Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένας χρόνος από το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη

‘Ενας χρό­νος συμπλη­ρώ­νε­ται σήμε­ρα, 2 Σεπτέμ­βρη, από τον θάνα­το του σπου­δαιό­τε­ρου μου­σι­κο­συν­θέ­τη που γέν­νη­σε η χώρα, μιας εμβλη­μα­τι­κής, διε­θνούς ακτι­νο­βο­λί­ας προ­σω­πι­κό­τη­τα που με τη ζωή και το έργο της χάρα­ξε την ιστο­ρία του 20ου αιώ­να, του αξέ­χα­στου ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ.

Αντί οποιου­δή­πο­τε άλλου αφιε­ρώ­μα­τος, ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με την συγκι­νη­τι­κή ομι­λία-επι­κή­δειο του γενι­κού γραμ­μα­τέα της ΚΕ του ΚΚΕ Δημή­τρη Κου­τσού­μπα κατά την κηδεία του Μίκη στη Μητρό­πο­λη Αθη­νών, στις 8 Σεπτεμ­βρί­ου 2021:

«Και ένας ψίθυ­ρος περ­νά από στό­μα σε στό­μα: «Χωρίς τον Μίκη θα ήμα­σταν αλλιώς». Και έτσι είναι. Χωρίς εσέ­να θα ήμα­σταν αλλιώς.

Φράγ­μα μεγα­λό­πρε­πο στη λήθη, ένα δοξα­στι­κό στην επο­ποι­ία του λαού μας τον 20ό αιώ­να, είναι το έργο σου.

Απο­στό­μω­σε όσους προ­σπα­θούν να μαυ­ρί­σουν τη μνή­μη της, διόρ­θω­σε τα ψέμα­τα, έκα­νε έναν ολό­κλη­ρο λαό να νιώ­θει περη­φά­νια για την κλη­ρο­νο­μιά του και θαυ­μα­σμό για εκεί­νους που με τον αγώ­να τους την τιμούν και προ­σπα­θούν να τη μεγα­λώ­σουν. Ορμη­τι­κή, επα­να­στα­τι­κή, φλο­γι­σμέ­νη από το πάθος, μια κατά­φα­ση είναι η μου­σι­κή σου, ότι ο κόσμος μας χρειά­ζε­ται και μπο­ρεί να αλλάξει.

Με το αστρα­φτε­ρό σπα­θί της, εκτο­πί­ζο­ντας τον φόβο, την ηττο­πά­θεια, την αδια­φο­ρία, σαλ­πί­ζει νέο ξεκί­νη­μα, πυρ­πο­λεί τα όνει­ρα, πολιορ­κεί το «κοί­τα­ζε τη δου­λειά σου», γεμί­ζει με ήλιο τις καρδιές.

Μας έδει­ξες τη δύνα­μη του ελλη­νι­κού λαού, τη δύνα­μη των λαών του κόσμου. Χωρίς αμφι­βο­λία ήξε­ρες καλά να εδραιώ­νεις την πίστη πως το δίκιο, η ειρή­νη, η ευτυ­χία, είναι πράγ­μα­τα κατορθωτά.

Οσο ρωμα­λέα και στι­βα­ρά ανα­με­τριέ­ται η Τέχνη σου με την αδι­κία, τόσο τρυ­φε­ρά και απα­λά ξέρει να θωπεύ­ει τα όμορ­φα και τα καλά στη ζωή και τον κόσμο. Εσμι­ξες «τους τρα­νούς αητούς με τους χρυ­σούς αγγέ­λους», μαθαί­νο­ντάς μας πως για να είσαι δυνα­τός πρέ­πει να είσαι ευαί­σθη­τος. Με ιερή αφο­σί­ω­ση καλ­λιέρ­γη­σες αυτήν την ευαι­σθη­σία μας, μας έμα­θες πως μέσα στις καται­γί­δες μπο­ρού­με να κρα­τη­θού­με από ένα λουλούδι.

Είχες εμπι­στο­σύ­νη στον λαό.Πίστευες, και όχι άδι­κα, πως μόνο ο λαός μπο­ρεί να κατα­νο­ή­σει και να κατα­κτή­σει τα ανώ­τε­ρα δημιουρ­γή­μα­τα του ανθρώ­που, τέτοια όπως η Τέχνη, η ποί­η­ση, η μου­σι­κή. Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλει­διά. Γι’ αυτό δεν μελο­ποί­η­σες μόνο έξο­χα τον ποι­η­τι­κό λόγο, χωρίς να τον προ­δί­δεις. Τον ανα­δη­μιούρ­γη­σες και τον παρέ­δω­σες με εκεί­νη τη μορ­φή που μπαί­νει κατευ­θεί­αν στη λαϊ­κή ψυχή.

«Εφε­ρες την ποί­η­ση στο τρα­πέ­ζι του λαού, πλάι στο ποτή­ρι και το ψωμί του», όπως έγρα­φε για σένα ο Γιάν­νης Ρίτσος. Δεν είναι μόνο ο «Επι­τά­φιος», η ανε­πα­νά­λη­πτη αυτή συνο­μι­λία της μου­σι­κής σου με την ποί­η­ση του Ρίτσου, που μέσα και από τις συγκλο­νι­στι­κές ερμη­νεί­ες του Μπι­θι­κώ­τση και του Χιώ­τη έγι­νε ένας δια­χρο­νι­κός λαϊ­κός θρή­νος και ύμνος μαζί στον θάνα­το που γονι­μο­ποιεί το μέλλον.

Πέτυ­χες να μιλή­σεις με την υψι­πε­τή ποί­η­ση στη λαϊ­κή ψυχή, ακό­μα και μέσα από απαι­τη­τι­κές και ασυ­νή­θι­στες στο λαϊ­κό αυτί μου­σι­κές φόρ­μες, όπως αυτές:

- Στο «Αξιον Εστί» του Ελύτη.

- Στο «Επι­φά­νια — Αβέ­ρωφ» του Σεφέρη.

- Στο «Πνευ­μα­τι­κό Εμβα­τή­ριο» του Αγγε­λου Σικελιανού.

- Στο «Κάντο Χενε­ράλ» του Πάμπλο Νερού­δα, κ.ά.

Δίχως άλλο, χωρίς εσέ­να οδη­γη­τή και πρω­τερ­γά­τη αυτής της νέας Τέχνης, η μου­σι­κή θα ήταν αλλιώς.

Βαθύς ποτα­μός, ακό­μα ανε­ξε­ρεύ­νη­τος, είναι το έργο σου.

Σ’ αυτό συνυ­πάρ­χουν όλα σχε­δόν τα είδη της μουσικής:

Από τους λαϊ­κούς δρό­μους και το δημο­τι­κό τρα­γού­δι έως την αρχαία τρα­γω­δία, το βυζα­ντι­νό μέλος, τη συμ­φω­νι­κή μου­σι­κή, το κλα­σι­κό τρα­γού­δι, τα ορατόρια.

Σου το χρω­στά­με, λοι­πόν, να φρο­ντί­σου­με να ανοι­χτούν διά­πλα­τα στον κόσμο όλοι οι θησαυ­ροί της μου­σι­κής σου. Σου το χρω­στά­με να συνε­χί­σου­με να διεκ­δι­κού­με το μεγά­λο όνει­ρό σου να φτά­σουν στον λαό οι θησαυ­ροί σε όλη την ιστο­ρία της μου­σι­κής, μέχρι αυτό ατό­φιο να εκπλη­ρω­θεί σε μια ανώ­τε­ρη μορ­φή κοι­νω­νί­ας, όπου όλα τα μέλη της θα μπο­ρούν να κατα­νο­ούν και να απο­λαμ­βά­νουν την Τέχνη. Ακό­μα και το πιο δύσκο­λο και αφη­ρη­μέ­νο είδος της, τη μου­σι­κή, αυτήν την Τέχνη που από μικρό παι­δί, από τότε που πρω­το­ά­κου­σες την 9η Συμ­φω­νία του Μπε­τό­βεν, σου πήρε το μυα­λό και σε έκα­νε να βλέ­πεις με τα μάτια της τον κόσμο.

«Οι αγώ­νες και η μου­σι­κή είναι τόσο δεμέ­να πια μέσα μου, ώστε δεν μπο­ρώ να φαντα­στώ ούτε αγώ­νες χωρίς τρα­γού­δι, ούτε τρα­γού­δι χωρίς αγώ­να», έλε­γες. Σε όλη τη ζωή σου, με το ένα χέρι κρα­τού­σες το του­φέ­κι και με το άλλο τις παρ­τι­τού­ρες σου. Και αυτό δεν είναι αλλη­γο­ρία. Μέχρι και στη Μακρό­νη­σο, σ’ αυτόν τον εφιαλ­τι­κό τόπο των μαρ­τυ­ρί­ων, εσύ έγρα­φες μου­σι­κή. Εκεί έγρα­ψες και το πρώ­το συμ­φω­νι­κό έργο σου, τη Συμ­φω­νία για τη Μακρό­νη­σο. Εκεί κατά­λα­βες πόσο ευερ­γε­τι­κή είναι η δημιουρ­γία, όταν πρέ­πει να αντέ­ξεις τον πόνο και την κτη­νω­δία, πόσο ευγε­νι­κή γίνε­ται για τους γεν­ναί­ους, αυτούς που μένουν όρθιοι και δεν χαμη­λώ­νουν το βλέμ­μα τους.

Στο ερώ­τη­μα για ποιον δημιουρ­γείς, πάντα απα­ντού­σες: Για τον λαό. «Και όταν ακό­μα συν­θέ­τω συμ­φω­νι­κά έργα, πάντο­τε έχω στο νου μου τον λαό. Φιλο­δο­ξώ να γίνω κατα­νοη­τός από τους απλούς εργα­ζό­με­νους ανθρώ­πους, για­τί έχω πίστη ότι αυτοί απο­τε­λούν τη βασι­κή δύνα­μη που σπρώ­χνει μπρο­στά την Ιστο­ρία», είχες δηλώ­σει όταν σου απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο Λένιν. Κι έπει­τα πάλι συνή­θι­ζες συχνά να επα­να­λαμ­βά­νεις πως «ό,τι φτιά­ξα­με το πήρα­με από τον λαό και στον λαό το επι­στρέ­φου­με». Και δεν ήταν σεμνοτυφία.

Είχες βαθιά συνεί­δη­ση ότι για το προ­σω­πι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό σου επί­τευγ­μα σπου­δαίο ρόλο έπαι­ξε η επο­χή σου, ότι στον ιδιαί­τε­ρο τρό­πο της Τέχνης σου αντα­να­κλού­σαν οι πρά­ξεις του λαού. Αυτό άλλω­στε είναι το μυστι­κό της μεγά­λης, της αλη­θι­νής Τέχνης, της Τέχνης που συλ­λαμ­βά­νει τον σφυγ­μό της επο­χής και αφου­γκρά­ζε­ται το επερ­χό­με­νο. Να αντλεί τη δύνα­μή της από την ανθρω­πιά, από τα βάσα­να, τους καη­μούς, τις μνή­μες και τις ελπί­δες του λαού, και αυτήν την ανθρω­πιά να την επι­στρέ­φει πάλι στους δημιουρ­γούς της. Μια βαθύ­τε­ρη όμως συνεί­δη­ση της ανθρω­πιάς: Τη συνεί­δη­ση της δύνα­μης, που μόνο ο άνθρω­πος μέσα σε όλα τα πλά­σμα­τα δια­θέ­τει, να υπο­τάσ­σει τον κόσμο γύρω του, στην ανά­γκη του για δίκιο και ευτυ­χία, να τον μετα­σχη­μα­τί­ζει στα μέτρα του.

Ετσι, γρά­φο­ντας για τον δικό σου λαό, είδες τη μου­σι­κή σου να σπά­ει τα σύνο­ρα της χώρας, καθώς η γλώσ­σα της έχει την οικου­με­νι­κό­τη­τα από τα κοι­νά βάσα­να, τις ελπί­δες, τα ορά­μα­τα «όλων των τίμιων ανθρώ­πων της Γης που αγω­νί­ζο­νται ενά­ντια στην τυραν­νία, τη βία και την εκμε­τάλ­λευ­ση», αγγί­ζει τις καρ­διές όλων των λαϊ­κών ανθρώ­πων ανε­ξάρ­τη­τα από εθνι­κό­τη­τα, γλώσ­σα, θρη­σκεία, φυλή. Γι’ αυτό, δεκά­δες συλ­λυ­πη­τή­ρια μηνύ­μα­τα κατα­φτά­νουν αυτές τις μέρες από όλες τις γωνιές της Γης από Κομ­μου­νι­στι­κά, από Εργα­τι­κά Κόμ­μα­τα, από πολ­λές άλλες προ­ο­δευ­τι­κές οργα­νώ­σεις από όλες τις ηπεί­ρους. Από εκεί­νους που νιώ­θουν σαν να έχα­σαν έναν δικό τους άνθρωπο.

«Ο καλ­λι­τέ­χνης που ζει και δημιουρ­γεί μέσα στην πάλη, εξα­σφα­λί­ζει ξεχω­ρι­στή θέση για το έργο του», δήλω­νες. Και πράγ­μα­τι, το έργο σου έκα­νε θρύ­ψα­λα τον μύθο ότι η δέσμευ­ση κατα­στρέ­φει την Τέχνη. Το έργο σου είναι τρα­νή από­δει­ξη ότι η μεγά­λη Τέχνη είναι πάντα πολι­τι­κή, είτε το γνω­ρί­ζει είτε δεν το γνω­ρί­ζει ο δημιουρ­γός της. Πίστευ­ες ακλό­νη­τα πως η συμ­με­το­χή σου στη λαϊ­κή δρά­ση ήταν αυτή που «έδι­νε ρεύ­μα», που «έβα­ζε φωτιά» στη δημιουρ­γία σου, πως δεν αρκεί ο καλ­λι­τέ­χνης μόνο με το έργο του να είναι κοντά στον λαό, αλλά και με την ίδια του τη ζωή.

«Να μην ξεχω­ρί­ζει τη ζωή του από τη ζωή του εργα­ζό­με­νου, από τη ζωή του πρω­το­πό­ρου λαϊ­κού αγω­νι­στή», «να είναι ένας απλός στρα­τιώ­της στην ακα­τά­βλη­τη στρα­τιά των λαϊ­κών ανθρώ­πων» που μάχο­νται για τη ζωή. Δικά σου τα λόγια. Ετσι, πορεύ­τη­κες κι εσύ μαζί με τους αδι­κη­μέ­νους σε δρό­μους που έκαι­γαν. Από νωρίς «πήρες του ήλιου τον δρό­μο, κρε­μώ­ντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο», για τον λαό μας, για όλους τους λαούς, ως άλλος Σολω­μός, ως άλλος βάρ­δος της ελευ­θε­ρί­ας, με όλα τα προ­τάγ­μα­τα της δικής μας εποχής.

Από 17 κιό­λας χρο­νών οργα­νώ­θη­κες στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, παίρ­νο­ντας μέρος στην Εθνι­κή μας Αντί­στα­ση. Τον Δεκέμ­βρη του ’44 πολέ­μη­σες στη Μάχη της Αθή­νας, με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγ­μα­τος του Εφε­δρι­κού ΕΛΑΣ. Και ήταν τόση η περη­φά­νια σου για τη συμ­με­το­χή σου σ’ αυτήν την κορυ­φαία στιγ­μή της ταξι­κής πάλης στη χώρα μας, που πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα θα πεις πως αν υπήρ­χε επι­τύμ­βιο επί­γραμ­μα που θα επι­θυ­μού­σες να χαρα­χτεί στον τάφο σου, θα ήταν: «Πολέ­μη­σε τον Δεκέμ­βρη». Μετά την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού μοι­ρά­στη­κες με τους συντρό­φους σου τις άγριες διώ­ξεις του αστι­κού κρά­τους, εξό­ρι­στος στην Ικα­ρία και έπει­τα στη Μακρό­νη­σο, όπου βασα­νί­στη­κες φριχτά.

Εκεί είναι, με τα δικά σου λόγια, που έσπα­σε το «εγώ» και έγι­νε τελε­σί­δι­κα «εμείς». Στη συνέ­χεια αγω­νί­στη­κες μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπρά­κη­δες για την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­στι­κή ανα­γέν­νη­ση, ενώ «πλή­ρω­σες» με νέες δοκι­μα­σί­ες, φυλα­κές και εξο­ρί­ες την παρά­νο­μη δρά­ση σου ενά­ντια στη δικτα­το­ρία των συνταγ­μα­ταρ­χών το 1967.

Με τις αμέ­τρη­τες συναυ­λί­ες σου στο εξω­τε­ρι­κό μέχρι την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας μετέ­φε­ρες σε όλο τον κόσμο το μήνυ­μα της αντί­στα­σης και της λευ­τε­ριάς, και έπει­τα σε όλη την Ελλά­δα. Τα τρα­γού­δια σου, που τα λέγα­με μυστι­κά όλα τα μαύ­ρα εκεί­να χρό­νια, κατέ­κλυ­σαν τα πάντα, τις ταβέρ­νες, τα για­πιά, τα σχο­λειά, τα πανε­πι­στή­μια, τις εκδρο­μές, τις συντρο­φιές, τις διαδηλώσεις.

Στις συγκλο­νι­στι­κές συναυ­λί­ες σου και στα Φεστι­βάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθε­ξη της μου­σι­κής σου με τον κόσμο, απο­θε­ω­νό­ταν η πίστη πως με τους αγώ­νες μας θα αλλά­ξου­με τον κόσμο για να ξημε­ρώ­σει ένα καλύ­τε­ρο αύριο. Τα χρό­νια αυτά έδω­σες τη μάχη ως υπο­ψή­φιος του ΚΚΕ για τον δήμο της Αθή­νας, ενώ το 1981 και το 1985 ως βου­λευ­τής του Κόμ­μα­τος υπε­ρα­σπί­στη­κες τα δικαιώ­μα­τα των εργα­ζο­μέ­νων, του λαού. Από κάθε μετε­ρί­ζι στη σκέ­ψη σου πρυ­τά­νευε ο αγώ­νας «για την ενό­τη­τα των Ελλήνων».

Πολύ­πλευ­ρος και πολυ­τά­λα­ντος, δια­νο­ού­με­νος καθώς ήσουν, δεν περιο­ρί­στη­κες στη μου­σι­κή, αλλά με τον χαρι­σμα­τι­κό λόγο σου έγρα­ψες ένα σωρό βιβλία εκεί­να τα χρόνια.

Το ξεχω­ρι­στό όμως στην περί­πτω­σή σου είναι ότι η καλ­λι­τε­χνι­κή ιδιο­φυ­ΐα σου συνα­ντή­θη­κε με μια προ­σω­πι­κό­τη­τα ανή­συ­χη και άγρυ­πνη, που ένιω­θε πάντα την ανά­γκη να ξεπερ­νά τον εαυ­τό της.

Ετσι συνέ­χι­ζες μέχρι το τέλος να το δίνεις το «παρών» σε όλες τις κρί­σι­μες στιγ­μές που ακο­λού­θη­σαν, παίρ­νο­ντας το μέρος της αλή­θειας και της δικαιοσύνης.

Μετά την ανα­τρο­πή του σοσια­λι­σμού και τη νίκη της αντε­πα­νά­στα­σης στη Σοβιε­τι­κή Ενω­ση και στις άλλες σοσια­λι­στι­κές χώρες, δεν λύγισες.

«Κι όμως στα­θή­κα­με όρθιοι, κι αυτό δεν πρέ­πει να το ξεχνά­με ποτέ πως το οφεί­λου­με στα δάκρυα και τις θυσί­ες αυτών των χιλιά­δων και χιλιά­δων πρω­το­πό­ρων αγω­νι­στών που έπε­σαν ακο­λου­θώ­ντας τις σημαί­ες και τα λάβα­ρα με το κόκ­κι­νο αίμα, που φλό­γι­ζαν, εξα­κο­λου­θούν να φλο­γί­ζουν τις καρ­διές όσων πάλευαν και παλεύ­ουν για την ελευ­θε­ρία, την ειρή­νη, το δίκαιο, τα δικαιώ­μα­τα του λαού μας και όλων των λαών της Γης», είχες πει τότε.

Στα­θε­ρά στις επάλ­ξεις του διε­θνι­σμού, αστα­μά­τη­τα υπο­στή­ρι­ζες την αδελ­φι­κή φιλία του ελλη­νι­κού με τον τουρ­κι­κό λαό, και τον δίκαιο αγώ­να του Παλαι­στι­νια­κού λαού.

Πολε­μώ­ντας «τους λύκους που διψούν για αίμα και σερ­για­νούν στην περιο­χή μας», διορ­γά­νω­σες το 1999 την ιστο­ρι­κή συναυ­λία με τη συμ­με­το­χή όλων των μεγά­λων Ελλή­νων τρα­γου­δι­στών ενά­ντια στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση και τους βομ­βαρ­δι­σμούς στη Γιου­γκο­σλα­βία, και κατα­δί­κα­σες με τις ξεκά­θα­ρες, δημό­σια εκφρα­σμέ­νες θέσεις σου τις κρί­σι­μες στιγ­μές, τα «τσα­κά­λια του αντι­κομ­μου­νι­σμού», όπως τα ονό­μα­σες, τα αντι­κομ­μου­νι­στι­κά μνη­μό­νια του Συμ­βου­λί­ου της Ευρώ­πης και της Ευρω­παϊ­κής Ενω­σης, την ανι­στό­ρη­τη εξο­μοί­ω­ση «των θυμά­των με τους θύτες, των εγκλη­μα­τιών με τους ήρω­ες, των κατα­κτη­τών με τους απε­λευ­θε­ρω­τές και των ναζι­στών με τους κομμουνιστές».

«Παρών» δήλω­σες και στη δίκη της εγκλη­μα­τι­κής — ναζι­στι­κής οργά­νω­σης Χρυ­σή Αυγή. Παρών και στον δίκαιο αγώ­να του λαού μας για την κατάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων και όλων των αντερ­γα­τι­κών εφαρ­μο­στι­κών νόμων τους.

Η αλή­θεια είναι, όπως και γνω­στό σε όλους, πως δεν συμ­φω­νού­σα­με πάντα με τις πολι­τι­κές πρω­το­βου­λί­ες σου, όμως αυτό που μένει, το υστε­ρό­γρα­φο της δόξας, είναι η τερά­στια παρα­κα­τα­θή­κη του έργου σου και η πολι­τι­κή δια­θή­κη που μας άφη­σες, «σβή­νο­ντας τις λεπτο­μέ­ρειες» και κρα­τώ­ντας τα «Μεγά­λα Μεγέθη».

Το ότι «τα πιο κρί­σι­μα, τα δυνα­τά, τα ώρι­μα χρό­νια» σου τα πέρα­σες «κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ».

Δεν σε απο­χαι­ρε­τού­με, σύντρο­φε Μίκη, για­τί εσύ δεν έφυγες.

Μέσα στις φλέ­βες μας είσαι. Θα ‘σαι για πάντα μέσα σε όλα εκεί­να που γι’ αυτά πολέ­μη­σες, θα ‘σαι για πάντα σε όλους τους ποτα­μούς του κόσμου. Κι όταν «θα πάρουν τα όνει­ρα εκδί­κη­ση» και γύρω μας θα λάμπει η ηλιό­λου­στη ζωή, θα είσαι κι εσύ, τρα­νός όπως πάντα στις μεγά­λες στιγ­μές, παρών. Για­τί το έργο σου έγι­νε ελπι­δο­φό­ρος, ανα­γεν­νη­τι­κός «ανά­κου­στος κελαη­δι­σμός» για τον ελλη­νι­κό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγ­χρο­νη ιστο­ρι­κή επο­χή της ανα­το­λής της νέας κοι­νω­νί­ας, χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Για την ελευ­θε­ρία σε όλες της τις μορ­φές: Πνευ­μα­τι­κή, ηθι­κή, πολι­τι­κή, κοι­νω­νι­κή. Για την πλή­ρη, αλη­θι­νή ελευθερία.

Στο φέρε­τρό σου σηκώ­νε­ται, υψώ­νει τη γρο­θιά της και «αντριεύ­ει και θεριεύ­ει» η Ελλάδα!

Σύντρο­φε Μίκη,

Είσαι «φως που πατεί χαρού­με­νο τον Αδη»! Φως επα­να­στα­τι­κό «στην κορ­φή του Ολύ­μπου αρι­στε­ρά»… Φως που «ολού­θε λαμπυ­ρί­ζει», όπως έγρα­ψαν αυτές τις μέρες γερ­μα­νι­κές εφη­με­ρί­δες. Ενα «φως που καί­ει». «Τέκνο της ανά­γκης κι ώρι­μο τέκνο της οργής»!

Οπως ήθε­λες θα γίνει, όπως το προ­διέ­γρα­ψες με την πολι­τι­κή δια­θή­κη σου «στους μεγά­λους δρό­μους κάτω από τις αφί­σες», με τα αθά­να­τα τρα­γού­δια σου.

Θα τον «σηκώ­σου­με τον ήλιο πάνω από την Ελλά­δα». Θα τον «σηκώ­σου­με τον ήλιο πάνω από τον κόσμο».

Οταν από­ψε το πλοίο θα σαλ­πά­ρει από τον Πει­ραιά, για να δια­σχί­σει τα γαλά­ζια νερά της ελλη­νι­κής θάλασ­σας, για να σε οδη­γή­σει στην τελευ­ταία σου κατοι­κία, στον τόπο κατα­γω­γής σου, στον Γαλα­τά Χανί­ων, στην αγα­πη­μέ­νη σου Κρή­τη, σύμ­φω­να με την επι­θυ­μία σου, όλη η Ελλά­δα θα σε συνο­δεύ­ει με τα τρα­γού­δια σου. Για­τί για σένα, για να δανει­στού­με στί­χους από το μεγα­λείο του Σολω­μού, «ο ουρα­νός καμά­ρω­νε κι η γη χειροκροτούσε»…

Αθά­να­τος Μίκη!

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο