Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Οι Κυριακές στη Νέα Υόρκη (αποσπάσματα)

Επι­λο­γή — επι­μέ­λεια: Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Οι αντι­φά­σεις της αμε­ρι­κα­νι­κής κοι­νω­νί­ας στις αρχές του 20ου αιώ­να, ο τρό­πος ζωής και η καθη­με­ρι­νό­τη­τα τόσο των αστών όσο και της εργα­ζό­με­νης και κατα­πιε­σμέ­νης πλειο­ψη­φί­ας, τα ήθη και τα έθι­μα του τόπου, η εκσυγ­χρο­νι­σμέ­νη και εκβιο­μη­χα­νι­σμέ­νη Αμε­ρι­κή αλλά παράλ­λη­λα και τόσο αλλο­τριω­μέ­νη, προ­κά­λε­σαν ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση στον Βλα­ντι­μίρ Μαγια­κόφ­σκι και κατά τη διάρ­κεια σχε­τι­κού ταξι­διού του το 1925 στη μητρό­πο­λη του καπιταλισμού.

Στο έργο του “Η δική μου Αμε­ρι­κή”, απο­τυ­πώ­νο­νται έντο­να αυτές οι αντι­φά­σεις, πότε με κρι­τι­κό λόγο και πότε με σαρ­κα­στι­κό τρό­πο, και με το χαρα­κτη­ρι­στι­κό (επα­να­στα­τι­κό και φου­του­ρι­στι­κό) χιού­μορ του ποι­η­τή. Στο πολύ σύντο­μο (ανα­γκα­στι­κά) από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να πάρει μια γεύ­ση για όλα αυτά. Εδώ, στο επί­κε­ντρο του ενδια­φέ­ρο­ντος του ποι­η­τή, είναι οι Κυρια­κές στη Νέα Υόρκη:

“Σιχαί­νο­μαι τη Νέα Υόρ­κη τις Κυρια­κές. Γύρω στις δέκα, κάποιος υπάλ­λη­λος γρα­φεί­ου απέ­να­ντι, φορώ­ντας μόνο λιλά εσώ­ρου­χα, σηκώ­νει τα στό­ρια του. Χωρίς να φορέ­σει το παντε­λό­νι του, κάθε­ται δίπλα στο παρά­θυ­ρο με την εκα­το­ντα­σέ­λι­δη έκδο­ση της Γουόρλντ ή των Τάιμς που ζυγί­ζει γύρω στο ένα κιλό. Θα δια­βά­σει για μια ώρα πρώ­τα το ποι­η­τι­κό και πολύ­χρω­μο τμή­μα με τις δια­φη­μί­σεις των μεγά­λων κατα­στη­μά­των (που απο­τε­λεί τη βάση της εικό­νας που έχει ο μέσος αμε­ρι­κα­νός για τον κόσμο), και μετά τις δια­φη­μί­σεις θα ρίξει μια ματιά στις σελί­δες με τις διαρ­ρή­ξεις και τις ληστείες.

Ύστε­ρα φορά­ει το σακά­κι και το παντε­λό­νι του, από το οποίο κρέ­με­ται έξω πάντα το που­κά­μι­σο. Κάτω από το πηγού­νι του είναι σφιγ­μέ­νη μια μόνι­μα δεμέ­νη γρα­βά­τα — με ένα χρώ­μα σαν δια­σταύ­ρω­ση ανά­με­σα σε κανα­ρί­νι, πυρ­κα­γιά και τη Μαύ­ρη Θάλασ­σα. Ντυ­μέ­νος πια, ο αμε­ρι­κα­νός θα φρο­ντί­σει να καθί­σει για άλλη μια ώρα με τον ιδιο­κτή­τη του ξενο­δο­χεί­ου ή με τον πορ­τιέ­ρη σε καρέ­κλες, στα χαμη­λά σκα­λιά που κάνουν το γύρο του σπι­τιού ή σε καθί­σμα­τα στον κοντι­νό­τε­ρο γυμνό μικρό κήπο. 

Η συζή­τη­ση επι­κε­ντρώ­νε­ται στο ποιος επι­σκέ­φθη­κε ποια τη νύχτα, αν ακού­στη­κε τίπο­τα για κανέ­ναν που ήπιε, και — αν έχουν υπάρ­ξει επι­σκέ­ψεις ή πιο­τό — αν πρέ­πει αυτά τα άτο­μα να καταγ­γελ­θούν, ώστε να τους γίνει έξω­ση επει­δή είναι μοι­χα­λί­δες ή μεθύστακες. 

Στη μία ο αμε­ρι­κα­νός πηγαί­νει για μεση­με­ρια­νό σε κάποιο μέρος όπου προ­τι­μούν για μεση­με­ρια­νό πλου­σιό­τε­ροι απ’ αυτόν, και όπου η καλή κυρία του θα εκστα­σια­στεί με κάποιο παχύ που­λε­ρι­κό για δεκα­ε­φτά δολά­ρια. Μετά, ο αμε­ρι­κα­νός θα πάει για εκα­το­στή φορά στον τάφο του Στρα­τη­γού Γκραντ και της Κυρί­ας Στρα­τη­γού Γκραντ, που είναι στο­λι­σμέ­νος με βιτρό. Ή, αφού βγά­λει τις μπό­τες και το σακά­κι του, θα ξαπλώ­σει σε κάποιο πάρ­κο πάνω σε ένα δια­βα­σμέ­νο φύλ­λο των Τάιμς, κλη­ρο­δο­τώ­ντας στην κοι­νω­νία και την πόλη τα κομ­μά­τια της εφη­με­ρί­δας του, ένα περι­τύ­λιγ­μα τσί­χλας και μια περιο­χή ποδο­πα­τη­μέ­νης χλόης.

Οι πλου­σιό­τε­ροι ανοί­γουν ακό­μη την όρε­ξή τους τρι­γυ­ρί­ζο­ντας με τα αυτο­κί­νη­τά τους, περ­νώ­ντας περι­φρο­νη­τι­κά δίπλα από τα πιο φτη­νά αμά­ξια, και κοι­τά­ζο­ντας με ζήλια τα πιο πολυ­τε­λή και ακρι­βά μοντέλα. 

Φυσι­κά, οι αμε­ρι­κα­νοί — που δεν είναι ιδιαί­τε­ρα γαλα­ζο­αί­μα­τοι — ζηλεύ­ουν ιδιαί­τε­ρα εκεί­νους που μπο­ρούν να έχουν το μικρό χρυ­σό στέμ­μα του βαρό­νου ή του κόμη στις πόρ­τες του αυτο­κι­νή­του τους.”

~

“Ύστε­ρα σκορ­πί­ζο­νται στα σπί­τια τους. Και αφού αλλά­ξουν ρού­χα, ξεκι­νούν για βραδινό. 

Οι λίγο πιο φτω­χοί (όχι φτω­χοί, αλλά λίγο πιο φτω­χοί) τρώ­νε μάλ­λον καλύ­τε­ρα, οι πλού­σιοι μάλ­λον χει­ρό­τε­ρα. Οι λίγο πιο φτω­χοί τρώ­νε φρε­σκο­α­γο­ρα­σμέ­να τρό­φι­μα στο σπί­τι τους. Τρώ­νε με ηλε­κτρι­κό φως, σαν να θέλουν να ξέρουν με κάθε λεπτο­μέ­ρεια τι καταπίνουν. 

Οι κάπως πλου­σιό­τε­ροι πηγαί­νουν σε ακρι­βά εστια­τό­ρια και τρώ­νε πιπε­ρω­μέ­να μπα­γιά­τι­κα φαγη­τά που έχουν χαλά­σει ή είναι κον­σερ­βα­ρι­σμέ­να. Τρώ­νε μέσα στο μισο­σκό­τα­δο, προ­τι­μώ­ντας τα κεριά από τον ηλεκτρισμό. 

Αυτά τα κεριά με κάνουν και γελάω. 

Όλος ο ηλε­κτρι­σμός ανή­κει στην μπουρ­ζουα­ζία, αυτοί όμως τρώ­νε με κεριά. 

Έχουν έναν ασυ­νεί­δη­το φόβο για τον ίδιο τον ηλε­κτρι­σμό τους.

Ντρέ­πο­νται, σαν τον μάγο που έχει επι­κα­λε­στεί πνεύ­μα­τα που δεν μπο­ρεί να ελέγξει. 

Την ίδια ακρι­βώς στά­ση έχουν οι περισ­σό­τε­ροι σε σχέ­ση με την υπό­λοι­πη τεχνο­λο­γία τους. 

Αφού επι­νό­η­σαν το γραμ­μό­φω­νο και το ραδιό­φω­νο, τα πετούν στους “πλη­βεί­ους” (όπως λένε περι­φρο­νη­τι­κά) κι αυτοί πάνε κι ακού­νε Ραχ­μά­νι­νοφ [1], τον οποίο στις περισ­σό­τε­ρες περι­πτώ­σεις δεν τον κατα­λα­βαί­νουν. Όμως του δίνουν τα κλει­διά κάποιας πόλης, και του κάνουν δώρο ένα χρυ­σό καλά­θι με μετο­χές κάποιας εται­ρεί­ας απο­χε­τεύ­σε­ων — αξί­ας σαρά­ντα χιλιά­δων δολαρίων. 

Αφού επι­νό­η­σαν τον κινη­μα­το­γρά­φο, τον πετούν στις μάζες, κι αυτοί μαλώ­νουν μετα­ξύ τους για εισι­τή­ρια διαρ­κεί­ας στην όπε­ρα, όπου η γυναί­κα του βιο­μή­χα­νου Μακ­Κόρ­μικ που έχει μια περιου­σία αρκε­τή για να κάνει ό,τι θέλει, ξεφω­νί­ζει σαν λευ­κή φάλαι­να ξεσκί­ζο­ντας τα αυτιά σου. [2] Και αν οι λακέ­δες της όπε­ρας δεν έχουν το νου τους, ο κόσμος της πετά σάπια μήλα και κλού­βια αυγά. 

Ακό­μη και όταν οι τύποι της “καλής κοι­νω­νί­ας” πηγαί­νουν στον κινη­μα­το­γρά­φο, σου λένε ξεδιά­ντρο­πα ψέμα­τα, ότι ήταν στο μπα­λέ­το ή σε κάποια γυμνή επιθεώρηση.” 

~

“Η κυρια­κά­τι­κη ζωή φθά­νει στο τέλος της γύρω στις δύο τη νύχτα, και όλη η νηφά­λια Αμε­ρι­κή — τρε­κλί­ζο­ντας εύθυ­μη, ή του­λά­χι­στον κάπως τονω­μέ­νη — γυρί­ζει πίσω στο σπί­τι της.”

 

______________________________________________________________

[1] Ραχ­μά­νι­νοφ: ο Σερ­γκέι Ραχ­μά­νι­νοφ (1873–1943) μετα­νά­στευ­σε από τη Ρωσία στις αρχές της Επα­νά­στα­σης και εγκα­τα­στά­θη­κε κυρί­ως στις ΗΠΑ όπου απέ­κτη­σε μεγά­λη φήμη ως πιανίστας. [2] ανα­φέ­ρε­ται στην Γκά­να Γουάλ­σκα (δεύ­τε­ρη γυναί­κα του Χάρολντ Φόου­λερ Μακ­Κόρ­μικ), πολω­νή τρα­γου­δί­στρια της όπε­ρας, που δεν είχε πολύ καλή μου­σι­κή φήμη.

 

Τα απο­σπά­σμα­τα (σελ. 75–83) και οι παρα­πο­μπές προ­έρ­χο­νται από το βιβλίο του Βλα­ντι­μίρ Μαγια­κόφ­σκι “Η δική μου Αμε­ρι­κή”, σε μετά­φρα­ση του Γιώρ­γου Μπα­ρου­ξή και από τις εκδό­σεις “Το Ποντί­κι” (Φεβρουά­ριος του 2007, πρώ­τη έκδοση). 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο