Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου…»

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Κοντά στη ροδαυ­γή, βγή­κα να πάρω αγέ­ρα στην ανθι­σμέ­νη γη… Ποια; Ανθι­σμέ­νη γη; Μαύ­ρη κι άρα­χνη. Τ’ απο­κα­ΐ­δια είναι ακό­μη στη θέση τους.

Άλλα­ξε το τοπίο. Ο τόπος αλλιώ­τε­ψε, ίδιοι οι συσχε­τι­σμοί. Το κεφά­λι του εργα­ζό­με­νου στο ντορβά!

Γκα­ντε­μια… Παντού γκα­ντε­μιά.… Θεο­μη­νί­ες, σει­σμοί, πυρ­κα­γιές, πλημ­μύ­ρες, μπου­ρί­νια, κοροϊ­δία. Ο ΕΜΦΙΑ, τα ψεύ­τι­κα τα λόγια τα μεγά­λα, τα απο­προ­σα­να­το­λι­στι­κά. Μου­ντά κι άχα­ρα χαμό­γε­λα και ψεύ­τι­κες υποσχέσεις.

Για τις χαμέ­νες, απο­κε­φα­λι­σμέ­νες συντά­ξεις ούτε λόγος να γίνε­ται. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Η Τουρ­κία προ­κα­λεί. Το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, η ΕΕ ελίσ­σο­νται υπο­κρι­τι­κά μετα­ξύ ακμής και άξο­νος και ο «μεντε­σές» κλει­δώ­νει επι­κίν­δυ­να για τις ανά­γκες των λαϊ­κών στρωμάτων.

Καλο­καί­ρι και κατα­χνιά. Αύγου­στε ευλο­γη­μέ­νε και γλυκόπικρε…

Φεγ­γά­ρι μισο­φέγ­γα­ρο πορτοκαλί.

Στους έρη­μους δρό­μους της πόλης κατε­βαί­νει η μονα­ξιά, σε ζεστά κύμα­τα πάχνυς.

Μόνο στις παρυ­φές, τα λιμά­νια, τ’ αερο­δρό­μια, τα λεω­φο­ρεία και τους σιδη­ρο­δρο­μι­κούς σταθ­μούς των φευ­γά­των μετα­φέ­ρε­ται ο θόρυ­βος, η ασά­φεια, η ακα­τα­στα­σία, το χάος και η φαιδρότητα!

Η ελλη­νι­κή προ­χει­ρό­τη­τα, της άρπα κόλ­λα και της κερδοσκοπίας.

Πού και πού ξεχω­ρί­ζεις τη σει­ρή­να του ασθε­νο­φό­ρου ή του πυροσβεστικού.

Συρ­ρι­κνώ­νει την κάλ­πι­κη σιω­πή και εκσφε­ντο­νί­ζει ανάρ­μο­στους με το περι­βάλ­λον άχα­ρους και βάρ­βα­ρους ήχους.

***

Ήταν πρωί τ’ Αυγού­στου… Κοντά στη ροδαυ­γή…! Βαδί­ζεις πυρ­πο­λη­μέ­νος από δεσμί­δες φώτων και επι­γρα­φών, γοη­τευ­μέ­νος από την αρχο­ντιά της έρη­μης πόλης και την άνε­τη ελευθε΄ρια του πάρκινγκ.

Βρί­σκε­σαι στην ακι­νη­σία της από­γνω­σης παρα­ζα­λι­σμέ­νος από την πνι­γη­ρή ατμόσφαιρα,

Ρου­φάς αργά και ηδο­νι­κά και γεύ­ε­σαι αυτο­κα­τα­στρο­φι­κά τη μόλυν­ση του κορ­μιού και του περι­βάλ­λο­ντος μέχρι να σβή­σουν οιι αισθή­σεις και να χαθούν οι σκέψεις.

***

Κάποιες σκιές που κινού­νται στα μεσά­νυ­χυα μη σου δώσουν την εντύ­πω­ση υτυ­χι­σμέ­νων ξενύ­χτη­δων, γοη­τευ­μέ­νοι από τη μαγεία του Αυγου­στιά­τι­κου φεγγαριού.

– Όχι είναι λαν­θρω­ποι καθημερινοί

– Όπως οι καθα­ρί­στριες που πάνε στη δου­λειά τους.

***
Ήταν πρωί τ’ Αυγού­στου και μόνο εσύ, αθε­ρά­πευ­τα ρομα­ντι­κός πασχί­ζεις να μαζέ­ψεις νού­φα­ρα από κοπρι­σμέ­νους σταύ­λους για να περ­νά­νε απα­ρα­τή­ρη­τα τα διά­φο­ρα νομο­σχέ­δια κι ό,τι άλλο προ­σπα­θούν να μας πασά­ρουν όπως κάθε φορά με τον ερχο­μό του Αυγούστου…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο