Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βροχερές μέρες με femmes fatales …

Για στιγ­μές σαν κι αυτές, μια ήσυ­χη νύχτα, ο Pat Metheny (σσ. πολυ­βρα­βευ­μέ­νος Αμε­ρι­κα­νός κιθα­ρί­στας και συν­θέ­της της τζαζ) άφη­σε τον εαυ­τό του να παρα­συρ­θεί από τη μυϊ­κή μνή­μη και, με μια κιθά­ρα και τίπο­τα άλλο, οδη­γού­σε τις ώρες μέσα από τα σύν­νε­φα και την επί­μο­νη βρο­χή που είχε μέσα του. Είχε ειρή­νη και από αυτό, φαι­νό­ταν, βγή­κε μουσική.

Οι βρο­χε­ρές μέρες πονά­νε όταν το γκρι ενώ­νει τον ουρα­νό και τη θάλασ­σα, σε μια συνέ­χεια, όπως τα ευρω­παϊ­κά φθι­νό­πω­ρα, που φέρ­νουν σε τρο­πι­κούς χει­μώ­νες. Κάπως έτσι κάποιες αγω­νί­ες μεταμ­φιέ­ζο­νται σε μέρες και μετά νύχτες ή ίσως το αντί­στρο­φο. Στη χει­ρό­τε­ρη περί­πτω­ση, έχουν μικρή παρο­δι­κή φύση, όταν η δυσμνη­σία μας εμπο­δί­ζει να ονο­μά­σου­με τα πράγ­μα­τα όπως τους αξί­ζει. Αυτό που αφή­νουν πίσω τους, ως κλη­ρο­νο­μιά, είναι η λαχτά­ρα για άλλες μέρες που ήταν εξί­σου παρακ­μια­κές και όχι λιγό­τε­ρο εθιστικές.

Όταν ο Pat έφτα­σε στο Μαϊ­ά­μι, εντυ­πω­σιά­στη­κε τόσο πολύ με την κιθά­ρα του Steve Morse (σσ. επί­σης Αμε­ρι­κα­νός κιθα­ρί­στας, γνω­στός ως ο ιδρυ­τής του ροκ συγκρο­τή­μα­τος Dixie Dregs, αλλά και ως ο μακρο­βιό­τε­ρος κιθα­ρί­στας των Deep Purple), που, όπως μας λέει, νόμι­σε ότι έπα­θε καρ­δια­κή προ­σβο­λή όταν την άκου­σε. «Το θέμα με τον Steve ήταν, και είναι, ότι είναι μια απί­στευ­τα σπά­νια αντι­πα­ρά­θε­ση της εξαι­ρε­τι­κής τεχνι­κής και σύλ­λη­ψης της κλα­σι­κής κιθά­ρας του με το ροκ του νότου, “όλα τα λεφτά!” (…) κι έγρα­ψε σόλο κιθά­ρας που ήταν στο ίδιο επί­πε­δο με τον Leo Brouwer (σσ. Juan Leovigildo Brouwer Mezquida διε­θνούς φήμης Κου­βα­νός συν­θέ­της, μαέ­στρος και κλα­σι­κός κιθα­ρί­στας _επίτιμο Μέλος του Διε­θνούς Μου­σι­κού Συμ­βου­λί­ου. Για τον Metheny, το σημείο σύγκρι­σης είναι ο Leo Brouwer.
Αν κάποιος αμφι­βάλ­λει για το τι είναι κιθα­ρί­στας ο Pat, ας πού­με ότι δίδα­ξε τον Al Di Meola και ήταν μαζί με τον Jaco Pastorius στο ομώ­νυ­μο ντε­μπού­το άλμπουμ του μπα­σί­στα. Αυτό πρέ­πει να είναι αρκε­τό, αλλά ας ανα­φέ­ρου­με το δημιουρ­γι­κό του δίδυ­μο, για περισ­σό­τε­ρα από 20 χρό­νια, με τον Lyle Mays (σσ. Lyle David Mays Αμε­ρι­κα­νός πια­νί­στας της τζαζ, συν­θέ­της και μέλος του Pat Metheny Group. Οι Metheny και Mays συνέ­θε­σαν και δια­σκεύ­α­σαν σχε­δόν όλη τη μου­σι­κή του γκρουπ, για την οποία η Mays κέρ­δι­σε έντε­κα βρα­βεία Grammy) και να στα­μα­τή­σου­με εκεί, αν και μια μέρα πρέ­πει να γρά­ψου­με για τον Charlie Haden (σσ. Charles Edward Haden, αμε­ρι­κα­νός τζαζ κοντρα­μπά­σο, αρχη­γός συγκρο­τή­μα­τος, συν­θέ­της και εκπαι­δευ­τι­κός του οποί­ου η καριέ­ρα διήρ­κε­σε περισ­σό­τε­ρα από 50 χρόνια)

Σε εκεί­νο τον κήπο του στη Γεθ­ση­μα­νή, λοι­πόν ο Pat προ­σευ­χή­θη­κε με την κιθά­ρα για μια νύχτα, ελά­χι­στη σημα­σία έχει αν δεν ήταν υπό την απει­λή ανα­ζή­τη­σης ή προ­δο­σί­ας, για­τί, τελι­κά, ήταν μια ήσυ­χη νύχτα. Ή ίσως ήταν ότι εκεί προ­σπά­θη­σε να επι­κα­λε­στεί τον αρχι­κό κήπο, όπου, προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος από αυτούς που θα ερχό­ντου­σαν, ένας Ιησούς, ιστο­ρι­κός ή μυστι­κι­στής, ανα­ζή­τη­σε έναν τρό­πο να ξεφύ­γει από την οργή που τον έβα­ζε σε πει­ρα­σμό. Φτω­χή ύπαρ­ξη χωρίς νύχτες ήσυ­χης αγω­νί­ας, για­τί όλοι όσοι ζού­με τις χρεια­ζό­μα­στε κάποια στιγ­μή. Χωρίς νύχτες σαν κι αυτές, είτε ως μου­σι­κός, είτε ως ποι­η­τής είτε ως ακρο­α­τής και ανα­γνώ­στης, κανείς δεν θα πρέ­πει να κατα­βά­λει μεγα­λύ­τε­ρες προσπάθειες.

Πίσω στο φθι­νό­πω­ρο που ο Τσάιλντ Χασάμ (σσ. Frederick Childe Hassam Αμε­ρι­κα­νός ιμπρε­σιο­νι­στής ζωγρά­φος, γνω­στός για τις αστι­κές και παρά­κτιες σκη­νές του) επι­κα­λέ­στη­κε, το 1890, ως βρο­χε­ρά μεσά­νυ­χτα, σε έναν αξιο­μνη­μό­νευ­το πίνα­κα. Τέλεια ιστο­ρία μιας άμα­ξας, αστι­κά φώτα και ο πει­ρα­σμός του κατα­φυ­γί­ου με τη μορ­φή φωτι­ζό­με­νων παρα­θύ­ρων που προ­σκα­λούν. Σε τέτοιους δρό­μους της Νέας Υόρ­κης, που ζωγρά­φι­σε ο Χασάμ την τελευ­ταία δεκα­ε­τία του 20ού αιώ­να, περ­πά­τη­σε κι ο μάρ­τυς μας. Δεν είχε ήσυ­χες νύχτες και, παρό­λα αυτά, οι νύχτες ήταν αγω­νιώ­δους ησυ­χί­ας. Η τρέ­μου­σα και μονα­χι­κή ψυχή / υπο­φέ­ρει το σού­ρου­πο. Είτε ήταν η Οτέ­ρο είτε η Καρ­μεν­σί­τα, σε εκεί­νο το οδυ­νη­ρό 1890, είχε του­λά­χι­στον μια νύχτα γαλή­νης (σσ. Carmen Dauset Moreno, πιο γνω­στή απλώς ως Carmencita _1868–1910, ισπα­νι­κού στιλ χορεύ­τρια στο αμε­ρι­κα­νι­κό μπα­λέ­το βαριε­τέ και σε music hall που ενέ­πνευ­σε κάποιους από τους περί­φη­μους Versos Sencillos “απλούς στί­χους” την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Κου­βα­νού συγ­γρα­φέα και ήρωα της ανε­ξαρ­τη­σί­ας José Martí). «Το θέα­τρο, πρό­θυ­μο, χει­ρο­κρο­τεί: οι γυναί­κες δαγκώ­νουν τα χεί­λη τους. Οι άνδρες ξαπλώ­νουν στην πλά­τη του γεί­το­νά τους. Μπο­ρεί­τε να ακού­σε­τε τη φτέρ­να, το σκού­πι­σμα, το μάδη­μα του ποδιού του κύκνου να κεντά­ει στις σανί­δες. Κι όταν φεύ­γει, άτο­νη και τεμπέ­λα, φαί­νε­ται πως έχει φύγει μια αχτί­δα ήλιου.

Χοσέ Μαρ­τί: «Θα πεθά­νω με το πρό­σω­πο στον ήλιο!»

Έφυ­γε από αυτούς τους δρό­μους, πέντε χρό­νια μετά τον πίνα­κα του Χασάμ, για να ανα­ζη­τή­σει τον τρο­πι­κό χει­μώ­να του. Ηρω­ι­κή θυσία, ικα­νός να πεθά­νει χωρίς τη βεβαιό­τη­τα καμιάς ανά­στα­σης. Και παρό­λα αυτά, αναστήθηκε.
Εκεί­νο το βρά­δυ του 1895, μετά τις δέκα _έβρεχε πολύ στην αρχή. Πάμε άσχη­μα. Δια­φο­ρε­τι­κές και μπερ­δε­μέ­νες ιδέ­ες στο σκά­φος. Μεγά­λη αντά­ρα. Το πηδά­λιο έχει χαθεί. Ορί­σα­με πορεία. Κου­βα­λάω το κου­πί της πλώ­ρης. Ο Salas ακο­λου­θεί, Paquito Borrero και ο Στρα­τη­γός βοη­θούν στην πρύ­μνη. Δένου­με τα περί­στρο­φά μας. Το φεγ­γά­ρι εμφα­νί­ζε­ται κόκ­κι­νο, κάτω από ένα σύν­νε­φο. Φτά­νου­με σε μια παρα­λία με βότσα­λο, τη μικρή παρα­λία στους πρό­πο­δες του Cajobabo, μένω στη βάρ­κα τελευ­ταί­ος, αδειά­ζο­ντάς την. Πηδάω. “Μεγά­λη χαρά” __ Μεγά­λη χαρά είπε ο Apóstol (σσ. προ­σω­νύ­μιο του José Martí).

Πηγή granma

Ατέχνως info

Carmencita Dauset Moreno 
η αληθινή Ισπανίδα χορεύτρια _
μούσα του José Martí

Πρό­σφα­τα, σε μεγά­λο τηλε­ο­πτι­κό πρό­γραμ­μα, ακού­στη­κε ότι η Ισπα­νί­δα χορεύ­τρια που ενέ­πνευ­σε κάποιους από τους Versos Sencillos του José Martí ήταν η Carolina Otero (σσ. Agustina del Carmen Otero Iglesias, 1868 – 1965), περισ­σό­τε­ρο γνω­στή ως Carolina Otero ή La Belle Otero,  Ισπα­νί­δα ηθο­ποιός, χορεύ­τρια και εταί­ρα με φήμη της εξαι­ρε­τι­κής ομορ­φιάς και ήταν διά­ση­μη για τους πολυά­ριθ­μους ερα­στές της), όμως στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν η Carmencita Dauset Moreno. Η Bella Otero, μια καλ­λι­τέ­χνης που ξεχω­ρί­ζει για τη χάρη και την αγαλ­μα­τώ­δη ομορ­φιά της, εργα­ζό­ταν τότε (1890) στη Νέα Υόρ­κη. Αν και καθό­λου ευκα­τα­φρό­νη­τη, η τέχνη της ήταν κατώ­τε­ρη σε τεχνι­κή και χάρη από τη διά­ση­μη Ανδα­λου­σια­νή χορεύ­τρια Carmencita, η οποία είχε αιχ­μα­λω­τί­σει το κοι­νό γενι­κά και τον Martí ειδικότερα.

Εκτι­μού­σε πολύ την τέχνη και την ομορ­φιά, είχε έντο­νη επι­θυ­μία να τη δει αλλά, δυστυ­χώς, στο θέα­τρο όπου έπαι­ζε, είχαν τοπο­θε­τή­σει μια μεγά­λη κόκ­κι­νη και κίτρι­νη σημαία πάνω από την πόρ­τα και ο Martí δεν μπο­ρού­σε να μπει σε ένα κτί­ριο που προ­στα­τεύ­ε­ται από τη σημαία της Ισπα­νί­ας. Μια μέρα, άγνω­στο για ποιον λόγο, οι επι­χει­ρη­μα­τί­ες κατέ­βα­σαν τη σημαία _και ο ίδιος ο Χοσέ Μαρ­τί, στην Επι­στο­λή που έγρα­ψε στον διευ­θυ­ντή της εφη­με­ρί­δας La Nación: Υπάρ­χει η Νέα Υόρ­κη το ινδι­κό καλο­καί­ρι, και τα δέντρα είναι ακό­μα πρά­σι­να … από τα παγκά­κια κατά μήκος του πεζό­δρο­μου βλέ­πεις τους συντα­ξιού­χους Ιρλαν­δούς, τους Εβραί­ους πατριάρ­χες, τους λογι­στές σε ανα­γκα­στι­κή άδεια, τους νεα­ρούς Γερ­μα­νούς που περ­νούν μέχρι τη νέα γη των Βορειο­δυ­τι­κών, αυτή τη λαμπρή και μικτή συνο­δεία άμα­ξας, η κυρία με το λευ­κό γού­νι­νο παλ­τό, που οδη­γεί τέσ­σε­ρα πόνι, η Ρώσος γραμ­μα­τέ­ας, που επι­δει­κνύ­ει την τρόι­κα, το Λαντά­ου με μαλα­κά ελα­τή­ρια, όπου θριαμ­βεύ­ει η Οτέ­ρο , η Ισπα­νί­δα με το πρό­σω­πο παρ­θέ­νας, εκεί­νη που λέγε­ται ότι έζη­σε ερω­τευ­μέ­νη με τον βασι­λιά Αλφόν­σο, αυτή που σαγη­νεύ­ει το ερω­τευ­μέ­νο κοι­νό του Μου­σεί­ου της Εδέμ περισ­σό­τε­ρο με τη δύνα­μη των ματιών της παρά με το τρα­γού­δι και το χορό της.

Cuba Revolución José MartíΑυτές είναι οι μόνες γραμ­μές που αφιε­ρώ­νει ο Martí στην Otero. Ωστό­σο, για την Carmencita μας αφή­νει ένα χρο­νι­κό (γρά­φτη­κε στη Νέα Υόρ­κη και δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα El Partido Liberal, του Μεξι­κού, το 1890)
…Τις τελευ­ταί­ες μέρες, ένα σωρό γυναί­κες με ανδρι­κά μπου­φάν και για­κά εθε­ά­θη­σαν να κρυ­φο­κοι­τά­γο­νται πίσω από τις πρά­σι­νες κουρ­τί­νες, σε ένα ένο­χο κου­τί στο Koster-and-Bial, στα fandango με τα οποία ξεση­κώ­νει τη Νέα Υόρ­κη η Σεβι­λια­νή Καρ­μεν­σί­τα. Οι Γάλ­λοι χει­ρο­κρο­τούν, και οι Ισπα­νοί, και οι Γερ­μα­νοί και οι Γιάν­κη­δες ξέφρε­νοι. Θα είναι μια χρο­νιά αυτού του ενθου­σια­σμού και δεν υπάρ­χει τρό­πος να στα­μα­τή­σου­με να μιλά­με για αυτό, για­τί σήμε­ρα είναι ο Sarony που τη ζωγρα­φί­ζει, με την κίτρι­νη φού­στα και το κόκ­κι­νο σακά­κι της. Ή είναι η αρι­στο­κρα­τία του Tuxedo που πάει να χορέ­ψει, εκεί στο κλαμπ τους, και γεμί­ζει τη σκη­νή με λου­λού­δια και καπέ­λα. Ή τα πολυ­τε­λή τρέ­να, που έρχο­νται στο Koster-&-Bial βια­στι­κά… με σύζυ­γο ή αδερ­φό, ή με κάποιον που δεν είναι ούτε αδερ­φός ούτε σύζυ­γος, για να δει εκεί­νη την αμαρ­τω­λή αίθου­σα, …κατε­βαί­νει τις σκά­λες στο πίσω μέρος κου­νώ­ντας τα μεσο­φό­ρια της και με το κεφά­λι της να τα κοι­τά­ζει, αυτή της Τριά­νας και αυτή της οδού Σάντα Ιζα­μπέλ, αυτή με το για­σε­μί στα μαλ­λιά που λένε Carmencita. Με τα χέρια στους γοφούς και το καπέ­λο του ταυ­ρο­μά­χου. Χαι­ρε­τά­ει από το πλάι, σαν κάποιος που καλεί τον ταύ­ρο. Το άτα­κτο κλεί­σι­μο του ματιού αστρά­φτει και προ­σκα­λεί. Από το «Κύριε, μου­σι­κή!» ξεκι­νά­ει ο σκα­ρα­βαί­ος το κλικ των τακου­νιών από το πλάι, που τρέ­χει όπου δεν υπάρ­χει φως, η κούρ­σα στις μύτες των ποδιών να καλύ­ψει τα μάτια της ερω­το­τρο­πί­ας και το φτε­ρού­γι­σμα και η κορυ­φή του φιλιού. Και μετά πηγαί­νω αργά, σαν κάποιος που επι­στρέ­φει στη ζωή σιγά σιγά. Το θέα­τρο, πρό­θυ­μο, χει­ρο­κρο­τεί: οι γυναί­κες δαγκώ­νουν τα χεί­λη τους. Οι άνδρες ξαπλώ­νουν στην πλά­τη του γεί­το­νά τους. Μπο­ρεί­τε να ακού­σε­τε τη φτέρ­να, το σκού­πι­σμα, το μάδη­μα του ποδιού του κύκνου να κεντά­ει στις σανί­δες. Και όταν φεύ­γει, άτο­νη και τεμπέ­λα, φαί­νε­ται σαν να έχει φύγει μια αχτί­δα ήλιου.

Πάντα υπάρ­χουν βέβαια και αυτοί που πάνε να της μιλή­σουν, εκεί στη μισο­φω­τι­σμέ­νη σαμπά­νια, που λόγω της δια­κό­σμη­σης στο ταβά­νι και τους τοί­χους, τη λένε δωμά­τιο φελ­λού. Είναι εκεί, αστειεύ­ε­ται με έναν υπαι­νιγ­μό θλί­ψης, ήδη με επί­ση­μο κοστού­μι, το τρα­πέ­ζι μπρο­στά της, με τα δύο πόδια σταυ­ρω­μέ­να: — Όταν χορεύω λυπη­μέ­νη, αυτοί οι γκρίν­γκο δεν με κατα­λα­βαί­νουν! Το διά­στι­κτο και το πέρα ​​δώθε είναι που τους τρε­λαί­νει. Ευτυ­χία! Ευτυ­χία!. Ακού­στε, κύριε, η σαμπά­νια δεν μου κάνει καλό και μου αρέ­σει πολύ περισ­σό­τε­ρο το χαμο­μή­λι. Το φτω­χό πλά­σμα πηγαί­νει και επι­στρέ­φει σπί­τι για να παί­ξει κιθά­ρα και να δώσει τον εαυ­τό της, τυλιγ­μέ­νο σε μια κόκ­κι­νη κου­βέρ­τα, με τα μάτια του σαν σκο­τει­νά, και τη μύτη μιας νεκρής γυναί­κας: και τη μέση της ανοι­χτή, για να μπο­ρεί να νιώ­σει η αρι­στε­ρή πλευ­ρά, το εξό­γκω­μα στην πλά­τη της, όπου από τις αγνές συσπά­σεις εγκολ­λά­ει η καρ­διά της…

Η τρέ­μου­σα και μονα­χι­κή ψυχή  Υπο­φέ­ρει το σού­ρου­πο · Υπάρ­χει χορός. Για να δού­με · Ο Ισπα­νός χορευ­τής // Καλά έβγα­λαν · Τη σημαία από το πεζο­δρό­μιο · Για­τί αν είναι η σημαία,  δεν ξέρω, δεν μπο­ρώ να μπω. Έρχε­ται η χορεύ­τρια: Αγέ­ρω­χη και χλω­μή φτά­νει · Πώς λένε ότι είναι Γαλι­κια­νή; Λοι­πόν, λάθος το λένε: είναι θεϊ­κή. Φορά­ει καπέ­λο ταυ­ρο­μά­χου · Και μια κατα­κόκ­κι­νη κάπα ·  Μπο­ρείς να δεις, παρε­μπι­πτό­ντως, το φρύ­δι · Προ­δό­τη βατό­μου­ρο το φρύ­δι · Και το βλέμ­μα, βατό­μου­ρο · Και σαν χιό­νι το αυτί. Πρε­λού­διο, χαμη­λώ­νουν το φως · Και βγαί­νει με ρόμπα και σάλι · Η Πανα­γία της Κοι­μή­σε­ως · Χορεύ­ει χορό Ανδα­λου­σια­νό · Σηκώ­νει, προ­κα­λώ­ντας το μέτω­πό της · Σε τόξο σηκώ­νει το χέρι · Κινεί αργά πόδι που καί­ει · Κλικ με τις φτέρ­νες της · Το ταμπλά­ντο κολα­κεύ­ει · Ταμπλά­ντο καρ­διών. Και το κέρα­σμα μεγα­λώ­νει · Στις φλό­γες των ματιών, ο μαν­δύ­ας από κόκ­κι­να κρόσ­σια · στον αέρα αιω­ρού­με­νος. // Ξαφ­νι­κά, με ένα άλμα αρχί­ζει: Σπά­ει, σπά­ει, γυρί­ζει · Ανοί­γει το κασμί­ρι στα δύο · Προ­σφέ­ρει το άσπρο παλ­τό · Το σώμα υπο­χω­ρεί και κυμα­τί­ζει · Το ανοι­χτό στό­μα προ­κα­λεί είναι τρια­ντά­φυλ­λο · μια αδύ­να­μη στρο­φή · Ο μαν­δύ­ας με τα κόκ­κι­να κρόσ­σια… Φεύ­γει, κλεί­νο­ντας τα μάτια · Φεύ­γει, όπως ένας ανα­στε­ναγ­μός · τρέ­μου­σα ψυχή και μόνη!

Francisco Rey Alfonso, βασι­σμέ­νος στην έρευ­νά του με τίτλο «φωτιά ψυχής: ο José Martí κι ο χορός». Το Ετή­σιο Βρα­βείο Πολι­τι­στι­κής Έρευ­νας 2010 από το Κου­βα­νι­κό Ινστι­τού­το Πολι­τι­στι­κής Έρευ­νας Juan Marinello (ακό­μη αδημοσίευτο).

_Ο José Martí μιλάει για την Carmencita 
“με την κίτρινη φούστα και το κόκκινο σακάκι της”

Πήγαι­νε εσύ! Σαν αόρα­τη συνο­δεία ξεπρο­βάλ­λουν · Πάνω στους φρέ­σκους μίσχους τους να σε ακο­λου­θή­σουν · Τα πεντα­κά­θα­ρα για­σε­μιά μου και τα γαρύ­φαλ­λα μου. Φεύ­γεις! Όλοι φεύ­γουν! Και με κοι­τάς · Ω αγνό μαρ­γα­ρι­τά­ρι λου­λού­δι, σαν κάποιος που ρίχνει · Σε ένα βαθύ κύπελ­λο ένα ηχη­ρό κόσμη­μα · Και ορμάω στα απλω­μέ­να χέρια σου · Σαν διψα­σμέ­νος σε ένα καλά­θι με φρού­τα. Από τη γη σηκώ­νεις το πνεύ­μα μου · Σαν το ερω­τευ­μέ­νο που­λί την αγα­πη­μέ­νη του · Για­τί δεν τελειώ­νουν όλα, προ­σευ­χή­σου! · Σκέ­πα­σε το τυχε­ρό μου κορ­μί · Με τη μαντί­λα σου, χλω­μό μου Ανδα­λου­σια­νό · Δεν ντρέ­πο­μαι, όχι, που με βρή­καν · Κάρ­φω­σε την καρ­διά μου με τη χτέ­να σου!

Η Carmencita Dauset Moreno γεν­νή­θη­κε στην Αλμε­ρία, το 1868. Σε ηλι­κία εννέα ετών, η αδερ­φή της Μαρία και ο κου­νιά­δος της την πήγαν στη Μάλα­γα όπου έλα­βε μαθή­μα­τα από τον μεγά­λο χορευ­τή «La Cuenca» και παρα­κο­λού­θη­σε ακα­δη­μί­ες χορού. Σε ηλι­κία μόλις δώδε­κα ετών έκα­νε το ντε­μπού­το του στο Θέα­τρο Θερ­βά­ντες στη Μάλα­γα. Το 1884, μετά από παρα­στά­σεις σε όλη την Ισπα­νία, έκα­νε το πρώ­το του ταξί­δι στο Παρί­σι. Το 1886 εμφα­νί­στη­κε στο Βασι­λι­κό Παλά­τι και στο Price Circus της Μαδρίτης.

Το 1889, σε ηλι­κία είκο­σι ενός ετών, επέ­στρε­ψε στο Παρί­σι και, τον Αύγου­στο του ίδιου έτους, ήταν στο Nouveau Cirque στο Παρί­σι κατά τη διάρ­κεια της Παγκό­σμιας Έκθε­σης όταν ένας θεα­τρι­κός πρά­κτο­ρας, την προ­σέ­λα­βε για να παί­ξει στο Niblo’s Garden, ένα θέα­τρο βοντ­βίλ που βρί­σκε­ται στο Μπρό­ντ­γου­εϊ. Όμως, ένα χρό­νο αργό­τε­ρα, η φήμη της είχε εξα­πλω­θεί σε όλη τη Νέα Υόρ­κη, οπό­τε και προ­σλή­φθη­κε στο φημι­σμέ­νο θέα­τρο της ίδιας περιο­χής, στο Koster and Bial’s. Από εδώ γίνε­ται μια διά­ση­μη καλ­λι­τέ­χνις που ξεπερ­νά τη σφαί­ρα της δια­σκέ­δα­σης στα κυκλώ­μα­τα της υψη­λής κοι­νω­νί­ας και της τέχνης. Οι ακό­λου­θοί της κάνουν πάρ­τι προς τιμήν της (το «Carmencita Ball»), παρευ­ρί­σκε­ται και εμφα­νί­ζει σε φιλαν­θρω­πι­κά γκα­λά, παρα­δί­δει μαθή­μα­τα χορού στην αρι­στο­κρα­τία, χορεύ­ει σε ιδιω­τι­κά πάρ­τι στις πιο πλού­σιες κατοι­κη­μέ­νες περιο­χές της πόλης, είναι η μού­σα του οι δια­νο­ού­με­νοι, ποζά­ρει στις φωτο­γρα­φί­ες διά­ση­μων και για τη δια­φή­μι­ση των τσι­γά­ρων και διεκ­δι­κεί­ται ως μοντέ­λο από τους ζωγρά­φους John S.Sargent και William M. Chase.

Κατά τη διάρ­κεια της παρα­μο­νής της στη Βόρεια Αμε­ρι­κή, η Carmencita επι­σκέ­φτη­κε το Black Maria Studio στο Νιου Τζέρ­σεϊ, όπου γυρί­στη­κε για μια μικρού μήκους βωβή ται­νία, η οποία βρί­σκε­ται επί του παρό­ντος αρχειο­θε­τη­μέ­νη στη Βιβλιο­θή­κη του Κογκρέ­σου των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών. Το 1894 τελεί­ω­σε η παρα­μο­νή του στην Αμερική.

Ένας από τους ερευ­νη­τές λέει ότι η ίδια φλο­γε­ρό­τη­τα της καλ­λι­τε­χνι­κής ζωής της Carmencita βρί­σκε­ται και στην κοι­νω­νι­κή της ζωή. Εμφα­νί­στη­κε σε εμπο­ρι­κές δια­φη­μί­σεις για ένα πρό­γραμ­μα απο­κα­τά­στα­σης μαλ­λιών, παρου­σιά­ζο­ντας το δικό της ως αξί­ω­ση για τις επι­τυ­χί­ες του. Πέρα­σε πολ­λές φορές από τα δικα­στή­ρια, ερω­τεύ­τη­κε παντρε­μέ­νους, δέχθη­κε κατη­γο­ρί­ες από προ­σβε­βλη­μέ­νες συζύ­γους, έλα­βε δώρα μεγά­λης αξί­ας, ενέ­πνευ­σε ποι­η­τές. Είχε σχέ­ση με μερι­κές από τις καλύ­τε­ρες οικο­γέ­νειες της Νέας Υόρ­κης, στις κόρες των οποί­ων έδω­σε μαθή­μα­τα χορού. αξιο­ποί­η­σε στο έπα­κρο τον χρό­νο που πόζα­ρε για τους ζωγρά­φους. Το χρέ­ω­σε. Τρα­γου­δού­σε επί­σης, με λίγη φωνή αλλά με πολύ συναί­σθη­μα, σε αντί­θε­ση με τους χορούς του που ήταν γεμά­τοι δύνα­μη, ζωντά­νια και ταμπεραμέντο.

Η τελευ­ταία ηχο­γρα­φη­μέ­νη παρά­στα­ση της Carmencita είναι από το 1895 όταν εμφα­νί­στη­κε στο Λον­δί­νο. Τότε χάνο­νται τα ίχνη της. Δεν είναι γνω­στό με βεβαιό­τη­τα τι της συνέ­βη. Μερι­κοί συγ­γρα­φείς χρο­νο­λο­γούν τον θάνα­τό του στο 1899, άλλοι λένε ότι απο­σύρ­θη­κε και πέθα­νε την πρώ­τες 10ετία του 1900. Ίσως μια μέρα μάθου­με το τέλος, αλλά για εμάς αρκεί που ο José Martí την απα­θα­νά­τι­σε με τους στί­χους του.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο