Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Στο δεύτερο και τελευταίο αυτό μέρος θα σταθούμε στην Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους του Ζαν-Ζακ Ρουσό (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1992) και θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην εμβληματική μελέτη δύο σοβιετικών επιστημόνων, τους Βάλτερ Μάρκοφ και Άλμπερτ Σομπούλ με τίτλο 1789. Η μεγάλη επανάσταση των Γάλλων (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1990).
Το κοινωνικό συμβόλαιο ενός ασυμβίβαστου
Μέχρι και στις μέρες μας στη φιλολογία συγγραφέων, πολιτικών, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων κλπ επανέρχεται τακτικά το λεγόμενο «κοινωνικό συμβόλαιο» του Ρουσό (1712–1778). Προβάλλεται σαν το ευρωπαϊκό ιδεώδες και όχι τυχαία, αφού με την επανάσταση που ακολούθησε ξεκίνησε η πορεία εγκατάστασης της αστικής τάξης στην εξουσία. Στην ίδια λογική είτε αποσιωπάται είτε απορρίπτεται η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, αφού σημαδεύει την άνοδο στην εξουσία και μαζί μ’ αυτό στο προσκήνιο της ιστορίας μιας άλλης τάξης, του προλεταριάτου, που την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και μετά αναγκάστηκε προς το παρόν να κάνει πίσω υφιστάμενη την άγρια καταστολή του πρώην (για τα δικά της συμφέροντα) «συμμάχου» ενάντια στη φεουδαρχία. Σήμερα η αστική τάξη αποκηρύττει τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», την ταξική πάλη που η ίδια προκαλεί και καταστέλλει θέλοντας τους λαούς να ξεχάσουν με πόση βία πήρε ιστορικά την εξουσία και με πόση βία κατάκτησε και λήστεψε εδώ και αιώνες ως αποικιοκρατική δύναμη μεγάλο τμήμα του υπόλοιπου κόσμου. Όμως και ο Ρουσό πρέσβευε ότι ό, τι κρατιέται με τη βία θα πέσει με τη βία: «μόλις γίνει δυνατό να εκδιωχθεί (ο άρχοντας, ο αφέντης, Α.Ι.), δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί για τη βία […] Η βία και μόνον τον στήριζε, η βία και μόνον αυτή τον ανατρέπει. Όλα γίνονται, έτσι, σύμφωνα με τον κανόνα της φύσης» (σελ. 52). Στην «Πραγματεία…» προηγείται μια εξαιρετική εισαγωγή που από μόνη της αποτελεί βαθιά μελέτη για τη ζωή, την εξέλιξη και το έργο του Ζαν-Ζακ Ρουσό η οποία ξεκινάει με τα εξής λόγια του Καρλ Μαρξ: «Ο Ρουσό αρνείται πάντα κάθε είδους συμβιβασμό με την κατεστημένη εξουσία, ακόμα και επιφανειακό» (σελ. 7). Στο κεφάλαιο της εισαγωγής «Ο Ρουσό κι εμείς» τονίζονται τα εξής: «…Βρίσκουμε στον Μαρξ μια θεμελιώδη κριτική του ρουσοϊκού ατομικισμού, και κυρίως του μύθου της φυσικής κατάστασης. Για τον Μαρξ, στην αστική κοινωνία, τα προϊόντα της εργασίας παίρνουν τη μορφή εμπορευμάτων, των οποίων η αξία επικαλύπτει κοινωνικές σχέσεις. Το μόνο κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσά τους είναι ο χρόνος εργασίας που κοινωνικά χρειάζεται για να παραχθούν, και η πιο γενική σχέση που μπορούμε να βρούμε ανάμεσα στους παραγωγούς συνίσταται στη σύγκριση των εργασιών τους πάνω σε μια βάση ισότητας. Η αστική κοινωνία λοιπόν οφείλει να θεωρεί κάθε άνθρωπο ως ελεύθερο άτομο, ίσο προς όλους τους άλλους, αλλά με τρόπο καθαρά θεωρητικό. Αυτή είναι η αστική σύλληψη του ατόμου που απορρέει από την ιστορική εξέλιξη, από τη σημερινή κατάσταση της εμπορικής παραγωγής, που ο Ρουσό, ακολουθώντας το παράδειγμα αρκετών διανοητών του καιρού του, προβάλλει στη μυθική φυσική κατάσταση. Από την άλλη μεριά, ο Ρουσό, σε κοινωνικό επίπεδο, συμμερίζεται τον ιδεαλισμό ολόκληρης της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού. Στο Κοινωνικό Συμβόλαιό του, δεν λαμβάνει αρκετά υπόψη του την πραγματική κοινωνία. Δεν θέλει να αναγνωρίσει, από τη μια πλευρά, παρά μόνο άτομα, κι από την άλλη, ολόκληρη αυτή τη συλλογικότητα. Δεν αποδέχεται καμία ομαδοποίηση των ατόμων, η οποία θα διακινδύνευε να αλλάξει τη συλλογική βούληση. Με μια λέξη, στην ιδανική του πολιτεία αρνείται την πάλη των τάξεων. Είναι μια ουτοπική σκέψη, χωρίς να στηρίζεται αρκετά στο πραγματικό. Βλέπουμε τις συνέπειες στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία εμπνέεται πολύ περισσότερο από τον Ρουσό παρά από τους άλλους διανοητές του Διαφωτισμού. Τα δικαιώματα που διακηρύττει είναι πάντα θεωρητικά και αφηρημένα. Επικυρώνει, για παράδειγμα, το δικαίωμα όλων στην ιδιοκτησία, ενώ περνάει σιωπηλά το γεγονός ότι ο προλετάριος μένει απέξω» (σελ. 28/29).
Η κινητήρια δύναμη βία και…
Καταλαβαίνουμε γιατί, ιδιαίτερα σε σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους προβαλλόταν, κατά καιρούς, το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσό, αλλά και γενικά τα αστικά κόμματα κάνουν την ιδεολογική δουλειά τους αξιοποιώντας ανάμεσα σ’ άλλους στοχαστές που τους «βολεύουν» και τον Ρουσό. Η ίδια η αστική τάξη ανέβηκε με μια βίαιη και ιδιαίτερα αιματηρή πάλη των τάξεων στην εξουσία, όπου και έμεινε μέχρι τώρα με τη βία, αλλά απορρίπτει την πάλη των τάξεων σαν φαινόμενο βίαιο, γιατί «η βία είναι καταδικαστέα απ’ όπου κι αν προέρχεται». Το ακούσαμε πολλές φορές, αλλά ωστόσο η Γαλλία γιορτάζει κάθε χρόνο πανηγυρικά στις 14 Ιουλίου την πτώση της Βαστίλλης, σύμβολο, βέβαια, της βασιλικής εξουσίας, αλλά πράξη βίας. Εκεί δεν φαίνεται να πειράζει η βία ώστε να γιορτάζεται… Δεν τη γιορτάζει, βέβαια, για να τιμήσει το ξέσπασμα της λαϊκής οργής, αλλά σαν έναυσμα της ανόδου της αστικής τάξης στην εξουσία μετά από κάποια πισωγυρίσματα. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση παραμένει ισχυρή η επίδραση του Ρουσό. Μεγάλες προσωπικότητες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και στοχασμού, τον αγκαλιάζουν, όπως ο Τολστόι και ο Ρομαίν Ρολάν, αλλά και το μίσος απέναντί του καλά κράτησε. Στις ΗΠΑ ήταν και είναι πάντα ισχυρός ο αντιρουσοϊσμός. Στο όνομα του «φιλελευθερισμού» τον κατηγορούν ακόμα σαν πρόδρομο όλων των ολοκληρωτισμών. Στην Ευρώπη η εκτίμησή του κυμάνθηκε αρκετά, αλλά μάλλον κέρδισε η θετική προσέγγιση.
…η διαλεκτική της ιστορίας
Η ιδιαίτερα πλούσια και διαλεκτική εισαγωγή κλείνει με παραθέσεις από σχόλια του Φρίντριχ Ένγκελς για το έργο του Ρουσό, ο οποίος στο «Αντι-Ντίρινγκ» θεωρεί ότι η Πραγματεία του Ρουσό είναι ένα από τα αριστουργήματα της διαλεκτικής του 18ου αιώνα: «Η θεωρία της ισότητας του Ρουσό (…) δεν πραγματοποιείται χωρίς τη χεγκελιανή άρνηση της άρνησης – κι ακόμα περισσότερο, πάνω από είκοσι χρόνια πριν τη γέννηση του Χέγκελ – να πρέπει να κάνει το σοφό. Και χωρίς να ντρέπεται καθόλου, στην πρώτη παρουσίασή της να δείχνει, σχεδόν επιδεικτικά, τη σφραγίδα της διαλεκτικής καταγωγής της. Στη φυσική και άγρια κατάσταση, οι άνθρωποι ήταν ίσοι και καθώς ο Ρουσό θεωρεί ήδη τη γλώσσα ως μια αλλαγή της φυσικής κατάστασης, έχει απόλυτο δίκιο να εφαρμόζει την ισότητα ανάμεσα σε ζώα του ίδιου είδους σε όλη την έκταση του είδους αυτού, σ’ αυτούς τους ανθρώπους- ζώα…Αλλά αυτοί οι άνθρωποι-ζώα είχαν, σε σχέση με τα άλλα ζώα, το πλεονέκτημα μιας ισότητας: την τελειοποιησιμότητα, τη δυνατότητα να εξελιχθούν αργότερα, κι αυτό υπήρξε η αιτία της ανισότητας. Αλλά αν αυτή η πρόοδος ήταν ανταγωνιστική, ήταν ταυτόχρονα μια οπισθοδρόμηση(…)(σελ. 51 της Εισαγωγής στην «Πραγματεία…»).
Και ο Ρουσό έλεγε: «Κάθε νέα πρόοδος του πολιτισμού είναι, ταυτόχρονα, μια νέα πρόοδος της ανισότητας. Όλοι οι θεσμοί που δίνει η κοινωνία που γεννήθηκε με τον πολιτισμό, στρέφονται εναντίον του πρωτόγονου στόχου τους». «Είναι λοιπόν αναμφισβήτητο, και είναι αυτό θεμελιώδες αξίωμα του αστικού δικαίου, ότι οι λαοί τοποθέτησαν αρχηγούς για να προστατεύσουν την ελευθερία τους και όχι για να υποδουλωθούν σ΄αυτούς. Κι όμως αυτοί οι αρχηγοί γίνονται αναγκαστικά οι καταπιεστές των λαών και επιτείνουν αυτή την καταπίεση μέχρι του σημείου όπου η ανισότητα, εξωθούμενη στα άκρα, ξαναμετατρέπεται στο αντίθετό της, γίνεται αιτία της ισότητας: μπροστά στο δεσπότη όλοι γίνονται ίσοι, δηλαδή ίσοι με το τίποτα. Εδώ βρίσκεται το τελευταίο όριο της ανισότητας και το έσχατο σημείο που κλείνει τον κύκλο και πλησιάζει στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε. Εδώ οι ιδιώτες όλοι ξαναγίνονται ίσοι, γιατί πια δεν είναι τίποτα, και μιας και οι υπήκοοι δεν έχουν άλλο νόμο πια από τη βούληση του αφέντη…» Αλλά ο δεσπότης δεν είναι αφέντης παρά όσο έχει τη βία, και γι αυτό: μόλις γίνει δυνατό να εκδιωχθεί, δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί για τη βία (…) Η βία και μόνο τον στήριζε, η βία και μόνον αυτή τον ανατρέπει. ‘Ολα γίνονται, έτσι, σύμφωνα με τον κανόνα της φύσης. Κι έτσι, η ανισότητα αλλάζει εκ νέου σε ισότητα, όχι πάντως σ’ αυτή την παλαιά φυσική ισότητα του πρωτόγονου ανθρώπου που στερείται ομιλίας, αλλά στην ανώτερη ισότητα του κοινωνικού συμβολαίου. Οι καταπιεστές υφίστανται την καταπίεση. Είναι η άρνηση της άρνησης» (σελ. 51/52 στο ίδιο)
Εδώ λοιπόν, στη διαλεκτική σκέψη του Ρουσό βλέπουμε καθαρά την εξέλιξη από το κατώτερο στο ανώτερο, την ιστορία σε σπειροειδή κίνηση και όχι από κύκλο κλειστό σε κύκλο κλειστό χωρίς διαδοχικότητα και αλληλοεπίδραση. Αυτά ακριβώς παρατήρησε ο ‘Ενγκελς και τον έλεγε χεγκελιανό πριν ακόμα από τη γέννηση του Χέγκελ.
Το μάθημα των ταξικών αγώνων στη Γαλλία του 19ου αιώνα
Τέτοια βιβλία είναι πολύ διδακτικά για να καταλάβουμε την ιστορική κίνηση που δεν είναι μια ευθύγραμμη ανοδική πορεία. Το πιο ογκώδες από τα τέσσερα βιβλία της αναφοράς αυτής, το αφήσαμε σαν τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο. Για μια ολοκληρωμένη παρουσίασή του θα χρειαζόταν ειδικό άρθρο, γιατί πρόκειται για μια ανάλυση σε βάθος και έκταση.Το πόνημα αυτό των δύο σοβιετικών επιστημόνων ξεκινάει από την κρίση της φεουδαρχικής κοινωνίας στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης και στις σελίδες που ακολουθούν μπαίνει λεπτομερώς και ιστορικά υλιστικά στην εξέλιξη από την κρίση στην επαναστατική κατάσταση, τη λαϊκή επανάσταση της 14ης Ιουλίου και τις συνέπειές της, το έργο της Συντακτικής, οι σχέσεις Γαλλίας και Ευρώπης με τη διεθνοποίηση της ταξικής σύγκρουσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για την «εγκαθίδρυση της επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας των Ιακωβίνων», με τη νίκη και την πτώση της επαναστατικής κυβέρνησης και τη διάλυση του κράτους των Ιακωβίνων με στο τελευταίο κεφάλαιο την «παλινδρόμηση» και τη 18η Μπριμέρ, που έγινε αφορμή για την σχετική πολεμική μπροσούρα του Καρλ Μαρξ. Ακολουθεί η υπατεία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη που εγκαθίδρυσε μια δεκάχρονη αυτοκρατορία (1804–1814/15). Ολα πήγαν χαμένα; Βεβαίως όχι. Παρακάτω στην πορεία του 19ου αιώνα η αστική τάξη εμπεδώνεται στην εξουσία και δείχνει με το τσάκισμα της Παρισινής Κομμούνας το 1871 το πραγματικό της πρόσωπο απέναντι στο λαό.
Για όσους θέλουν να εμβαθύνουν τις γνώσεις τους στη Γαλλία του 19ου αιώνα με τους πολλούς ταξικούς αγώνες της, καλό θα είναι να διαβάσουν του Καρλ Μαρξ το Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή») και Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850 (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή») με την ιδιαίτερη σημαντική εισαγωγή του ‘Ενγκελς του Μάρτη του 1895, όπου με επιλεκτικό διάβασμα και ιδεολογικά στοχευμένη αξιοποίηση ο «πατέρας του οπορτουνισμού» ‘Εντουαρτ Μπέρσταϊν, βρήκε την ύλη για τις ιδεολογικές στρεβλώσεις του.