Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προς Γοργοπόταμο

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Ο δρό­μος για το Γορ­γο­πό­τα­μο δε χορ­τά­ρια­σε. Πάχνες δεν κάλυ­ψαν τα κρά­σπε­δά του και στις κόγ­χες του δε φύτρω­σαν αγκά­θια. Λήθαρ­γος δεν τον σκέ­πα­σε. Ο δρό­μος προς τον Γορ­γο­πό­τα­μο παρέ­μει­νε ανοι­χτός, όσο ανοι­χτά παρέ­μει­ναν τα ορά­μα­τα και τα ιδα­νι­κά που δε δικαιώ­θη­καν. Στέ­ρεο οικο­δό­μη­μα, θεμέ­λιο ζυμω­μέ­νο μ’ αίμα. Τ’ αχνά­ρια της δόξας δεν ποδο­πα­τή­θη­καν. Γίνα­νε ολό­λα­μπρα φωτει­νοί φάροι να φωτί­ζουν τις και­νού­ριες γενιές που έρχο­νται. Παρα­κα­τα­θή­κη και κλη­ρο­νο­μιά στους και­νού­ριους, γιο­μά­τους οργή αγώ­νες που φτάνουν.

Λεφού­σια τα πούλ­μαν, το ‘να πίσω στ’ άλλο, άδεια­σαν τις γει­το­νιές της Αθή­νας και της Ελλά­δας ολό­κλη­ρης, παίρ­νο­ντας το δρό­μο για το Γορ­γο­πό­τα­μο, Ν’ απο­τί­σουν φόρο τιμής στην αθά­να­τη επο­ποι­ία της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης και να στε­φα­νώ­σουν το πρω­το­πα­λί­κα­ρό της, τον πρω­το­κα­πε­τά­νιο Άρη.

Τα γαλα­νό­λευ­κα λάβα­ρα των αντι­στα­σια­κών οργα­νώ­σε­ων και οι κόκ­κι­νες σημαί­ες κάλυ­πταν ένα πολύ­βουο ανθρω­πο­μά­νι. Ασπρα, γκρί­ζα και κατά­μαυ­ρα μαλ­λιά ανα­σκά­λευαν θύμη­σες παλιές, παρα­μέ­ρι­ζαν προ­κα­τα­λή­ψεις και μαστί­γω­ναν ανε­λέ­η­τα το χρόνο.

Πέρα από τις συν­νε­φια­σμέ­νες βου­νο­κορ­φές και μέσα απ’ την κοι­λά­δα του ποτα­μιού, ένας αχνός πέπλος σαν χρυ­σό­σκο­νη ήρθε και μετα­μόρ­φω­σε το χώρο.

Κι ακού­στη­κε έκρη­ξη τρο­μα­κτι­κή. Και σκί­σαν γύρα τα βου­νά, κι αντή­χη­σε ο αχός απ’ τα φαράγ­για. Κι η γέφυ­ρα χίλια συντρίμ­μια τινά­χτη­κε στους ουρα­νούς, Λαμπά­δια­σε ο τόπος και μια ομπρέ­λα από πολύ­χρω­μα λαμπιό­νια και μια βρο­χή από αστέ­ρια φώτι­σαν τα γύρω μ’ ένα φως άσβε­στο και παντο­τι­νό, βγαλ­μέ­νο μέσα απ’ το βάθος της καρδιάς.

Και δεν ήτν ένας και δύο και τρεις και χίλιοι δεκα­τρείς, μα ήταν χιλιά­δες, μιλιού­νια αμέ­τρη­τα. Αρμα­τω­μέ­νοι σταυ­ρα­ε­τοί και καβα­λά­ρη­δες, με μαύ­ρα σκου­φιά και μαύ­ρες γενειά­δες κρα­τούν γερά τα γκέ­μια και τ’ άλο­γα σωπαί­νουν. Ανταρ­το­πού­λες και αντάρ­τισ­σες με αρμα­θιές τα τσα­πρά­ζια και τα φισε­κλί­κια, με τη φλό­γα στα μάτια και το πάθος γι’ αγώ­να στην ψυχή.

Η πλα­τεία γίνε­ται ξαφ­νι­κά αντάρ­τι­κο ετοι­μο­πό­λε­μο λιμέ­ρι. Μερι­κοί, οι πιο πολ­λοί ίσως, ανα­θυ­μού­νται και δακρύ­ζουν. Τα σήμα­ντρα χτυ­πούν, σάλ­πιγ­γες και παιά­νες παια­νί­ζουν. Δεν πέσα­τε θύμα­τα αδέλ­φια εσείς. Εσείς χαρά­ξα­τε δρό­μους κι άνοι­ξαν τα λαγού­μια για τη λευ­τε­ριά. Εσείς με το θάνα­τό σας ανα­στή­σα­τε όνει­ρα και προ­ο­πτι­κές. Εσείς ξανα­γεν­νη­θή­κα­τε μέσα από τις καρ­διές χιλιά­δων αγωνιστών.

Ο τόπος δονεί­ται από συν­θή­μα­τα και ζητο­κραυ­γές κι ο Μαυ­ρο­σκού­φης Καβα­λά­ρης ζωντα­νεύ­ει πάνω στ’ άλογο.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο