Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έζησα την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη: Ένας δημοσιογράφος αυτόπτης μάρτυρας αφηγείται

Δημο­σιεύ­ου­με τις εντυ­πώ­σεις Αθη­ναί­ου δημο­σιο­γρά­φου, που παρα­κο­λού­θη­σε την εκτέ­λε­ση του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη και των τριών συντρό­φων του Η. Αργυ­ριά­δη, Ν. Καλού­με­νου και Δ. Μπά­τση. Από τη δρα­μα­τι­κή αυτή αφή­γη­ση του ανθρώ­που που έζη­σε στιγ­μή προς στιγ­μή τον τρα­γι­κό επί­λο­γο της πολι­τι­κής εκεί­νης δολο­φο­νί­ας, δίδε­ται ανά­γλυ­φα το απα­ρά­μιλ­λο θάρ­ρος, η φυσι­κή παλ­λη­κα­ριά και το αδά­μα­στο φρό­νη­μα του αξέ­χα­στου Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη, του αγω­νι­στή που έμει­νε και θα μεί­νει στην Ιστο­ρία με το όνο­μα: «Ο άνθρω­πος με το κόκ­κι­νο γαρύφαλλο».

«Και ήταν τόσο η παλ­λη­κα­ριά του — γρά­φει ο συνά­δελ­φος — που όλοι εμείς κυριευ­θή­κα­με από δέος». Εμει­νε στη­τός και ολόρ­θος ως την τελευ­ταία του στιγ­μή. Για­τί ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης δεν πήγαι­νε για θάνα­το, αλλά όπως λέει και ο ποι­η­τής, πήγαι­νε «να βρει τις ξαστε­ριές να δόσει από το φως του».

Έζη­σα τις τελευ­ταί­ες στιγ­μές του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη, την ασέ­λη­νη εκεί­νη νύχτα της 30 του Μάρ­τη 1952.

Ήταν τόση η παλ­λη­κα­ριά του μπρος στο θάνα­το που εμείς που παρα­κο­λου­θή­σα­με την εκτέ­λε­ση μεί­να­με άφω­νοι. Και οι δήμιοι του κατα­λή­φθη­καν από δέος μπρο­στά στον αγέ­ρω­χο, τον περή­φα­νο αγω­νι­στή του ΚΚΕ, που αντι­με­τώ­πι­σε το από­σπα­σμα σαν πραγ­μα­τι­κός ηγέ­της του λαού.

Η αμε­τά­κλη­τη από­φα­ση για την εκτέ­λε­ση του Μπε­λο­γιάν­νη και των συντρό­φων του πάρ­θη­κε στις 25 Μάρ­τη — μέρα Τρί­τη. Την Κυρια­κή 30 Μάρ­τη, ο Μπε­λο­γιάν­νης και οι σύντρο­φοί του, Η. Αργυ­ριά­δης, Ν. Καλού­με­νος και Δ. Μπά­τσης θα οδη­γού­νταν στο απόσπασμα.

Το τρο­με­ρό μυστι­κό τόξε­ρε μόνο ο Αγγλος δημο­σιο­γρά­φος Πράις, που βρι­σκό­ταν στην Αθή­να. Αν και θέλη­σε να το κρα­τή­σει για λόγους απο­κλει­στι­κό­τη­τας, το τελευ­ταίο 24ωρο άλλα­ξε γνώ­μη και ζήτη­σε τη βοή­θεια δυο Ελλή­νων δημοσιογράφων.

ΣΑΒΒΑΤΟ πρωί. Το φοβε­ρό οδοι­πο­ρι­κό αρχίζει.

Πρώ­τα — πρώ­τα ανα­γνώ­ρι­ση του καθο­ρι­σμέ­νου χώρου για τις εκτε­λέ­σεις στο Γου­δί. Εντο­πί­ζου­με κάποιο παλιό πέτρι­νο πρό­χω­μα… Εκεί κάνα­νε ασκή­σεις στρα­τιω­τι­κά τμή­μα­τα, παλιότερα.

ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ακρι­βώς. Με χίλιες προ­φυ­λά­ξεις ανε­βαί­νου­με το Γολ­γο­θά του Γου­διού από τη μεριά του συνοι­κι­σμού Ζωγρά­φου. Κρυ­βό­μα­στε. Μιλά­με ψιθυ­ρι­στά, για λόγους ασφά­λειας. Εχου­με ακό­μα αμφι­βο­λί­ες γι’ αυτό που πρό­κει­ται να συμβεί.

ΩΡΑ 2 μετά τα μεσά­νυ­χτα. Τη σιγή σκί­ζει ο θόρυ­βος ενός «Τζέ­ημς» που φέρ­νει στο χώρο των εκτε­λέ­σε­ων μισή διμοι­ρία από χωρο­φύ­λα­κες. Αυτοί παίρ­νουν θέση.

ΣΤΙΣ 3 και 45 ξεχω­ρί­ζουν στο σκο­τά­δι φανά­ρια αυτο­κι­νή­των. Είναι η φάλαγ­γα που συνο­δεύ­ει τους μελλοθάνατους.

Ξάφ­νου, κάποιος προ­βο­λέ­ας φωτί­ζει το χώρο. Με μάτια διε­σταλ­μέ­να κοιτάζουμε.

Πρώ­τα στα­μα­τά ένα φορ­τη­γό της ΕΣΑ. Αμέ­σως μετά, το συρ­μα­τό­φρα­κτο αυτο­κί­νη­το με τους μελ­λο­θά­να­τους. Τελευ­ταίο, το φορ­τη­γό με το εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα: ΕΣΑ­τζή­δες και οπλί­τες του Στρατού.

Το μακά­βριο σκη­νι­κό συμπλη­ρώ­νουν τρία τζιπ. Είναι η Επι­τρο­πή του Στρα­το­δι­κεί­ου, οι αξιω­μα­τι­κοί της ΑΣΔΑΝ και της χωροφυλακής.

Μια ομά­δα χωρο­φύ­λα­κες πλη­σιά­ζουν το συρ­μα­τό­φρα­κτο καμιό­νι. Πρώ­τοι κατε­βαί­νουν οι σύντρο­φοι του Μπε­λο­γιάν­νη. Οι χωρο­φύ­λα­κες τους βοη­θούν. Μετρά­με: Ενας, δυο, τρεις. Ο Νίκος είναι τελευ­ταί­ος. Πηδά κάτω. Σαν αίλου­ρος. Μόνος του. Ευθυ­τε­νής. Λεβέ­ντι­κη κορ­μο­στα­σιά και αινιγ­μα­τι­κό χαμό­γε­λο στα χεί­λη. Ιδια, όπως ήταν όταν τον έσερ­ναν στα στρα­το­δι­κεία. Ο Νίκος Μπελογιάννης!

Προ­χω­ρά, με βήμα στα­θε­ρό, στο Γολ­γο­θά του Γου­διού. Ο χωρο­φύ­λα­κας που τον συνο­δεύ­ει σκο­ντά­φτει και πέφτει χάμω. Εκεί­νος κοντο­στέ­κε­ται. Τον περι­μέ­νει να σηκω­θεί. Και ξαναρ­χί­ζει ψύχραι­μος κι ατά­ρα­χος την πορεία προς το τέλος.

Όσοι παρα­βρί­σκο­νταν στον τόπο της εκτέ­λε­σης μένουν άφω­νοι και εκστα­τι­κοί… Ενα ρίγος από δέος μας διαπερνάει.

Στις 4 και πέντε, ο Γραμ­μα­τέ­ας του στρα­το­δι­κεί­ου, παρου­σία του Επι­τρό­που, δια­βά­ζει την από­φα­ση και πρα­κτι­κό του Συμ­βου­λί­ου Χαρί­των που απορ­ρί­πτει την αίτη­ση χάρι­τος. Το τελευ­ταίο τόχε υπο­γρά­ψει ο τότε βασι­λιάς Παύ­λος Γλύξμπουργκ.

Ύστε­ρα… Το εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα παίρ­νει θέση. Εσα­τζή­δες οδη­γούν τους μελ­λο­θά­να­τους μπρο­στά. Ο Μπε­λο­γιάν­νης αρνεί­ται να του πιά­σουν το χέρι. Σκύ­βει και κάτι ψιθυρίζει.

- Σας παρα­κα­λώ! Ξέρω το δρό­μο μου!…

Δεν το ακού­σα­με. Μας τόπαν μετά.

Επει­τα, συνέ­βη κάτι απρό­ο­πτο, μα κι ανε­ξή­γη­το: Την ώρα που το από­σπα­σμα μπαί­νει «επί σκο­πόν» ο προ­βο­λέ­ας που φωτί­ζει το τρα­γι­κό σκη­νι­κό μισο­σβή­νει από­το­μα. Ενα αμυ­δρό φως δια­γρά­φει τις σκιές των τεσ­σά­ρων παλ­λη­κα­ριών και των ανδρών του αποσπάσματος.

- Πυρ!

Και ο τρα­γι­κός επί­λο­γος, που κρά­τη­σε την ανά­σα ενός ολό­κλη­ρου λαού όλες εκεί­νες τις μέρες, έχει συντελεστεί.

Μόνο ο Άγγλος δημο­σιο­γρά­φος σήκω­σε το κεφά­λι. Αργό­τε­ρα θα περι­γρά­ψει την τελευ­ταία φάση της σκηνής.

Εμείς οι δυο με τα πρό­σω­πα κρυμ­μέ­να στις παλά­μες, μεί­να­με εκεί — μαρμαρωμένοι.

Ακί­νη­τοι για πολ­λή ώρα. Τρέμοντας…

Οταν η αυγή ρόδι­σε στον ουρα­νό, όλα είχαν τελειώ­σει. Ο Γολ­γο­θάς του Γου­διού ξανα­πή­ρε την πρώ­τη του όψη. Τα αυτο­κί­νη­τα έφυ­γαν αμέ­σως με μεγά­λη ταχύ­τη­τα. Σαν κάποιος να τους κυνη­γού­σε. Κι οι σκο­τω­μέ­νοι με το καμιό­νι του Δήμου μετα­φέρ­θη­καν στο Τρί­το Νεκρο­τα­φείο, στην Κοκκινιά.

Τρι­κλί­ζο­ντας κατε­βή­κα­με στην Αθή­να. Στο ύψος του σανα­τό­ριου της Σωτη­ρί­ας ακού­με φωνές, τρα­γού­δια, κλά­μα­τα και μοι­ρο­λό­για ανα­κα­τε­μέ­να. Οι άρρω­στοι κρα­τού­με­νοι είχαν ξεση­κω­θεί και άλλοι έκλαι­γαν και άλλοι τραγουδούσαν.

- Πότε θα κάνει ξαστε­ριά, ποτέ θα φλεβαρίσει… (…)

«Αθη­ναί­ος δημο­σιο­γρά­φος αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας αφη­γεί­ται: Έζη­σα την εκτέ­λε­ση» (Εφ. «Ριζο­σπά­στης», 29/3/1977)

Είκο­σι πέντε χρό­νια μετά την εκτέ­λε­ση του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη και των συντρό­φων του, ο «Ριζο­σπά­στης» δημο­σί­ευ­σε την παρα­πά­νω, ανώ­νυ­μη αλλά αυθε­ντι­κή, μαρ­τυ­ρία — κατα­γρα­φή των όσων συνέ­βη­σαν λίγο πριν περά­σουν στην αθα­να­σία οι τέσ­σε­ρις κομμουνιστές.

O Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης γεν­νή­θη­κε το 1915 στην Αμα­λιά­δα και απ’ τα μαθη­τι­κά του χρό­νια εντά­χθη­κε στην ΟΚΝΕ. Το 1932 μπή­κε στη Νομι­κή Σχο­λή και το 1934 έγι­νε μέλος του ΚΚΕ και την επό­με­νη χρο­νιά εκλέ­χτη­κε Γραμ­μα­τέ­ας της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης Αμαλιάδας.

Λίγο αργό­τε­ρα ακο­λού­θη­σαν οι πρώ­τες διώ­ξεις και εξο­ρί­ες. Στα χρό­νια της Κατο­χής, απέ­δρα­σε και πήγε στην Πελο­πόν­νη­σο, όπου ανέ­λα­βε διά­φο­ρες κομ­μα­τι­κές χρε­ώ­σεις, ενώ στη συνέ­χεια τοπο­θε­τή­θη­κε Καπε­τά­νιος στη Μεραρ­χία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου.

Μετά από την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, δού­λε­ψε και πάλι στην ΚΟ Πελο­πον­νή­σου, ενώ αργό­τε­ρα εντά­χθη­κε στον ΔΣΕ, όπου μετα­ξύ άλλων διε­τέ­λε­σε υπο­διοι­κη­τής της Σχο­λής Αξιω­μα­τι­κών του ΔΣΕ, Πολι­τι­κός Επί­τρο­πος της 102ης Ταξιαρ­χί­ας και κατό­πιν της 10ης και 1ης Μεραρχίας.

Μετά την υπο­χώ­ρη­ση του ΔΣΕ, πήρε και αυτός, όπως χιλιά­δες άλλοι μαχη­τές, τον δρό­μο της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς. Το 1950, στην 7η Ολο­μέ­λεια της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του ΚΚΕ, ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης εκλέ­χθη­κε ανα­πλη­ρω­μα­τι­κό μέλος της και στις 7 Ιού­νη έφτα­σε παρά­νο­μα στην Ελλά­δα, με απο­στο­λή την ανα­διορ­γά­νω­ση των παρά­νο­μων Οργα­νώ­σε­ων, που συνέ­χι­ζαν να δέχο­νται χτυ­πή­μα­τα από την Ασφάλεια.

Εξί­μι­σι περί­που μήνες μετά την άφι­ξή του στην Ελλά­δα (20/12/1950) συνε­λή­φθη και για δέκα μήνες κρα­τή­θη­κε στην απο­μό­νω­ση, παρα­μέ­νο­ντας ανυ­πο­χώ­ρη­τος, απορ­ρί­πτο­ντας τις δελε­α­στι­κές προ­τά­σεις που του έγι­ναν για να σώσει τη ζωή του.

Στις δύο δίκες που έγι­ναν, στά­θη­κε αλύ­γι­στος, υπε­ρα­σπί­στη­κε με σθέ­νος το ΚΚΕ. Κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το τόσο στην πρώ­τη όσο και στη δεύ­τε­ρη δίκη μαζί με άλλα μέλη και στε­λέ­χη του ΚΚΕ.

Στις 30 Μάρ­τη του 1952 εκτε­λέ­στη­κε μαζί με τους συντρό­φους του Ηλία Αργυ­ριά­δη, Νίκο Καλού­με­νο και Δημή­τρη Μπάτση.

Με τη θυσία του ο Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης έγι­νε σύμ­βο­λο της ανά­γκης δια­φύ­λα­ξης της αυτο­τέ­λειας και της ανυ­πο­χώ­ρη­της επα­να­στα­τι­κής πάλης του Κόμ­μα­τος σε όλες τις συν­θή­κες. Γι’ αυτό και στο πρό­σω­πό του τιμά­με τη θυσία όλων των κομ­μου­νι­στών, όλων των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης. Εξάλ­λου, όπως σημεί­ω­σε ο ίδιος:

«Σκέ­φτο­μαι πως αυτά τα τρία συστα­τι­κά πρέ­πει να ‘χει η ζωή: το μεγά­λο, το ωραίο και το συγκλο­νι­στι­κό. Το μεγά­λο είναι να βρί­σκε­σαι μέσα στην πάλη για μια καλύ­τε­ρη ζωή, να αγω­νί­ζε­σαι στην πρώ­τη γραμ­μή γι’ αυτήν. Οποιος δεν το κάνει αυτό σέρ­νε­ται πίσω απ’ τη ζωή. Το ωραίο είναι καθε­τί που στο­λί­ζει τη ζωή, η μου­σι­κή, τα λου­λού­δια, η ποί­η­ση. Το συγκλο­νι­στι­κό είναι η αγάπη…».

Πηγή: 902.gr (Από το αρχείο του «Ριζο­σπά­στη»)

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο