι τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ΄70 δεί­κτες ανόδου.

Παρά ταύ­τα και ενώ η κρί­ση είχε αρχί­σει, η σοβιε­τι­κή βιο­μη­χα­νία αντι­προ­σώ­πευε το 80% της αμε­ρι­κα­νι­κής, το 1981, ενώ το 1913 αντι­προ­σώ­πευε μόλις το 12%. Το άλμα που έγι­νε είναι απί­στευ­το και εντε­λώς άγνω­στο στους ρυθ­μούς ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού. Ωστό­σο, αυτό το άλμα έγι­νε τα τελευ­ταία χρό­νια βήμα σημειω­τόν. Θα δού­με γιατί.

Στη γεωρ­γία τα πράγ­μα­τα ήταν και είναι καλύ­τε­ρα, αλλά όχι ενθου­σια­στι­κά. Το 1913 η γεωρ­γι­κή παρα­γω­γή της Ρωσί­ας αντι­προ­σώ­πευε το 65% της αμε­ρι­κα­νι­κής και το 1981 το 85%. Όμως, για να μπο­ρού­με να μιλά­με για σχε­τι­κή αφθο­νία στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, αυτά τα ποσο­στά πρέ­πει να φτά­σουν και να ξεπε­ρά­σουν το 100%. Η περε­στρόι­κα υπό­σχε­ται μια ταχύρ­ρυθ­μη ανά­πτυ­ξη. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι βέβαιος ότι θα το πετύ­χει. Πάντως, αυτό είναι το ζητού­με­νο — και αυτό εφαρ­μό­ζε­ται. Θα δού­με πώς. Στα κεί­με­να, λοι­πόν, που θα ακο­λου­θή­σουν αυτή την εισα­γω­γή, θα προ­σπα­θή­σου­με να δού­με την περε­στρόι­κα αυτή καθ’ αυτή, αλλά και στη σχέ­ση της με τον κλα­σι­κό μαρ­ξι­σμό καθώς και στη σχέ­ση της με τον καπιταλισμό.

Εκτός απ’ αυτά που θυμά­μαι στα σχε­τι­κά παλιό­τε­ρα δια­βά­σμα­τα, θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σω σαν άμε­σα βοη­θή­μα­τα και τα εξής έργα:
1. Άπα­ντα Λένιν, 55 τόμοι συν 2 τόμοι ευρε­τή­ρια, ένα θεμα­τι­κό και ένα αλφα­βη­τι­κό, που κάνουν αυτή τη μνη­μειώ­δη έκδο­ση της «Σύγ­χρο­νης Επο­χής» εξαι­ρε­τι­κά ευκο­λο­με­τα­χεί­ρι­στη για το μελετητή.
2. Μαρξ — Ένγκελς: Δια­λε­χτά έργα, έκδο­ση «Γνώ­σεις».
3. Γιώρ­γου Ρού­ση: Σοσια­λι­σμός και περε­στρόι­κα, έκδο­ση «Σύγ­χρο­νη Εποχή».
4. Μίμη Ανδρου­λά­κη: Σοσια­λι­στι­κή αυτο­διοί­κη­ση — αυτο­δια­χεί­ρι­ση, έκδο­ση «Σύγ­χρο­νη Εποχή».
5. Η περε­στρόι­κα σε πρώ­το πρό­σω­πο (άρθρα, μελέ­τες, γράμ­μα­τα), έκδο­ση «Σύγ­χρο­νη Εποχή».
6. Η περε­στρόι­κα στον τόπο δου­λειάς (ντο­κου­μέ­ντα-διά­λο­γος), έκδο­ση «Σύγ­χρο­νη Εποχή».
7. Μ. Γκορ­μπα­τσόφ: Ανα­συ­γκρό­τη­ση, δια­φά­νεια, δημο­κρα­τία, έκδο­ση «Σύγ­χρο­νη Εποχή».
8. Μ. Γκορ­μπα­τσόφ: Περε­στρόι­κα, έκδο­ση «Νέα Σύνο­ρα», μετά­φρα­ση Αγγέ­λα Βερυ­κο­κά­κη-Αρτέ­μη, και
9. Νάθαν Ρόζεν­μπεργκ και Λ. Ε. Μπίρ­τζελ τζού­νιορ: Πώς πλού­τι­σε η Δύση, έκδο­ση «Ροές» και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «CityBank».

Θα στα­θού­με λιγά­κι σ΄αυτό το απο­κα­λυ­πτι­κό από πολ­λές από­ψεις βιβλίο, που είναι κάτι σαν αντι­πε­ρε­στρόι­κα, σαν ένα αντί­βα­ρο στην τερά­στια κυκλο­φο­ρια­κή επι­τυ­χία, ακό­μα και στην Αμε­ρι­κή, του βιβλί­ου του Γκορμπατσόφ.

Πρό­κει­ται για ένα πολύ σοβα­ρό έργο απί­στευ­της ειλι­κρί­νειας και πρω­το­φα­νούς κυνι­σμού. Εδώ ο καπι­τα­λι­σμός δεν έχει καμιά πρό­θε­ση να κρύ­ψει ή να εξω­ρα­ΐ­σει τίπο­τα απο­λύ­τως. Η καπι­τα­λι­στι­κή μηχα­νή περι­γρά­φε­ται σε πλή­ρη λει­τουρ­γία μέσα στον ιστο­ρι­κό χρό­νο και ο καπι­τα­λι­σμός προ τεί­νε­ται σαν αυτό ακρι­βώς που είναι: Ένας κοι­νω­νι­κός δαρ­βι­νι­σμός που παρά­γει πλού­το ερή­μην όλων των αξιών, πλην αυτών που υπη­ρε­τούν τον πλουτισμό.

Ο ανθρωπισμός
και ο σοσιαλισμός
είναι συνώνυμα

Δόθη­κε υπερ­βο­λι­κά μεγά­λη σημα­σία στο γεγο­νός πως ο Μαρξ ήταν επι­στή­μο­νας. Όμως, ήταν και φιλό­σο­φος και σαν φιλό­σο­φος ξεκί­νη­σε. Φυσι­κά, όντας επι­στή­μο­νας, δεν έπα­ψε να είναι και φιλό­σο­φος. Το πέρα­σμα του Μαρξ από τη φιλο­σο­φία στην επι­στή­μη ονο­μά­στη­κε «επι­στη­μο­λο­γι­κή τομή». Και τη λέξη «τομή» πολ­λοί μαρ­ξι­στές την ερμή­νευ­σαν πολύ σχο­λα­στι­κά. Λες και θα ήταν ποτέ δυνα­τό ένας στο­χα­στής, με την απί­στευ­τη ευρύ­τη­τα της σκέ­ψης του Μαρξ, να ξεχά­σει τον παλιό του εαυ­τό, τότε που και ο ίδιος δεν ήταν… μαρ­ξι­στής, αλλά ένας αρι­στε­ρός νεο­χε­γκε­λια­νός. Όπως και να ΄ναι, ο μαρ­ξι­σμός, εκτός από επι­στη­μο­νι­κός τρό­πος προ­σέγ­γι­σης των ιστο­ρι­κών, κοι­νω­νι­κών και κυρί­ως οικο­νο­μι­κών γεγο­νό­των, ήταν και παρα­μέ­νει ένα ηθι­κό σύστη­μα, ενταγ­μέ­νο στη μεγά­λη παρά­δο­ση του ευρω­παϊ­κού ουρα­νι­σμού, του οποί­ου απο­τε­λεί συνέ­χεια. Από ηθι­κή άπο­ψη, λοι­πόν, ο μαρ­ξι­σμός ξανα­βά­ζει το πανάρ­χαιο αίτη­μα για μια ευτυ­χία για όλους και προ­σπα­θεί να βρει τρό­πους να κάνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτό το αίτη­μα. Ίσως η απαί­τη­σή του να είναι υπερ­βο­λι­κή. Αλλά μόνο τα υπερ­βο­λι­κά πράγ­μα­τα είναι αποτελεσματικά.

Πρέ­πει να ξεκι­νή­σεις ζητώ­ντας τον ουρα­νό με τ΄άστρα, προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λί­σεις έστω μόνο το ψωμί σου. Όποιος ζητά­ει τα πολ­λά, εύκο­λα απο­κτά­ει τα λίγα. Όμως, αν ξεκι­νή­σεις ζητώ­ντας λίγα, δεν είσαι παρά ένας αφε­λής χρι­στια­νός, που μετα­θέ­τει τα πολ­λά και τα σπου­δαία στην «άλλη» ζωή, αφή­νο­ντας έτσι καθα­ρό από εμπό­δια το πεδίο εντός του οποί­ου θα κινη­θούν οι άρπα­γες, που τα θέλουν όλα «ως εν ουρα­νώ και επί της γης», ή μάλ­λον, ως επί της γης και εν ουρα­νώ, για να βάλου­με τα δυο αιτή­μα­τα στη σωστή τους σειρά.

Είναι από­λυ­τα βέβαιο πως οι πλεί­στοι των μελών και των οπα­δών των μαρ­ξι­στι­κών κομ­μά­των δεν κατα­λα­βαί­νουν σχε­δόν τίπο­τα από μαρ­ξι­σμό κι αυτό δημιουρ­γεί μύρια όσα προ­βλή­μα­τα στους ηγέ­τες, που κι αυτοί δεν είναι βέβαιο πως κατα­λα­βαί­νουν πάντα το μαρ­ξι­σμό. Κατά κάποιο τρό­πο, τα μαρ­ξι­στι­κά κόμ­μα­τα δρουν και κινού­νται λίγο ως πολύ εμπει­ρι­κά, με γνώ­μο­να μερι­κές εντε­λώς γενι­κές και ανε­παρ­κείς αρχές του μαρ­ξι­σμού. Τους κατα­λα­βαί­νου­με. Είναι δύσκο­λο να δου­λεύ­εις για το βιο­πο­ρι­σμό σου, να δου­λεύ­εις για το κόμ­μα και ταυ­τό­χρο­να να εξοι­κο­νο­μάς χρό­νο για μελέ­τη, όταν μάλι­στα δεν έχεις και μια κάποια έφε­ση προς τούτο.

Άλλω­στε, όπως λέει ο Λένιν, η ιδε­ο­λο­γία εισά­γε­ται στην εργα­τι­κή τάξη απέ­ξω. Η ίδια δεν έχει το χρό­νο να δημιουρ­γή­σει ιδε­ο­λο­γί­ες. Όλες τις ιδε­ο­λο­γί­ες, όλες τις από­ψεις, τις δημιούρ­γη­σαν καταρ­χήν αυτοί που είχαν το χρό­νο να μελε­τή­σουν. Που είχαν δηλα­δή μια μεγα­λύ­τε­ρη ή μικρό­τε­ρη οικο­νο­μι­κή άνε­ση. Ο μαρ­ξι­σμός δημιουρ­γή­θη­κε εντός του καπι­τα­λι­σμού, όχι μόνο με την έννοια πως ο καπι­τα­λι­σμός κυο­φο­ρεί και προ­ε­τοι­μά­ζει το σοσια­λι­σμό, αλλά και με την έννοια της κυο­φο­ρί­ας και της προ­ε­τοι­μα­σί­ας της σκέ­ψης των μεγά­λων μαρ­ξι­στών θεω­ρη­τι­κών εντός της αστι­κής τάξης, στην οποία ανή­καν αρχι­κά και από την οποία απο­στά­τη­σαν για να υπη­ρε­τή­σουν τους προ­λε­τά­ριους και να βάλουν στη διά­θε­σή τους τη γνώ­μη τους.

Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν και ένα σωρό ακό­μα μεγά­λοι επα­να­στά­τες και θεω­ρη­τι­κοί προ­έρ­χο­νταν από την αστι­κή ή τη μεσο­α­στι­κή τάξη και εν πάση περι­πτώ­σει δεν ήταν προ­λε­τά­ριοι. Ήταν, μ ’ άλλα λόγια, «απο­στά­τες της τάξης τους». Και πρέ­πει να εύχε­ται κανείς να υπάρ­χουν πάντα τέτοιοι απο­στά­τες. Στο κάτω κάτω, ο προ­λε­τά­ριος δεν έχει να χάσει τίπο­τα επα­να­στα­τώ­ντας, εκτός από τις αλυ­σί­δες ή έστω τις αλυ­σι­δί­τσες του. Όμως, ο απο­στά­της της τάξης του έχει να χάσει πάρα πολ­λά και κυρί­ως το βόλε­μα που δίνει η οικο­νο­μι­κή άνε­ση. Μπο­ρεί να δικαιο­λο­γεί­ται μια καχυ­πο­ψία για τους απο­στά­τες της τάξης τους, που συχνά μετα­νιώ­νουν και επι­στρέ­φουν στο βόλε­μα, όμως δεν είναι περισ­σό­τε­ρο ύπο­πτοι από μερι­κούς ιδε­ο­λο­γι­κά ακα­τά­στα­τους, ηθι­κά ανερ­μά­τι­στους και γνω­στι­κά ανε­παρ­κείς προλετάριους.

Όποιος έχει δια­βά­σει τις «Ανα­μνή­σεις» του Γιάν­νη Ιωαν­νί­δη, ένα μνη­μείο μαρ­ξί­ζου­σας αγραμ­μα­το­σύ­νης και εξορ­γι­στι­κού εμπει­ρι­σμού (παρέν­θε­ση _σσ. γεν­νή­θη­κε στο Καρς της Ρωσί­ας το 1907 και πέθα­νε στις το 1997. Έφη­βος εντά­χθη­κε στην ΟΚΝΕ και αργό­τε­ρα έγι­νε μέλος του ΚΚΕ, ιδιό­τη­τα που τη δια­τή­ρη­σε ως το τέλος της ζωής του. Το 1936, με τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, πιά­στη­κε και φυλα­κί­στη­κε. Πήρε μέρος στον πόλε­μο του 1940 και στην Κατο­χή εντά­χθη­κε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση. Ήταν αντάρ­της του 13ου Συντάγ­μα­τος του ΕΛΑΣ και κυνη­γή­θη­κε για την πατριω­τι­κή δρά­ση του δεί­τε και _Ριζοσπάστης “Προ­βο­κά­το­ρες και προ­βο­κά­τσιες”_κλείνει η παρέν­θε­ση), κατα­λα­βαί­νει καλύ­τε­ρα τι θέλω να πω, λέει ο Ραφαη­λί­δης. Και τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα» του Μάρ­κου Βαφειά­δη δεν είναι και τόσο καλύ­τε­ρα. Μ΄αυτό δεν θέλω να μειώ­σω καθό­λου την προ­σφο­ρά αυτών των σπου­δαί­ων αγω­νι­στών στο ελλη­νι­κό κομου­νι­στι­κό κίνη­μα. Θέλω να πω μόνο πως η παλι­κα­ριά δεν φτά­νει για μια κομου­νι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Χρειά­ζε­ται και σοβα­ρή γνώ­ση. Που τώρα, σε και­ρούς ειρη­νι­κούς και κάθε άλλο παρά επα­να­στα­τι­κούς, μπο­ρεί να απο­κτη­θεί ευκο­λό­τε­ρα. Όμως, δεν απο­χτιέ­ται. Ο εμπει­ρι­σμός είναι η κυρί­αρ­χη κατά­στα­ση στο ελλη­νι­κό αρι­στε­ρό κίνη­μα κι όχι μόνο σ΄αυτό, βέβαια.

Όταν λέμε «κομου­νι­στι­κή χώρα», σε καμιά περί­πτω­ση δεν εννο­ού­με μια χώρα που γέμι­σε κάρ­γα κομου­νι­στές. Ομοί­ως, δεν είναι γεμά­τα από κομου­νι­στές τα κομου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα. Οι αρι­βί­στες, οι γρα­φειο­κρά­τες και οι αφε­λείς περισ­σεύ­ουν παντού. Και στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση όχι απλώς περισ­σεύ­ουν, αλλά έχουν κατα­κυ­ριεύ­σει τα πάντα. Για να βρεις κομου­νι­στές από βαθιά πεποί­θη­ση, από ήθος κι από γνώ­ση πρέ­πει να ψάξεις με το φανά­ρι και κει κι εδώ και παντού. Ο κομου­νι­σμός ως ήθος και ως γνώ­ση είναι αγα­θό εν ανε­παρ­κεία. Και ωστό­σο, πρέ­πει να πορευ­τού­με εν ανε­παρ­κεία. Διό­τι, αν περι­μέ­να­με την επάρ­κεια, θα μπο­ρού­σα­με να περι­μέ­νου­με και την κομου­νι­στι­κή πλειο­ψη­φία στο Κοινοβούλιο!

Αλλά αυτό δεν ανα­μέ­νε­ται να συμ­βεί που­θε­νά στον κόσμο, τα προ­σε­χή πεντα­κό­σια χρό­νια. Λοι­πόν, μ΄όλες τους τις ατέ­λειες και τις μειο­νε­ξί­ες τα κομου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα, είτε κατέ­χουν την εξου­σία είτε όχι, έχουν να παί­ξουν ένα τερά­στιο ιστο­ρι­κό ρόλο: Οφεί­λουν να βγά­λουν τον καπι­τα­λι­σμό ή τα κατά­λοι­πά του από τα αδιέ­ξο­δα και να απο­δε­σμεύ­σουν προς όφε­λος όλων τις κολοσ­σιαί­ες δυνά­μεις που εγκλεί­ει η σημε­ρι­νή οικο­νο­μι­κή και τεχνο­λο­γι­κή ανά­πτυ­ξη. Είναι εκτός πάσης αμφι­σβη­τή­σε­ως, πως οι σημε­ρι­νές παρα­γω­γι­κές δυνά­μεις ουδε­μία ουσια­στι­κή σχέ­ση έχουν με τις σημε­ρι­νές παρα­γω­γι­κές σχέσεις.

Οι παρα­γω­γι­κές δυνά­μεις κοι­νω­νι­κο­ποιού­νται αυτό­μα­τα και αυθόρ­μη­τα. Όχι όμως και οι παρα­γω­γι­κές σχέ­σεις, που παρα­μέ­νουν καθη­λω­μέ­νες στο καθε­στώς της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, που εμπο­δί­ζει κατα­στρο­φι­κά την παρα­πέ­ρα ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων του καπι­τα­λι­σμού, ο οποί­ος, για να μην αυτο­κτο­νή­σει, κάνει συνε­χώς και περισ­σό­τε­ρες παρα­χω­ρή­σεις στο αίτη­μα για κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της παρα­γω­γής, χωρίς όμως να κάνει καμιά παρα­χώ­ρη­ση στο επεί­γον αίτη­μα για μια ριζι­κή αλλα­γή στις παρα­γω­γι­κές σχέ­σεις, που είναι κυρί­ως ιδιο­κτη­τι­κές σχέ­σεις, ανα­φε­ρό­με­νες στην κατο­χή των μέσων παραγωγής.

Τού­τη η αντί­φα­ση πρέ­πει να λυθεί πριν καταρ­ρεύ­σουν τα πάντα. Και την αντί­φα­ση εντέλ­λο­νται να τη λύσουν, με τον έναν ή τον άλλο τρό­πο, τα μαρ­ξι­στι­κά κόμ­μα­τα. Τα οποία ωστό­σο έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν και τις δικές τους, τις εσω-τερι­κές αντι­φά­σεις. Ο Ρού­ντολφ Μπά­ρο, ο επι­λε­γό­με­νος «νέος Μαρξ» απ ’ τους φανα­τι­κούς οπα­δούς του (με μια φανε­ρή δόση υπερ­βο­λής) λέει πως η κύρια ενδο­κο­μου­νι­στι­κή αντί­φα­ση είναι, σε ατο­μι­κό επί­πε­δο, το στα­θε­ρό έλλειμ­μα ανά­με­σα στην «πλε­ο­νά­ζου­σα συνεί­δη­ση» και την «ελλειμ­μα­τι­κή συνεί­δη­ση». Η ελλειμ­μα­τι­κή συνεί­δη­ση είναι το τυπι­κό γνώ­ρι­σμα του μικρο­α­στού, που είναι σε θέση να εγκα­τα­λεί­ψει στη μέση μια… επα­νά­στα­ση και να τρέ­ξει στο σπί­τι, αν η γυναί­κα του, του τηλε­φω­νή­σει και του πει πως ο μπέ­μπης… βήχει. σσ. Rudolf Bahro _ (1935 – 1997) ήταν αντι­φρο­νών συγ­γρα­φέ­ας από την Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία, ανα­γνω­ρι­σμέ­νος από τους αστούς ως μέγας φιλό­σο­φος, πολι­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα κλπ. έγι­νε ηγέ­της του δυτι­κο­γερ­μα­νι­κού κόμ­μα­τος των Πρά­σι­νων, αλλά απο­γοη­τεύ­τη­κε από την πολι­τι­κή του οργά­νω­ση, έφυ­γε από το κόμ­μα και το ΄ριξε στον πνευματισμό

Όσο ο Στάλιν κρατούσε το κνούτο, 
η συνείδηση γέμιζε με το ζόρι…

Όταν η αυστη­ρή επι­τή­ρη­ση στα­μά­τη­σε, ο μικρο­α­στός που μισο­κοι­μό­ταν φοβι­σμέ­νος ξύπνη­σε κι άρχι­σε να ονει­ρεύ­ε­ται την ατο­μι­κή του ευτυ­χία, ερή­μην της ευτυ­χί­ας των πάντων. Αυτός να ΄ναι καλά, κι οι άλλοι ας παν να κου­ρεύ­ο­νται. Είναι, λοι­πόν, ανά­γκη ν’ αλλά­ξουν οι εξω­τε­ρι­κές συν­θή­κες προ­κει­μέ­νου ν’ αλλά­ξει και η συνεί­δη­ση. Βέβαια, στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση οι εξω­τε­ρι­κές συν­θή­κες άλλα­ξαν. Όχι όμως σε τρό­πο που να επη­ρε­ά­ζουν τον καθέ­να χωριστά.

Ο ανα­με­νό­με­νος «νέος άνθρω­πος» θ’ αργή­σει να ρθει. Στη σημε­ρι­νή Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, ο «νέος άνθρω­πος» δεν είναι παρά ο παλιός γελοί­ος μικρο­α­στός με τη στα­θε­ρά ελλειμ­μα­τι­κή συνεί­δη­ση, που τον κάνει κλέ­φτη, οκνη­ρό και απα­τε­ώ­να, όπως και δω, όπως και παντού. Αυτό που έχει αλλά­ξει εκεί είναι η ανα­γκαία εξω­τε­ρι­κή συν­θή­κη για την εν και­ρώ αλλα­γή της ατο­μι­κής συνείδησης.

Για να απο­χτή­σουν οι άνθρω­ποι καπι­τα­λι­στι­κή συνεί­δη­ση και ν’ αλλά­ξουν το αυστη­ρά ιεραρ­χη­μέ­νο φεου­δαρ­χι­κό ηθι­κό σύστη­μα χρειά­στη­καν 400 χρό­νια. Για­τί, λοι­πόν, έχου­με την απαί­τη­ση ο «Σοβιε­τι­κός άνθρω­πος» να γίνει όντως ο «νέος άνθρω­πος» μέσα σε λιγό­τε­ρο από το ένα τέταρ­το του χρό­νου που χρειά­στη­κε ο «φεου­δαρ­χι­κός άνθρω­πος» για να γίνει «καπι­τα­λι­στι­κός άνθρωπος»;

Ίσως μάλι­στα, για να εμφα­νι­στεί ο «και­νού­ριος άνθρω­πος» χρεια­στούν περισ­σό­τε­ρο από τέσ­σε­ρις αιώ­νες. Για­τί ο γνή­σιος κομου­νι­στής, όπως τον φτιά­ξα­με στο νου μας μέσα απ9 τη θεω­ρία, είναι ένας σχε­δόν άγιος, του οποί­ου ωστό­σο η αγιό­τη­τα δεν είναι εξαρ­τη­μέ­νη απ9 το φόβο της κολά­σε­ως, γεγο­νός που κάνει τα πράγ­μα­τα ακό­μα πιο δύσκο­λα. Δεν έχει σημα­σία αν ο γνή­σιος κομου­νι­στής δεν εμφα­νι­στεί ποτέ στην «καθα­ρή» του μορ­φή. Σημα­σία έχει να μη χαθεί το ιδα­νι­κό, που κάνει τον κόσμο να κινεί­ται προς αυτό και να αυτοτελειώνεται.

Ό,τι είχε να κάνει ο καπι­τα­λι­σμός για την ευτυ­χία του ανθρώ­που, το έχει κάνει. Και έκα­νε πάρα πολ­λά. Και αν εμείς σήμε­ρα δυστυ­χού­με υπό καπι­τα­λι­στι­κό καθε­στώς, είναι για­τί δεν υπήρ­ξα­με ποτέ ούτε δού­λοι ούτε δου­λο­πά­ροι­κοι, για να κατα­λά­βου­με τι σημαί­νει κτη­νώ­δης δυστυ­χία, μια δυστυ­χία προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη απ9 τη γέν­νη­ση και χωρίς καμιά δυνα­τό­τη­τα βελ­τί­ω­σης της κατάστασης.

Είναι νηπιώ­δες λάθος να πιστεύ­ει κανείς πως ο καπι­τα­λι­σμός έκα­νε τον άνθρω­πο δυστυ­χέ­στε­ρο απ9 ό,τι ήταν πριν από την εμφά­νι­σή του. Τον έκα­νε ευτυ­χέ­στε­ρο, αυτό είναι από­λυ­τα βέβαιο. Ωστό­σο, αυτό δεν σημαί­νει πως δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει ακό­μα πιο ευτυ­χής. Μάλι­στα, το αίτη­μα του μαρ­ξι­σμού, νοού­με­νου απ9 την ηθι­κή του πλευ­ρά, δεν είναι απλώς η ευτυ­χία, αλλά μια ευτυ­χία για όλους. Καμιά ευτυ­χία δεν είναι δυνα­τή όταν ο άλλος δίπλα σου δυστυ­χεί. Καμιά ευτυ­χία δεν είναι δυνα­τή εδώ, όταν στην Αιθιο­πία και στο Μπα­γκλα­ντές οι άνθρω­ποι πεθαί­νουν απ 9 την πεί­να κι απ5 τη δίψα. Καμιά ηθι­κή δεν είναι πλέ­ον δυνα­τή έξω απ το σοσια­λι­σμό. Λοι­πόν, «σοσια­λι­σμός ή βαρ­βα­ρό­τη­τα». Άλλη λύση δεν υπάρχει.Ο στη­ριγ­μέ­νος στον κοι­νω­νι­κό δαρ­βι­νι­σμό καπι­τα­λι­σμός είναι ένα βαθιά απάν­θρω­πο σύστη­μα διό­τι πιστεύ­ει, όπως πίστευε και ο Δαρ­βί­νος για τα έμβια όντα εν γένει, πως επι­βιώ­νει ο ισχυρότερος.

Αυτό είχε, βέβαια, την αξία του τότε που ο ισχυ­ρό­τε­ρος έπαιρ­νε την ισχύ του απ9 την κατα­γω­γή του, αλλά η πτώ­ση της φεου­δαρ­χί­ας με τις κλει­στές κάστες, τις αυστη­ρές συντε­χνί­ες και την άτεγ­κτη ιεραρ­χία, δεν σημαί­νει πως κατ9 ανά­γκην πρέ­πει να ισχύ­ει για πάντα ο σημε­ρι­νός ηθι­κός κώδι­κας που αβα­ντά­ρει μια απ9 όλες τις ικα­νό­τη­τες που μπο­ρεί να έχει ο άνθρω­πος, την ικα­νό­τη­τα να συλ­λέ­γει χρή­μα­τα και να κάνει περιου­σία για προ­σω­πι­κό του όφε­λος και μόνο. Άλλω­στε, αυτή η ικα­νό­τη­τα δεν είναι η σπου­δαιό­τε­ρη. Και είναι πλή­θος ατέ­λειω­το οι καπι­τα­λι­στές που νιώ­θουν την ανά­γκη να έχουν φίλους καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νους. Ξέρουν πως ο πλού­τος από μόνος του είναι μεν ανα­γκαία αλλά όχι και επαρ­κής προ­ϋ­πό­θε­ση για την ευτυχία.

Κι εδώ που τα λέμε, ευκο­λό­τε­ρα βρί­σκει κανείς την ευτυ­χία στο Άγιο Όρος, παρά σε μια κοσμι­κή συγκέ­ντρω­ση ηλι­θί­ων και ολι­κά αφι­λο­σό­φη­των Κροί­σων, που δεν ξέρουν πού πάν τα πέντε, παρό­λο που ξέρουν πού πάν9 τα εκα­τομ­μύ­ρια. Σε τελι­κή ανά­λυ­ση τα εκα­τομ­μύ­ρια πάνε για το χτί­σι­μο ενός πολυ­τε­λούς μαυ­σω­λεί­ου στο νεκρο­τα­φείο, που θα στε­γά­σει ένα πτώ­μα που πάντα ήταν τέτοιο. Όλοι ξέρουν πως «δεν θα τα πάρουν μαζί τους», αλλά λίγοι έχουν συνεί­δη­ση πως μπο­ρεί ν9 αγο­ρά­σει κανείς τα πάντα με το χρή­μα, εκτός απ΄ το ήθος, το ταλέ­ντο, και την ευφυ­ΐα. Και το ζητού­με­νο είναι όλοι οι άνθρω­ποι να μπο­ρούν κάπο­τε να ανα­πτύ­ξουν το ήθος τους, το ταλέ­ντο τους και την ευφυ­ΐα τους, ώστε να μη νιώ­θουν αδι­κη­μέ­νοι κι απ΄αυτή τη μεριά. Για­τί, όπως έχουν τα πράγ­μα­τα σήμε­ρα, ο καθέ­νας θα μπο­ρού­σε να ισχυ­ρι­στεί πως αν είχε χρή­μα­τα θα γινό­ταν περί­που μια ιδιο­φυία. Αυτό το αστείο άλλο­θι που στη­ρί­ζε­ται στη γνώ­ση πως το χρή­μα είναι όντως ο βασι­κό­τε­ρος μοχλός για τα πάντα, αλλά μόνο μοχλός, πρέ­πει να λεί­ψει. Δεν είναι δυνα­τόν ο κάθε βλα­κέ­ντιος και ο κάθε ανί­κα­νος να παρι­στά­νει τον κάμπο­σο διό­τι αυτός ή ο μπα­μπάς του έτυ­χε να έχουν χρή­μα. Το σοσια­λι­σμό δεν τον θέλουν κυρί­ως αυτοί που δεν αισθά­νο­νται και τόσο ικα­νοί σ΄άλλα, πλην της κλο­πής και της απάτης.

Όπως θα δού­με, η τιμιό­τη­τα και ο καπι­τα­λι­σμός δεν συμ­βι­βά­ζο­νται σε καμιά περί­πτω­ση. Κανείς, βέβαια, δεν θα μπο­ρού­σε να ισχυ­ρι­στεί πως η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση γέμι­σε τίμιους ανθρώ­πους. Κάθε άλλο, μάλι­στα. Όμως, το σύστη­μα πρέ­πει να γίνει τέτοιο, ώστε να μην εκκο­λά­πτει την απά­τη και το δόλο. Η περε­στρόι­κα πριν απ’ το καθε­τί έχει ένα ηθι­κό νόη­μα: Πρέ­πει να δημιουρ­γη­θούν οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις ώστε να απα­λυν­θούν οι αρπα­χτι­κές δια­θέ­σεις του ζώου που κου­βα­λά­με όλοι μέσα μας.

Η επανάσταση του 1917 συνεχίζεται

Ο Μαρξ δεν ήταν μελ­λο­ντο­λό­γος. Δεν είπε απο­λύ­τως τίπο­τα για το πώς πρέ­πει να είναι η κομου­νι­στι­κή κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος. Αυτό που έκα­νε ο Μαρξ ήταν να μελε­τή­σει τον καπι­τα­λι­σμό με μια εκπλήσ­σου­σα σοφία και να δεί­ξει πως η πτώ­ση του είναι ανα­πό­φευ­κτη, και η δια­δο­χή του από το σοσια­λι­σμό ανα­γκαία. Η κοι­νω­νία που ονει­ρεύ­ε­ται ο Μαρξ δεν είναι ταξι­κή. Συνε­πώς οι ανα­τρο­πείς του καπι­τα­λι­σμού, οι προ­λε­τά­ριοι, δεν διεκ­δι­κούν την εξου­σία για λογα­ρια­σμό τους. Δεν θέλουν να βάλουν υπό τον έλεγ­χό τους τις άλλες τάξεις _ θέλουν να καταρ­γή­σουν τις τάξεις, κι αυτός είναι ο ιστο­ρι­κός τους ρόλος. Όμως, για να το πετύ­χουν πρέ­πει πρώ­τα να εγκα­θι­δρύ­σουν την περί­φη­μη «δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του» που την ονο­μά­ζει έτσι ο Μαρξ, για­τί δεν έχει καμιά πρό­θε­ση να κρύ­ψει πως μια οποια­δή­πο­τε τάξη που εξου­σιά­ζει, ποτέ δεν εξου­σιά­ζει δημοκρατικά.

Αυτό που λέγε­ται «αστι­κή δημο­κρα­τία» δεν είναι παρά μια δικτα­το­ρία της αστι­κής τάξης, που ντρέ­πε­ται να πει το όνο­μά της. Δεν σημαί­νει τίπο­τα να ψηφί­ζεις κάθε τέσ­σε­ρα χρό­νια, όταν δεν μπο­ρείς να… εκλέ­ξεις το αφε­ντι­κό σου, και αν χρεια­στεί να το διώ­ξεις. Άλλω­στε, την πραγ­μα­τι­κή πολι­τι­κή εξου­σία την ασκούν αυτοί που ασκούν την οικο­νο­μι­κή εξου­σία. Και οι αστοί πολι­τι­κοί δεν κάνουν τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο απ ’ το να βοη­θούν τους κατό­χους των μέσων παρα­γω­γής, να παρα­μεί­νουν κάτο­χοι των μέσων παρα­γω­γής και να τα χρη­σι­μο­ποιούν για προ­σω­πι­κό τους όφε­λος, αδια­φο­ρώ­ντας τόσο για το όφε­λος του παρα­δί­πλα καπι­τα­λι­στή όσο και για το όφε­λος όσων εργά­ζο­νται για λογα­ρια­σμό του.

Η αστι­κή δημο­κρα­τία είναι μια γελοία μπλό­φα. Η αστι­κή δημο­κρα­τία δια­φο­ρο­ποιεί­ται και παραλ­λάσ­σει, γινό­με­νη περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο δημο­κρα­τι­κή κατά τις περι­στά­σεις, και συχνά απρο­κά­λυ­πτα δικτα­το­ρι­κή (φασι­σμός), παρα­μέ­νο­ντας ωστό­σο σ’ όλες τις περι­πτώ­σεις μια μπλό­φα. Εκτός, βέβαια, από κεί­νες τις περι­πτώ­σεις κατά τις οποί­ες υπο­χρε­ώ­νε­ται να δεί­ξει το πραγ­μα­τι­κό της πρό­σω­πο με μια απρο­κά­λυ­πτη φασι­στι­κή δικτα­το­ρία. (Ο φασι­σμός είναι η ακραία πολι­τι­κή μορ­φή του καπι­τα­λι­σμού και, βέβαια, είναι ο πιο «καθα­ρός» καπι­τα­λι­σμός που θα μπο­ρού­σε να υπάρξει.)

Ο Μαρξ όχι μόνο δεν είπε τίπο­τα για το πώς πρέ­πει να είναι οργανωμένη …
(συνε­χί­ζε­ται)

Αυτο­πα­ρου­σί­α­ση
Ο Βασί­λης Ραφαη­λί­δης γεν­νή­θη­κε το 1934 στα Σερ­βία της Κοζά­νης. Μέχρι το 1946 ζει στο χωριό της δασκά­λας μάνας του, το Βελ­βεν­δό της Κοζά­νης όπου βρί­σκει προ­σω­ρι­νό κατα­φύ­γιο και ο περι­πλα­νώ­με­νος Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­της πατέ­ρας του. Το 1943 ακο­λου­θεί στο βου­νό τους αντάρ­τες γονείς του, μαζί με τον αδερ­φό του. Τα γυμνα­σια­κά-του χρό­νια, που συμπί­πτουν μ΄ αυτά του Εμφυ­λί­ου Πολέ­μου, τα περ­νά­ει στην Καστο­ριά, όπου εγκα­θί­στα­ται η οικο­γέ­νεια με το δάσκα­λο — φιλό­λο­γο — πατέ­ρα τους, που υπη­ρε­τεί εκεί. Ωστό­σο, η Ασφά­λεια χαλά­ει το παι­δα­γω­γι­κό σχέ­διο φυλα­κί­ζο­ντας και εξο­ρί­ζο­ντας τον πατέ­ρα στη διάρ­κεια του Εμφυ­λί­ου Πολέ­μου. Το 1953 εγκα­θί­στα­ται στην Αθή­να μόνος-του, προ­σπα­θώ­ντας να τα βολέ­ψει όπως όπως. Το 1959 εγγρά­φε­ται σε μια ιδιω­τι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή Σχο­λή, επι­χει­ρώ­ντας να σπου­δά­σει (τρό­πος του λέγειν) κινη­μα­το­γρά­φο. Με την απο­φοί­τη­ση δου­λεύ­ει σαν βοη­θός του Νίκου Κούν­δου­ρου και του Ροβή­ρου Μαν­θού­λη, και το 1963 γυρί­ζει δυο ται­νί­ες μικρού μήκους. Το 1964 δου­λεύ­ει στην Αλγε­ρία σαν σκη­νο­θέ­της στο υπό δια­μόρ­φω­ση Ινστι­τού­το Κινη­μα­το­γρα­φί­ας της νεο­α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νης χώρας, και σαν δημο­σιο­γρά­φος. Το 1963 πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται σαν ερα­σι­τέ­χνης κινη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός απ’ το περιο­δι­κό Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης. Επαγ­γελ­μα­τί­ας κινη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός γίνε­ται το 1965, αμέ­σως μετά την επι­στρο­φή-του απ’ την Αλγε­ρία, στην εφη­με­ρί­δα Δημο­κρα­τι­κή Αλλα­γή. Τού­το το επαγ­γελ­μα­τι­κό βόλε­μα ήταν η αιτία που εγκα­τέ­λει­ψε την πρα­χτι­κή ενα­σχό­λη­ση με τον επαγ­γελ­μα­τι­κά αβέ­βαιο κινη­μα­το­γρά­φο. Το 1966 με τον Αλέ­ξη Γρί­βα εκδί­δουν το περιο­δι­κό Ελλη­νι­κός Κινη­μα­το­γρά­φος που κλεί­νει με τη χού­ντα. Το 1968, μετά την απο­φυ­λά­κι­σή-του απ’ τη φυλα­κή της Αίγι­νας εκδί­δει, μαζί με τον Θόδω­ρο Αγγε­λό­που­λο στην αρχή, και πολ­λούς άλλους στη συνέ­χεια, το περιο­δι­κό Σύγ­χρο­νος Κινη­μα­το­γρά­φος, και το διευ­θύ­νει μέχρι το 1973 που το εγκα­τα­λεί­πει, κου­ρα­σμέ­νος απ΄ τις ίντρι­γκες. Απ’ το 1963 και μέχρι “σήμε­ρα” (σσ. έφυ­γε από τη ζωή 65+ χρό­νων, 8_Σεπ_2000), με ενδιά­με­σα ανα­γκα­στι­κά δια­λείμ­μα­τα, διδά­σκει στην Επαγ­γελ­μα­τι­κή Σχο­λή Κινη­μα­το­γρά­φου (Σταυ­ρά­κου). Δίδα­ξε, ακό­μα, σε πολ­λά κινη­μα­το­γρα­φι­κά σεμι­νά­ρια στην «Ώρα», το Γαλ­λι­κό Ινστι­τού­το, το Ινστι­τού­το Γκαί­τε και την «Τέχνη» Θεσ­σα­λο­νί­κης. Το πρώ­το απ5 αυτά τα σεμι­νά­ρια εκδό­θη­κε το 1970 σε βιβλίο με τον τίτλο «12 μαθή­μα­τα για τον κινη­μα­το­γρά­φο» απ5 τον Ασα­ντούρ Μπα­χα­ριάν (Ώρα), τον άνθρω­πο που είχε την ιδέα για μια λαϊ­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή παι­δεία. Το 1982 οι εκδό­σεις Αι- γόκε­ρως κυκλο­φο­ρούν μια πεντά­το­μη επι­λο­γή απ5 τις κινη­μα­το­γρα­φι­κές κρι­τι­κές-του με τον τίτλο «Λεξι­κό ται­νιών». Απ’ το 1974 και μέχρι το κλεί­σι­μό-της δου­λεύ­ει στην εφη­με­ρί­δα Το Βήμα σαν κινη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός και ρεπόρ­τερ. Απ* το Σεπτέμ­βρη του 1983 δου­λεύ­ει στην εφη­με­ρί­δα Έθνος σαν κινη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός και επιφυλλιδογράφος.

Ανα­λυ­τι­κά τα έργα του είναι:

—         12 Μαθή­μα­τα για τον Κινη­μα­το­γρά­φο (ΩΡΑ)
—         Λεξι­κό Ται­νιών, 5 τόμοι, (Αιγό­κε­ρως)
—         Κινη­μα­το­γρα­φι­κά Θέμα­τα, 6 τόμοι, (Αιγό­κε­ρως)
—         Φιλ­μο­κα­τα­σκευή, μια μέθο­δος ανά­γνω­σης του φιλμ, (Αιγό­κε­ρως)
—         Το ομι­χλώ­δες τοπίο της Ιστο­ρί­ας (Αιγό­κε­ρως)
—         Τα μαλ­λιά του φαλα­κρού δολο­φό­νου (Αιγό­κε­ρως)
—         Κεί­με­να στο Έθνος, 4 τόμοι (Θέμα)
—         Κεί­με­να για τον Μαρξ, (Θέμα)
—         Έλλη­νες και Νεο­έλ­λη­νες, (Θέμα)
—         Πολι­τι­κά Ταξί­δια, (Θέμα)
—         Νεο­ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία της αρχαί­ας Ελλά­δας, (Θέμα)

Να προ­σθέ­σου­με

Το 1943 ακο­λου­θώ­ντας στο βου­νό τους αντάρ­τες γονείς του μαζί με τον αδερ­φό του, θεω­ρή­θη­κε ότι σκο­τώ­θη­κε έτσι η για­γιά του και άλλοι χωρια­νοί έκα­ναν «εικο­νι­κή» κηδεία! Μετά δε την επι­στρο­φή του, παρου­σία του ίδιου έγι­νε η αντί­στρο­φη δια­δι­κα­σία εκτα­φής… Το γεγο­νός αυτό, στιγ­μά­τι­σε το Β. Ραφαη­λί­δη σ’ όλη του τη ζωή. Τα γυμνα­σια­κά του χρό­νια (περί­ο­δος Εμφύ­λιου), τα περ­νά­ει στην Καστο­ριά, όπου εγκα­θί­στα­ται η οικο­γέ­νεια μαζί με το φιλό­λο­γο πατέ­ρα, που υπη­ρε­τεί εκεί. Ωστό­σο, η Ασφά­λεια χαλά­ει το παι­δα­γω­γι­κό σχέ­διο φυλα­κί­ζο­ντας και εξο­ρί­ζο­ντας τον πατέ­ρα του.

Πλού­σιο συγ­γρα­φι­κό έργο

Όπως ανα­φέ­ρει συλ­λυ­πη­τή­ρια ανα­κοί­νω­ση της ΕΣΗΕΑ για το θάνα­τό του, η επαγ­γελ­μα­τι­κή στα­διο­δρο­μία του Β. Ραφαη­λί­δη αρχί­ζει από το 1962, ως κινη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός του περιο­δι­κού «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης», και από το 1965 ως και το 1967 εργά­ζε­ται στην εφη­με­ρί­δα «Δημο­κρα­τι­κή Αλλα­γή». Μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση, από το 1974 έως το 1983, απα­σχο­λεί­ται ως κινη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός και ελεύ­θε­ρος συντά­κτης στην εφη­με­ρί­δα «Το Βήμα». Τον ίδιο χρό­νο, 1983, αρχί­ζει τη συνερ­γα­σία του με την εφη­με­ρί­δα «Έθνος», ως σχο­λιο­γρά­φος, αρθρο­γρά­φος και κινη­μα­το­γρα­φι­κός κρι­τι­κός, η οποία κρά­τη­σε έως τον Οκτώ­βρη του 1998. Κατό­πιν συντα­ξιο­δο­τή­θη­κε και τον τελευ­ταίο χρό­νο συνερ­γα­ζό­ταν με την «Ελευ­θε­ρο­τυ­πία». Υπήρ­ξε ακό­μη συνερ­γά­της των περιο­δι­κών «Ταχυ­δρό­μος», «Ελλη­νι­κός Κινη­μα­το­γρά­φος», «Σύγ­χρο­νος Κινη­μα­το­γρά­φος», «Δια­βά­ζω», «Θέα­τρο» και «Λέξη».

Στη συγ­γρα­φι­κή του δρά­ση, πέρα από τα «12 Μαθή­μα­τα για τον Κινη­μα­το­γρά­φο», συγκα­τα­λέ­γο­νται και τα: «Λεξι­κό Ται­νιών», «Κινη­μα­το­γρα­φι­κά θέμα­τα», «Μια μέθο­δος ανά­γνω­σης του φιλμ», «Το ομι­χλώ­δες τοπίο της ιστο­ρί­ας στον Αγγε­λό­που­λο», «Κεί­με­να για τον Μαρξ», «Πολι­τι­κά Ταξί­δια», «Ελλη­νες και Νεο­έλ­λη­νες», «Η περι­πέ­τεια του μαρ­ξι­σμού», «Η δύσκο­λη ζωή ενός Έλλη­να», «Τα μαλ­λιά του φαλα­κρού δολο­φό­νου», «Νεο­ελ­λη­νι­κή Ιστο­ρία της Αρχαί­ας Ελλά­δας», «Η κρυ­φή γοη­τεία της μπουρ­ζουα­ζί­ας», «Οι λαοί της Ευρώ­πης», «Οι πρό­γο­νοι των Ευρω­παί­ων», «Ιστο­ρία (κωμι­κο­τρα­γι­κή) του νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους», «Το βλέμ­μα του ποι­η­τή», «Στοι­χειώ­δης Αισθη­τι­κή», «Θερ­μοί και ψυχροί πόλε­μοι», «Οι λαοί της Μ. Ανα­το­λής» κ.ά.

Βασί­λης Ραφαη­λί­δης \ Τίτλοι (κάποια συλ­λο­γι­κά _αρκετά εξα­ντλη­μέ­να, ορι­σμέ­να έχουν επα­νεκ­δο­θεί σε 2η και 3η έκδοση)

  • Τα μαλ­λιά του φαλα­κρού δολο­φό­νου Αιγό­κε­ρως _Αθήνα, 2022_ISBN: 978–960-322–678-9_ Κυκλοφορεί
  • Ιστο­ρία (κωμι­κο­τρα­γι­κή) του νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους, 1830–1974 Εκδό­σεις του Εικο­στού Πρώ­του _Αθήνα, 2018 _ISBN: 978–618-5118–29‑7 Κυκλοφορεί
  • Θόδω­ρος Αγγε­λό­που­λος 53ο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης, 2012
  • Νεο­ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία της αρχαί­ας Ελλά­δας _Από την ελλη­νι­κή αρχή στην αρχή της ελλη­νι­κής παρακ­μής Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του _Αθήνα, 2010 _ISBN: 978–960-8219–67‑0
  • Δήμος Θέος _Αιγόκερως _Αθήνα, 2006 _ISBN: 978–960-322–267‑5 _Κυκλοφορεί
  • Η μυθι­κή ιστο­ρία των Εβραί­ων Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του Αθή­να, 2005 ISBN: 978–960-8219–37‑3
  • Αντουα­νέτ­τα Αγγε­λί­δη _Αιγόκερως Αθή­να, 2005 _ISBN: 978–960-322–249‑1
  • Víctor Erice Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης, 2004
  • Κώστας Σφή­κας Αιγό­κε­ρως Αθή­να, 2004 ISBN: 978–960-322–220‑0
  • Πέρα από τον κινη­μα­το­γρά­φο Εκδ Εικο­στού Πρώ­του Αθή­να, 2003 ISBN: 978–960-8219–20‑5
  • Για τον Βαλ­τι­νό _Κριτικά κεί­με­να _Αιγαίον Λευ­κω­σία, 2003 ISBN: 978‑9963-596–79‑9
  • Άρα­βες _Εκδ Εικο­στού Πρώ­του _Αθήνα, 2003 ISBN: 978–960-8219–15‑1
  • Το μοντάζ _Αιγόκερως Αθή­να, 2003 ISBN: 978–960-322–225‑5
  • Λεξι­κό ται­νιών Με κρι­τι­κές του Βασί­λη Ραφαη­λί­δη: Ελλη­νι­κός κινη­μα­το­γρά­φος _Αιγόκερως Αθή­να, 2003 ISBN: 978–960-322–196‑8
  • Ταξί­δι στον μύθο _Δια της ιστο­ρί­ας και στην ιστο­ρία δια του μύθου Αιγό­κε­ρως Αθή­να, 2003 ISBN: 978–960-322–183‑8
  • Λεξι­κό ται­νιών Με κρι­τι­κές του Βασί­λη Ραφαη­λί­δη: Α‑Μ _Αιγόκερως Αθή­να, 2003 ISBN: 978–960-322–194‑4
  • Λεξι­κό ται­νιών Με κρι­τι­κές του Βασί­λη Ραφαη­λί­δη: Ν‑Ω Αιγό­κε­ρως Αθή­να, 2003 ISBN: 978–960-322–195‑1
  • Commedia all’ Italiana Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης 2002 ISBN: 978–960-87249–0‑7
  • Κώστας Γαβράς Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης 2001 ISBN: 978–960-87249–3‑8
  • Eric Rohmer Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης 2001 ISBN: 978–960-86572–5‑0
  • Καπι­τα­λι­σμός _Η κρυ­φή γοη­τεία της μπουρ­ζουα­ζί­ας Εκδ. του Εικο­στού Πρώ­του Αθή­να, 2000 ISBN: 978–960-7058–95‑9
  • Luis Buñuel Εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη Αθή­να, 2000 ISBN: 978–960-03–2899‑8 Εξαντλημένο
  • Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης 2000 Αιγό­κε­ρως 2000 ISBN: 978–960-322–156‑2 Εξαντλημένο
  • Jerzy Skolimowski 41o Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης, 2000 ISBN: 978–960-86572–4‑3
  • Η μεγά­λη περι­πέ­τεια του μαρ­ξι­σμού Εκδ Εικο­στού Πρώ­του 1990 ISBN: 960‑7058-05–4 _υπάρχουν δύο επανεκδόσεις
  • Πέρα από τον κινηματογράφο1999 ISBN: 978–960-7058–79‑9
  • Οι λαοί της Μέσης Ανα­το­λής, 1998 ISBN: 978–960-7058–77‑5
  • Ken Loach 39ο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης Εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη Αθή­να, 1998 ISBN: 978–960-03–2331‑3 Εξαντλημένο
  • Είκο­σι ένα κεί­με­να για τη Μαλ­βί­να Το Ποντί­κι 1998 ISBN: 978–960-8402–53‑9
  • Claude Chabrol Εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη Αθή­να, 1997 ISBN: 978–960-03–2017‑6
  • Επα­να­στα­τι­κά και απε­λευ­θε­ρω­τι­κά κινή­μα­τα Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του Αθή­να, 1997 ISBN: 978–960-7058–64‑5
  • Θερ­μοί και ψυχροί πόλε­μοι _Δημοκράτες και φασί­στες ενα­ντί­ον κομου­νι­στών: Δημο­κρά­τες και κομου­νι­στές ενα­ντί­ων φασι­στών ‑Εκδ Εικο­στού Πρώ­του Αθή­να, 1996 ISBN: 978–960-7058–56‑0
  • 12 μαθή­μα­τα για τον κινη­μα­το­γρά­φο Αιγό­κε­ρως Αθή­να, 1996 ISBN: 978–960-322–082‑4
  • Η κρυ­φή γοη­τεία της μπουρ­ζουα­ζί­ας Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του _Αθήνα, 1996 ISBN: 978–960-7058–07‑2
  • Το βλέμ­μα του ποι­η­τή ‑6 κεί­με­να για την ται­νία του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου το βλέμ­μα του Οδυσ­σέα _Αιγόκερως, 1996 ISBN: 978–960-322–078‑7 Εξαντλημένο
  • Λαοί της Ευρώ­πης: Κατα­γω­γή και εθνι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του ‑Αθή­να, 1996 ISBN: 978–960-7058–48‑5
  • Ελλη­νι­κός κινη­μα­το­γρά­φος Κρι­τι­κή 1965–1995 ‑Αιγό­κε­ρως, 1995 ISBN: 978–960-322–069‑5 Εξαντλημένο
  • 20 κεί­με­να για 127 αιρέ­σεις Με αιρε­τι­κά σχέ­δια του Τάκι(ς) Αλε­ξί­ου Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του, 1995 ISBN: 978–960-7058–37‑9 Εξαντλημένο
  • Μυθ-ιστο­ρία των βάρ­βα­ρων προ­γό­νων των σημε­ρι­νών Ευρω­παί­ων Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του Αθή­να, 1995 ISBN: 978–960-7058–39‑3
  • Ναγκί­σα Όσι­μα 35ο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης Εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη, 1994
  • Οι λαοί των Βαλ­κα­νί­ων Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του, 1994 ISBN: 978–960-7058–28‑7
  • Ιστο­ρία (κωμι­κο­τρα­γι­κή) του νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους 1830–1974 Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του, 1993 ISBN: 978–960-7058–23‑2 Εξαντλημένο
  • Μνη­μό­συ­νο για έναν ημι­τε­λή θάνα­το _Η δύσκο­λη ζωή ενός ταλαί­πω­ρου Έλλη­να Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του 1992 ISBN: 978–960-7058–16‑4
  • Στοι­χειώ­δης αισθη­τι­κή Εκδ. Εικο­στού Πρώ­του, 1992 ISBN: 978–960-7058–18‑8
  • Κινη­μα­το­γρα­φι­κά θέμα­τα _Κινηματογραφικά κεί­με­να στο ΄Εθνος 1988–1989 _Αιγόκερως, 1990 Εξαντλημένο
  • Τα μαλ­λιά του φαλα­κρού δολο­φό­νου _Υπόθεση Νάσιου­τζικ Αιγό­κε­ρως, 1989 Εξαντλημένο
  • Κινη­μα­το­γρα­φι­κά κεί­με­να στο ΄Εθνος 1987–1988 Αιγό­κε­ρως 1988 Εξαντλημένο
  • Κινη­μα­το­γρα­φι­κά κεί­με­να στο Έθνος 1986–1987 Αιγό­κε­ρως, 1987 Εξαντλημένο
  • Κινη­μα­το­γρα­φι­κά κεί­με­να στο Έθνος 1982–1984 Αιγό­κε­ρως, 1985 Εξαντλημένο
  • Κινη­μα­το­γρα­φι­κά κεί­με­να στο Έθνος 1984–1985 Αιγό­κε­ρως, 1985 Εξαντλημένο
  • Φιλ­μο­κα­τα­σκευή \ Μια μέθο­δος ανά­γνω­σης του φιλμ Αιγό­κε­ρως, 1984
  • Το ομι­χλώ­δες τοπίο της ιστο­ρί­ας _Πέντε κεί­με­να για τον Αγγε­λό­που­λο Αιγό­κε­ρως Αθή­να, Εξαντλημένο

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο