Οι ρωσόφωνοι πολιτοφύλακες στην ανατολική Ουκρανία κατηγόρησαν σήμερα τον στρατό ότι άνοιξε πυρ εναντίον της περιοχής που ελέγχουν τέσσερις φορές μέσα σε διάστημα 24 ωρών και πρόσθεσαν ότι προσπαθούν να βεβαιωθούν ότι δεν υπάρχουν θύματα. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πόσο σοβαρά είναι αυτά τα περιστατικά και προς το παρόν δεν έχει υπάρξει αντίδραση από την Ουκρανία ή τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), ο οποίος παρακολουθεί την κατάσταση στην ανατολική Ουκρανία αλλά τις τελευταίες ημέρες έχει αποσύρει κάποιους από τους παρατηρητές του από την περιοχή.
Εκπρόσωποι της αυτοανακηρυχθείσας «Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ» ανέφεραν σε ανακοίνωσή τους ότι οι ουκρανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν όλμους, εκτοξευτήρες ρουκετών και πολυβόλα σε τέσσερα ξεχωριστά περιστατικά σήμερα Πέμπτη.
Σύμφωνα με τον Γιαν Λεστσένκο επικεφαλής της λαϊκής πολιτοφυλακής του Λουγκάνσκ, “τις τελευταίες 24 ώρες η κατάσταση στη γραμμή επαφής έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Ο εχθρός, υπό την άμεση εντολή της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας του Κιέβου, προσπαθεί να κλιμακώσει τη σύγκρουση”.
“Οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας έχουν παραβιάσει κατάφωρα το καθεστώς εκεχειρίας χρησιμοποιώντας βαρέα όπλα τα οποία, βάσει των συμφωνιών του Μινσκ, θα έπρεπε να έχουν αποσυρθεί”, τόνιζε η ανακοίνωση.
“Προκειμένου να προστατεύσουμε τον άμαχο πληθυσμό, οι υπερασπιστές μας αναγκάστηκαν να απαντήσουν στα πυρά (…) Δεν υπάρχουν ακόμη πληροφορίες για θύματα ή ζημιές στις πολιτικές υποδομές”, επεσήμανε ο εκπρόσωπος της πολιτοφυλακής.
Το Κίεβο αρνείται ότι στοχοθέτησε θέσεις των φιλορώσων αυτονομιστών ανταρτών στα ανατολικά
Ο ουκρανικός στρατός διέψευσε σήμερα ότι στοχοθέτησε τους ρωσόφωνους πολιτοφύλακες στην ανατολική Ουκρανία.
“Παρά το γεγονός ότι οι θέσεις μας δέχθηκαν από απαγορευμένα όπλα, περιλαμβανομένων πυροβόλων 12 χιλιοστών, τα ουκρανικά στρατεύματα δεν απάντησαν στα πυρά”, δήλωσε στο Reuters ο υπεύθυνος Τύπου των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων.
(Φωτό Αρχείου)
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters.
«Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», του Νίκου Μόττα