Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ… (στα χρόνια της Κατοχής 1941–1944)

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

politehnio-mnimio

Το μνη­μείο των σκο­τω­μέ­νων φοι­τη­τών του Ε.Μ.Π. στην Κατοχή

Δίπλα στο Μνη­μείο των νεκρών της εξέ­γερ­σης του Πολυ­τε­χνεί­ου το Νοέμ­βρη του 1973 ορθώ­νε­ται μια μαρ­μά­ρι­νη στή­λη με τα ονό­μα­τα των νεκρών φοι­τη­τών του Ε.Μ.Π που αγω­νί­στη­καν ενα­ντί­ον των κατα­κτη­τών στο διά­στη­μα 1941 – 1944 μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ Νέων της Σπου­δά­ζου­σας και του Λόχου Σπου­δα­στών του ΕΛΑΣ (Λόχος λόρ­δος Μπά­υ­ρον μετο­νο­μά­στη­κε στα Δεκεμβριανά).

Το Πολυ­τε­χνείο, χώρος ιερός  και αιμα­το­βαμ­μέ­νος, υπήρ­ξε «Κάστρο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης στην Αθή­να» και  η πόρ­τα του παρα­βιά­στη­κε τρεις φορές: 6 Μάρ­τη 1942, 5 Δεκέμ­βρη 1944, 17 Νοέμ­βρη 1973.

«Ήταν 6 Μαρ­τί­ου 1942. Το Πολυ­τε­χνείο απερ­γού­σε. Ένας σπου­δα­στής μπή­κε λαχα­νια­σμέ­νος στη Λέσχη μας και μας είπε ότι από την είσο­δο της οδού Πατη­σί­ων, μια ομά­δα χαφιέ­δων μπή­κε στην αυλή του Πολυ­τε­χνεί­ου. Αρπά­ξα­με ο καθέ­νας ό,τι βρή­κε μπρο­στά του, ένα ξύλο ή σιδε­ρο­δο­κό και κατε­βή­κα­με τρέ­χο­ντας, οπό­τε βρε­θή­κα­με μπρο­στά σε ένα θέα­μα που μας άφη­σε άναυ­δους. Είδα­με τον Ν.Κιτσίκη ( σημ: ο αγω­νι­στής Πρύ­τα­νης του Πολυ­τε­χνεί­ου) ανα­σκου­μπω­μέ­νο να παλεύ­ει με τους χαφιέ­δες και να τους σπρώ­χνει προς την έξοδο.

Σε λίγο πετά­χτη­καν όλοι οι χαφιέ­δες έξω.

Από τότε και μέχρι την Απε­λευ­θέ­ρω­ση δεν παρα­βιά­στη­κε άλλη φορά το Πολυ­τε­χνεια­κό άσυλο.

Η δεύ­τε­ρη παρα­βί­α­ση έγι­νε στις 5 Δεκέμ­βρη του 1944, στη μάχη του ΕΛΑΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ με τους Άγγλους επεμ­βα­σί­ες, στο Πολυ­τε­χνείο, όταν ένα από τα εγγλέ­ζι­κα τανκς έσπα­σε την κλει­δα­ριά και άνοι­ξε διά­πλα­τα τη σιδε­ρέ­νια πόρ­τα της οδού Πατη­σί­ων για να εισβά­λουν στην αυλή του Πολυ­τε­χνεί­ου οι πάνο­πλοι Βρε­τα­νοί στρατιώτες.

Η τρί­τη παρα­βί­α­ση ήταν στις 17 Νοέμ­βρη 1973 όταν το τανκς της Χού­ντας των Συνταγ­μα­ταρ­χών γκρέ­μι­σε την πόρ­τα αυτή για να εισβά­λουν οι πάνο­πλοι στρα­τιώ­τες και να δια­λύ­σουν τους εξε­γερ­μέ­νους φοι­τη­τές. Από τότε αυτή η πόρ­τα μένει κλει­δω­μέ­νη και ανοί­γει κάθε χρό­νο, στην επέ­τειο της 17 Νοέμβρη.»

Ο Φοί­βος Τσέ­κε­ρης, αρχι­τέ­κτο­νας και συγ­γρα­φέ­ας, στο βιβλίο του «ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. Από τους αγώ­νες με τη Σπου­δά­ζου­σα», μας παρα­δί­νει μια πολύ­τι­μη μαρ­τυ­ρία και ένα ανε­κτί­μη­το ντο­κου­μέ­ντο από τους αγώ­νες των νέων της επο­χής του για την Εθνι­κή Ανεξαρτησία.

Ο ίδιος ήταν φοι­τη­τής της Αρχι­τε­κτο­νι­κής στο Ε.Μ.Π κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής. Πήρε μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση μέσα από τις γραμ­μές της Ο.Κ.Ν.Ε και του ΕΑΜ Νέων της Σπου­δά­ζου­σας. Το 1943 έγι­νε μέλος της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Το 1944 ήταν διμοι­ρί­της της Διμοι­ρί­ας του Ε.Μ.Π και του Λόχου Σπου­δα­στών του ΕΛΑΣ, που στα Δεκεμ­βρια­νά έγι­νε Λόχος λόρ­δος Μπά­υ­ρον. Συνε­λή­φθη κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής από τους Ιτα­λούς και τους Γερ­μα­νούς, βασα­νί­στη­κε και φυλα­κί­στη­κε. Τραυ­μα­τί­στη­κε βαριά στη μάχη που έγι­νε μέσα στο Πολυ­τε­χνείο στις 5 Δεκεμ­βρί­ου 1944.

politehnio-nekroi-katohi

Σπου­δα­στές του Ε.Μ.Π. που σκο­τώ­θη­καν στην Κατοχή

«….Το από­γευ­μα της ίδιας μέρας, 5 του Δεκέμ­βρη, είχα­νε ανά­ψει για καλά οι μάχες  στο κέντρο της Αθήνας.

Ακρο­βο­λι­σμέ­νοι και τοί­χο – τοί­χο, ο ένας πίσω από τον άλλο κατε­βή­κα­με στην πλα­τεία Εξαρ­χεί­ων κι από κει κατη­φο­ρί­σα­με τη Στουρ­νά­ρα προς το Πολυ­τε­χνείο. Ολό­κλη­ρος ο δρό­μος βαλ­λό­τα­νε από τη Γενι­κή Ασφά­λεια που βρι­σκό­ταν στη γωνία Πατη­σί­ων και Στουρνάρα[…]

Μπή­κα­με στο Πολυ­τε­χνείο από τα παρά­θυ­ρα της λέσχης  και σκορ­πί­σα­με ώστε να κατα­λά­βου­με όλα τα κτί­ρια του[…]

Δεν πέρα­σε λίγη ώρα και έγι­νε το μεγά­λο κακό. Θάμα­στε καμιά δεκα­ριά που είχα­με βγει στον απυ­ρό­βλη­το διά­δρο­μο για να ξεκου­ρα­στού­με. Μερι­κοί για να καπνί­σου­νε ένα τσι­γά­ρο ώσπου να κρυώ­σου­νε οι αρα­βί­δες τους. Οι υπό­λοι­ποι απ’ τα παρά­θυ­ρα συνε­χί­ζα­νε τη μάχη. Ξαφ­νι­κά είδα­με στην άκρη του δια­δρό­μου, αυτό­μα­τα να ξερ­νά­νε φωτιά κατά πάνω μας. Σε λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα βρε­θή­κα­με όλοι τρυ­πη­μέ­νοι από τις σφαί­ρες των Εγγλέ­ζων να σφα­δά­ζου­με πάνω στο τσι­με­ντέ­νιο δάπε­δο, να βογκά­με και να ζητά­με βοή­θεια, ενώ οι σφαί­ρες εξα­κο­λου­θού­σα­νε να ρίχνο­νται κατά πάνω μας. Όπως στε­κό­μα­στε εκεί ανύ­πο­πτοι και απρο­στά­τευ­τοι, τους δώσα­με εύκο­λο στό­χο και κανείς δε γλί­τω­σε απ’ αυτή την απαί­σια σφα­γή. Μια σφα­γή άναν­δρη και εγκλη­μα­τι­κή, για­τί μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή δεν είχα­με εχθρο­πρα­ξί­ες με τους Εγγλέ­ζους. Δεν είχα­με ανταλ­λά­ξει πυρά και προ­σπα­θού­σα­με να τους πεί­σου­με ότι δεν πρέ­πει να ανα­μι­χθούν στη διέ­νε­ξη που είχα­με εμείς με την κυβέρ­νη­σή μας.

Δεν έχει ξεκα­θα­ρι­στεί πως οι Εγγλέ­ζοι φτά­σα­νε μέχρι εκεί, χωρίς να τους ενο­χλή­σει κανέ­νας, ώστε να μας βρού­νε ακά­λυ­πτους και να μας θερίσουν.

Απ’ ότι μάθα­με αργό­τε­ρα, κάποιος κλη­τή­ρας του Πολυ­τε­χνεί­ου που ήξε­ρε καλά τα κατα­τό­πια, τους έμπα­σε κρυ­φά από το υπό­γειο και από σκά­λα, της οποί­ας αγνο­ού­σα­με την ύπαρ­ξη ώστε να τη φυλάμε.

Μετά απ’ αυτόν τον ξαφ­νι­κό αιφ­νι­δια­σμό, όσοι πολε­μού­σα­νε απ’ τα παρά­θυ­ρα, όπως ήτα­νε φυσι­κό, εγκα­τα­λεί­ψα­νε τις θέσεις τους και ενω­θή­κα­νε με την ομά­δα που βρι­σκό­ταν στο κτί­ριο της Αρχι­τε­κτο­νι­κής. Κι εμείς μεί­να­με στο έλε­ος των Εγγλέ­ζων, πεσμέ­νοι πάνω στο δάπε­δο του δια­δρό­μου, πνιγ­μέ­νοι στα αίμα­τά μας, να βογκά­με και μερι­κοί να ξεψυχάνε.

politehnio-tasos

Προ­σπά­θη­σα να δια­τη­ρή­σω την ψυχραι­μία μου. Να κατα­λά­βω πόσες σφαί­ρες με είχα­νε χτυ­πή­σει. Τα πόδια μου και τα δυο τα αισθα­νό­μου­να σα λιω­μέ­να. Η πρώ­τη μου σκέ­ψη ήτα­νε, να απο­μα­κρυν­θώ από το μέρος που βρί­σκο­νταν αυτοί που μας χτυ­πή­σα­νε, και να πλη­σιά­σω προς τους δικούς μας για να με περι­θάλ­ψου­νε. Άρχι­σα να σέρ­νο­μαι στο διά­δρο­μο. Σύρ­θη­κα περί­που 30 μέτρα. Βγή­κα από την πόρ­τα στο πλα­τύ­σκα­λο και γαν­τζώ­νο­ντας τα χέρια μου στα σκα­λιά, κατά­φε­ρα να κατέ­βω τη μικρή μαρ­μά­ρι­νη σκά­λα, που έβγα­ζε στην αυλή του Πολυτεχνείου.

Βρέ­θη­κα στην αυλή και σύρ­θη­κα καμιά δεκα­ριά μέτρα προς τα εκεί που ήτα­νε οι δικοί μας, με την ελπί­δα ότι κάποιοι θα έρθου­νε να με πάρου­νε. Εκεί οι δυνά­μεις μου με εγκα­τα­λεί­ψα­νε και στα­μά­τη­σα την προ­σπά­θεια να προ­χω­ρή­σω άλλο.

Το μυα­λό μου όμως δού­λευε καλά και όλες μου οι αισθή­σεις λει­τουρ­γού­σα­νε επί­σης καλά.

Όπως ήμου­να ξαπλω­μέ­νος ανά­σκε­λα και ανί­κα­νος πια να κάνω οτι­δή­πο­τε , παρα­κο­λού­θη­σα λεπτό με λεπτό τα γεγο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­στη­καν μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου.

Ένα εγγλέ­ζι­κο τανκς έπε­σε πάνω στη σιδε­ρέ­νια πόρ­τα της οδού Πατη­σί­ων, την άνοι­ξε διά­πλα­τα και στά­θη­κε εκεί με την κάνη του να κοι­τά­ει προς το χτί­ριο της Αρχι­τε­κτο­νι­κής. Εγγλέ­ζοι στρα­τιώ­τες μπαί­να­νε πάνο­πλοι, με προ­φυ­λά­ξεις και ακρο­βο­λί­ζο­νταν δεξιά κι αρι­στε­ρά με πρό­θε­ση να κυκλώ­σου­νε το χτί­ριο. Ξαφ­νι­κά είδα έναν Εγγλέ­ζο στρα­τιώ­τη να σκύ­βει και να με κοι­τά­ει με περιέρ­γεια. Ύστε­ρα άρχι­σε να μου μιλά­ει στη γλώσ­σα του χωρίς να κατα­λα­βαί­νω τίπο­τα. Ο τόνος της φωνής του έδει­χνε συμπά­θεια. Αυτό το επι­βε­βαί­ω­σα σε λίγο, όταν άπλω­σε το χέρι του και μου χάι­δε­ψε το κεφά­λι. Του ζήτη­σα νερό. Του έδει­ξα πλάι μια βρύ­ση που αστα­μά­τη­τα έτρε­χε νερό, για­τί όπως φαί­νε­ται είχε σπά­σει από κάποια σφαίρα.

Έτρε­ξε πρό­θυ­μα προς τη βρύ­ση, αλλά εκεί­νη τη στιγ­μή ακού­στη­κε δυνα­τή η φωνή ενός άλλου, μάλ­λον αξιω­μα­τι­κού, που τον διά­τα­ξε να μην ασχο­λη­θεί άλλο μαζί μου αλλά να κοι­τά­ξει τη δου­λειά του. Μου έδω­σε να κατα­λά­βω ότι θα ξανάρ­θει αργό­τε­ρα και έφυ­γε χωρίς να ξαναγυρίσει.

politehnio66

Τάσ­σος, Αφί­σα της ΕΠΟΝ σπουδαστών

Είχε πια αρχί­σει να νυχτώ­νει. Από μέσα από το διά­δρο­μο ακου­γό­ταν τα βογκη­τά και οι παρα­κλή­σεις για βοή­θεια των τραυ­μα­τι­σμέ­νων συνα­γω­νι­στών μου. Όσων ακό­μα ζού­σα­νε. Από μακριά ακου­γό­ντου­σαν πυρο­βο­λι­σμοί και εκρή­ξεις χει­ρο­βομ­βί­δων, ενώ το χώρο του Πολυ­τε­χνεί­ου τον σκέ­πα­ζε μια σιγή που δε σήμαι­νε, παρά την προ­ε­τοι­μα­σία για τη μεγά­λη σύγκρου­ση που θα ξεσπού­σε σε λίγα λεπτά.

Είδα κάποιον ελα­σί­τη να βγαί­νει από το κτί­ριο της Αρχι­τε­κτο­νι­κής και να προ­χω­ρά­ει προς το εγγλέ­ζι­κο τανκς. Τον γνώ­ρι­σα από το ντύ­σι­μο και το περ­πά­τη­μα  του. Ήταν ο συνά­δελ­φος μου στο Πολυ­τε­χνείο Νίνος Χρυ­σό­που­λος. Επει­δή ήξε­ρα καλά εγγλέ­ζι­κα, κατά­λα­βα ότι τον είχε στεί­λει ο Γρη­γό­ρης Φαρά­κος, ο καπε­τά­νιος του λόχου, να μιλή­σει με τους Εγγλέζους.

Σε λίγο ακού­στη­κε η φωνή του να απευ­θύ­νε­ται προς αυτούς που ήτα­νε κλει­σμέ­νοι στην Αρχιτεκτονική.

«Συνα­γω­νι­στές. Όπως είχα­με συνεν­νοη­θεί, τους είπα ότι εμείς δεν έχου­με σκο­πό να πολε­μή­σου­με ενα­ντί­ον τους, αν αυτοί δεν μας χτυ­πή­σουν. Η διέ­νε­ξη μας με την κυβέρ­νη­ση Παπαν­δρέ­ου είναι μια υπό­θε­ση που αφο­ρά μόνο τον Ελλη­νι­κό λαό. Η επέμ­βα­σή τους θα απο­τε­λού­σε παρα­βί­α­ση της συμ­φω­νί­ας των τριών μεγά­λων δυνά­με­ων. Έστω και τώρα τους παρα­κα­λού­με να φύγου­νε και να μας αφή­σου­νε ήσυ­χους , να περι­μα­ζέ­ψου­με τους τραυ­μα­τί­ες και τους νεκρούς μας. Η απά­ντη­σή του ήτα­νε ότι μας θεω­ρού­νε επα­να­στά­τες και αναρ­χι­κά στοι­χεία και ότι αν σε δέκα λεπτά δεν παρα­δο­θού­με , θα επι­τε­θού­νε με όλες τους τις δυνά­μεις και θα μας εξο­ντώ­σου­νε όλους».

Για λίγα λεπτά ακο­λού­θη­σε μια νεκρι­κή σιγή.

Μετά ξεχώ­ρι­σα τη φωνή του Φαρά­κου από την Αρχιτεκτονική:

« Να τους πεις ότι δεν είμα­στε αναρ­χι­κά στοι­χεία, αλλά φοι­τη­τές που υπε­ρα­σπι­ζό­μα­στε την Εθνι­κή μας Ανε­ξαρ­τη­σία και αυτή τη στιγ­μή, το ίδιο το σχο­λείο μας. Δε θέλου­με πόλε­μο μαζί τους, αλλά αν μας επι­τε­θού­νε θα πολε­μή­σου­με. Δεν πρό­κει­ται να παραδοθούμε».

Σε λίγο η φωνή του Χρυσόπουλου:

« Συνα­γω­νι­στές, η απά­ντη­σή τους είναι ότι σε τρία λεπτά επιτίθενται». 

Πράγ­μα­τι, πριν περά­σου­νε τρία λεπτά, οι Εγγλέ­ζοι αρχί­σα­νε να τρέ­χου­νε πέρα δώθε, να παίρ­νου­νε θέσεις μάχης και να ακού­γο­νται δια­τα­γές αξιω­μα­τι­κών προς τους στρατιώτες.

 Νοέμβρης 1973. Ο αγώνας συνεχίζεται...

Νοέμ­βρης 1973. Ο αγώ­νας συνεχίζεται…

Και να μια κόλα­ση φωτιάς απ’ όλες τις μεριές ενα­ντί­ον των κλει­σμέ­νων στην Αρχι­τε­κτο­νι­κή Σχο­λή. Τα τανκς που είχα­νε περι­κυ­κλώ­σει το Πολυ­τε­χνείο ρίχνα­νε απ’ όλες τις μεριές, από τους γύρω δρό­μους. Κάθε λεπτό, χιλιά­δες σφαί­ρες πέφτα­νε πάνω στους « Ελεύ­θε­ρους Πολιορ­κη­μέ­νους». Οι εγγλέ­ζι­κες σφαί­ρες που προ­ο­ρι­ζό­ταν για τους Γερ­μα­νούς, μαζί με τις γερ­μα­νι­κές από την Ασφά­λεια, πέφτα­νε πάνω σε Έλλη­νες αγω­νι­στές, στους εφε­δρο­ε­λα­σί­τες φοιτητές.

Η υπε­ρο­χή των Εγγλέ­ζων σε οπλι­σμό ήτα­νε συντρι­πτι­κή , όμως ηρω­ι­κά οι σύντρο­φοι κρα­τού­σα­νε τις θέσεις τους και δεν τους αφή­να­νε να πλη­σιά­σου­νε, ούτε στην Αρχι­τε­κτο­νι­κή , ούτε στο κτί­ριο Γκίνη.

Γρή­γο­ρα οι Εγγλέ­ζοι κατα­λά­βα­νε ότι τα πράγ­μα­τα δεν ήτα­νε τόσο εύκο­λα, όσο νομίζανε.

Κι εγώ να είμαι πεσμέ­νος ανά­με­σα στους αντι­μα­χό­με­νους , χωρίς να μπο­ρώ να κουνηθώ.

Πόσο μετά­νιω­σα που βγή­κα στην αυλή και πόσο μακά­ρι­ζα τους άλλους τραυ­μα­τί­ες συντρό­φους μου που είχα­νε παρα­μεί­νει μέσα στο διά­δρο­μο, προ­φυ­λαγ­μέ­νοι κάπως από τους και­νούρ­γιους καταιγισμούς.

Είχε νυχτώ­σει για καλά όταν στα­μά­τη­σε η μάχη. Οι δικοί μας στα­μα­τή­σα­νε να αντι­στέ­κο­νται. Όσοι δεν είχα­νε τραυ­μα­τι­στεί  ή σκο­τω­θεί και όσοι δεν είχα­νε πια­στεί αιχ­μά­λω­τοι, υπο­χω­ρή­σα­νε προς τα Εξάρ­χεια  που ήταν το αρχη­γείο του λόχου. Όλα τα κτί­ρια του Πολυ­τε­χνεί­ου, όλες οι αυλές του είχαν περιέλ­θει στα χέρια  των Εγγλέζων.

Όλοι εμείς οι τραυ­μα­τι­σμέ­νοι, που ώρες ατέ­λειω­τες αισθα­νό­μα­στε το αίμα μας να φεύ­γει μαζί με τη ζωή μας, βρι­σκό­μα­στε στο έλε­ος των και­νούρ­γιων κατα­κτη­τών, που όπως φαί­νε­ται είχα­νε σκο­πό να μας αφή­σου­νε εκεί σα χτυ­πη­μέ­νους σκύ­λους, ώσπου να μη μεί­νει στα­γό­να από αίμα μέσα μας. Ώσπου να πεθά­νει και ο τελευ­ταί­ος από μας…»

tsekeris 

Φοί­βος Τσέ­κε­ρης, ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. Από τους αγώ­νες με τη Σπου­δά­ζου­σα, Εκδό­σεις Εντός, Αθή­να 2007

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο