Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από την ποίηση του Πόε στην Αδελφότητα των Κορακιών

“Μαύ­ρα κορά­κια,  με νύχια γαμψά”_”Άμε στον κόρα­κα” –“άπι­θι ες κόρα­κα” …“Βγά­λε τον κόρα­κα” _”Κόρακας κορά­κου μάτι δεν βγά­ζει” (Μητσο-Τάκης_Συ­ρι­ζα-ΠΑΣΟΚ κλπ. “πρόθυμοι”)_“Έχω κορα­κιά­σει”, “Κορα­κο­ζώ­η­τος”, “Άσπρος γεν­νιέ­ται ο κόρα­κας και κόκ­κι­νος κατιά­ζει και μαύ­ρος κατα­σταί­νε­ται και του κυρού του μοιά­ζε” o Corvus corax (κυπρια­κά κατσι­κο­ρώ­να, κόρω­νος και κατσι­κου­τά­λα) “είναι σαρ­κο­φά­γο ξηρο­βα­τι­κό πτη­νό της τάξης στρου­θιό­μορ­φα, μεγέ­θους όρνι­θας (56–69εκ) με χαρα­κτη­ρι­στι­κό μαύ­ρο πτέ­ρω­μα, κόκ­κι­νες και γαλά­ζιες ανταύ­γειες, μαύ­ρο ράμ­φος κωνοει­δές και μαύ­ρα πόδια” παμ­φά­γο και αδη­φά­γο, πιστός‑ή στην-στον σύντρο­φό του μέχρι θανάτου.

Έντ­γκαρ Άλαν Πόε (1809–1849)

«Το Κορά­κι» αφη­γη­μα­τι­κό ποί­η­μα του Πόε, δημο­σιεύ­τη­κε Ιαν-1845 και σημεί­ω­σε αμέ­σως μεγά­λη επι­τυ­χία. Είναι γνω­στό για τη λυρι­κό­τη­τά του, τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή γλώσ­σα, και τη μετα­φυ­σι­κή του ατμό­σφαι­ρα. Το ποί­η­μα περι­γρά­φει την επί­σκε­ψη που δέχε­ται ένας παρά­φο­ρα ερω­τευ­μέ­νος άνδρας, από κάποιο μυστή­ριο κορά­κι που μιλά­ει, παρα­τη­ρώ­ντας την αργή διο­λί­σθη­ση του άνδρα στην τρέλα.
Ο άνδρας, που συχνά θεω­ρεί­ται πως είναι κάποιος μαθη­τής, θρη­νεί το χαμό της αγα­πη­μέ­νης του Ελε­ο­νό­ρας (Lenore). Καθι­σμέ­νο σε μια προ­το­μή της Αθη­νάς, το κορά­κι φαί­νε­ται να υπο­κι­νεί περαι­τέ­ρω την απελ­πι­σία του με τη συνε­χή επα­νά­λη­ψη της φρά­σης «Ποτέ πια». (biblionet)

Το Κοράκι

Κάποια φορά, μεσά­νυ­χτα, ενώ εμελετούσα
κατά­κο­πος κι αδύ­να­μος ένα παλιό βιβλίο
μιας επι­στή­μης άγνω­στης, άκου­σα ένα κρότο
σα να χτυ­πού­σε σιγα­νά κανείς στη ξώπορ­τά μου.
«Κανέ­νας ξένος», σκέ­φτη­κα «οπού χτυ­πά τη πόρτα,
τού­το θα είναι μονα­χά και όχι τίποτ’ άλλο».

Θυμά­μαι ήταν στον ψυχρό και παγε­ρό Δεκέμβρη
και κάθε λάμ­ψη της φωτιάς σα φάντα­σμα φαινόταν.
Ποθού­σα το ξημέ­ρω­μα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρη­γο­ρία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυ­κιά Ελε­ο­νό­ρα μου, την όμορ­φη τη κόρη
όπως οι αγγέ­λοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ’ αλα­φρό μουρ­μου­ρη­τό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγι­ζε, με γέμι­ζε με τρό­μους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύ­πη­μα η καρ­διά μου
σηκώ­θη­κα φωνά­ζο­ντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοι­μη­θεί έδω στη κάμα­ρά μου
αυτό θα είναι μονα­χά και περισ­σό­τε­ρο όχι».

Τώρα μου φάνη­κε η ψυχή πιο δυνα­τή για τούτο,
«Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
για­τί εγώ ενύ­στα­ζα κι ο κρό­τος ήταν λίγος,
ήσυ­χος, που δεν άκου­σα εάν χτυ­πά η πόρτα»
κι άνοι­ξα στους αγέ­ρη­δες ορθά­νοι­χτη τη πόρτα
σκο­τά­δι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.

Μες στο σκο­τά­δι στά­θη­κα ώρα πολ­λή μονάχος,
γεμά­τος τρό­μους κι όνει­ρα που πρώ­τη φορά τότε
η λυπη­μέ­νη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσω­στη και το σκο­τά­δι μαύρο
κι «Ελε­ο­νό­ρα» μονα­χά ακού­γο­νταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαι­νε απ’ τα ανοι­χτά μου χείλη.
Αυτό μονά­χα ήτα­νε και όχι τίποτ’ άλλο.

Γυρί­ζο­ντας στη κάμα­ρα με μια καρ­διά όλο φλόγα,
άκου­σα πάλι να χτυ­πούν πιο δυνα­τά από πρώτα.
«Σίγου­ρα κάποιος θα χτυ­πά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετού­το το μυστήριο,
ας ησυ­χά­σει η μαύ­ρη μου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέ­ρη­δες και όχι τίποτ’ άλλο.

‘Ανοι­ξα το παρά­θυ­ρο κι ένα κορά­κι μαύρο
με σχή­μα μεγα­λό­πρε­πο στη κάμα­ρα μου μπήκε
και χωρίς διό­λου να στα­θεί ή ν’ αμφι­βάλ­λει λίγο,
επή­γε και εκά­θι­σε στη πέτρι­νη Παλλάδα
απά­νω από τη πόρ­τα μου, γιο­μά­το σοβαρότη.
Κου­νή­θη­κεν, εκά­θι­σε και όχι τίποτ’ άλλο.

Το εβε­νό­χρω­μο που­λί που σοβα­ρό καθόταν
τη λυπη­μέ­νη μου ψυχή έκα­νε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο», ρώτη­σα, «κι αν είν’ η κεφα­λή σου
δεν είσαι κάνας άναν­δρος, αρχαϊ­κό κοράκι,
που κατοι­κείς στις πέν­θι­μες ακρο­για­λιές της Νύχτας;
Στ’ όνο­μα της Πλου­τω­νι­κής της Νύχτας, τ’ όνο­μά σου!»
Και το κορά­κι απά­ντη­σε: «Ποτέ από ‘δω και πια».

Ξεπλά­γη­κα σαν άκου­σα το άχα­ρο πουλί
ν’ ακού­ει τόσον εύκο­λα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απά­ντη­ση που μου ‘δωσε δεν ήταν
καθό­λου ικα­νο­ποι­η­τι­κή στα όσα του πρωτόπα,
για­τί ποτέ δεν έτυ­χε να δεις μες στη ζωή σου
ένα που­λί να κάθε­ται σε προ­το­μή γλυμμένη
απά­νω από τη πόρ­τα σου να λέει: «Ποτέ πια».

Μα το Κορά­κι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμά­τη από καιρό.
Ακί­νη­το καθό­τα­νε, χωρίς ένα φτε­ρό του
να κινη­θεί σαν άρχι­ζα να ψιθυ­ρί­ζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγα­νε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις».
Μα το που­λί απά­ντη­σε: «Ποτέ από δω και πια».

Ετρό­μα­ξα στη γρή­γο­ρη απά­ντη­ση που μου ‘πε
πάντα εκεί ακί­νη­το στη προ­το­μήν απάνω.
«Σίγου­ρα» σκέ­φτη­κα, «αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμα­θε από τον κύριό του
που αμεί­λι­κτη η κατα­στρο­φή θα του κοψ’ το τραγούδι
που θα ‘λεγεν ολη­με­ρίς και του ‘καμε να λέει
λυπη­τε­ρά το «Ποτέ πια» για τη χαμέ­νη ελπίδα».

Μα η θέα του ξωτι­κού που­λιού μ’ έφε­ρε γέλιο
κι αρπά­ζο­ντας το κάθι­σμα εκά­θι­σα μπρο­στά του
και βυθι­σμέ­νος σ’ όνει­ρα προ­σπά­θη­σα να έβρω
τι λέει με τη φρά­ση αυτή, το μαύ­ρο το Κοράκι,
το άχα­ρο, τ’ απαί­σιο, ο τρό­μος των ανθρώπων,
σαν έλε­γε τις θλι­βε­ρές τις λέξεις: «Ποτέ Πια!».

Κι έτσι ακί­νη­τος βαθιά σε μαύ­ρες σκέ­ψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μονα­χά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλό­γα μάτια του μες στη καρ­διά με καίγαν.
Έτσι σκε­φτό­μουν έχο­ντας στο βελου­δέ­νιο μέρος
του παλαιού καθί­σμα­τος γερ­μέ­νο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊ­δευαν η λάμ­ψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγά­πη μου δε θ’ ακου­μπή­σει πια!

Τότε ο αγέ­ρας φάνη­κε σα να ‘ταν μυρωμένος
από ‘να θυμια­τή­ριο αόρα­το που αγγέλοι
και Σερα­φείμ το κού­να­γαν και τ’ αλα­φρά τους πόδια
ακού­γο­νταν στο μαλα­κό χαλί της κάμα­ράς μου.
«Ναυα­γι­σμέ­νε» φώνα­ξα, «ανα­βο­λή σου στέλνει
με τους αγγέ­λους, ο Θεός και μαύ­ρη λησμοσύνη
για τη χαμέ­νη αγά­πη σου την όμορ­φη Λεονόρα.
Πιες απ’ το μαύ­ρο το πιο­τό της Λήθης και λησμόνα
εκεί­νην όπου χάθη­κε». Και το Κορά­κι είπε:
«Ποτέ από δω και πια!».

Είπα: «Προ­φή­τη των κακών, είτε που­λί είτε δαίμων
είτε του μαύ­ρου πει­ρα­σμού απο­σταλ­μέ­νε συ
είτε στης άγριας θύελ­λας το μάνια­σμα χαμένε,
αλλ’ άφο­βε, στον κόσμο αυτό που κατοι­κεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλι­κρί­νεια, υπάρ­χει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλ­σα­μο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!», μα κεί­νο απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

«Προ­φή­τη», είπα, «δαί­μο­να, της Συφο­ράς πουλί,
Προ­φή­της όμως πάντο­τε, στον Ουρα­νό σ’ ορκίζω,
που απλώ­νε­ται από πάνω μας παρη­γο­ρή­τρα αψίδα,
εις του Θεού το όνο­μα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παρά­δει­σο θε ν’ αγκα­λιά­σω κείνη,
εκεί­νη που οι άγγε­λοι τη λεν Ελεονόρα»;
Και το κορά­κι απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

«Ας γίν’ η μαύ­ρη φρά­ση σου το σύν­θη­μα να φύγεις»,
εφώ­να­ξα αγριω­πός πηδώ­ντας κει μπρο­στά του.
«Πήγαι­νε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρ­να στις ακρο­για­λιές της Πλου­τω­νεί­ου Νύχτας
ούτ’ ένα μαύ­ρο σου φτε­ρό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
ενθύ­μη­ση της φρά­σης σου της ψεύ­τι­κης και πλάνας
βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρ­διά το ράμ­φος που ‘χεις μπήξει
και σύρε τη φαντα­στι­κή μορ­φή σου στα σκοτάδια!»
Και το Κορά­κι απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

Και το Κορά­κι ακί­νη­το στη προ­το­μή όλο μένει,
στης Αθη­νάς τη προ­το­μή απά­νω από τη πόρτα
και τ’ αγριω­πά τα μάτια του σα του Δια­βό­λου μοιάζουν
όταν μονά­χος σκέ­φτε­ται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτω­μα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανή­μπο­ρη δε θα μπο­ρέ­σει πια
να βγει απ’ τον αμφί­βο­λο τον κύκλο της Σκιάς
που φαί­νε­ται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!

Μετά­φρα­ση: Κώστας Ουρά­νης – Έκδο­ση: Περί­πλους (2008)
(Το ποί­η­μα, από την Ελεύ­θε­ρη Ψηφια­κή Βιβλιο­θή­κη) _στο τέλος της ανάρ­τη­σης και μια πιο “ελεύ­θε­ρη” μετά­φρα­ση, δική μας

Σμήνος _
Η Αδελφότητα των Κορακιών _
Stewart Kate

 

Η Kate Stewart (Κέϊτ Στιού­αρτ) όπως ανα­φέ­ρουν οι εκδό­σεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ είναι συγ­γρα­φέ­ας μπεστ σέλερ με κατα­γω­γή από το Τέξας _Ζει στη Βόρεια Καρο­λί­να λατρεύ­ει οτι­δή­πο­τε έχει σχέ­ση με τις δεκα­ε­τί­ες του ’80 και του ’90, ιδιαί­τε­ρα τις ται­νί­ες του Τζον Χιουζ (σσ. τύπου Ντέ­νις, ο τρο­με­ρός, Τα 101 σκυ­λιά της Δαλ­μα­τί­ας, Μόνος στο σπί­τι 1–2‑3–4, Η πιο κου­φή μέρα του Φέρι Μπού­λερ, Μπρέκ­φαστ Κλαμπ, Τα καμώ­μα­τα του… Μπε­τό­βεν, Career Opportunities κλπ.) και τη ραπ μου­σι­κή. Ασχο­λεί­ται περι­στα­σια­κά με τη φωτο­γρα­φία, μπο­ρεί να πλέ­ξει ένα απλό κασκόλ αν είναι ανα­γκαίο και, πού και πού, τα πάει πολύ καλά με το ουί­σκι. Η τρι­λο­γία της “η αδελ­φό­τη­τα των κορα­κιών” απο­τε­λεί­ται από τα βιβλία “σμή­νος”, “έξο­δος” και “η γραμ­μή του τερ­μα­τι­σμού”, που αγα­πή­θη­καν από εκα­τομ­μύ­ρια ανα­γνώ­στες σε όλο τον κόσμο. Το πρώ­το βιβλίο “η αδελ­φό­τη­τα των κορα­κιών”- μιας μοντέρ­νας εκδο­χής του Ρομπέν των Δασών κόβει την ανά­σα με τις ανα­πά­ντε­χες ανα­τρο­πές της.

Μεγά­λω­σα άρρωστη…
Επι­τρέψ­τε μου να διευ­κρι­νί­σω. Μεγά­λω­σα πιστεύ­ο­ντας πως οι αλη­θι­νές ιστο­ρί­ες αγά­πης περι­λαμ­βά­νουν έναν μάρ­τυ­ρα ή απαι­τούν μια μεγά­λη θυσία για να αξί­ζουν. Τα αγα­πη­μέ­να μου βιβλία, ερω­τι­κά τρα­γού­δια, ται­νί­ες, αυτά τα οποία ένιω­θα, με έκα­ναν να θρη­νώ για πολ­λή ώρα αφό­του γύρι­ζα την τελευ­ταία σελί­δα, ξεθώ­ρια­ζαν οι νότες ή έπε­φταν οι τίτλοι του τέλους.Εξαιτίας αυτού, το πίστε­ψα, επει­δή έκα­να τον εαυ­τό μου να το πιστέ­ψει, και ανέ­θρε­ψα την πιο μαζο­χι­στι­κή ρομα­ντι­κή καρ­διά, κάτι που είχε ως απο­τέ­λε­σμα την αρρώ­στια μου.

Όταν έζη­σα αυτή την ιστο­ρία, το δικό μου διε­στραμ­μέ­νο παρα­μύ­θι, εκεί­νη την επο­χή δεν το γνώ­ρι­ζα, επει­δή ήμουν νέα και αφε­λής. Ενέ­δω­σα στον πει­ρα­σμό κι έθρε­ψα εκεί­νο το επι­τι­θέ­με­νο θηρίο, το οποίο γινό­ταν όλο και πιο διψα­σμέ­νο με κάθε μαστί­γω­μα, κάθε χτύ­πη­μα, κάθε πλήγ­μα. Αυτή είναι η και­νο­το­μία των μυθι­στο­ρη­μά­των ένα­ντι της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Δεν μπο­ρείς να ξανα­ζή­σεις τη δική σου ιστο­ρία αγά­πης, επει­δή, ώσπου να συνει­δη­το­ποι­ή­σεις ότι τη ζεις, έχει τελειώ­σει. Του­λά­χι­στον αυτό συνέ­βη στη δική μου περί­πτω­ση. Έπει­τα από τόσα χρό­νια είμαι πεπει­σμέ­νη ότι η ιστο­ρία μου δημιουρ­γή­θη­κε επει­δή το επι­θύ­μη­σα λόγω της αρρώ­στιας μου.
Και όλα τιμωρήθηκαν.
(Από την παρου­σί­α­ση στο οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλίου)

Ένα βιβλίο με vibes από Ρομπέν των δασών, όπου ακο­λου­θού­με την Σεσί­λια, καθώς αφή­νει πίσω της, την μητέ­ρα και την παλιά της ζωή για να μετα­κο­μί­σει, στο σπί­τι του πατέ­ρα της, ενός πολύ πλού­σιου, ψυχρού εργο­στα­σιάρ­χη. Τα έχει όλα σχε­δια­σμέ­να. Θα παρα­μεί­νει στο σπί­τι του πατέ­ρα της και στην μικρή πόλη στην οποία ζει, μέχρι να μαζέ­ψει χρή­μα­τα για το πανε­πι­στή­μιο και να εξα­σφα­λί­σει οικο­νο­μι­κά την μητέ­ρα της. Ωστό­σο, λογα­ριά­ζει χωρίς τον ξενο­δό­χο, όταν ο πανέ­μορ­φος, ακα­τα­μά­χη­τος Σον και μια παρέα από παρα­βα­τι­κούς κού­κλους με ασορ­τί τατουάζ κορα­κιού, μπουν στη ζωή της και την κάνουν μπά­χα­λο. Για πόσο μπά­χα­λο μιλά­με; Υπε­ραρ­κε­τό ώστε να κάνει κάποιους να πετά­ξουν το βιβλίο στην άκρη από τα νεύρα.

Στην αρχή η πλο­κή ξεκι­νά­ει κάπως αργά. Ένα μυστή­ριο πλα­νιέ­ται πάνω από τον Σον και την παρέα του. Κάτι τα μισό­λο­γα του, κάτι οι πρά­ξεις του, δεν άφη­ναν και τόσο να δεθού­με μαζί του _λοξοκοιτάζαμε… κάτι το στρα­βό έκρυ­βαν κεχρι­μπα­ρέ­νια μάτια και ξαν­θά μαλλιά…
Προ­σπα­θεί­τε να μαντέ­ψε­τε την συνέ­χεια; Τζί­φος, για­τί αυτό που έχει ετοι­μά­σει η συγ­γρα­φέ­ας, θα σας βρει απροετοίμαστους.

Η γρα­φή απλή, καθό­λου επι­τη­δευ­μέ­νη με πομπώ­δεις εκφρά­σεις και λέξεις. Η Stewart Kate, κάνει τον ανα­γνώ­στη να νιώ­θει πλή­ρως τα συναι­σθή­μα­τα των ηρώ­ων της, να ακο­λου­θεί τις ψυχο­λο­γι­κές μετα­πτώ­σεις τους και να γίνε­ται κου­ρέ­λι μαζί τους. Με όσο ρομάν­τζο χρειά­ζε­ται, χωρίς να γίνε­ται μελό και προ­βλέ­ψι­μο, σασπένς, πολύ σασπένς που χτυ­πά­ει κόκ­κι­νο κι αλλε­πάλ­λη­λες ανα­τρο­πές κι απο­κα­λύ­ψεις. Ειδι­κά τα τελευ­ταία κεφάλαια …

Η Σεσί­λια από την άλλη ώρι­μη έφη­βη με ελατ­τώ­μα­τα σαν χαρα­κτή­ρας, ωστό­σο προ­σπα­θεί να τα δου­λέ­ψει, ειδι­κά την καχυ­πο­ψία της και την έλλει­ψη εμπι­στο­σύ­νης που την δια­κα­τέ­χει. Ο Ντό­μι­νικ άλλη ιστο­ρία από μόνος του, στα­θε­ρός στον χαρα­κτή­ρα και στις από­ψεις του, προει­δο­ποιεί από την αρχή την καη­μέ­νη Σεσί­λια, αλλά εκεί τίπο­τε. Προ­σπα­θεί να την απο­μα­κρύ­νει από τον σκο­τει­νό κόσμο του, παρό­λο που εκεί­νη δεν κατα­λα­βαί­νει τις προ­θέ­σεις του _πολεμάει την έλξη που νιώ­θει για εκεί­νη με νύχια και με δόντια. Ο κόσμος μου είναι σκλη­ρός μωρό μου και καλύ­τε­ρα να μην μπεις σε αυτόν, αλλά σε θέλω απε­γνω­σμέ­να. Αυτή η φρά­ση τον συνο­ψί­ζει από­λυ­τα. Και ακό­μη δύο χαρα­κτή­ρες ο Τάι­λερ και η θεία του Ντό­μι­νικ. Ειδι­κά ο Τάιλερ

Πόε _το Κοράκι

Μια φορά ήταν μεσά­νυ­χτα θλι­βε­ρά, ενώ σκε­φτό­μουν, αδύ­να­μος και κουρασμένος,
Πάνω από πολ­λούς έναν γρα­φι­κό και περί­ερ­γο όγκο ξεχα­σμέ­νων παραδόσεων-
Ενώ έγνε­ψα κατα­φα­τι­κά, παρα­λί­γο να κοι­μη­θώ, ξαφ­νι­κά ακού­στη­κε ένα χτύπημα,
Καθώς κάποιος ραπά­ρει απα­λά, ραπά­ρει στην πόρ­τα του θαλά­μου μου.

«Είναι κάποιος επι­σκέ­πτης», μουρ­μού­ρι­σα, «χτυ­πώ­ντας την πόρ­τα του θαλά­μου μου…
Μόνο αυτό και τίπο­τα παραπάνω».
Α, θυμά­μαι ξεκά­θα­ρα ότι ήταν τον ζοφε­ρό Δεκέμβρη.
Και κάθε ξεχω­ρι­στή ετοι­μο­θά­να­τη χόβο­λη έσφιγ­γε το φάντα­σμά της στο πάτωμα.
Ευχή­θη­κα ανυ­πό­μο­να το αύριο· μάταια είχα ψάξει να δανειστώ

Από τα βιβλία μου λύπη-λύπη για τη χαμέ­νη Λενόρ-
Για τη σπά­νια και λαμπε­ρή κοπέ­λα που οι άγγε­λοι ονο­μά­ζουν Lenore-
Ανώ­νυ­μος εδώ για πάντα.
Και το μετα­ξω­τό, λυπη­μέ­νο, αβέ­βαιο θρόι­σμα κάθε μωβ κουρτίνας
Με ενθουσίασε—με γέμι­σε με φαντα­στι­κούς τρό­μους που δεν είχα ξανανιώσει.
Έτσι που τώρα, μέχρι να στα­μα­τή­σει ο χτύ­πος της καρ­διάς μου, στά­θη­κα να επαναλαμβάνω

«Κάποιος επι­σκέ­πτης παρα­κα­λεί την είσο­δο στην πόρ­τα του θαλά­μου μου…
Κάποιος καθυ­στε­ρη­μέ­νος επι­σκέ­πτης παρα­κα­λεί την είσο­δο στην πόρ­τα του θαλά­μου μου·—
Αυτό είναι και τίπο­τα περισσότερο».

Αυτή τη στιγ­μή η ψυχή μου έγι­νε πιο δυνα­τή. διστά­ζο­ντας τότε όχι πια,
«Κύριε», είπα, «ή κυρία, ειλι­κρι­νά ικε­τεύω τη συγ­χώ­ρε­ση σας.
Αλλά το γεγο­νός είναι ότι κοι­μό­μουν, και τόσο απα­λά ήρθες να ραπάρεις,
Και τόσο αχνά ήρθες χτυ­πώ­ντας, χτυ­πώ­ντας την πόρ­τα του θαλά­μου μου,

Ότι ελά­χι­στα ήμουν σίγου­ρος ότι σε άκουσα»—εδώ άνοι­ξα διά­πλα­τα την πόρτα·—

Σκο­τά­δι εκεί και τίπο­τα παραπάνω.

Βαθιά σε εκεί­νο το σκο­τά­δι κοι­τά­ζο­ντας, έμει­να εκεί και ανα­ρω­τιό­μουν, φοβόμουν,
Αμφι­βάλ­λο­ντας, ονει­ρεύ­ο­ντας όνει­ρα, κανέ­νας θνη­τός δεν τόλ­μη­σε ποτέ να ονειρευτεί.
Αλλά η σιω­πή ήταν αδιά­σπα­στη και η ησυ­χία δεν έδι­νε κανέ­να σημάδι,
Και η μόνη λέξη που ειπώ­θη­κε εκεί ήταν η ψιθυ­ρι­στή λέξη, «Λενόρ;»
Αυτό ψιθύ­ρι­σα και μια ηχώ μουρ­μού­ρι­σε τη λέξη, «Λενό­ρε!»—

Μόνο αυτό και τίπο­τα παραπάνω.

Πίσω στην κάμα­ρα γυρί­ζο­ντας, όλη μου η ψυχή μέσα μου καίγεται,
Σύντο­μα πάλι άκου­σα ένα χτύ­πη­μα κάπως πιο δυνα­τό από πριν.
«Σίγου­ρα», είπα, «σίγου­ρα αυτό είναι κάτι στο πλέγ­μα του παρα­θύ­ρου μου.
Επι­τρέψ­τε μου να δω, λοι­πόν, τι υπάρ­χει και να εξε­ρευ­νή­σε­τε αυτό το μυστήριο-
Αφή­στε την καρ­διά μου να μεί­νει ακί­νη­τη για μια στιγ­μή και αυτό το μυστή­ριο να εξερευνηθεί.

«Είναι ο άνε­μος και τίπο­τα άλλο!»

Άνοι­ξε εδώ πέτα­ξα το κλεί­στρο, όταν, με πολ­λά φλερτ και φτερουγίσματα,
Εκεί μπή­κε ένα επι­βλη­τι­κό Κορά­κι των παλιών αγί­ων ημερών.
Ούτε η παρα­μι­κρή προ­σκύ­νη­ση τον έκα­νε. ούτε ένα λεπτό στα­μά­τη­σε ή έμεινε.
Αλλά, με τον άρχο­ντα ή την κυρία, σκαρ­φα­λω­μέ­νη πάνω από την πόρ­τα του θαλά­μου μου-
Σκαρ­φα­λω­μέ­νο σε μια προ­το­μή του Παλ­λάς ακρι­βώς πάνω από την πόρ­τα του θαλά­μου μου-
Σκαρ­φά­λω­σε, και κάθι­σε, και τίπο­τα περισσότερο.

Τότε αυτό το έβε­νο που­λί που παρα­πλα­νά τη λυπη­μέ­νη μου φαντα­σία να χαμογελάσει,
Με τον τάφο και την αυστη­ρή δια­κό­σμη­ση του προ­σώ­που που φορούσε,
«Αν και το στή­θος σου είναι κου­ρε­μέ­νο και ξυρι­σμέ­νο, εσύ», είπα, «είσαι βέβαιο ότι δεν θέλεις,
Τρο­με­ρό ζοφε­ρό και αρχαίο κορά­κι που περι­πλα­νιέ­ται από τη νυχτε­ρι­νή ακτή-
Πες μου ποιο είναι το αρχο­ντι­κό σου όνο­μα στην πλου­τω­νι­κή ακτή της Νύχτας!»

Πεί­τε το Κορά­κι «Nevermore».

Θαύ­μα­σα πολύ αυτό το άχα­ρο πτη­νό που άκου­σα τόσο ξεκά­θα­ρα τον λόγο,
Αν και η απά­ντη­σή του ελά­χι­στη σημα­σία έχει — λίγη συνά­φεια βαριέται.
Για­τί δεν μπο­ρού­με να μην συμ­φω­νή­σου­με ότι κανέ­νας ζωντα­νός άνθρωπος
Ο Ever ακό­μη ευλο­γή­θη­κε βλέ­πο­ντας που­λί πάνω από την πόρ­τα του θαλά­μου του-
Που­λί ή θηρίο στη γλυ­πτή προ­το­μή πάνω από την πόρ­τα του θαλά­μου του,

Με όνο­μα «Ποτέ άλλο».

Αλλά το Κορά­κι, που καθό­ταν μονα­χι­κό στο ήρε­μο μπού­στο, μίλη­σε μόνο
Αυτή η μια λέξη, σαν να ξεχύ­θη­κε η ψυχή του σε αυτή τη λέξη.
Τίπο­τα πιο μακριά από τότε που ξεστόμισε—ούτε ένα φτε­ρό μετά φτερούγισε—
Μέχρι που δεν μουρ­μού­ρι­σα σχε­δόν «Άλλοι φίλοι έχουν πετά­ξει στο παρελθόν—
Το αύριο θα με αφή­σει, καθώς οι Ελπί­δες μου έχουν πετά­ξει πριν».
Τότε το που­λί είπε «Ποτέ άλλο».

Ξαφ­νια­σμέ­νος από την ακι­νη­σία που έσπα­σε από την τόσο εύστο­χα ειπω­μέ­νη απάντηση,
«Αναμ­φί­βο­λα», είπα, «αυτό που βγά­ζει είναι το μονα­δι­κό από­θε­μα και απο­θή­κη του
Πιά­στη­καν από κάποιο δυστυ­χι­σμέ­νο κύριο του οποί­ου η ανε­λέ­η­τη Καταστροφή
Ακο­λού­θη­σε γρήγορα
και ακο­λού­θη­σε πιο γρή­γο­ρα έως ότου τα τρα­γού­δια του σήκω­σαν ένα φορτίο—

Μέχρι τις κατα­στρο­φές της Ελπί­δας του έφε­ρε αυτό το μελαγ­χο­λι­κό φορτίο
Του «Ποτέ — ποτέ».
Αλλά το Κορά­κι εξα­κο­λου­θεί να παρα­πλα­νά όλη μου τη φαντα­σία και να χαμογελάω,
Κατευ­θεί­αν οδή­γη­σα ένα κάθι­σμα με μαξι­λά­ρια μπρο­στά από το που­λί, το μπού­στο και την πόρτα.
Έπει­τα, πάνω στο βελού­δι­νο βύθι­σμα, υπέ­θε­σα τον εαυ­τό μου να συνδέσω
Φαντα­στι­κό έως φαντα­στι­κό, σκέ­φτο­μαι τι δυσοί­ω­νο που­λί του παρελθόντος-
Τι ζοφε­ρό, άψο­γο, φρι­κτό, αδύ­να­μο και δυσοί­ω­νο που­λί του παρελθόντος
Εννο­εί­ται να κρά­ζει το __“Nevermore”.

Αυτό κάθι­σα ασχο­λού­με­νος να μαντέ­ψω, αλλά όχι να το εκφρά­ζω συλλαβή
Στο πτη­νό του οποί­ου τα φλο­γε­ρά μάτια κάη­καν τώρα στο στή­θος μου.
Αυτά και άλλα κάθι­σα να μαντεύω, με το κεφά­λι μου ανα­παυ­μέ­νο ξαπλωμένο
Πάνω στη βελού­δι­νη επέν­δυ­ση του μαξι­λα­ριού που το φως της λάμπας εξέφραζε,
Αλλά του οποί­ου η βελού­δι­νη-βιο­λε­τί επέν­δυ­ση με το φως της λάμπας που γοητεύει,
Θα πιέ­ζει, αχ, ποτέ πια!

Τότε, κατά τη σκέ­ψη, ο αέρας έγι­νε πιο πυκνός, αρω­μα­τι­σμέ­νος από ένα αόρα­το θυμιατήρι
Κου­νιέ­ται από τον Σερα­φείμ του οποί­ου τα πόδια ακού­μπη­σαν στο φου­ντω­τό πάτωμα.
«Αθλιε­μέ­νο», φώνα­ξα, «ο Θεός σου σε δάνεισε—σε έστει­λε με αυτούς τους αγγέ­λους Ανάπαυλα
—ανά­παυ­λα και αδρα­νής από τις ανα­μνή­σεις σου της Λενόρ.
Κουάφ, ω κουάφ αυτό το ευγε­νι­κό νεπέν­θε και ξεχά­στε αυτή τη χαμέ­νη Λενόρ!»
Πεί­τε το Κορά­κι «Nevermore».
“Προ­φή­της!” είπα, «πράγ­μα του κακού!—προφήτης ακό­μα, αν είναι που­λί ή διάβολος!—
Είτε ο πει­ρα­σμός έστει­λε, είτε η τρι­κυ­μία σε πέτα­ξε εδώ στη στεριά,
Έρη­μος κι όμως απτό­η­τος, σε αυτή την έρη­μο γη μαγεμένη—

Σε αυτό το σπί­τι από τον τρό­μο στοιχειωμένο—πες μου αλή­θεια, ικετεύω—
Υπάρχει—υπάρχει βάλ­σα­μο στη Γαλαάδ;—πες μου—πες μου, ικετεύω!»
Πεί­τε το Κορά­κι «Nevermore».

“Προ­φή­της!” είπα, «πράγ­μα του κακού!—προφήτης ακό­μα, αν είναι που­λί ή διάβολος!
Σε εκεί­νον τον Παρά­δει­σο που σκύ­βει από πάνω μας—με αυτόν τον Θεό που λατρεύ­ου­με και οι δύο—
Πες σε αυτήν την ψυχή με λύπη αν, μέσα στο μακρι­νό Aidenn,
Θα σφί­ξει μια αγία παρ­θέ­να την οποία οι άγγε­λοι ονο­μά­ζουν Lenore-
Κλεί­στε ένα σπά­νιο και λαμπε­ρό κορί­τσι που οι άγγε­λοι ονο­μά­ζουν Lenore.

Πεί­τε το Κορά­κι «Nevermore».

«Γίνε αυτή η λέξη το σημά­δι του χωρι­σμού μας, που­λί ή δολο­φό­νος!» ούρ­λια­ξα, εκνευρίζοντας-
«Γύρ­να πίσω στη φουρ­τού­να και στην πλου­τω­νι­κή ακτή της Νύχτας!
Μην αφή­νεις κανέ­να μαύ­ρο λοφίο ως ένδει­ξη αυτού του ψέμα­τος που είπε η ψυχή σου!
Άφη­σε τη μονα­ξιά μου αδιά­σπα­στη! — άφη­σε το μπού­στο πάνω από την πόρ­τα μου!
Βγά­λε το ράμ­φος σου από την καρ­διά μου και πάρε τη μορ­φή σου από την πόρ­τα μου!»
Πεί­τε το Κορά­κι «Nevermore».
Και το Κορά­κι, που δεν πετά­γε­ται ποτέ, εξα­κο­λου­θεί να κάθε­ται, ακό­μα να κάθεται

Στην ωχρή προ­το­μή του Παλ­λάς ακρι­βώς πάνω από την πόρ­τα του θαλά­μου μου.
Και τα μάτια του έχουν όλη την όψη ενός δαί­μο­να που ονειρεύεται,
Και το φως του λαμ­πτή­ρα που τρέ­χει ρίχνει τη σκιά του στο πάτωμα.
Και η ψυχή μου από αυτή τη σκιά που αιω­ρεί­ται στο πάτωμα

Θα ΄ρθεί — ποτέ άλλο!

Δεί­τε και
Το κορά­κι _ The Crow Alex Proyas,
με Brandon Lee, Michael Wincott, Rochelle Davis

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο