Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από τον κανονισμό «μαθητικής περιβολής» του Καποδίστρια στη σχολική ποδιά

Καταρ­γή­θη­κε σαν σήμε­ρα, 6 Φεβρουα­ρί­ου, πριν από 38 ολό­κλη­ρα χρό­νια. Προη­γου­μέ­νως, ταξι­δεύ­ο­ντας ανά τις δεκα­ε­τί­ες, άλλα­ξε χρώ­μα και μήκος, αλλά παρέ­μει­νε πιστή στον λόγο για τον οποίο επι­βλή­θη­κε: η σχο­λι­κή στο­λή ‑κατο­πι­νή ποδιά- στο­χεύ­ει στην «ομοιό­μορ­φη παρου­σία» μαθη­τών και μαθη­τριών, σε ένδει­ξη σεβα­σμού στην απρό­σκο­πτη και ισό­τι­μη εκπαι­δευ­τι­κή προ­σφο­ρά του σχο­λεί­ου ένα­ντι των νέων. Στην πορεία των χρό­νων, η στο­λή-ποδιά μετα­τρά­πη­κε σε μοντέρ­νο ένδυ­μα και πεδίο αντα­γω­νι­σμού μετα­ξύ των σχε­δια­στών μόδας (η «μάχη» ανέ­δει­ξε νικη­τή τον εσχά­τως απο­θα­νό­ντα Γιάν­νη Τσε­κλέ­νη, που στο γύρι­σμα της δεκα­ε­τί­ας του ΄70 διείσ­δυ­σε στη δευ­τε­ρο­βάθ­μια εκπαί­δευ­ση καθιε­ρώ­νο­ντας την ποδιά με το φερ­μουάρ στο πλάι και τον κολε­για­κό για­κά). Επι­πλέ­ον, η σχο­λι­κή αμφί­ε­ση μετα­τρά­πη­κε (και παρα­μέ­νει) και σε περί­που χλι­δά­το trademark ιδιω­τι­κών εκπαι­δευ­τι­κών ιδρυμάτων.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η ποδιά ήταν το τελευ­ταίο… κάστρο που έπε­σε στον δρό­μο προς την κατάρ­γη­ση της «ομοιο­μορ­φί­ας των μαθη­τών», που για περί­που έναν αιώ­να έμοια­ζαν περισ­σό­τε­ρο με εργά­τες σε εργο­στά­σια ή κρα­τού­με­νους σε στρα­τό­πε­δα και φυλακές.

Οι πρώτοι κανόνες περιβολής των μαθητών

Οι κανο­νι­σμοί εμφά­νι­σης και συμπε­ρι­φο­ράς των μαθη­τών στα σχο­λεία της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας είναι πολύ παλιά ιστο­ρία. Για την ακρί­βεια, χρονο­λο­γεί­ται από τα χρό­νια του Καπο­δί­στρια και μάλι­στα τους αυστη­ρούς κανό­νες λει­τουρ­γί­ας του πρώ­του σχο­λεί­ου, που ιδρύ­θη­κε στην Ελλά­δα με τον ερχο­μό του, του ορφα­νο­τρο­φεί­ου της Αίγι­νας, το 1829, υπο­γρά­φει ο ίδιος ο κυβερ­νή­της. Στην καθη­μαγ­μέ­νη χώρα, που προ­σπα­θεί να στα­θεί στα πόδια της μετά την Επα­νά­στα­ση, τα ρού­χα των μαθη­τών δίδο­νται από την πολι­τεία και η μη τήρη­ση των κανό­νων σε σχέ­ση με την παρου­σία τους ένα­ντι του σχο­λεί­ου, τιμω­ρεί­ται βαριά…

«Μίαν φου­στα­νέ­λαν, δύο υπο­κά­μι­σα, δύο βρα­κία, εν ζευ­γά­ριον παπου­κί­ων, εν φέσιον, μίαν καπό­ταν και μίαν ζώνην. Υπο­κά­μι­σον και βρα­κί­ον να αλλά­ζω­σι κάθε οκτώ. Η απο­τα­ξί­αν, η απεί­θεια, η στά­σις και το ψεύ­δος θέλου­σι κολά­ζε­σθαι ως αφε­ξής: την μεν πρώ­την φοράν, έστω νου­θέ­τη­σις εμβρι­θής και δημο­σία ενώ­πιον των άλλων παι­διών, την δε δευ­τέ­ραν, ολι­γό­στευ­σις της τρο­φής κατά το ήμι­συ, και την τρί­την, έκδυ­σις του ενό­χου παι­δί­ου από τα και­νού­ρια φορέ­μα­τα και ένδυ­σις με τα πρώ­τα κου­ρέ­λια… Η έκδυ­σις και η ένδυ­σις γινέ­σθω όλων των μαθη­τών ενω­πί­ον…» ανα­φέ­ρει συγκε­κρι­μέ­να ο υπο­γε­γραμ­μέ­νος από τον Καπο­δί­στρια «δεκά­λο­γος του ευπρε­πούς μαθη­τή»! Ειδι­κά για τα ρακέν­δυ­τα ορφα­νά των αγω­νι­στών της Επα­νά­στα­σης η μη τήρη­ση του κανο­νι­σμού εμφά­νι­σης προ­βλέ­πει «αι κλί­ναι των να είναι από άχυ­ρον ή φύλ­λα ξηρά ικα­νώς, το δε προ­σκε­φά­λαιον μία πέτρα»!

Τα πρώ­τα χρό­νια ζωής του νεο­σύ­στα­του ελλη­νι­κού κρά­τους και καθώς ο πλη­θυ­σμός είναι αναλ­φά­βη­τος, ο Καπο­δί­στριας προ­σπα­θεί να οργα­νώ­σει ένα στοι­χειώ­δες εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα. Μετά το ορφα­νο­τρο­φείο της Αίγι­νας, ιδρύ­ει τέσ­σε­ρα δημο­τι­κά σχο­λειά σε Ναύ­πλιο, Σύρο, Αθή­να και Ύδρα και ελλεί­ψει εκπαι­δευ­τι­κού προ­σω­πι­κού, προ­ω­θεί τα «αλλη­λο­δι­δα­κτι­κά σχο­λεία», που έχουν δοκι­μα­στεί ήδη στην προηγ­μέ­νη Ευρώ­πη (Αγγλία, Γερ­μα­νία, Γαλ­λία). Πρό­κει­ται για σχο­λεία στα οποία οι «πρω­τό­σχο­λοι», οι καλοί μαθη­τές, ανα­λαμ­βά­νουν να εκπαι­δεύ­σουν τους νεοει­σερ­χό­με­νους μικρό­τε­ρους. Στο­χεύ­ο­ντας στη «συγκρά­τη­ση της νεα­νι­κής ορμής, που δεν κατα­λα­γιά­ζει εύκο­λα ένα­ντι εξί­σου ανη­λί­κων δασκά­λων», οι κανο­νι­σμοί λει­τουρ­γί­ας στα «αλλη­λο­δι­δα­κτι­κά σχο­λεία» αυστη­ρο­ποιού­νται έως υπερ­βο­λής. Οι μαθη­τές πρέ­πει «να υπο­τάσ­σο­νται εις τους πρω­το­σχό­λους» και όταν δεν γρά­φουν, πρέ­πει «να κάθη­νται ήσυ­χοι, κρα­τού­ντες με τας δύο των χεί­ρας το χεί­λος του γρα­φεί­ου και ατε­νί­ζο­ντες εις την διδα­σκα­λο­κα­θέ­δραν…» ανα­φέ­ρει ο Οδη­γός της Αλλη­λο­δι­δα­κτι­κής (1842), που συντάσ­σε­ται επί Βαυα­ρών. Για δε την αμφί­ε­σή τους, ο Οδη­γός ανα­φέ­ρει: «Οι μαθη­τές χρε­ω­στούν να εμβαί­νω­σι στο σχο­λεί­ον έχο­ντες τας χεί­ρας και το πρό­σω­πον καθα­ρά, κτε­νι­σμέ­νοι και υπο­δη­μέ­νοι. Ποτέ δεν πρέ­πει να έρχο­νται ανυ­πό­δη­τοι ή με άπλυ­τα ποδά­ρια, ή με σχι­σμέ­να και λερω­μέ­να ρούχα».

Τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της επο­χής, η φτώ­χια και η εξα­θλί­ω­ση του πλη­θυ­σμού, είναι εμφα­νή. Ο αυστη­ρός ‑μέχρι αυταρ­χι­σμού- κανο­νι­σμός περι­βο­λής των μαθη­τών απο­κλεί­ει από την εκπαί­δευ­ση πολ­λά από τα παι­διά, που κυκλο­φο­ρούν ρακέν­δυ­τα και ανυπόδητα.

Βαί­νο­ντας προς τη βαθιά ενη­λι­κί­ω­σή του το ελλη­νι­κό κρά­τος έχει να αντι­με­τω­πί­σει πολ­λά, εκτός εκπαί­δευ­σης. Αλλά και μέσα στην εκπαί­δευ­ση, που εξα­κο­λου­θεί να κατα­τρύ­χε­ται από τους αυστη­ρούς κανο­νι­σμούς περι­βο­λής και συμπε­ρι­φο­ράς των μαθη­τών, οι αγκυ­λώ­σεις καθυ­στε­ρούν την προ­α­γω­γή της εκπαί­δευ­σης του πλη­θυ­σμού. Σημειώ­νε­ται ότι οι μαθη­τές είναι κυρί­ως άρρε­νες. Η Ελλά­δα δια­πο­τι­σμέ­νη ‑μέσω των ολί­γων λογί­ων της- από τους Ευρω­παί­ους δια­φω­τι­στές εκπαι­δευ­τι­κούς δεν απο­κλεί­ει τη συμ­με­το­χή του θήλε­ος στην εκπαί­δευ­ση. Αλλά η παρα­δο­σια­κή πατριαρ­χι­κή αντί­λη­ψη είναι σθε­να­ρή και θέλει τη γυναί­κα να προ­ε­τοι­μά­ζε­ται στο… σπί­τι της για το… σπί­τι της. Έτσι η συμ­με­το­χή των κορι­τσιών στην εκπαί­δευ­ση αυξά­νε­ται αργά, με τα χρό­νια και με τις κατα­κτή­σεις του γυναι­κεί­ου κινήματος.

Στο μετα­ξύ, η ζωή του ρακέν­δυ­του πλη­θυ­σμού έχει βελ­τιω­θεί, τα παι­διά έχουν κατά κανό­να… «παπου­τσω­θεί» και έχουν ιδρυ­θεί τα γυμνά­σια. Έτσι, το 1857 ο Εσω­τε­ρι­κός Κανο­νι­σμός Γυμνα­σί­ων και Ελλη­νι­κών Σχο­λεί­ων» προ­χω­ρά σε νέα απα­γό­ρευ­ση… ή μάλ­λον στην προ­σαρ­μο­γή της παλιάς στα νέα δεδο­μέ­να, αντι­κα­θι­στώ­ντας τα περί υπο­δη­μά­των με άλλα, περί… στο­λι­διών: «έκα­στος μαθη­τής προ­σερ­χό­με­νος εν τη σχο­λή πρέ­πει να είναι καθα­ρός το σώμα και κόσμιος την ενδυ­μα­σί­αν απο­φεύ­γο­ντας πάντα περιτ­τόν στολισμόν…».

… κι έτσι καθιερώνεται η ομοιόμορφη σχολική στολή…

Ώσπου στις 8 Μαΐ­ου του 1876 το υπουρ­γι­κό συμ­βού­λιο εκδί­δει από­φα­ση στην οποία ανα­κοι­νώ­νε­ται η καθιέ­ρω­ση στο­λής, με την οποία οφεί­λουν να είναι ενδε­δυ­μέ­νοι οι μαθη­τές των σχο­λεί­ων. Η στο­λή απο­τε­λεί­ται από «ιμά­τιο, περι­σκε­λί­δα, πίλο και μαν­δύα» και περι­γρά­φε­ται με πάσα λεπτο­μέ­ρεια. Το πηλή­κιο, όμοιο με των στρα­τιω­τι­κών, αντί για στέμ­μα, πρέ­πει να φέρει «χια­στί δια­σταυ­ρού­με­νους κλά­δους ελαί­ας και δάφ­νης» και «υπέρ αυτών, γλαύ­κα (το σύμ­βο­λο της θεάς Αθη­νάς, ως ένδει­ξη σοφί­ας). Υπό αυτών, δε, τα του παι­δευ­τη­ρί­ου αρχι­κά γράμ­μα­τα». Τα «κομ­βία» πρέ­πει να είναι ορεί­χαλ­κα «φέρο­ντα έμβλη­μα ανά­γλυ­φον γλαύ­κα». Αλλά τα μέλη του υπουρ­γι­κού συμ­βου­λί­ου δια­πι­στώ­νουν ότι τους ξέφυ­γε μια λεπτο­μέ­ρεια και στις 29 του ίδιου μήνα επα­νέρ­χο­νται με συμπλη­ρω­μα­τι­κή εγκύ­κλιο υπό τον τίτλο «περί του αριθ­μού των κομ­βί­ων του ιμα­τί­ου», τα οποία «ορί­ζο­νται εις τέσ­σε­ρα, τα δε της χλα­μύ­δος εις εξ»!

Ίσα­με το κατώ­φλι του 20ου αι. οι δια­τάγ­μα­τα και εγκύ­κλιοι περί της περι­βο­λής και της συμπε­ρι­φο­ράς των μαθη­τών «πάνε κι έρχο­νται…».

… ξημερώνει ο 20ος αι…

Ο νέος αιώ­νας και κυρί­ως οι δεκα­ε­τί­ες μετά τους πολέ­μους, βρί­σκουν τις μαθή­τριες, που απο­τε­λούν πλέ­ον υπο­λο­γί­σι­μη κοι­νό­τη­τα στα σχο­λεία, ενδε­δυ­μέ­νες με μαύ­ρη ποδιά, λευ­κό για­κά και λευ­κά σοσό­νια, στο όνο­μα της «ομοιο­μορ­φί­ας των μαθη­τών και της συνο­χής των μαθη­τι­κών κοινοτήτων».

Το 1964 καταρ­γεί­ται και στην ελλη­νι­κή περι­φέ­ρεια (νωρί­τε­ρα είχε εξα­σθε­νή­σει ως επι­τα­γή στους μαθη­τές των αθη­ναϊ­κών σχο­λεί­ων) το πηλή­κιο με την κου­κου­βά­για των μαθη­τών αφού, όπως λέει στη Βου­λή ο τότε πρω­θυ­πουρ­γός και υπουρ­γός Παι­δεί­ας και Θρη­σκευ­μά­των, Γ. Παπαν­δρέ­ου, «το μέτρον τού­το εφαρ­μό­ζε­ται σήμε­ρον όχι εις την πρω­τεύ­ου­σαν, αλλά μόνον εις τας επαρ­χί­ας, ωσάν να μη έχουν τα ίδια δικαιώ­μα­τα εις την αμφί­ε­σίν των οι επαρ­χιώ­ται μαθη­ταί με τους μαθη­τάς των Αθηνών».

Την ταρα­χώ­δη πολι­τι­κά δεκα­ε­τία του ΄60 και για την ακρί­βεια το 1965, η ανά­γκη για ενί­σχυ­ση του εθνι­κού φρο­νή­μα­τος είναι μεγά­λη. Το μήνυ­μα περ­νά­ει και μέσα από τις σχο­λι­κές ποδιές, μαθη­τών και μαθη­τριών, που ‑με νεώ­τε­ρη υπουρ­γι­κή από­φα­ση- από μαύ­ρες πρέ­πει να γίνουν «μπλε του ουρα­νού και της θάλασ­σας». Επι­πλέ­ον, κάθε μαθη­τής πρέ­πει να φέρει στο πέτο κον­κάρ­δα, στην οποία να ανα­γρά­φε­ται το σχο­λείο και η τάξη στην οποία φοι­τά. Για τις δε μαθή­τριες, το μήκος της ποδιάς επι­βάλ­λε­ται να είναι κάτω από το γόνατο.

Έχουν προη­γη­θεί οι μαθη­τι­κές και φοι­τη­τι­κές κινη­το­ποι­ή­σεις του 1962 και η μεγά­λη απερ­γία των καθη­γη­τών. Στις 15 Δεκεμ­βρί­ου του 1962, η ΟΛΜΕ έχει εκδώ­σει ανα­κοί­νω­ση με τίτλο «ΑΓΩΝ ΔΙ ΑΠΟΧΗΣ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΥ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ» με αίτη­μα την αύξη­ση των απο­δο­χών των μελών της και καθο­ρί­ζο­ντας ως ημέ­ρα έναρ­ξης του αγώ­να τη «19ην Ιανουα­ρί­ου 1963, ημέ­ρα Σάβ­βα­τον». Στις 7 Φεβρουα­ρί­ου η κυβέρ­νη­ση επι­στρα­τεύ­ει τους καθηγητές.

Η χού­ντα περι­βάλ­λει την εκπαί­δευ­ση με ασφυ­κτι­κούς κανο­νι­σμούς «ευπρε­πούς ένδυ­σης και συμπε­ρι­φο­ράς» διδα­σκο­μέ­νων και διδα­σκό­ντων. Η ποδιά δεν αρκεί για να «πιστο­ποι­ή­σει» τη σοβα­ρό­τη­τα του μαθη­τή. Κατά την προ­σέ­λευ­σή του στο σχο­λείο πρέ­πει να είναι καθα­ρή και καλο­σι­δε­ρω­μέ­νη, κυρί­ως «κατά τας Κυρια­κάς, εις τον υπο­χρε­ω­τι­κόν εκκλη­σια­σμόν». Τον ρόλο του επι­βλέ­πο­ντα την ευπρε­πή παρου­σία του μαθη­τή έχει «επί αυστη­ράς ποι­νής» ο δάσκα­λος, ο οποί­ος μετα­τρέ­πε­ται από την κυβέρ­νη­ση των συνταγ­μα­ταρ­χών σε… παρα­κο­λου­θού­ντα των παρα­κο­λου­θου­μέ­νων… Ο ίδιος παρα­κο­λου­θεί τους μαθη­τές και παρα­κο­λου­θεί­ται από τους επι­θε­ω­ρη­τές του κρά­τους για να δια­πι­στω­θεί αν κάνει καλά τη δου­λειά του, αλλά κυρί­ως αν συνα­να­στρέ­φε­ται «ύπο­πτα ταρα­χο­ποιά στοι­χεία» ή … ψωνί­ζει από αρι­στε­ρό μπα­κά­λη… Ο ρόλος του «επι­θε­ω­ρη­τή» καταρ­γεί­ται με την πτώ­ση της χού­ντας και ο κλοιός γύρω από τους μαθη­τές και την περι­βο­λή τους χαλα­ρώ­νει. Οι μαθη­τές απαλ­λάσ­σο­νται πρώ­τοι από τις μισές ποδιές. Όσο για τις μαθή­τριες, τις δεκα­ε­τί­ες του ΄70 και του ΄80, απο­λαμ­βά­νουν την ποδιά ως αξε­σουάρ, που περισ­σό­τε­ρο εξυ­πη­ρε­τεί την αισθη­τι­κή, παρά το αρχι­κό της μήνυ­μα για «ομοιο­μορ­φία των μαθη­τών και συνο­χή των μαθη­τι­κών κοινοτήτων»…

Στις 6 Φεβρουα­ρί­ου του 1982, εγκύ­κλιος του υπουρ­γεί­ου Παι­δεί­ας με την υπο­γρα­φή του Λευ­τέ­ρη Βερυ­βά­κη φτά­νει στα σχο­λεία ανά την Ελλά­δα και αναρ­τά­ται στους πίνα­κες ανα­κοι­νώ­σε­ων. Οι μαθη­τές πλη­ρο­φο­ρού­νται ότι από τη νέα σεζόν δεν έχουν λόγο να παρα­κο­λου­θούν τη νέα τάση στη μαθη­τι­κή ποδιά… Η ποδιά του σχο­λεί­ου περ­νά­ει στο χρο­νο­ντού­λα­πο της ιστορίας…

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο