Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΒΑΛΚΑΝΙΑ, ΧΩΡΟΣ ΠΟΛΥΠΑΘΟΣ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Μια περι­ή­γη­ση στο βιβλίο του Βόσ­νιου Ίβο Άντριτς Το γεφύ­ρι του Δρί­νου (εκδ. ‘Καστα­νιώ­της’, μετά­φρα­ση από τα σερ­βο­κρο­α­τι­κά του Χρή­στου Γκούβη).

Τα γεγο­νό­τα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε μια μικρή πόλη κοντά στο Σαρά­γε­βο, το Βίσιε­γκραντ, και καλύ­πτουν μια μεγά­λη χρο­νι­κή περί­ο­δο: η ιστο­ρία ξεκι­νά­ει στα μέσα του 16ου αιώ­να επί Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και τελειώ­νει το 1914, στις απαρ­χές του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Ο ανα­γνώ­στης του σήμε­ρα ξέρει στο μετα­ξύ τι θα ακο­λου­θού­σε στα 100 χρό­νια μετά. Κοντά στο γεφύ­ρι παρα­κο­λου­θού­με γενιές ανθρώ­πων που για τους περισ­σό­τε­ρους οι ιστο­ρι­κοί τρα­νταγ­μοί, μικροί και μεγά­λοι, μένουν αρκε­τά μακριά. Όταν οι συνέ­πειες του ιστο­ρι­κού γίγνε­σθαι μπαί­νουν στη ζωή τους, δεν μπο­ρούν να εξη­γή­σουν το για­τί. Τις υφί­στα­νται απλώς. Κάποιοι άνθρω­ποι, περα­στι­κοί, φέρ­νουν μπερ­δε­μέ­να νέα.  ‘Οταν συρ­ρι­κνώ­νε­ται η τουρ­κο­κρα­τία, όμως, μπαί­νουν στη χώρα τους ξένα πολυ­ε­θνι­κά στρα­τεύ­μα­τα με την ουγ­γρο­αυ­στρια­κή προ­έ­λα­ση κάτω από τον Φραν­σί­σκο Ιωσήφ, τον αυτο­κρά­το­ρα της Αυστρί­ας. Κατα­φτά­νει ο από­η­χος των σερ­βι­κών εξε­γέρ­σε­ων και μέσα σ’ όλα αυτά, στο έρχε­σθαι και παρέρ­χε­σθαι της ζωής των ανθρώ­πων, στέ­κε­ται το γεφύ­ρι του Δρί­νου στέ­ρεο και αμε­τα­κί­νη­το, ανθε­κτι­κό στους αιώ­νες. Μπρο­στά στο γεφύ­ρι, δημιούρ­γη­μα ανθρώ­πων, η ανθρώ­πι­νη ζωή φαί­νε­ται πολύ τρω­τή και περα­στι­κή. Ωστό­σο, στο τέλος του βιβλί­ου και στις πρώ­τες αρχές του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, η μεσαία κολό­να του ανα­τι­νά­ζε­ται και το γεφύ­ρι σπα­ει κόβο­ντας τη δυνα­τό­τη­τα επι­κοι­νω­νί­ας ανά­με­σα σε δύο κόσμους, τον παλαιό και τον και­νούρ­γιο συμ­βο­λί­ζο­ντας τον βίαιο ερχο­μό μιας νέας επο­χής. Συμ­βο­λι­κά, επί­σης, για το τέλος μιας παλαιάς επο­χής πεθαί­νει και ο Αλή Χότζα, γέρος Τούρ­κος με αμε­τα­κί­νη­τες παλαιές αρχές που δεν ήθε­λε να δεχθεί τίπο­τα το και­νούρ­γιο και αντι­στε­κό­ταν σε οτι­δή­πο­τε νεόφερτο.

Η κατα­σκευή της γέφυ­ρας, σύμ­βο­λο νέας τεχνο­λο­γί­ας, αλλά και αντίστασης

Το γεφύ­ρι χρειά­στη­κε πέντε χρό­νια για να γίνει. Στην αρχή ο βεζί­ρης έφερ­νε εργά­τες και ο έμπι­στός του τους ανά­γκα­ζε να το χτί­σουν χωρίς καμία αμοι­βή προ­κα­λώ­ντας αντι­στά­σεις και κωλυ­σιερ­γί­ες. Ο Ράντι­σαβ, χωριά­της που δού­λευε μαζί με τους άλλους αγγα­ρεία, πνεύ­μα ανή­συ­χο, έρι­ξε το σπό­ρο της αντί­στα­σης λέγο­ντας στους άλλους: «Αδέρ­φια, δεν πάει άλλο, και­ρός ν’αντισταθούμε. Βλέ­πε­τε πολύ καλά πως αυτό το κτί­σμα θα μας φάει, θα μας θάψει όλους. Και τα παι­διά μας θα τ’ αγγα­ρεύ­ουν σ’ αυτό, αν ζήσου­με να τα ιδού­με. Μονά­χα για το χαμό μας γίνε­ται αυτό, για τίποτ’ άλλο. Τι το θέλουν το γεφύ­ρι οι φτω­χοί ραγιά­δες, οι Τούρ­κοι μονα­χά το θέλουν. Εμείς ούτε στρα­τό πηγαι­νο­φέρ­νου­με ούτε κι εμπο­ρευό­μα­στε και το περα­τά­ρι μας φτά­νει και μας περισ­σεύ­ει» (σελ. 41). Μαζί με άλλους απο­φα­σί­ζουν να μπο­ϋ­κο­τά­ρουν το έργο γκρε­μί­ζο­ντας τη νύχτα αυτό που χτι­ζό­ταν την ημέ­ρα. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κής αντί­στα­σης όσο κατα­νοη­τής κι αν είναι, κάτι που θα επα­να­λαμ­βα­νό­ταν πολ­λές φορές μετά στην ιστο­ρία σε πολ­λά μέρη του κόσμου, εκεί που έστω κάτω από απάν­θρω­πες συν­θή­κες γίνο­νταν έργα που σήμαι­ναν ως έργα πρό­ο­δο. Ο Ράντι­σαβ «σταυ­ρώ­νε­ται». Τον πιά­νουν και πεθαί­νει ένα μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το σου­βλι­σμέ­νος και παλου­κω­μέ­νος μετά από βασα­νι­στή­ρια για παρα­δειγ­μα­τι­σμό. Ωστό­σο, έδω­σε το σημά­δι: με τον και­νούρ­γιο έμπι­στο του βεζί­ρη τα πράγ­μα­τα γίνο­νται καλύ­τε­ρα και οι εργά­τες πια παίρ­νουν αμοι­βή. Καμία θυσία δεν πάει χαμέ­νη. Τελι­κά το γεφύ­ρι του Δρί­νου είναι έτοι­μο το 1571.

Κανείς δεν μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει την εξέλιξη

Ο συγ­γρα­φέ­ας  βάζει ελά­χι­στες ημε­ρο­μη­νεί­ες και γενι­κά παρα­μέ­νουν λίγο θολά τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα. Περισ­σό­τε­ρη σημα­σία δίδε­ται στην αέναη κίνη­ση του χρό­νου και στη μοί­ρα των ανθρώ­πων μέσα σ’ αυτήν. Οι περισ­σό­τε­ροι είναι παθη­τι­κοί, νωχε­λι­κοί και ζουν με τους ρυθ­μούς, τα έθι­μα και τα ήθη που τα βρή­καν, όταν γεν­νή­θη­καν. Σ’ αυτή τη μικρή πόλη φαί­νε­ται να έχει στα­μα­τή­σει ο χρό­νος και τίπο­τα δεν «τσι­γκλά­ει» τον μικρό­κο­σμο να θελή­σει να αλλά­ξει κάτι.  Όμως, κι εδώ τα φαι­νό­με­να απα­τούν. Στο μετα­ξύ οι αλλα­γές στην ήπει­ρο είναι μεγά­λες και μια μέρα φτά­νουν ακό­μα και στο Βίσιε­γκραντ. Προς το τέλος του 17ου αιώ­να μαθαί­νε­ται ότι ο τούρ­κι­κος στρα­τός απο­τρα­βή­χθη­κε από τη χώρα των Ούγ­γρων. Ακού­γο­νται οι ξεση­κω­μοί: «Καμιά εβδο­μη­ντα­ριά χρό­νια μετά τον ξεση­κω­μό του Καρα­γιώρ­γη κίνη­σε και πάλι πόλε­μος στη Σερ­βία και τα σύνο­ρα πήραν ξανά φωτιά (το 1804 είχε γίνει η πρώ­τη σερ­βι­κή εξέ­γερ­ση κατά των Τούρ­κων υπό την ηγε­σία του Καρα­γιώρ­γη, Α.Ι.). Και τυλί­χτη­καν πάλι στις φλό­γες τούρ­κι­κα και σερ­βι­κά σπί­τια στα ψηλώ­μα­τα του Ζλί­εμπ και του Γκό­στιλ, στο Τσέρν­τσιε και στο Βελέ­το­βο. Κι ύστε­ρα από πολ­λά χρό­νια ξανα­φά­νη­καν κομ­μέ­να κεφά­λια Σέρ­βων τα πρω­ϊ­νά πάνω στην Πύλη. Στε­γνά, κου­ρε­μέ­να, χωριά­τι­κα κεφά­λια με πλα­τύ σβέρ­κο, πρό­σω­πα κοκα­λιά­ρι­κα και μακριά μαύ­ρα μου­στά­κια, ίδια μ’ εκεί­να πριν από εβδο­μή­ντα χρό­νια. Τού­τα όμως δεν κρά­τη­σαν πολύ. Μόλις ο πόλε­μος Τουρ­κί­ας και Σερ­βί­ας στα­μά­τη­σε, ο κόσμος ησύ­χα­σε. Είναι αλή­θεια πως η ειρή­νη ήταν μονά­χα πάνω πάνω, για­τί από κάτω κρυ­βό­ταν πολύς φόβος, ανα­τα­ρα­χή κι ανή­συ­χα ψιθυ­ρί­σμα­τα. Κι όλο και πιο καθα­ρά γινό­ταν λόγος για την εισβο­λή αυστρια­κού στρα­τού στη Βοσ­νία (σελ. 162).Αργότερα, με τον ερχο­μό των αυστρια­κών στρα­τευ­μά­των με τη φανε­ρά πιο ανα­πτυγ­μέ­νη τεχνο­λο­γία τους, τα γεγο­νό­τα απο­κτούν μεγα­λύ­τε­ρη ταχύ­τη­τα σε σύγκρι­ση με την ακι­νη­σία της τουρ­κο­κρα­τί­ας για να φτά­σουν τελι­κά σε μια κλι­μά­κω­ση στη θύελ­λα της πρώ­της μεγά­λης παγκό­σμιας σύρ­ρα­ξης που θα εξα­πέ­λυε κατα­ρα­κτώ­δεις ρυθ­μούς αλλα­γής και ανα­τρο­πής στο ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι. Ο συγ­γρα­φέ­ας επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ιστο­ρι­κή κίνη­ση, δεν έχουν και πολ­λή σημα­σία οι ακρι­βείς ημερομηνίες.

Ο παλαιός κόσμος καταρρέει

Πριν δια­λυ­θεί η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία προη­γή­θη­κε μια μακρά περί­ο­δος συρ­ρί­κνω­σής της. Τη στιγ­μή που φθεί­ρε­ται το παλαιό το και­νούρ­γιο έρχε­ται πιο οργα­νω­μέ­να, πιο ανα­πτυγ­μέ­να απαι­τώ­ντας τη θέση του, που δεν σημαί­νει πάντα οτι η πρό­ο­δος αυτή είναι καλή και ειρη­νι­κή. ‘Αλλη κατο­χή έρχε­ται κάνο­ντας βαθιά εντύ­πω­ση στους απλούς κατοί­κους της μικρής απο­μο­νω­μέ­νης πόλης. Τα αυστρια­κά στρα­τεύ­μα­τα εμφα­νί­ζο­νται οργα­νω­μέ­να και οι κάτοι­κοι πώς τα βλέ­που­νε;  «Τού­τοι εδώ οι άνθρω­ποι, οι γεν­νη­μέ­νοι κι ανα­στη­μέ­νοι σ’ ετού­τη την ξεχα­σμέ­νη εσχα­τιά της Τουρ­κί­ας, και μάλι­στα της ξεπε­σμέ­νης Τουρ­κί­ας του δεκά­του ενά­του αιώ­να, ήταν φυσι­κό να μην είχαν μέχρι σήμε­ρα την ευκαι­ρία να γνω­ρί­σουν έναν καλά οργα­νω­μέ­νο, ισχυ­ρό στρα­τό μιας μεγά­λης δύνα­μης. ‘Ο, τι έχουν δει μέχρι τώρα ήταν τ’ ανορ­γά­νω­τα μπου­λού­κια του κακο­ντυ­μέ­νου και πει­να­σμέ­νου στρα­τού του σουλ­τά­νου που πλη­ρώ­νε­ται μονά­χα αν υπάρ­χουν χρή­μα­τα ή, κάτι ακό­μα χει­ρό­τε­ρο, τους στρα­το­λο­γη­μέ­νους με τη βία, απεί­θαρ­χους και με πεσμέ­νο ηθι­κό Βόσ­νιους βασι­βου­ζού­κους. Τώρα για πρώ­τη φορά βρι­σκό­ταν μπρο­στά τους η πραγ­μα­τι­κή «ισχύς και τάξις» μιας αυτο­κρα­το­ρί­ας νικη­φό­ρας, ολό­λα­μπρης και σίγου­ρης για τον εαυ­τό της. ‘Ενας τέτοιος στρα­τός τους θάμπω­σε, τους έκο­ψε την ανά­σα» (σελ. 189).

Μια ειρή­νη που κυο­φο­ρεί πόλεμο

Το τελευ­ταίο κομ­μά­τι του 19ου αιώ­να ήταν μία από τις πιο παρα­τε­τα­μέ­νες περιό­δους ειρή­νης η οποία, όμως, κυο­φο­ρού­σε την ανά­πτυ­ξη του ιμπε­ρια­λι­σμού για να φτά­σει στη μεγά­λη σύρ­ρα­ξη του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Με τη συρ­ρί­κνω­ση της Τουρ­κο­κρα­τί­ας νέα έθνη εμφα­νί­ζο­νται και οι συζη­τή­σεις για το εθνι­κό ζήτη­μα ανά­βουν αντα­να­κλώ­ντας μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας στις σελί­δες του βιβλί­ου βάζει νέους ανθρώ­πους να συζη­τούν, φοι­τη­τές και εργα­ζό­με­νους νέους που αντι­πα­ρα­τί­θε­νται γύρω από τις νέες ιδέ­ες. Οι φοι­τη­τές γυρί­ζουν τα καλο­καί­ρια στο Βίσιεν­γκραντ στους γονείς και συγ­γε­νείς τους. Είναι μια περί­ο­δος γεμά­τη φλο­γε­ρές συζη­τή­σεις που τελι­κά απο­δεί­χθη­καν πολύ σύγ­χρο­νες. Σε κάποιες σελί­δες δύο νέοι παρα­κο­λου­θούν κρυ­φά μια άλλη συζή­τη­ση ανά­με­σα σε δύο από­φοι­τους της μέσης εκπαί­δευ­σης, ανά­με­σα σ’ έναν Σέρ­βο και ένα γιο μπέ­η­δων. Ο καθέ­νας αντι­προ­σω­πεύ­ει τον κόσμο του νομί­ζο­ντας ότι πρό­κει­ται για τα συμ­φέ­ρο­ντα όλου του έθνους του. Στα λόγια κάποιων υπο­ψια­ζό­μα­στε τους πόθους του ίδιου του Βόσ­νιου συγ­γρα­φέα, όπως στα εξής λόγια: «Η ιδέα του έθνους, η σύγ­χρο­νη, θα θριαμ­βεύ­σει πάνω στις θρη­σκευ­τι­κές δια­φο­ρές και στις ξεφτι­σμέ­νες προ­κα­τα­λή­ψεις και θα ελευ­θε­ρώ­σει το λαό από τις αντι­δρα­στι­κές επιρ­ρο­ές και την ξένη εκμε­τάλ­λευ­ση. Και τότε θα γεν­νη­θεί το κρά­τος το εθνι­κό» (σελ. 375). Το βιβλίο δημο­σιεύ­θη­κε το 1945, αμέ­σως μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση από την και­νούρ­για παγκό­σμια θύελ­λα. Για 45 χρό­νια μετά στο χώρο αυτό επι­κρά­τη­σε ειρή­νη και έγι­ναν σεβα­στές οι δια­φο­ρε­τι­κές θρη­σκευ­τι­κές από­ψεις. Ο συγ­γρα­φέ­ας πέθα­νε το 1975 και έτσι δεν έζη­σε την και­νούρ­για, αιμα­τη­ρή καρα­τό­μη­ση της δεκα­ε­τί­ας του 90 του περα­σμέ­νου αιώ­να. Στο βιβλίο οι από­ψεις του μένουν στην κορυ­φή του παγό­βου­νου, στο εποι­κο­δό­μη­μα της κοι­νω­νί­ας αγγί­ζο­ντας ακρο­θι­γώς τις αιτί­ες του κακού εκφρά­ζο­ντας, ωστό­σο, ένα βαθύ πόθο για ελευ­θε­ρία, ανε­ξαρ­τη­σία και ειρή­νη σ’ ένα πολύ­πα­θο και τόσο συχνά στην ιστο­ρία από ξένες δυνά­μεις κατε­χό­με­νο έδαφος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο