Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Παναγιωτόπουλος: Της Εκλείψεως Έαρ

Κατά και­ρούς και εντε­λώς “ατέ­χνως” ανα­δύ­ο­νται από μέσα μας σκέ­ψεις (τι παρά­ξε­νο!) που θέλουν να απο­τυ­πω­θούν σε λόγο γρα­πτό (άλλο παρά­ξε­νο). Κάποιες φορές υπο­τάσ­σο­μαι σ’ αυτή την απαί­τη­ση και όταν το κάνω μετά δίνω τις σκέ­ψεις αυτές στους φίλους μου, εννο­εί­ται κατα­σκο­πεύ­ο­ντας την κάθε μετα­βο­λή του φωτός στα μάτια τους.

Τού­τες τις μέρες, τα λόγια που σκαρ­φά­λω­σαν ήθε­λαν να μιλή­σουν για την άνοι­ξη που ζού­με. ή μάλ­λον που δεν ζού­με. Για­τί αυτό το φως που βλέ­που­με να περ­νά­ει εκεί έξω είναι μια Άνοι­ξη που θα λεί­ψει από τα ημε­ρο­λό­γιά μας. Είναι όμως δική μας και της οφεί­λου­με να την φυλά­ξου­με τρυ­φε­ρά μέσα από το παλ­τό της θλί­ψης μας.

Αυτή τη φορά τα σημά­δια στα βλέμ­μα­τα των φίλων μου θέλουν να μοι­ρα­στώ τις λέξεις και μαζί σας, για­τί τη φορά αυτή είμα­στε όλοι φίλοι μπρο­στά στα ίδια χνω­τι­σμέ­να τζάμια.

Της Εκλείψεως Έαρ

Ακού­μπη­σε το γκρί­ζο νυφι­κό της
απά­νω στα μου­σκε­μέ­να βρύα τα απαλά
στην άκρη του κρεβατιού
που κάθε βρά­δυ ακί­νη­τη σωπαίνει
στο πλάι σκο­τει­νού αφέντη
προ­ξε­νε­μέ­νη από των θεών τις μοίρες.
Έβγα­λε μέσα από του Αχέ­ρο­ντα τη νεροτριβή
και φόρε­σε το κίτρι­νο φόρε­μά της,
αντάλ­λαγ­μα του Ορφέα για ένα νεύ­μα της Ευρυδίκης,
και ανυ­πό­μο­νη στά­θη­κε μπρο­στά στην πόρ­τα τη βαριά
μέχρι των σιδε­ρέ­νιων γρα­να­ζιών τα δόντια να ακούσει.
Ήδη σαν να έφτα­ναν στα αυτιά της φλυα­ρί­ες χελιδονιών
αργό­σχο­λοι σχο­λια­σμοί για της Αιγύ­πτου τα χει­με­ρι­νά καμώματα.
Μια χαρα­μά­δα άσπρο φως περνάει
γραμ­μή που κρου­σταλ­λιά­ζει αγγί­ζο­ντας τους μαύ­ρους πάγους
μετά ζεσταί­νε­ται, γλυ­καί­νει και θρυμ­μα­τί­ζε­ται απαλά
αφή­νο­ντας τον ήχο λύρας
που σαν να ρίγη­σε από του μου­σι­κού το χάδι.
Ο κόσμος μπρο­στά, ελαιογραφία
σε κορ­νί­ζα, στης πύλης τα κου­φώ­μα­τα ανάμεσα
παρα­δο­μέ­νος στην έμπνευ­ση έμπει­ρου ερα­στή της Αναγέννησης.

Πισω­πά­τη­σε η Περσεφόνη
την ώρα που τα φύλ­λα του περά­σμα­τος έκλει­ναν πίσω της
ξεφυ­σώ­ντας κρό­το και σκλή­θρες από ξύλο βελανιδιάς
τριγ­μό από ατσά­λι και ρινίσματα.
Κι εκεί­νη, η κόρη της Δήμητρας,
με το και­νού­ριο, κίτρι­νο φου­στά­νι της
να μοσχο­βο­λά­ει άνθη αμυ­γδα­λιάς και γύρη εσπερίδων,
στά­θη­κε εκεί με το εφη­βι­κό της γέλιο μετέωρο.
Μόλις που το χλω­μό της πρό­σω­πο πήρε να ροδίζει.
Κορι­τσό­που­λο ερω­τευ­μέ­νο με την απά­νω πλάση.
Μα, που είναι οι θνητοί;

Κοι­τά­ζει τις άσπρες μαργαρίτες.
Με πεί­σμα κρα­τούν σφι­χτά τα τρυ­φε­ρά τους πέταλα.
Όχι δεν τα χαρί­ζουν του ανέμου
Καλύ­τε­ρα να τα θυσιά­ζουν σε αγά­πης ερωτήσεις.
Ακού­ει τα αιώ­νια πουλιά
να σημειώ­νουν ερω­τη­μα­τι­κά στις παρτιτούρες,
βια­στι­κές μολυ­βιές ανά­με­σα στις νότες.
Αγγί­ζει τα ρωμα­λέα δέντρα
στις ρίζες αρπά­ζουν και βαστούν ψηλά τον κόσμο.
Τρα­χιές ρυτί­δες στον κορ­μό και φυλ­λα­ρά­κια νεο­γέν­νη­τα στις άκρες.
Περι­μέ­νουν τις επι­σκέ­ψεις για τα συχαρίκια,
τις ευχές, να φτιά­ξουν ίσκιους δυνατούς.
Βελού­δι­νο χορ­τά­ρι πράσινο
ανα­σα­λεύ­ει ανά­με­σα στα δάχτυ­λα των ποδιών της τα γυμνά
ρυθ­μι­κά σαν χέρια χορού αρχαί­ας τραγωδίας
αλλά δεν έχει απαντήσεις,
δεν έχει κάθαρ­ση να υμνήσει,
δεν ήρθε ακό­μα ο θεός ο από μηχανής.
Φλέ­βες νερού ανά­με­σα κυλούν .
Δεν είναι όμως το χιόνι
που για χάρη της στο πέρα­σμά της λειώνει.
Είναι καθά­ριο και κυλά­ει με μουρ­μου­ρη­τό όπως πάντα.
Τα δάχτυ­λα όμως δεν δροσίζει
είναι ζεστό σαν φρέ­σκο δάκρυ.
Και η μιλιά του!
Όπως όταν ακού­ει νυχτε­ρι­νές πεντα­φω­νί­ες μαυ­ρο­ντυ­μέ­νων γυναικών
και σιω­πές βουρ­κω­μέ­νων αντρών που τις κρα­τούν με το ένα χέρι
και με το άλλο, το ματωμένο,
κρα­τιού­νται από πέτρες, φρύ­γα­να κι αγκα­θε­ρά θυμάρια.
Μα, που είναι οι θνητοί;

Κινεί­ται ψηλα­φώ­ντας το κάθε βήμα
Δια­βαί­νει αργά δρό­μους λιθό­στρω­τους, άδειους, σκονισμένους
Ξυπό­λη­τη σέρ­νει την άκρη του φορέματος
ξηλώ­νο­ντας στη ραγι­σμέ­νη άσφαλ­το την κίτρι­νη δαντέλα.
Σε τοί­χους βου­βούς στηρίζεται
κοι­τά­ει ψηλά ίσα­με κει που φτάνουν
κι αναρ­ρι­χά­ται σε μπαλ­κό­νια άδεια.
Φως διαυγές.
Ευαγ­γε­λι­σμού απα­στρά­πτον Φως.
Πόσο άρχι­σε το φωτει­νό της γλίστρημα
με των σκιών το σύρ­σι­μο να μοιάζει!
Βλέ­πει παρά­θυ­ρα ανοι­χτά με τζά­μια χνωτισμένα.
Όχι από ανά­σας ζέστη.
Πετά­σμα­τα, για να φυλά­ξουν τους κρυμμένους
από του Φόβου το τρο­με­ρό το βλέμμα,
για να κρα­τούν μην τις ακού­σει τις από μέσα τις φωνές,
με τον φρι­κτό τον Δεί­μο όταν βγουν
τα άλο­γα του Άρη για να ξαναζέψουν.
Μα, που είναι οι θνητοί;

Με τα ακρο­δά­χτυ­λα ακου­μπι­σμέ­να πάνω στη γυά­λι­νη επιδερμίδα
ψιθυ­ρί­ζει ψαλ­μούς προ­αιώ­νιους, ερωτικούς
του κοι­μι­σμέ­νου ερα­στή τη φλό­γα να ξυπνήσει.
Σιωπή.
Κι αν δεν τη θέλει πιά;
Κι αν τώρα άλλη αγαπάει;
Μήπως να ήταν πολύ μακρύς ετού­τος ο χειμώνας;
Κι αλλού των φιλιών της τη ζεστα­σιά αν βρήκε;
Η σκέ­ψη ριπή ανέ­μου που χώμα στην γρο­θιά κρατά
και τρί­βει την άμμο στα δακρυ­σμέ­να μάτια.
Πονά­ει, καί­γε­ται, τρέ­πε­ται σε φυγή.
Κυνη­γη­μέ­νη, χωρίς κανείς ξοπί­σω της να τρέχει
με παπα­ρού­νες στα πέλ­μα­τα λιωμένες.
με αηδο­νιών ανυ­πό­φο­ρες κραυ­γές στα αυτιά της.
Φως Ιλαρόν.
Χλω­μό της εσπέ­ρας Φως.
Μα που είναι οι θνητοί;
Κι αν κρύβονται;
Κι αν χαθήκαν;

Τότε εκεί­νη τι θέλει εδώ
αν δεν μπο­ρεί το φόρε­μα το καινούριο,
το δώρο του Ορφέα να τους δείξει;
Τότε για­τί τις σκά­λες τις χορταριασμένες
με κρυ­φή χαρά να ξανανέβει;
Για­τί κάτι άλλο από του χθό­νιου Νηλέα
τα σκο­τει­νά δωμά­τια να της πρέπουν;
Μπρο­στά στην πύλη η κόρη ανα­σκιρ­τά, λυγίζει.
Ξέρει πως όταν το κρύο μάντα­λο αγγίξει
δεν έχει γυρισμό.
Από μέσα κιό­λας ο Κέρ­βε­ρος χαρού­με­να κλαψουρίζει
από την ανα­πά­ντε­χη στο κεφα­λό­σκα­λο της Κυράς του μυρωδιά.
Στρέ­φει πίσω το σώμα της,
θρο­ΐ­ζει ανα­θαρ­ρώ­ντας το κίτρι­νο φουστάνι.
Ανα­θαρ­ρώ­ντας η φύση την ανά­σα της κρατάει.
Μία ματιά ακόμα
με ελπί­δα κρυμ­μέ­νη στην άκρη απ’ της από­γνω­σης το βλέμμα
Ψάχνει να καθα­ρί­σει αν στον ορίζοντα
από ουρά­νιο τόξο χρώ­μα­τα ιριδίζουν
ή μήπως γέλα­σμα είναι
από του φωτός στα δάκρυα τη συντριβή.
Μα που είναι οι θεοί;
Το λιβά­νι ποιας θυσί­ας γυρεύ­ουν για να φανερωθούν;

Μάρ­τιος, 2020. Έτος δίσεκτο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο