Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Σακελλάριος: Μια κριτική ματιά στο πλούσιο κινηματογραφικό του έργο

Υπήρ­ξε μονα­δι­κή περί­πτω­ση στον χώρο του ελλη­νι­κού θεά­μα­τος και των γραμ­μά­των. Πολυ­σχι­δής, ακού­ρα­στος, ανε­ξά­ντλη­τος ιδε­ών, ο Αλέ­κος Σακελ­λά­ριος κατά­φε­ρε να χαρί­σει και για την ακρί­βεια συνε­χί­ζει να χαρί­ζει, απλό­χε­ρα το γέλιο και τη συγκί­νη­ση και ειδι­κά τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες μία νοσταλ­γία για τη μετα­πο­λε­μι­κή Ελλάδα.

Υπήρ­ξε παρα­γω­γι­κό­τα­τος, καθώς εκτός από τις πενή­ντα ται­νί­ες που σκη­νο­θέ­τη­σε, έγρα­ψε πάνω από 200 θεα­τρι­κά έργα, 60 σενά­ρια, ήταν από τους πολυ­γρα­φό­τε­ρους και σημα­ντι­κούς στι­χουρ­γούς του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού, έκα­νε και τερά­στιες επι­τυ­χί­ες στην τηλε­ό­ρα­ση, ενώ δεν εγκα­τέ­λει­ψε ποτέ την αρχι­κή του ενα­σχό­λη­ση με τη δημοσιογραφία.

Ο Αλέ­κος Σακελ­λά­ριος, εκτός από τις τερά­στιες κινη­μα­το­γρα­φι­κές του επι­τυ­χί­ες, που οι περισ­σό­τε­ρες έσπα­γαν τα ταμεία — ίσως να ξεπερ­νά και τον Ντί­νο Δημό­που­λο — ήταν ένας εξαι­ρε­τι­κός γρα­φιάς, πιθα­νό­τα­τα καλύ­τε­ρος από σκη­νο­θέ­της, δια­τη­ρώ­ντας απευ­θεί­ας επα­φή με την κοι­νω­νία, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας κάθε έξυ­πνη κου­βέ­ντα που μπο­ρού­σε να ακού­σει στη δου­λειά του, στους δρό­μους, στις ταβέρ­νες, όπου έκλει­νε την φορ­τω­μέ­νη μέρα του. Άλλω­στε, η μεγα­λύ­τε­ρη του αξία βρί­σκε­ται στο γρά­ψι­μο των δια­λό­γων, δεδο­μέ­νου ότι η δομή των σενα­ρί­ων του πολ­λές φορές χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν από προ­χει­ρό­τη­τα ή ανε­πάρ­κεια σε κινη­μα­το­γρα­φι­κές γνώ­σεις. Το σίγου­ρο είναι ότι ο Σακελ­λά­ριος αν ήταν στο Χόλι­γουντ θα έκα­νε καριέ­ρα ως συγ­γρα­φέ­ας δια­λό­γων, με το πηγαίο ταλέ­ντο του στην ατάκα.

Με τη συμπλή­ρω­ση 110 χρό­νων από τη γέν­νη­σή του (7 Νοεμ­βρί­ου 1913) είναι μία ευκαι­ρία να ξεφύ­γου­με από τις καθιε­ρω­μέ­νες άκρι­τες υμνο­λο­γί­ες και να εμβα­θύ­νου­με στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό του έργο, την αξία του, την κοι­νω­νι­κή του ματιά, την περί­ο­δο της καλ­λι­τε­χνι­κής του ακμής, αλλά και των συντη­ρη­τι­κών μηνυ­μά­των που περιεί­χαν πολ­λές απ’ τις ται­νί­ες του, εγκλω­βι­σμέ­νου από το αστι­κό περι­βάλ­λον που κινού­ταν και από τη συμ­βα­τι­κό­τη­τα της Φίνος Φιλμς.

Από τη Νομική στη δημοσιογραφία

Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να κι έζη­σε τα παι­δι­κά του και νεα­νι­κά του χρό­νια στον Άγιο Παντε­λε­ή­μο­να, στην Αχαρ­νών, όταν ακό­μη υπήρ­χαν λαχα­νό­κη­ποι σε μικρή από­στα­ση. Σπού­δα­σε στη Νομι­κή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, αλλά πολύ γρή­γο­ρα θα ασχο­λη­θεί με την πρώ­τη του αγα­πη­μέ­νη, τη δημο­σιο­γρα­φία, μπαί­νο­ντας ως μάχι­μος ρεπόρ­τερ στην Καθη­με­ρι­νή, ενώ στη συνέ­χεια εργά­στη­κε ως χρο­νο­γρά­φος ή ευθυ­μο­γρά­φος σε αρκε­τές εφη­με­ρί­δες, όπως Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα, Ακρό­πο­λις, Μάχη, Ελεύ­θε­ρος Κόσμος, Ελεύ­θε­ρος Τύπος κλπ.

«Οι Διόσκουροι»

Το 1935 θα γρά­ψει, κατό­πιν παραγ­γε­λί­ας ενός σημα­ντι­κού κωμι­κού του ελα­φρού μου­σι­κού θεά­τρου, του Πέτρου Κυρια­κού, το πρώ­το του θεα­τρι­κό έργο «Ο Βασι­λιάς του Χαλ­βά», με το οποίο θα γνω­ρί­σει μεγά­λη επι­τυ­χία και την καθιέ­ρω­ση. Θα ακο­λου­θή­σει η συνερ­γα­σία του με τον Χρή­στο Γιαν­να­κό­που­λο, συστή­νο­ντας ένα από τα πλέ­ον πετυ­χη­μέ­να συγ­γρα­φι­κά ζευ­γά­ρια, τους «Διό­σκου­ρους», όπως τους βάφτι­σε πετυ­χη­μέ­να ο πανί­σχυ­ρος εκεί­νη την επο­χή θεα­τρι­κός κρι­τι­κός Αχιλ­λέ­ας Μαμάκης.

Οι Γερμανοί Ξανάρχονται

Στον κινη­μα­το­γρά­φο θα μπει, έπει­τα από παρό­τρυν­ση του Φιλο­ποι­μέ­να Φίνου, παρό­τι δεν είχε κάποιες ιδιαί­τε­ρες γνώ­σεις, κάτι όχι ασυ­νή­θι­στο για την επο­χή, αφού ο ελλη­νι­κός κινη­μα­το­γρά­φος, αμέ­σως μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ήταν στα σπάρ­γα­να, μία μικρή βιο­τε­χνία ονεί­ρων και καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουργίας.

Η πρώ­τη του ται­νία, «Οι Γερ­μα­νοί Ξανάρ­χο­νται», ήρθε το 1948. Η κλα­σι­κή σήμε­ρα σάτι­ρα, για τον διχα­σμό των Ελλή­νων, θα είναι μια κωμω­δία, με πρω­τα­γω­νι­στή τον Βασί­λη Λογο­θε­τί­δη και σε ένα μικρό ρόλο τον Ντί­νο Δημό­που­λο. Η ται­νία, που θα γίνει τερά­στια εισπρα­κτι­κή επι­τυ­χία, θα μιλή­σει για την ανά­γκη της συμ­φι­λί­ω­σης, αν και από το αστι­κό πρί­σμα (το ΚΚΕ θα δια­γρά­ψει τον Μίμη Φωτό­που­λο για τη συμ­με­το­χή του στην ται­νία), αλλά δεν θα αφή­σει ασχο­λί­α­στο και το ζήτη­μα του δοσιλογισμού.

Η χρυσή δεκαετία του ‘50

Τη δεκα­ε­τία του ‘50, στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή του ακμή, θα έχει την τύχη να συνερ­γα­στεί με τον Βασί­λη Λογο­θε­τί­δη, αλλά και με όλους τους μεγά­λους κωμι­κούς της γενιάς του. Μια επο­χή, που ο Σακελ­λά­ριος, όπως και αρκε­τοί συνά­δελ­φοί του, τσα­λα­βου­τού­σαν σε κινη­μα­το­γρα­φι­κές σχο­λές και κυρί­ως της Ιτα­λί­ας (η οποία κυρί­ευε σχε­δόν όλο τον κόσμο, επη­ρε­ά­ζο­ντας όλους τους σημα­ντι­κούς κινη­μα­το­γρα­φι­στές), αντι­γρά­φο­ντας θέμα­τα, σκη­νο­θε­τι­κές τεχνι­κές, ιδέ­ες σενα­ρί­ων κλπ, όχι όμως και τους κοι­νω­νι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς ή βαθύ­τε­ρα υπαρ­ξια­κά θέματα.

Η συνύπαρξη με τον Λογοθετίδη

Το 1952 θα γυρί­σει την κομε­ντί «Ένα Βότσα­λο στη Λίμνη» με τον Λογο­θε­τί­δη και την Λιβυ­κού, συγ­χω­ρώ­ντας το ερω­τι­κό στρα­βο­πά­τη­μα ενός αθε­ρά­πευ­του τσι­γκού­νη, ενώ τον επό­με­νο χρό­νο θα γυρί­σει μία από τις καλύ­τε­ρες ται­νί­ες του, τη δρα­μα­τι­κή κομε­ντί «Δεσποι­νίς Ετών 39» με τον Λογο­θε­τί­δη και τη θαυ­μά­σια Σμά­ρω Στε­φα­νί­δου και με το στε­νά­χω­ρο φινά­λε, να κερ­δί­ζει τις εντυ­πώ­σεις. Θα συνε­χί­σει τη συνερ­γα­σία του με τον Λογο­θε­τί­δη και στις ται­νί­ες «Σάντα Τσι­κί­τα», μία απο­λαυ­στι­κή κωμω­δία και «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά», μια κωμω­δία παρε­ξη­γή­σε­ων, η οποία πήγε άσχη­μα στα ταμεία, για­τί η σύζυ­γος του Λογο­θε­τί­δη, Λιβυ­κού, τολ­μά να τον πλη­ρώ­σει με το ίδιο νόμι­σμα στις ερω­τι­κές του σκαν­δα­λιές, κάτι αδια­νό­η­το για την κοι­νω­νία της επο­χής. Με τον Λογο­θε­τί­δη θα γυρί­σει ακό­μη δυο ται­νί­ες, την ανώ­δυ­νη αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία «Δελη­σταύ­ρου και Υιός» και τη δρα­μα­τι­κή κωμω­δία «Ένας Ήρω­ας με Παντού­φλες», με την οποία θα ανα­δεί­ξει τον ρόλο των κομ­μα­τι­κών τρω­κτι­κών στα υπουρ­γι­κά γραφεία.

Με την «ντριμ τιμ» των πρωταγωνιστών

Την περί­ο­δο 1955–1960 θα γυρί­σει, επί­σης, τις καλύ­τε­ρες ίσως ται­νί­ες της μακράς καριέ­ρας του, παρα­μέ­νο­ντας κατά βάση πιστός στο είδος της κωμι­κής ηθο­γρα­φί­ας, καυ­τη­ριά­ζο­ντας στε­ρε­ό­τυ­πα της επο­χής και κου­σού­ρια των Ελλή­νων, αλλά πάντα εντός ορί­ων και ορι­σμέ­νες φορές ανα­κυ­κλώ­νο­ντας στε­ρε­ό­τυ­πα για τη θέση της γυναί­κας κλπ. Από τον «Θανα­σά­κη τον Πολι­τευό­με­νο», με έναν εξαί­σιο Ηλιό­που­λο, θα περά­σει στη μεγα­λύ­τε­ρη επι­τυ­χία της δεκα­ε­τί­ας, στη θαυ­μα­στή «Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Φιλό­τι­μο», αξιο­ποιώ­ντας μονα­δι­κά τους Βασί­λη Αυλω­νί­τη και Μίμη Φωτό­που­λο, αλλά και τη μου­σι­κή του Χατζι­δά­κι. Θα ακο­λου­θή­σει η περί­φη­μη «Καφε­τζού», με την Γεωρ­γία Βασι­λειά­δου, τον Φωτό­που­λο και τον Αυλω­νί­τη, από τις πλέ­ον ολο­κλη­ρω­μέ­νες δου­λειές του παλιού εμπο­ρι­κού σινε­μά, κάτι που οφεί­λε­ται σε μεγά­λο βαθ­μό στο πολυ­ερ­γα­λείο Ντί­νο Κατσου­ρί­δη (φωτο­γρα­φία και μοντάζ). Οι επι­τυ­χί­ες θα συνε­χι­στούν με την ξεκαρ­δι­στι­κή «Θεία από το Σικά­γο» και το υπέ­ρο­χο πρω­τα­γω­νι­στι­κό ντου­έ­το Βασι­λειά­δου — Μακρή «να τα σπά­νε», κάτι που επα­νέ­λα­βαν και λίγους μήνες μετά με την εξαί­σια κωμω­δία «Η Κυρά μας η Μαμή», με την οποία καυ­τη­ριά­ζει τις προ­λή­ψεις και τη στε­νο­κε­φα­λιά της επαρ­χί­ας. Το 1959 θα γυρί­σει τον «Ηλία του 16ου», με τους ανε­πα­νά­λη­πτους Χατζη­χρή­στο και Ηλιό­που­λο, ενώ στα «Κίτρι­να Γάντια», μια κωμω­δία με απί­στευ­τες ατά­κες, θα απο­γειώ­σει την καριέ­ρα του Γκιω­νά­κη, έχο­ντας την λαμπρή έμπνευ­ση να του δώσει τον ρόλο του Μπρίλι.

Κάνοντας την Αλίκη «Εθνική Σταρ»

Την ίδια χρο­νιά, θα έχει και την πρώ­τη του συνά­ντη­ση με την Αλί­κη Βου­γιου­κλά­κη, γυρί­ζο­ντας την χαρι­τω­μέ­νη κομε­ντί «Το Κλω­τσο­σκού­φι», τοπο­θε­τώ­ντας δίπλα της τον ζεν πρε­μιέ Αλέ­κο Αλε­ξαν­δρά­κη. Το 1960 θα ξεκι­νή­σει με την απί­στευ­τη επι­τυ­χία της κωμω­δί­ας «Το Ξύλο Βγή­κε από τον Παρά­δει­σο», όπου θα σμί­ξει την Αλί­κη με τον Δημή­τρη Παπα­μι­χα­ήλ, αλλά και μια σει­ρά από κατα­ξιω­μέ­νους ηθο­ποιούς και καρα­τε­ρί­στες. Μια ται­νία που θα κατα­στή­σει την Βου­γιου­κλά­κη «Εθνι­κή Σταρ», αν και στη συνέ­χεια θα συγκρου­στούν ουκ ολί­γες φορές.

Ο Σακελ­λά­ριος θα συνε­χί­σει να κάνει επι­τυ­χί­ες και τη δεκα­ε­τία του ‘60, αλλά κυρί­ως στα ταμεία των σινε­μά. Σιγά σιγά θα αρχί­σει να ξεφτί­ζουν οι πνευ­μα­τώ­δεις ατά­κες, να θολώ­νουν οι ιδέ­ες ή οι σκη­νο­θε­τι­κές επι­λο­γές. Παρό­λα αυτά θα γυρί­σει ορι­σμέ­νες αρκε­τά καλές κωμω­δί­ες, όπως είναι «Αλί­μο­νο στους Νέους», «Η Νύφη Τόσκα­σε», «Πολυ­τε­χνί­της και Ερη­μο­σπί­της», «Θα σε Κάνω Βασί­λισ­σα», «Η Κόρη μου η Σοσια­λί­στρια», «Το Δόλω­μα» κ.ά.

Ο Μαυρογιαλούρος

Το 1965 θα έχει την τελευ­ταία μεγά­λη ανα­λα­μπή του, γυρί­ζο­ντας την κλα­σι­κή κωμι­κή σάτι­ρα «Υπάρ­χει και Φιλό­τι­μο», με τον Λάμπρο Κων­στα­ντά­ρα, στο ρόλο του Μαυ­ρο­για­λού­ρου, να δίνει τα ρέστα του. Μια ται­νία για τους ανά­ξιους πολι­τι­κούς, που απλώς ζουν τον μύθο τους και τους κομ­μα­τάρ­χες, που λυμαί­νο­νται τα κρα­τι­κά ταμεία. Η άψο­γη συνερ­γα­σία με τον Κων­στα­ντά­ρα θα έχει ως απο­τέ­λε­σμα να κάνουν μαζί αρκε­τές ται­νί­ες μέχρι το ‘70, απ’ τις οποί­ες ξεχω­ρί­ζει εμφα­νώς «Ο Στρίγ­γλος που Έγι­νε Αρνά­κι». Όταν θα συνα­ντή­σει κινη­μα­το­γρα­φι­κά την Ρένα Βλα­χο­πού­λου, ο εμπο­ρι­κός κινη­μα­το­γρά­φος έχει ήδη μπει για τα καλά στην παρακ­μή του.

Για πάντα νέος

Χαλ­κέ­ντε­ρος, θα συνε­χί­σει να γυρί­ζει ται­νί­ες μέχρι το 1986, θα προ­λά­βει να γυρί­σει και πέντε βιντε­ο­ται­νί­ες, ενώ στα δια­λείμ­μα­τα θα γρά­ψει και πολ­λούς στί­χους για δεκά­δες τρα­γού­δια, που θα τρα­γου­δή­σει όλη η Ελλά­δα. Επί­σης, θα προ­λά­βει να παντρευ­τεί και τρεις φορές, κατά σει­ρά τη Ματού­λα Ντά­βα­ρη, την ηθο­ποιό Νίκη Λινάρ­δου και την Τίνα Βρε­τού, ενώ είχε απο­κτή­σει και δυο κόρες.

Ο Αλέ­κος Σακελ­λά­ριος θα ζήσει μια γεμά­τη ζωή, θα μας χαρί­σει πολ­λές και καλές ται­νί­ες, που παρά τις ατέ­λειές τους ή τα εμφα­νή ψεγά­δια στη σκη­νο­θε­τι­κή τους προ­σέγ­γι­ση, θα μας χαρί­σουν το γέλιο, που τόσο έχου­με ανά­γκη. Θα φύγει από τη ζωή στις 28 Αυγού­στου του 1991, σε ηλι­κία 78 ετών, ζώντας την τρί­τη νεό­τη­τά του και με το ατέ­λειω­το κέφι για ζωή που μας κέρα­σε μέσα από τις ται­νί­ες του.

Πηγή: ΑΠΕ / Χ. Αναγνωστάκης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο