Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παλαιοκαστρίτσα, παρτιτούρα άγραφη η θάλασσα

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

-Έχει η ψυχή ουρα­νό; Ρώτη­σε αθώα η θάλασσα.
‑Έχει, για όσους αγα­πούν τη βρο­χή στα μάτια, απά­ντη­σε η γυναίκα.
-Όταν δακρύ­ζεις να βρέ­χει, φώνα­ξε ο άνε­μος και σκόρ­πι­σε τα σύνερ­γα τής αγά­πης στις
ώχρες  της άμμου.

Είναι κάποιες φορές που ξοδεύ­εις τη σιγου­ριά μιας ζωής για το πιο όμορ­φο παρα­μύ­θι σ’ ένα χρυσάνθεμο. 

Είναι κάποιες φορές που θαρ­ρείς πως τού­τη η θάλασ­σα, στην Παλαιο­κα­στρί­τσα της Κέρ­κυ­ρας     που δεσπό­ζει κάτω από τους κατά­φυ­τους ελαιώ­νες των λόφων, είναι ένα απέ­ρα­ντο μελα­νο­δο­χείο, ολό­τε­λα φυσι­κό και δικό σου.

Είναι κάποιες φορές που η ανά­μνη­ση χορεύ­ει φορ­τω­μέ­νη αλι­σά­χνη στο βλέμμα.

Ο άνε­μος εγκω­μιά­ζει τον έρω­τα. Οι βάρ­κες συνε­χί­ζουν  να περ­νούν νωχε­λι­κά μέσα από τις βρα­χο­νη­σί­δες έτσι όπως έκα­ναν πάντα. Και στη νιό­τη και στην ώρι­μη ηλι­κία εδώ γύρε­ψες την ομορ­φιά. Αλμύ­ρα, ίσως το πιο μητρι­κό στοι­χείο στο μικρό λιμα­νά­κι. Οι βρά­χοι πάντα εκεί, λες και κρα­τούν παρελ­θόν και μυστι­κά να μη ραγί­σει όταν το κύμα φτά­νει βαθιά στα σπλά­χνα τους.

Τι κι αν ο χρό­νος είναι ακα­θό­ρι­στος. Εσύ κινεί­σαι όπως θέλεις. Εδώ προ­βάλ­λε­ται η ζωή. Εδώ     επα­να­νοη­μα­το­δο­τείς τη δική σου στά­ση απέ­να­ντι στη φύση, στην ιστο­ρία, στον πολι­τι­σμό, στον άνθρωπο.

Το από­λυ­τα εφή­με­ρο, στον από­κρυ­φο όρμο αισθά­νε­σαι να γίνε­ται παντοτινό.
Το μαϊ­στρά­λι ξεφλου­δί­ζει απα­λά την επι­φά­νεια του νερού. Μυστι­κές θαλασ­σι­νές σπη­λιές και γλαροπούλια.
Η Όστρια φέρ­νει γνώ­ρι­μη τη φωνή τής Καλυ­ψούς. Ακό­μη οργι­σμέ­νη μαλώ­νει με τους άσπλα­χνους και ζηλό­φθο­νες θεούς.  Δεν μπο­ρείς να μην συγκι­νη­θείς απο­λαμ­βά­νο­ντας για άλλη μια φορά αυτή την πρώ­τη προ­σπά­θεια γυναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης, πόσο μάλ­λον όταν την διεκ­δι­κεί μια θεά!

Inked Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικταίουΑνά­σα απ’ τα χεί­λη της τον φίλη­σε στα μάτια, τον Οδυσ­σέα, καλά κάνει λοι­πόν και σηκώ­νει μπαϊ­ρά­κι στους θεούς… Στα μακριά της δάχτυ­λα ξύπνη­σαν τα φίδια της Μεγά­λης Μητέρας.
Και εσύ αν βρε­θείς εδώ στην ακτή κάτι θ’ ακού­σεις από το λυγ­μό της.

Μα δεν είναι μόνο αυτό. Στην Παλιο­κα­στρί­τσα βρί­σκε­σαι. Αγα­πάς τους μύθους. Ανη­φο­ρί­ζεις στην απο­ρία τους με πρω­τό­γνω­ρο ενθου­σια­σμό. Ένα σύν­νε­φο χαμη­λώ­νει στο βάθος του ορί­ζο­ντα. Κάτι αλλά­ζει. Γυρί­ζεις μαγι­κά πίσω στο χρόνο.

«Προ­σο­χή στο μαν­δρα­γό­ρα», από το ραδιό­φω­νο. Οι σου­σου­ρά­δες αει­κί­νη­τες  στην ασφά­λεια του θαλοσ­σό­βρα­χου.  Είσαι εδώ για να ζήσεις την άφι­ξη του Οδυσ­σέα στη Σχε­ρία. Στο νησί των Φαιά­κων, μετά από οκτώ χρό­νια, θα γίνει η πρώ­τη μεγά­λη συνά­ντη­ση με τους ανθρώ­πους. Και όχι όποιους κι όποιους. Όχι, εδώ θα συνα­ντή­σει έναν αλη­θι­νό πολι­τι­σμό. Ο Οδυσ­σέ­ας, θα μεί­νει μόνο τρεις μέρες, μα ας ξετυ­λί­ξου­με το κου­βά­ρι του μύθου από την αρχή, από­ψε στην και­νού­ρια βαρκαρόλα.

Τάχα ποια νύχτα γύρε­ψες να μπεις στον Οφιού­χο… Ξένε μου!

Σε τού­τη την τελευ­ταία περι­πλά­νη­σή του, πριν επι­στρέ­ψει στην Ιθά­κη, ο Οδυσ­σέ­ας φτά­νει στο νησί των Φαιά­κων ναυα­γός, γυμνός, εξα­ντλη­μέ­νος και εντε­λώς μόνος. Η ραψω­δία έψι­λον του    Ομή­ρου τελειώ­νει με την εικό­να του Οδυσ­σέα στην ακτή της Σχε­ρί­ας, να σκε­πά­ζε­ται με ένα στρώ­μα από φύλ­λα, εικό­να εκπλη­κτι­κά εντυ­πω­σια­κή, αφού τα φύλ­λα προ­φυ­λάσ­σουν τη σπί­θα της ζωής στο γυμνό σώμα του ναυαγού.

Δεν απο­σπά­ται η προ­σο­χή σου, όχι, οι ποι­η­τές μιλούν απ’ ευθεί­ας στην καρ­διά, όπως κάνει στην   Οδύσ­σεια ο Όμη­ρος, γι’ αυτό αφή­νε­σαι, ταξι­δεύ­εις, γοη­τεύ­ε­σαι. Αυτό επι­διώ­κουν οι μύθοι.

Ηλιό­λου­στη η μέρα όπως η αγά­πη. Να κοί­τα, ξυπνά­ει από­το­μα, φύκια στα μαλ­λιά, η ψιλή άμμος στα γένια, γεμά­τος αγω­νία και προ­βλη­μα­τι­σμό. Δεί­χνει χαμέ­νος θα πεις, προ­σω­ρι­νά. Συμ­βαί­νει επει­δή έρχο­νται στο νου του όλες οι πικρές εμπει­ρί­ες από τους λαούς και τους ανθρώ­πους που έχει συνα­ντή­σει στο παρελ­θόν, οπό­τε είναι λογι­κό να φοβάται.

Στην απο­μέ­σα μεριά της παλά­μης σου κρα­τάς το καλο­καί­ρι. Ακούς; Λάγνες φωνές χαρού­με­νες, ηλιο­καμ­μέ­νους έρω­τες υπό­σχο­νται. Αυτές οι φωνές θα νική­σουν αγω­νί­ες και πίκρες. Έχουν περά­σει μόνο λίγα λεπτά. Κατά βάθος ξέρει ποιός είναι. «Πολύ­τλας, πολύ­τρο­πος, πολύ­μη­τις», ο Οδυσ­σέ­ας, πάντα κατά τον Όμη­ρο.  Τώρα είναι ξεκά­θα­ρο. Παρα­τη­ρείς την αλλα­γή. Αφή­νε­ται συνει­δη­τά, ξαφ­νιά­ζε­ται στο ευχά­ρι­στο άκου­σμα των κορι­τσί­στι­κων φωνών τόσο που του δημιουρ­γεί­ται η  απο­ρία αν είναι νύμ­φες ή απλές γυναί­κες. Τα χαλί­κια του βυθού τρί­ζουν. Το κύμα ξεβρά­ζει κογ­χύ­λια και όνειρα.

Ολάν­θι­στη η αγά­πη, παλιά φωνή σε συλ­λα­βές καινούριες. 

Και να που ο Οδυσ­σέ­ας βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πος με έναν ακό­μη μεγά­λο θηλυ­κό πει­ρα­σμό, τη Ναυ­σι­κάτον τελευ­ταίο και ίσως τον μεγα­λύ­τε­ρο πριν την επι­στρο­φή του. Η φιλ­ντι­σέ­νια λάμ­ψη στα χεί­λη της γίνε­ται φως. Παρα­δί­δε­ται με όλες του τις αισθή­σεις, το γυμνό του σώμα αργό­τε­ρα θα πετά­ξει χιλιά­δες άστρα. 

Η Καλυ­ψώ, θυμά­σαι από το ταξί­δι σου κάπο­τε στην Γαύ­δο, δοκί­μα­σε τον Οδυσ­σέα προ­σφέ­ρο­ντάς του το δώρο της αιώ­νιας νιό­της και της αθα­να­σί­ας, καθώς και το ωραίο άφθαρ­το από τον χρό­νο σώμα μιας αει­θα­λούς θεάς. Μα τώρα δεν μιλά­με για εκεί­νη την ερω­τευ­μέ­νη και διπλά προ­δο­μέ­νη γυναί­κα. Εκεί­νη θά ’ρθει στον ύπνο σου, μετά από ολο­νύ­χτια καται­γί­δα, όταν θα στά­ζει μέλι πικρό η φοι­νι­κιά. Τώρα είμα­στε στη Σχερία!

Ο Όμη­ρος θέλει τη Ναυ­σι­κά σε ηλι­κία γάμου, αγνή, παρ­θε­νι­κή, ευλο­γη­μέ­νη. Κινού­με­νη ορια­κά ανά­με­σα στην «ιστο­ρία» και το παρα­μύ­θι, ανά­με­σα στη γυναί­κα και τη θεά, συνι­στά ό,τι πλη­σιέ­στε­ρο στην Πηνε­λό­πη. Δες πως στέ­κε­ται μπρο­στά του θαρ­ρα­λέα, όμορ­φη, περή­φα­νη, αρχό­ντισ­σα. Εκεί­νος γονα­τι­στός κοι­τά­ζει την ώχρα της ακτής. Για την ώρα, θυμά­ται μόνο το βαθύ μπλε και τη χαί­τη του άγριου θαλασ­σι­νού αφρού. Ύστε­ρα βρί­σκει τις λέξεις. Την απο­κα­λεί Δέσποι­να. Σίγου­ρα δεν μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει τ’ όνο­μά της. Την παρο­μοιά­ζει με την Άρτε­μη και στη συνέ­χεια, σε περί­πτω­ση που είναι θνη­τή, καλο­τυ­χί­ζει τους δικούς της, που καμα­ρώ­νουν τέτοια μονα­δι­κή ομορ­φιά και καθώς πανούρ­γος και πονη­ρός και πολυ­μή­χα­νος, προ­χω­ρά πιο μακριά μακα­ρί­ζο­ντας ακό­μη και τον άνδρα που θα την παντρευτεί.

Είδες; Ξέρει καλά ποιός είναι, ο Οδυσ­σέ­ας, γι’ αυτό στο­χεύ­ει στη γυναι­κεία φιλα­ρέ­σκεια, γι’ αυτό και οι φιλο­φρο­νή­σεις προς την άγνω­στη εντυ­πω­σια­κή κόρη. Η Ναυ­σι­κά τον απο­κα­λεί Ξένο, του αντα­πο­δί­δει πολύ πιο δια­κρι­τι­κά φιλο­φρο­νή­σεις κι εκεί­νος δεν χάνει ευκαι­ρία, διε­κτρα­γω­δώ­ντας την κατά­στα­ση του  ζητά­ει έλε­ος και παρα­κα­λεί να του υπο­δεί­ξει το δρό­μο για την πόλη αφού πρώ­τα του δώσει ένα ρού­χο, έστω παλιό, για να σκε­πά­σει τη γύμνια του.

Οι θεοί δεν θα πάψουν ποτέ να παί­ζουν με τους ανθρώ­πους. Μια παρά­στα­ση είναι όλα, σκέ­φτε­σαι και χαμο­γε­λάς ρίχνο­ντας λαί­μαρ­γα το βλέμ­μα σου στη σκιά κάτω από το μονα­χι­κό βρά­χο. Το γαλά­ζιο ξαφ­νι­κά απο­τρα­βιέ­ται πιο ψηλά. Ακούς τη μου­σι­κή. Εντεί­νε­ται η δια­μαρ­τύ­ρη­ση της ψυχής.

Αύριο…

Μιλά­ει η Ναυ­σι­κά!  Όχι μόνο τον καλω­σο­ρί­ζει, αλλά τον παρη­γο­ρεί για τα βάσα­να του, κολα­κεύ­ε­ται και τελι­κά δεί­χνει να αντα­πο­κρί­νε­ται με το παρα­πά­νω και στα αιτή­μα­τα του.

Τι όμορ­φα που μιλά­ει η ευγέ­νεια! Λύνει την κορ­δέλ­λα απ’ τα μαλ­λιά. Ο άνε­μος πρό­λα­βε μια τού­φα και παί­ζει. Κάτι λέει. Μα ναι, παρα­κα­λεί να τον περι­ποι­η­θούν λού­ζο­ντας τον στο ποτά­μι  και μετά να του προ­σφέ­ρουν νερό και φαγη­τό. Ξέρει τι κάνει. Παρα­δειγ­μα­τί­ζει με τον τρό­πο της. Η ευγέ­νεια είναι τρόπος.

Μην αφή­σεις τη γραμ­μή της μνή­μης να πετρώ­σει. Το ίδιο κάνουν και σήμε­ρα στα χρυ­σά σταυ­ρο­δρό­μια του Ιονί­ου και τής  Κέρ­κυ­ρας των αισθή­σε­ων, σέβο­νται το θεσμό της φιλο­ξε­νί­ας για­τί ο λαός των Φαιά­κων είναι από τότε το ίδιο φιλει­ρη­νι­κός και φιλόξενος.

Τα μάτια σου έχουν ώρα που κοι­τά­ζουν τα σμα­ρα­γδέ­νια νερά. Από τού­τη τη θάλασ­σα δεν ξεφεύ­γεις εύκο­λα. Ας μακρύ­νου­με όμως λίγο από εδώ, να μην μας φτά­νει η φωνή τής Ναυσικάς.

Λίγο αργό­τε­ρα στην Παλαιό­πο­λη, ο βασι­λιάς Αλκί­νο­ος τεί­νει χει­ρα­ψία φιλο­ξε­νί­ας και φιλί­ας απο­δει­κνύ­ο­ντας πως οι δύο αυτές έννοιες είναι οι δυνά­μεις που έλκουν ακό­μη και τα στοι­χεία της φύσης σε αρμο­νι­κές σχέ­σεις τόσο με τα ανθρώ­πι­να όσο και με το θείο. Μονα­δι­κή αξία, παρα­δέ­χε­σαι, να είσαι έτοι­μος να θέλεις να μάθεις για τον άνθρω­πο, τον ξένο, να είσαι ανοι­κτός στη νέα πρό­κλη­ση αφού μια νέα συνά­ντη­ση είναι πιθα­νό να αλλά­ξει και τη δική σου ζωή.

Παρά­ξε­να σου φαί­νο­νται όλα κι όμως τόσο γνώ­ρι­μα και τόσο οικεία, θαρ­ρείς και μια ολό­κλη­ρη ζωή σε προ­ε­τοί­μα­ζαν κι’ ετοι­μα­ζό­σουν για να ζήσεις αυτή τη μονα­δι­κή εμπει­ρία. Αύριο θα χαί­ρε­σαι με τις ανα­μνή­σεις σου αυτές. Θα διη­γεί­σαι με καμά­ρι πως,  «το νησί των Φαιά­κων συν­δέ­ει το παρελ­θόν με το μέλ­λον του Οδυσ­σέα, το πριν με το μετά, πως μέσα από το τρα­γού­δι του Δημό­δο­κου ο ήρω­ας ξανα­ζεί τα περα­σμέ­να και ίσως τελι­κά να υπάρ­χει, — για­τί όχι -, και ο σύγ­χρο­νος Οδυσσέας.»

Κλεί­νεις τα μάτια, μα όχι από κού­ρα­ση. Μυή­σαι στο στο­χα­σμό. Ανα­ρω­τιέ­σαι, αν το νησί των Φαιά­κων συνι­στά όντως όνει­ρο, αν αφο­ρά σ’ έναν κόσμο που βρί­σκε­ται στα όρια φαντα­σί­ας και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αν στη σύγ­χρο­νη Σχε­ρία κατοι­κούν κοι­νοί θνη­τοί που κατα­φέρ­νουν και συνα­να­στρέ­φο­νται όμως τόσο άνε­τα με τους θεούς. Το βλέ­πεις άλλω­στε, έχουν τον ίδιο πλού­το, λιό­δε­ντρα και θάλασ­σα, αμπέ­λια και περι­βό­λια, έχουν και ειρή­νη, από­λυ­τη ηρε­μία και ευτυ­χία, και δεν απο­κλεί­ε­ται τα πλοία τους, να ταξι­δεύ­ουν ακό­μη με τρό­πο μαγικό.

Κέρκυρα - σμίλη ψυχής Παλαιοκαστρίτσα

Ναι, η Κέρ­κυ­ρα είναι τόπος μαγικός!

Ένας μονα­δι­κός παρά­δει­σος έκστα­σης. Ένα νησί γεμά­το περι­γράμ­μα­τα αρχαί­ων οικου­με­νι­κών ιδε­ών χωρίς εξό­ρι­στα άστρα. Εδώ το παρελ­θόν σου απο­κτά άλλες δια­στά­σεις και ο έρω­τας κλη­μα­τί­δα ανθι­σμέ­νη ανε­βαί­νει ουρα­νούς, μέχρι ν’ ανά­ψουν τα σκο­τά­δια, μέχρι μια μυρω­διά στο από­βρο­χο να σου ανοί­ξει και­νού­ριο χάρτη.

Στην Κέρ­κυ­ρα οι προ­δο­μέ­νες μέρες σού κοστί­ζουν ελάχιστα.

Ναι, δεν θα δυσκο­λευ­τείς να νιώ­σεις όπως ο Οδυσ­σέ­ας, περ­νώ­ντας όπως εκεί­νος από την απρα­ξία στο νησί της Καλυ­ψούς, στην πλή­ρη δρά­ση και ζωντά­νια με τις ιδα­νι­κό­τε­ρες συν­θή­κες. Έλα, προ­τεί­νεις και στον άλλο ταξι­δευ­τή με βλέμ­μα υγρό, ανα­γεν­νιέ­ται κανείς στη Σχε­ρία, ανα­κτά και τη χαμέ­νη του ταυ­τό­τη­τα καμιά φορά.

Παλαιο­κα­στρί­τσα, αφή­νεις την ομορ­φιά να σε παρασύρει.

Θα μαγευ­τείς από τις ιστο­ρί­ες και τα μυστι­κά περά­σμα­τα του νερού στις θαλασ­σο­σπη­λιές κι όταν τα χρώ­μα­τα στο λιό­γερ­μα χορεύ­ουν στη γραμ­μή του ορί­ζο­ντα και ο ήλιος φωτί­ζει βρά­χια και  σύν­νε­φα όλα γίνο­νται ακό­μη πιο συναρ­πα­στι­κά. Ο άνε­μος παρα­δί­δει τα σκή­πτρα του και η ίδια η φύση αγα­λια­νά ξεφυλ­λί­ζει όνει­ρο κι έρω­τα. Ένα διά­λειμ­μα μακριά από την ατε­λεί­ω­τη φασα­ρία του κόσμου, εδώ που θαρ­ρείς ο και­ρός μετα­να­στεύ­ει ταξι­δεύ­ο­ντας από το βιο­λε­τί στο πρά­σι­νο πριν ακου­μπή­σει τα βαθιά κρυ­στάλ­λι­να νερά και το βλέμ­μα μετα­λα­βαί­νει ουρα­νό και θάλασσα.

Κέρ­κυ­ρα, ο τόπος που τα δέντρα ψηλώ­νουν τις νύχτες ίσα­με τρεις οργιές, ο τόπος που η αγά­πη γίνε­ται μεγά­λη και το φεγ­γά­ρι βεγ­γε­ρί­ζει πάνω από τις χορ­τα­ρια­σμέ­νες κερα­μι­δο­σκε­πές κορ­τά­ρο­ντας στα καντούνια.

Οι συγκι­νή­σεις και τα αισθή­μα­τα έρχο­νται κατα­πά­νω σου σαν ένα σμά­ρι μέλισ­σες κι όσα ξέφυ­γαν της φαντα­σί­ας σου αυτή τη φορά, θα έρθεις να τα συμπλη­ρώ­σεις την επό­με­νη. Κι όσα δεν έβα­λε ο νους τοπά­ζια και ζαφεί­ρια άφη­σέ τα και αυτά για την επό­με­νη φορά, σ’ έναν άλλο ψίθυ­ρο βρο­χής. Το φως και ο ήχος του νερού θα μεί­νουν εδώ και θα σε περιμένουν.

Αύριο στην Κέρ­κυ­ρα, όταν ανυ­πο­ψί­α­στο το βλέμ­μα χάνε­ται στο βάθος γυρεύ­ο­ντας την άκρη του ορί­ζο­ντα στην Παλιο­κα­στρί­τσα, θα εμπι­στευ­τείς τα όνει­ρα σου σε τού­τες τις θαλασ­σι­νές δαντέ­λες και θα τα δεις ν΄ανθίζουν με την Όστρια.

Αύριο στην Κέρ­κυ­ρα, για­τί εδώ δεν θα κρι­θείς από τις προ­θέ­σεις, ούτε και από τις πρά­ξεις σου, εδώ θ’ ανα­κα­λύ­ψεις ανα­ρίθ­μη­τους κόσμους να σεργιανίσεις.

σμίλη ψυχής Παλαιοκαστρίτσα 1

Αύριο, στην Κέρ­κυ­ρα, για­τί εδώ τίπο­τα δεν σε απο­μα­κρύ­νει από τον παράδεισο.

Μια κιθά­ρα ακού­γε­ται μακριά ή μέσα σου; Δεν είσαι σίγου­ρη. Ανά­μνη­ση από λευ­κό κρα­σί και στα­φύ­λι κέρι­νο. Συμπυ­κνώ­νε­ται η έντα­ση στην καρ­διά και στη σκέ­ψη σου. Αισθά­νε­σαι το άγγιγ­μα της πετα­λού­δας και το γρή­γο­ρο φτε­ρού­γι­σμα του κοκ­κι­νο­λαί­μη στο φράχτη.Το παρά­θυ­ρο ανοι­χτό να βρί­σκει δρό­μο το φθι­νο­πω­ρι­νό αγιά­ζι νά ’ρχε­ται. Μια φευ­γα­λέα ματιά, μια λεπτή χει­ρο­νο­μία, ένα παλιό μυστι­κό, μια πικρή σοκο­λά­τα, ένα σπα­σμέ­νο ρόδι, ένα μόνο χρυ­σάν­θε­μο κι ένα δάκρυ.

Όταν αρχί­ζει και μιλά το πάθος, όταν όλα απο­κτούν όνο­μα, όταν δεν ξεχω­ρί­ζο­νται πια από εσέ­να και ο ενδό­μυ­χος κόσμος φανε­ρώ­νε­ται σε μια σπά­νια στιγ­μή ανα­πό­λη­σης, τότε η Παλιο­κα­στρί­τσα σε καλεί και αφή­νε­σαι, τότε η ρομα­ντι­κή σου συνεί­δη­ση γίνε­ται επι­τα­γή της ψυχής, τότε στο ξέσπα­σμα μιας σύντο­μης αστρα­πής ξυπνά η ποι­η­τι­κή συγκί­νη­ση και ναι τότε που οι συλ­λα­βές αγκα­λιά­ζο­νται μπο­ρεί να γρά­ψεις την πρώ­τη λέξη ενός στίχου…


Νύχτες, αυτές που σε ξυπνά ένας ψίθυρος

Άμμος, βυθός καθα­ρός, βλέ­πεις αυτά που θες
κι αυτά που δεν θες. Μαθαί­νεις με τον καιρό
να απα­ντάς σε κάποιες ερωτήσεις
κι αυτό πάλι, δεν σου είναι τόσο χρήσιμο,
για­τί μετά, μαθαί­νεις πως μπο­ρείς να ζήσεις
και χωρίς απαντήσεις. 

Τόσο μωβ, σ’ έναν ύφαλο.

Νύχτες, αυτές που σε ξυπνά ένας ψίθυρος
ή μια σπί­θα που σκί­ζει το σκοτάδι
εκεί που σε έχει ξεπε­ρά­σει ο καιρός
δε γίνε­ται να κρυφτείς
πίσω από δεύ­τε­ρες σκέψεις
όχι πια, χαίρεσαι
το ίδιο όμορ­φα στην ξαφ­νι­κή βροχή
όσο και στη χει­μω­νιά­τι­κη λιακάδα.

Η φυγή καλύ­πτει τα πάντα, χάνεσαι
στη μονα­δι­κό­τη­τα αυτής της φύσης,
ή σ’ ένα καντού­νι στο Καμπιέλο,
ακό­μη παι­δί σε και­ρό αθωότητας,
χάνε­σαι, στην παρα­λια­κή λεωφόρο
και μετά στο Λιστόν,
με τα περι­στέ­ρια στο πλακόστρωτο
ένα σύντο­μο πέταγ­μα στο παγκάκι
δεν ακούς, δεν με ακούς Ιωάννη.

Ευτυ­χώς αυτή η πόλη δεί­χνει επιείκεια
επι­τρέ­πει να απο­λαμ­βά­νεις τη μοναξιά
και τη μελαγχολία,
όταν, νυχτώ­νει φθινόπωρο,
αθό­ρυ­βα ο χρό­νος, η μορ­φή σου, η σκέ­ψη σου,
όταν νυχτώ­νει φθινόπωρο
στην καρ­διά σωπαί­νει ο Έρωτας
μόνο τα πλή­κτρα στο πιά­νο θα μπορούσαν
να μιλή­σουν, μάρ­τυ­ρες της αφής,
στην παλιά πόλη σωπαί­νουν όλα.

Η μου­σι­κή δημιουρ­γεί προ­ϋ­πο­θέ­σεις προσδοκίας
συγκα­τά­βα­ση σε μια μόνο αχτί­δα στο τζάμι
όχι, δεν θα σε προ­δώ­σω ποτέ, θα μεί­νω εδώ,
με τραυ­μα­τι­σμέ­νη τη γοη­τεία των ρεμ­βα­σμών μου
πάλι εδώ, αυτοεξόριστη,
χωρίς να μπο­ρώ να ξεχω­ρί­σω τα σημά­δια της χαράς
από αυτά του φόβου,
θάλασ­σα ανοι­χτή και ήσυχη
θάλασ­σα των ναυα­γι­σμέ­νων λέξεων
αν είχα φτε­ρά θα πετού­σα κοντά σου
μα δεν είμαι άγγελος.

Παλαιο­κα­στρί­τσα, αση­μί και μπλε, η δόξα της όρασης
πόσο εύκο­λα με τυλί­γουν οι δύσκο­λες σκέψεις
φτά­νει μια ματιά στο βυθό, σ’ αυτό το βυθό
φτά­νει ένα άγγιγ­μα στ’ αλάτι
ευτυ­χώς, το βλέμ­μα όταν φουρ­του­νιά­ζει βρί­σκει λύσεις.

Το φεγ­γά­ρι πίσω από σύν­νε­φα φεύ­γει βιαστικά
όπως ο ίσκιος της πρώ­της αγάπης
στο φως της τελευ­ταί­ας, προ­σω­ρι­νά πάντοτε.

Ακούω τη βρο­χή στα κερα­μί­δια. Ωραί­ος χορός.
Δεν έχεις ομπρέ­λα, ποτέ δεν είχες, όπως τότε,
κοι­τάς αλλού όταν έρχε­ται η βροχή
μυρί­ζει κανέ­λα και χώμα, Ιωάννη.

Κλεί­δω­σα όλες τις πόρ­τες, μπο­ρεί από φόβο,
κλεί­δω­σα την ψυχή μου,
να μη σε αγγί­ξουν άλλα χέρια ψυχή μου…

Αύριο, θα μάθω ένα τραγούδι.
Αύριο, θα τρα­γου­δή­σω με τη φωνή μου.
«Θέλω να σε ακού­σω να ονειρεύεσαι,
να γελάς», έλεγες…

Εκεί­νο το άστρο στέ­κε­ται πετρω­μέ­νο αντίκρυ.
Τόσο μακριά το φως από­ψε. Από­ψε κάτι με πονάει.
Ζωή, δεν πρό­λα­βα. Ανθί­σα­νε κυκλάμινα,
τα είδες φαντάζομαι.

Μενε­ξε­λιά της λήθης, όχι Ιωάννη,
μενε­ξε­λιά του ορίζοντα
στο κιτρι­νι­σμέ­νο χαρ­τί μια μου­τζού­ρα έχει μείνει
με πόση σύγ­χυ­ση, νυχτώ­νει φθινόπωρο.

Δεν έχω χρό­νο ν’ αφου­γκρα­στώ τη μονα­ξιά σου,
μη σου φανεί εγωιστικό,
αφιε­ρώ­θη­κα στη δική μου με πάθος. Κι ο πόθος,
τι από­γι­νε ο πόθος μας… Στο βρά­χο άφη­σα ένα κοχύλι.

Ψήλω­σαν κι άλλο τα κυπα­ρίσ­σια στη θάλασσα,
όταν έρχο­μαι φεύ­γεις, έτσι σε σκέφτομαι,
δε συνα­ντιό­μα­στε κι όμως κάνουμε
την ίδια δια­δρο­μή πάνω στην άμμο.

Βρή­κα ένα μολύ­βι, δικό σου ήτα­νε. Το κράτησα,
μ’ αυτό σου γρά­φω. Ενθύμιο… 
Ένα ακό­μη.
Αύριο, ο νυχτε­ρι­νός όρκος
μια δρο­σε­ρή ψιχά­λα, πάνω
στη μισο­τε­λειω­μέ­νη αμαρτία
κόντρα στη βία της ύλης.


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου
Πυρ­γί, 26 Οκτώ­βρη 2020
Από το υπό έκδο­ση βιβλίο «Κέρ­κυ­ρα, σμί­λη της ψυχής»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
    Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

facebook logo click

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο