Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιορτές με… πόλκα, μαζούρκα, βαλς και τανγκό

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Αν βρε­θεί­τε σε μια γιορ­τή των ημε­ρών, θα σας συνι­στού­σα να μην προ­τεί­νε­τε σε κάποια να χορέ­ψε­τε… πόλ­κα. Ή αν είστε κάποια, μάλ­λον, μάταια θα περι­μέ­νε­τε να σας το ζητήσουν.

Ποια είναι η μου­σι­κή για τα Χρι­στού­γεν­να και την Πρω­το­χρο­νιά; Κι ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, υπάρ­χει μου­σι­κή που δεν είναι γι’ αυτές τις γιορ­τές, αλλά για κάποιες άλλες;

«Η άγια νύχτα» θα πει κάποιος. «Το “Έλα­το”!». «Το “Jingle Bells”» θα πετα­χτεί η… ψαγ­μέ­νη. «Το “We Wish You a Merry Christmas”» θα ξεθαρ­ρέ­ψει ένας τρί­τος. Κι άλλα: Το “Let it Snow! Let It Snow! Let It Snow”! Σας το συνι­στώ να το ακού­σε­τε με τον Ντιν Μάρ­τιν. Όπως το “Jingle Bells” με τον Φρανκ Σινάτρα.

Είναι και άλλα περισ­σό­τε­ρα και πολ­λά παι­δι­κά, αλλά δεν βλά­πτουν κι εμάς: «Τρί­γω­να κάλα­ντα» με την παι­δι­κή χορω­δία του Δ. Τυπάλ­δου, «Ο Μικρός Τυμπα­νι­στής», «Ρού­ντολφ το ελα­φά­κι», «Χιό­νια στο Καμπα­να­ριό» και πολ­λά ακό­μη που θα τα βρεί­τε στο Google αν «χτυ­πή­σε­τε «Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα τραγούδια».

Μέχρι και η… Βαν­δή έχει τρα­γου­δή­σει χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα τρα­γού­δια, αλλά δεν την συνι­στώ για­τί σας έχω ικα­νούς ν’ αρχί­σε­τε να σπά­τε πιά­τα και να πετά­τε… χαρτοπετσέτες.

Πέρα όμως από αυτά είναι και η Έντε­χνη Ευρω­παϊ­κή Μου­σι­κή. Αυτό που εμείς λέμε Κλα­σι­κή μου­σι­κή. Και μια και μπή­κα­με σ’ αυτήν, ας ξεκι­νή­σου­με με το «Ο Πέτρος κι ο Λύκος» του Σερ­γκέι Προ­κό­φιεφ που με τα χρό­νια έχει… πολι­το­γρα­φη­θεί χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο. Την έκδο­ση με αφη­γη­τή τον Δημή­τρη Χορν. Ακού­γε­ται από όλη την οικο­γέ­νεια και κατά μόνας. Φυσι­κά, το «Ορα­τό­ριο των Χρι­στου­γέν­νων» του Γ. Σ. Μπαχ, ο «Μεσ­σί­ας» του Χαί­ντελ, το ορα­τό­ριο «Η Παι­δι­κή Ηλι­κία του Χρι­στού» του Μπερ­λιόζ και άλλα.

Αυτή την επο­χή, όμως, η Ευρώ­πη «ενω­μέ­νη», δια­χω­ρι­σμέ­νη και οι πρώ­ην… ανα­το­λι­κές χώρες (για να μην ανα­φέ­ρουν τον σοσια­λι­σμό κατα­φέρ­νουν να σκου­ντου­φλούν στο παρά­λο­γο), αυτές τις μέρες βρί­σκε­ται στον ρυθ­μό του βαλς, της πόλ­κας και της μαζούρ­κας. Θα μου πεί­τε, «ρε κακο­μοί­ρη, είχες και στο χωριό σου πόλ­κες και μαζούρ­κες;» Όχι, αλλά είχα­νε σε άλλα χωριά. Πρό­κει­ται για ρυθ­μούς στη­ριγ­μέ­νους σε λαϊ­κούς χορούς της Ευρώ­πης όπου γρά­φτη­καν αριστουργήματα.

Στο δικό μου «χωριό» — νησί ακρι­βέ­στε­ρα (Άνδρο) έχου­με τον συρ­τό και τον μπά­λο. Που δεν υπο­λεί­πο­νται σε τίπο­τα. Και φυσι­κά, χορεύ­ο­νται και τα χρι­στού­γεν­να. Έχου­με βέβαια και Εμπει­ρί­κο (για δια­βά­στε λίγο και θα δεί­τε) και άλλους εφο­πλι­στές που δεν έγι­ναν Εμπει­ρί­κοι κι έτσι παρα­μεί­να­με μού­τσοι οι υπό­λοι­ποι. Αλλά, αν μένα­με στο τι έχει ο καθέ­νας στο νησί ή στο χωριό του και δεν μαθαί­να­με τι έχουν κι οι απέ­να­ντι, δεν θα ‘χαμε κάνει προ­κο­πή. Όση και όσοι κάνα­με, τέλος πάντων.

Για την ιστο­ρία, η πόλ­κα είναι ένας εύθυ­μος ζωντα­νός χορός από την Τσε­χία, που δια­δό­θη­κε ιδιαί­τε­ρα κατά τον 19ο αιώ­να, μετά το 1830. Είναι συνη­θι­σμέ­νος στη Σου­η­δία, Λιθουα­νία, Τσε­χία, Πολω­νία, Γερ­μα­νία, Ουγ­γα­ρία, Αυστρία, Ρωσία, Σλο­βε­νία και Σλοβακία.

Η μαζούρ­κα είναι πολω­νι­κός χορός που εμφα­νί­στη­κε στις αρχές του 16ου αιώ­να και προ­σφέ­ρε­ται για μια μεγά­λη ποι­κι­λία από φιγού­ρες. Με την πάρο­δο του χρό­νου και ιδιαί­τε­ρα κατά την ρομα­ντι­κή περί­ο­δο, δια­δό­θη­κε σχε­δόν παντού, τον 17o αιώ­να έκα­νε την εμφά­νι­σή της στη Ρωσία και στην Ουγ­γα­ρία, τον 18o αιώ­να στη Γερ­μα­νία και τον 19o αιώ­να στη Γαλ­λία και στην Αγγλία.
Το βαλς προ­έρ­χε­ται από την γερ­μα­νι­κή λέξη walzen που σημαί­νει γυρί­ζω. Αρχι­κά το χόρευαν οι αγρό­τες στην ύπαι­θρο. μέχρι που το… βού­τη­ξαν οι αρι­στο­κρά­τες. Χαρα­κτη­ρί­στη­κε, όμως, πονη­ρός χορός, επει­δή πιά­νο­νταν κι ακό­μη χει­ρό­τε­ρα ο άντρας περ­νού­σε το χέρι του από τη μέση της γυναί­κας και πολ­λοί έπαιρ­ναν όρκο πως την έσφιγ­γε κιό­λας. «Το βαλς είναι η από­δει­ξη της αδυ­να­μί­ας του σώμα­τος και του μυα­λού της γενιάς μας» έγρα­φαν τα έντυ­πα της επο­χής. Ως απο­τέ­λε­σμα, απα­γο­ρεύ­τη­κε σε αρκε­τές περιο­χές της Γερ­μα­νί­ας και της Ελβε­τί­ας. Έπει­τα τον βού­τη­ξαν οι αρι­στο­κρά­τες και τον απενοχοποίησαν.

Να μην ξεχά­σου­με το ταν­γκό. Αυτό μας ήρθε από την κακεί­θεν του Ατλα­ντι­κού όχθη, από τη νότιο Αμε­ρι­κή. Αργε­ντι­νή και Ουρου­γουάη! Γρή­γο­ρα, όμως, απλώ­θη­κε σε όλον τον κόσμο.

αντά­ζο­μαι το ξέρε­τε όλοι. Του­λά­χι­στον όσοι μαγευ­τή­κα­τε από την σκη­νή του ταν­γκό του Αλ Πατσί­νο και της Γκα­μπριέλ Ανουάρ, στο «Άρω­μα Γυναί­κας». Κι απ’ την Γκα­μπριέλ να μαγευ­τή­κα­τε, καλά κάνα­τε. Ακού­στε ό,τι βρεί­τε σε Άστορ Πια­τσό­λα. Το Ταν­γκό είναι πολυ­πλο­κό­τε­ρο από το βαλς αλλά και σ’ αυτό σφίγ­γο­νται και κάνουν και διά­φο­ρες άλλες κινή­σεις, τρό­πον τινά ακροβατικές.

xoros

Όλοι αυτοί ήταν, κατ’ αρχήν, λαϊ­κοί χοροί. Τους πήραν οι αρι­στο­κρά­τες και οι μετέ­πει­τα αστοί της επο­χής, όπως το ‘χου­νε συνή­θειο να μας παίρ­νουν ό,τι καλό έχου­με, τους «έβα­λαν» σε μεγά­λες αίθου­σες, πλή­ρω­σαν και μου­σι­κούς να τους γρά­ψουν μου­σι­κή σ’ αυτούς τους ρυθ­μούς και χόρευαν με τις γυναί­κες τους, αλλά και τις γυναί­κες των άλλων. Απ’ έξω, στο ξεπά­για­σμα, παρα­κο­λου­θού­σαν οι πραγ­μα­τι­κοί ιδιο­κτή­τες αυτών των χορών κι ονει­ρεύ­ο­νταν πότε θα τους πάρουν πίσω. Το ευτύ­χη­μα, όμως, είναι πως αυτοί που έγρα­ψαν μου­σι­κή γι’ αυτούς τους χορούς ήταν από τους μεγα­λύ­τε­ρους μου­σι­κούς της επο­χής τους. Έτσι έμει­ναν στην ιστο­ρία και την ακού­με εμείς σήμε­ρα που κατα­φέ­ρα­με να τους πάρου­με τη μου­σι­κή. Οι αίθου­σες παρέ­μει­ναν σ’ αυτούς, αλλά έχει ο και­ρός γυρίσματα.

Πόλ­κα και μαζούρ­κα, βαλς και ταν­γκό δεν είναι ανά­γκη να χορέ­ψε­τε. Για τους δύο πρώ­τους θέλε­τε μεγά­λες αίθου­σες κι αν το απο­πει­ρα­θεί­τε στο σαλό­νι του τρια­ριού, μάλ­λον, θα βρεί­τε σε κανέ­να έπι­πλο ή θα κου­τρου­βα­λια­στεί­τε με τους συγ­χο­ρευ­τές σας. Χώρια που δεν πρό­κει­ται να βρεί­τε άλλους επτά να γνω­ρί­ζουν… μαζούρ­κα ή πόλ­κα. Για το βαλς και το ταν­γκό είναι πιο εύκο­λα τα πράγ­μα­τα μιας και χρειά­ζο­νται μόνο δύο. Καλό είναι, βέβαια, ως άντρες να έχου­με επί­γνω­ση του ότι δεν είμα­στε Πατσί­νο και ως γυναί­κες ότι δεν είμα­στε η Γκα­μπριέλ Ανουάρ. Κι εν πάση περι­πτώ­σει δεν είναι και τόσο δόκι­μο στην επο­χή μας να προ­τεί­νε­τε σε κάποια κυρία βαλς ή ταν­γκό. Από κει και πέρα τι να σας πω… Δοκι­μά­στε! Καμιά φορά η τύχη βοη­θά τους τολμηρούς.
Για αυτούς τους ρυθ­μούς αρκεί η μου­σι­κή τους. Κλεί­νου­με τα μάτια και αφη­νό­μα­στε στην απόλαυση.

Στις πόλ­κες και στα βαλς δια­πρέ­πουν οι Γιό­χαν Στρά­ους πατήρ, υιός και το πλού­σιο μου­σι­κό τους… πνεύ­μα. Ο πατήρ έχει μεί­νει στην ιστο­ρία ως ο πατέ­ρας του βιε­νέ­ζι­κου βαλς και ο υιός που τον ξεπέ­ρα­σε, ως ο βασιλιάς.

Αλλά η πιο γνω­στή σύν­θε­ση, με την οποία ο πατέ­ρας Στρά­ους έμει­νε στην ιστο­ρία της μου­σι­κής είναι το «Εμβα­τή­ριο Ραντέ­τσκυ» που το έγρα­ψε προς τιμήν του Αυστρια­κού Στρα­τάρ­χη Ραντέ­τσκυ για τις νίκες του στην Ιτα­λία. Σήμε­ρα είναι σε όλα τα ρεπερ­τό­ρια των πρω­το­χρο­νιά­τι­κων συναυ­λιών σε όλες τις μεγά­λες ορχή­στρες και κατά την εκτέ­λε­σή του κατα­χει­ρο­κρο­τεί­ται συνε­χώς. Ακού­στε το άφο­βα. Το ακούν και οι Ιταλοί.

Ο υιός Στρά­ους, που έμα­θε κρυ­φά βιο­λί μιας και ο πατέ­ρας του δεν τον άφη­νε για­τί δεν έβλε­πε προ­κο­πή στο… επάγ­γελ­μα, διέ­πρε­ψε. Έγρα­ψε κατα­πλη­κτι­κή μου­σι­κή πόλ­κας όπως την «Πόλ­κα των Ελλή­νων» προς τιμή του βαρό­νου Σίμω­να Σίνα, ο οποί­ος με την σει­ρά του μας άφη­σε την Ακα­δη­μία, το Οφθαλ­μια­τρείο, την Μητρό­πο­λη για να γίνο­νται οι στέ­ψεις των βασι­λιά­δων και την ομώ­νυ­μη οδό μαζί με την γνω­στή… στά­ση. Επί­σης, την «Πόλ­κα της Σαμπά­νιας» που την αφιέ­ρω­σε στον υπουρ­γό οικο­νο­μι­κών της Αυστρί­ας βαρό­νο Καρλ Λού­ντ­βιχ φον Μπρά­ουν, ο οποί­ος μετά αυτο­κτό­νη­σε – όχι, όμως, λόγω της πόλ­κας, αλλά διό­τι κατη­γο­ρή­θη­κε άδι­κα για ατα­σθα­λί­ες. Ακό­μη τις διά­ση­μες «Τικ-Τακ πόλ­κα» και «Πιτσι­κά­το πόλ­κα», την Annen-Polka ( η πόλ­κα της Άννας), την πόλ­κα-μαζούρ­κα «Φάτα Μορ­γκά­να», την πόλ­κα «Συρ­μός Ανα­ψυ­χής», «Βρο­ντές και αστρα­πές-πόλ­κα», την «Γαλ­λι­κή πόλ­κα» — Polka «Bluette» και φυσι­κά τα θαυ­μα­στά βαλς του υιού: «Αυτο­κρα­το­ρι­κό βαλς» (Kaiserwalzer) και «Ο Ωραί­ος Γαλά­ζιος Δού­να­βης». Έχου­με και πολ­λά άλλα, μετα­ξύ των οποί­ων τα ωραιό­τα­τα βαλς του Τσαϊ­κόφ­σκι από τον Καρυο­θραύ­στη, την Ωραία Κοι­μω­μέ­νη και φυσι­κά από την Λίμνη των Κύκνων. Ακό­μη το «Βαλς της Αμε­λί» του Γιαν Τιρ­σέν από την ομώ­νυ­μη ται­νία. Οπωσ­δή­πο­τε το Βαλς Νο 2 του Ντμί­τρι Σοστακόβιτς!

Από μαζούρ­κες επι­λέ­γου­με από τους Ντε­λίμπ, Γκλίν­κα, Τσαϊ­κόφ­σκι, Σιμα­νόφ­σκι και φυσι­κά Σοπέν! Πρω­το­χρο­νιά, μπο­ρεί­τε να παρα­κο­λου­θή­σε­τε τη συναυ­λία της Φιλαρ­μο­νι­κής της Βιέν­νης που την μετα­δί­δει η ΕΡΤ. Ακό­μη. Μια από τις σπά­νιες καλές στιγ­μές. Της ΕΡΤ! Βέβαια στο you tube όπου μπο­ρεί­τε να τα βρεί­τε όλα αυτά υπάρ­χουν και οι συναυ­λί­ες παρελ­θό­ντων ετών καθώς και οι αντί­στοι­χες από άλλες ορχήστρες.

Δεν τελειώ­σα­με όμως εδώ. Για την ακρί­βεια καλά-καλά δεν αρχί­σα­με. Αν μιλή­σου­με για τέσ­σε­ρις αιώ­νες «κλα­σι­κής μου­σι­κής» δεν έχου­με ανα­φερ­θεί παρά σε μερι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα – σίγου­ρα από τα πιο ευή­κου­στα, αλλά όχι τα αξιο­λο­γό­τε­ρα. Απλώς, αυτά που συνη­θί­ζε­ται να ακού­γο­νται τις μέρες των χρι­στου­γέν­νων και της πρω­το­χρο­νιάς. Η μου­σι­κή, τα έργα της οποί­ας είναι ανα­ρίθ­μη­τα και αξιο­θαύ­μα­στα δεν χωρά­νε στις λίγες ώρες των γιορ­τών, ίσως και σ’ όλη μας τη ζωή για να μας συντρο­φεύ­ει, να «ταξι­δεύ­ου­με» και να εντρυ­φού­με σ’ αυτήν. Σε καμία περί­πτω­ση δεν είναι μόνο οι ρυθ­μοί που ανα­φέ­ρα­με. Είναι τα τρα­γού­δια, οι σονά­τες, τα κουαρ­τέ­τα, τα κον­τσέρ­τα, οι συμ­φω­νί­ες, τα ορα­τό­ρια, οι όπε­ρες δεκά­δων, εκα­το­ντά­δων συν­θε­τών στον κόσμο. Είναι – εκτός των όσων ανα­φέρ­θη­καν, ο Μπαχ, ο Μότσαρτ, ο Μπε­τό­βεν, ο Σού­μπερτ, ο Μπραμς, ο Βέρ­ντι, ο Που­τσί­νι, ο Μασκά­νι, ο Ροσ­σί­νι, ο Σοστα­κό­βιτς, ο Προ­κό­φιεφ και τόσοι άλλοι, ων ουκ έστιν αριθ­μός. Είναι, όμως, μια αρχή. Και η αρχή είναι το ήμι­συ του παντός. Δοκι­μά­στε ένα από τα ελεύ­θε­ρα πρω­ι­νά σας να πιεί­τε τον καφέ με την εξαί­σια «Καντά­τα του Καφέ» του Μπάχ. Τον κύκλο τρα­γου­διών «Η Ωραία Μυλω­νού» του Σού­μπερτ. Τα κομ­μά­τια για μαντο­λί­νο του Μπετόβεν.

Χώρια που, κατά την παρά­δο­ση, ό,τι κάνου­με την πρώ­τη μέρα του χρό­νου μπο­ρεί να το επα­να­λαμ­βά­νου­με και τις υπό­λοι­πες 365 (είναι δίσε­κτο) μέρες. Πολ­λές οι μέρες κι ακό­μη περισ­σό­τε­ρες οι ώρες (και) για μου­σι­κή. Και τέσ­σε­ρα καλά βιβλία για αυτήν: «Ιστο­ρία της Μου­σι­κής», Εμίλ Βυλερ­μόζ, Εκδό­σεις Υπο­δο­μή. «Λεξι­κό των Συν­θε­τών», Roland de Cande, Γκού­τεν­μπεργκ. «Ιστο­ρία της Μου­σι­κής», Καρλ Νεφ, εκδό­σεις Ν. Βότσης. Ντμί­τρι Σοστα­κό­βιτς – Για τον ίδιο και την επο­χή του, επι­λο­γή κει­μέ­νων Λ. Γκριγκόριεφ‑Γ. Πλά­τεκ, εκδό­σεις ΣΕ.

Καλή χρο­νιά – καλή Μουσική.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο