Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για την ποιητική συλλογή «ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ» του Αλέκου Χατζηκώστα 

Από την Λίνα Βαταντζή //
εκπαιδευτικό/φιλόλογο Αγγλι­κής γλώσσας

Τι ωθεί έναν δημο­σιο­γρά­φο, ιστο­ρι­κό ερευ­νη­τή, μυθι­στο­ριο­γρά­φο και διη­γη­μα­το­γρά­φο με πλού­σιο εκδο­τι­κό βιο­γρα­φι­κό να γρά­ψει και να εκδώ­σει ποίηση;

Αυτή ήταν η απο­ρία μου, όταν πριν από ένα χρό­νο, περί­που, κατά την διάρ­κεια της παρου­σί­α­σης του βιβλί­ου του «Η Ημα­θία στον 20ο αιώ­να», ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας ανα­κοί­νω­σε ότι το επό­με­νο βιβλίο του θα περιέ­χει ποίηση.

Τι ωθεί έναν συγ­γρα­φέα που επι­κοι­νω­νεί με τους ανα­γνώ­στες τους μέσω ιστο­ριο­γρα­φιών, να εκφρα­στεί μέσω της ποί­η­σης, σήμερα;

Η επι­κοι­νω­νία μέσω της διή­γη­σης του πεζού λόγου, είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή και ίσως εντε­λώς αντί­θε­τη από την έκφρα­ση της ποί­η­σης. Ο ποι­η­τής ενδο­σκο­πεί και κατα­γρά­φει ιδέ­ες, σκέ­ψεις και συναι­σθή­μα­τα απο­κα­λύ­πτο­ντας την ψυχή του. Αυτό δεν είναι απα­ραί­τη­το στην διη­γη­μα­το­γρα­φία ή εκεί, του­λά­χι­στον, είναι συγκα­λυμ­μέ­νη η έκφρα­ση της ψυχής.

Από την άλλη ενώ στην ιστο­ρι­κή κατα­γρα­φή και την μυθι­στο­ριο­γρα­φία είναι απα­ραί­τη­τη η λογι­κή δομή και ο συνειρ­μός, στην ποί­η­ση υπάρ­χει ευχέ­ρεια ποι­κί­λων τρό­πων έκφρα­σης και δομής.

Με αυτές τις σκέ­ψεις, λοι­πόν, ανα­ρω­τιό­μουν για την ποί­η­ση του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα, και, ω, ανα­πά­ντε­χη έκπλη­ξη, μου ζητή­θη­κε από την Ξαν­θή Χον­δρού-Χιλλ να μιλή­σω για την πρώ­τη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή, στην πρώ­τη παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου του. Η θετι­κή απά­ντη­ση ήταν μονό­δρο­μος και η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Μακρι­νή Παρου­σία» ζητού­σε προσέγγιση.

Το βιβλίο είναι μικρού μεγέ­θους και το εμπρο­σθό­φυλ­λό του είναι απέ­ριτ­το: λευ­κό, ενώ στο κέντρο υπάρ­χει ο τίτλος «Μακρι­νή Παρου­σία» και στο­λί­ζε­ται με μια φωτο­γρα­φία: ένα παγκά­κι στα χαλί­κια μιας παρα­λί­ας, ακρι­βώς όπου σκά­ζει το κυμα­τά­κι της ήρε­μης θάλασ­σας. Άκρως συμ­βο­λι­κό, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από την ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των. Υπάρ­χει ορί­ζο­ντας, υπάρ­χει απου­σία ανθρώ­πων, αλλά το άδειο παγκά­κι υπο­δη­λώ­νει την παρου­σία προσμονής.

Στο οπι­σθό­φυλ­λο, ο ποι­η­τής, πια, εξη­γεί για τους λόγους της ενα­σχό­λη­σής του με την ποίηση.

Λέει ότι γρά­φει… «συνή­θως στην αρχή της εργα­σια­κής μου μέρας κου­βα­λώ­ντας όλες τις ανα­μνή­σεις της προη­γού­με­νης, αλλά και τις ελπί­δες και προσ­δο­κί­ες για τις επό­με­νες μέρες … η ενα­σχό­λη­ση (και) με αυτό το είδος Τέχνης δεν είχε μόνο τον χαρα­κτή­ρα κατα­φυ­γί­ου στις ώρες μονα­ξιάς μου, αλλά και ένα χαρά­κω­μα εξω­τε­ρί­κευ­σης σκέ­ψε­ων και συναι­σθη­μά­των προς τους γύρω μου…»

Ανα­ρω­τιέ­στε, ίσως, για τον τίτλο της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής «ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ». Υπο­θέ­τω, ότι ο ίδιος ο ποι­η­τής θα μας εξη­γή­σει. Ωστό­σο, ας απο­πει­ρα­θού­με μια προ­σέγ­γι­ση. Τι είναι παρόν, αλλά μακριά;

Ίσως, το όνει­ρο που βρί­σκε­ται εκεί και απο­μέ­νει να πραγματοποιηθεί.

Ίσως, οι ελπί­δες που παλεύ­ουν να ζήσουν και να μη σβήσουν.

Ίσως, ο έρω­τας ο ανεκ­πλή­ρω­τος και για το λόγο αυτό αιώ­νια παρών.

Κυρί­ως, όμως, είναι η προ­σμο­νή για όσα θέλου­με, για όσα παλεύ­ου­με να πραγματοποιήσουμε.

Και μια τελευ­ταία εκδο­χή. Ίσως μακρι­νή παρου­σία είναι η ίδια η ποί­η­ση του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα, που στα τόσα χρό­νια της συγ­γρα­φι­κής και εκδο­τι­κής του ύπαρ­ξης, βρι­σκό­ταν εκεί μακριά και περί­με­νε να ωρι­μά­σει ο χρό­νος για να εμφανιστεί.

Αλλά, ας πάμε στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή που απο­τε­λεί­ται από έξι ενό­τη­τες, έξι μακρι­νές παρου­σί­ες του χρό­νου, του τόπου, της κοι­νω­νί­ας, του και­ρού, του νερού και της προ­σμο­νής. Κάθε ενό­τη­τα απο­τε­λεί­ται από επτά ως δεκα­τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα, ενώ ολό­κλη­ρη η ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ δηλώ­νε­ται με εξή­ντα ποιήματα.

Τα ποι­ή­μα­τα δεν έχουν ομοιό­μορ­φη δομή στί­χων και στρο­φών. Υπάρ­χουν κάποια σύντο­μα ποι­ή­μα­τα πέντε στί­χων που εναλ­λάσ­σο­νται με μακρο­σκε­λή ποι­ή­μα­τα αρκε­τών στρο­φών. Επί­σης, κάποια ποι­ή­μα­τα δεν χωρί­ζο­νται σε στρο­φές, αλλά απο­τε­λούν μια ενιαία στρο­φή πολ­λών στίχων.

Τι προ­σφέ­ρει αυτή η ανο­μοιο­μορ­φία στην ποί­η­ση; Μα και βέβαια προ­σφέ­ρει την δυνα­τό­τη­τα έκφρα­σης ανά­λο­γα με το περιε­χό­με­νο και την διά­θε­ση την ώρα της γρα­φής. Ο ποι­η­τής εκφρά­ζε­ται και χρη­σι­μο­ποιεί την δομή που επι­θυ­μεί για να τονί­ζει αυτό που θεω­ρεί σημα­ντι­κό σύμ­φω­να με το θέμα που διαπραγματεύεται.

Επι­πλέ­ον, δεν χρη­σι­μο­ποιεί­ται ομοιο­κα­τα­λη­ξία στα περισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα τα οποία απλώ­νο­νται σε ελεύ­θε­ρο στίχο:

«Φοβό­ταν τα πρωτοβρόχια
για­τί οι στά­λες που έγραφαν
στα τζά­μια τ΄ όνο­μά της
έσβη­ναν με τις πρώ­τες ηλιαχτίδες»

Παρό­λα αυτά, υπάρ­χουν και από­πει­ρες επι­τυ­χούς ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ας σε κάποια ποιήματα:

«Κι αν η ζωή σου βρί­σκε­ται στη δύση
λαθε­μέ­νη ψάχνεις λύση
στων δικη­γό­ρων τα γραφεία
κι όχι στων αγώ­νων την πορεία»

Τα ποι­η­τι­κά μοτί­βα που γίνο­νται το όχη­μα για τον ποι­η­τι­κό του λόγο είναι η φύση κατά κύριο λόγο και κατό­πιν λιγό­τε­ρο η πόλη και τα κτή­ρια. Όσον αφο­ρά τη θεμα­το­λο­γία, η συλ­λο­γή περι­στρέ­φε­ται γύρω από τις υπαρ­ξια­κές αγω­νί­ες, όπου κυριαρ­χεί ο έρω­τας, ο χωρι­σμός, η ανεκ­πλή­ρω­τη αγά­πη, η προ­σμο­νή. Και, βεβαί­ως, υπάρ­χουν κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές αναφορές.

Στην πρώ­τη ενό­τη­τα, την ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας ανα­λο­γί­ζε­ται το παρελ­θόν αλλά και τις συνέ­πειες του χρό­νου στη ζωή του και αναφέρεται:

«στον πολ­λα­πλα­σια­σμό των απουσιών
με το πέρα­σμα του χρόνου»

Ο χρό­νος κυλά με εναλ­λα­γές δια­θέ­σε­ων και κατα­λυ­τι­κές αλλα­γές στην πορεία της ζωής.

Όσο για την ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ, μας ταξι­δεύ­ει σε μέρη που υπήρ­ξαν και συνε­χί­ζουν να είναι σημα­ντι­κά για τη ζωή του ποιητή.

«Στην Εληά … και στα σκα­λά­κια των Αγί­ων Αναργύρων»

Εδώ θυμή­θη­κα κι εγώ τα παι­δι­κά μου χρό­νια στην Βέροια, όταν έπαι­ζα σε αυτές ακρι­βώς τις γει­το­νιές με τα παλιά σπί­τια και τις αυλές.

Μα ο χώρος, ο τόπος, για τον ποι­η­τή γίνο­νται εφαλ­τή­ριο για την ανα­φο­ρά στο παρελ­θόν. Για την επί­δρα­ση του παρελ­θό­ντος και του τόπου στη ζωή του. Επι­πλέ­ον, απο­τε­λούν αφορ­μή για περίσκεψη:

«Και εγώ να περιμένω
στην Πλα­τεία Ναυαρίνου
ψάχνο­ντας στα ανά­κτο­ρα του Γαλέριου
τα καρ­φιά για την επό­με­νη σταύρωση»

Στην ανα­φο­ρά του στο οπι­σθό­φυλ­λο, ο Χατζη­κώ­στας ανα­φέ­ρει ότι κάνει το πρώ­το δει­λό ποι­η­τι­κό του βήμα με μια ανα­φο­ρά στον Οδυσ­σέα Ελύ­τη που θεω­ρεί «Την ποί­η­ση ως μια πηγή αθω­ό­τη­τας γεμά­τη από επα­να­στα­τι­κές δυνάμεις»

Και πράγ­μα­τι, στην ενό­τη­τα ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ο ποι­η­τής μας φέρ­νει αντι­μέ­τω­πους με την καθη­με­ρι­νή ζωή μας για να ανα­λο­γι­στού­με και να αφυ­πνι­στού­με. Μας μιλά­ει για την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, περι­γρά­φει την αδι­κία, τους κοι­νω­νι­κούς και εργα­σια­κούς αγώ­νες, τις ελπί­δες για καλύ­τε­ρη ζωή και, συγ­χρό­νως, αισιο­δο­ξεί ότι θα βελ­τιώ­σει την πορεία του κόσμου:

«Οι σκα­λω­σιές του μέλλοντος
πολύ ξενύ­χτι έχουν»

Στις ενό­τη­τες για την ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, δια­φαί­νε­ται η αγά­πη του ποι­η­τή για το στοι­χείο του νερού: η βρο­χή, το ποτά­μι, η θάλασ­σα αλλά και οι λίμνες ξεπλέ­νουν τα δάκρυα:

«Λίμνη που ήθε­λε να γίνει θάλασσα
δάκρυ που αρνιό­ταν να γίνει κλάμα.
Στις απο­βά­θρες της σιωπής
οι επι­βά­τες έτοι­μοι προς κατανόηση»

Γίνε­ται το νερό καθαρ­τή­ριο και οι επο­χές γίνο­νται δημιουρ­γοί ζωής και έρωτα:

«Στα φεγ­γά­ρια του Αυγούστου
έψα­χνε τη μορ­φή της»

Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ είναι η τελευ­ταία και κατ΄ εξο­χήν υπαρ­ξια­κή ενό­τη­τα. Η ποί­η­ση γίνε­ται μεστή και ανα­σύ­ρει ανα­μνή­σεις. Η φωνή συνε­χί­ζει να είναι ευαί­σθη­τη και υπάρ­χει σαφή­νεια στην εξω­τε­ρί­κευ­ση των συναι­σθη­μά­των. Ο ανα­γνώ­στης καθί­στα­ται κοι­νω­νός των προ­βλη­μα­τι­σμών του ποι­η­τή και τα νοή­μα­τα ρέουν:

«Τα λάθη.
Στα­μά­τη­σε για να τα μετρήσει
και πάλι βρή­κε να περισσεύουν»

Υπάρ­χει ενδο­σκό­πη­ση και η απου­σία είναι παρού­σα στα ποι­ή­μα­τα. Επι­πλέ­ον, η παρου­σία ονο­μά­ζε­ται μακρι­νή. Ωστό­σο, δεν μπο­ρεί να υπο­στη­ρι­χθεί ότι η ποί­η­ση του Χατζη­κώ­στα δια­πνέ­ε­ται από απαι­σιο­δο­ξία. Υπάρ­χουν προ­βλη­μα­τι­σμοί που οδη­γούν τον ανα­γνώ­στη να σκε­φτεί και να συνά­γει συμπε­ρά­σμα­τα, ανά­λο­γα με τα βιώ­μα­τα και τα όνει­ρά του. Αυτό δεν δημιουρ­γεί απαι­σιό­δο­ξη στά­ση, για­τί η παρου­σία είναι εκεί, έστω και μακρι­νή και η παρου­σία σημαί­νει ζωή όπως γράφει:

«Θα σε ξανα­βρώ είπε
με το βλέμ­μα πια στη γη»

ή δηλώ­νει:

«Και οι φρού­δες όμως
δεν παύ­ουν να είναι ελπίδες»

για να καταλήξει:

«Του­λά­χι­στον θα έχω να κάνω κάτι πάλι
την ερχό­με­νη Δευτέρα
για­τί η ελπί­δα όπως μου λένε
συνή­θως πεθαί­νει τελευταία…»

Η πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα η ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ είναι ποί­η­ση εύλη­πτη, χωρίς αυτό να σημαί­νει ότι είναι απλοϊ­κή. Ο ανα­γνώ­στης κατα­νο­εί, ταξι­δεύ­ει και συχνά ταυ­τί­ζε­ται με τον ποι­η­τή και αυτό οφεί­λε­ται κυρί­ως στην αμε­σό­τη­τα της γρα­φής του. Οι υπαρ­ξια­κές ανα­ζη­τή­σεις δεν απευ­θύ­νο­νται σε λόγιους ερευ­νη­τές. Είναι οι αγω­νί­ες του καθη­με­ρι­νού ανθρώ­που. Ενός ανθρώ­που που χαί­ρε­ται με τον έρω­τα, λυπά­ται με τον χωρι­σμό, προ­σμέ­νει την επα­να­σύν­δε­ση, αγω­νιά για το εργα­σια­κό του μέλ­λον, για την πορεία της ζωής και της κοι­νω­νί­ας. Ενός ανθρώ­που που ανα­λο­γί­ζε­ται το παρελ­θόν, ονει­ρεύ­ε­ται το μέλ­λον και αγω­νί­ζε­ται στο παρόν. Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, θεω­ρώ ότι αντι­προ­σω­πεύ­ει όλους μας.

Η ποί­η­ση του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα είναι ποί­η­ση κοντι­νή, που μας προ­σεγ­γί­ζει και μπο­ρού­με εύκο­λα να την προ­σεγ­γί­σου­με. Μας δίνει τρο­φή για σκέ­ψη και για όνει­ρο. Μου αρέ­σει η «ΜΑΚΡΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ» και ελπί­ζω ότι θα υπάρ­χει και ποι­η­τι­κή συνέ­χεια. Άλλω­στε, όπως ο ίδιος ο ποι­η­τής γρά­φει ανα­φε­ρό­με­νος στον Πάμπλο Νερού­ντα: «Η ποί­η­ση δεν ανή­κει σ΄ αυτούς που τη γρά­φουν, αλλά σε εκεί­νους που την έχουν ανάγκη».

(Πρό­κει­ται για την ομι­λία της κατά τη διάρ­κεια της παρου­σί­α­σης της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής στη Νάου­σα στις 15/12)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο