Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γυάρος

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

«Ανά­με­σα Σύρο και Τζιά…»1. Απέ­να­ντι από την Υδρού­σα — Άνδρο του Εμπει­ρί­κου. Βαστί­λη και Ντα­χά­ου της Μεσο­γεί­ου. Θανα­το­νή­σι. Ματω­μέ­νος βρά­χος ριγ­μέ­νος μεσο­πέ­λα­γα. Το «νησί του διαβόλου».

Για το κολα­στή­ριο της Γυά­ρου όσα κι αν γρα­φτούν δεν είναι αρκε­τά. Δεν μπο­ρούν να απο­τυ­πώ­σουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, να περι­γρά­ψουν την πρω­το­φα­νή βαρ­βα­ρό­τη­τα που βίω­σαν οι περισ­σό­τε­ροι από 18.500 κρα­τού­με­νοι που πέρα­σαν από εκεί, την πρώ­τη και σκλη­ρό­τε­ρη περί­ο­δο λει­τουρ­γί­ας της φυλα­κής (1947 — 1954) και χιλιά­δες πολ­λές ακό­μα στις επό­με­νες περιόδους.

Στα παι­δι­κά μου καλο­καί­ρια στην Άνδρο, χάζευα τα καρά­βια να περ­νούν προς την Πανα­γιά της Τήνου, με φόντο τη Γυά­ρο. Που όμως ούτε αυτή, ούτε κι οι υπάλ­λη­λοί της έστερ­ξαν ποτέ το μεγα­λείο των βασα­νι­σμέ­νων. Κι όταν νύχτω­νε φώτα αχνό­φεγ­γαν – σαν κεριά της μεγά­λης εκκλη­σί­ας του λαού στις πλα­γιές της και ρώταγα:

-  Τι είναι εκεί;

- Φυλα­κές, μου απα­ντού­σαν κι η παι­δι­κή μου αντί­λη­ψη έπια­νε τη χροιά από το συγκα­λυμ­μέ­νο δέος, θες απ’ τον τρό­μο που βασί­λευε στο θανα­το­νή­σι ή την απα­ρά­μιλ­λη λεβε­ντιά των βασα­νι­σμέ­νων κορ­μιών, που πει­σμα­τι­κά γαν­τζω­μέ­νοι στα βρά­χια της έχτι­ζαν, πέτρα την πέτρα — σάρ­κα τη σάρ­κα, το μεγα­λείο του συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νου ανθρώ­που. Μπο­ρεί κι απ’ τα δύο.

Κοι­τώ­ντας την σήμε­ρα, απ’ την Άνδρο στο δει­λι­νό, θαρ­ρείς και μετράς ακό­μη, τις βασα­νι­σμέ­νες ψυχές να ανα­δύ­ο­νται αγέ­ρω­χα στις κορυ­φο­γραμ­μές της. Κι ανά­με­σά τους ο Γιάν­νης Ρίτσος:

«Να με θυμό­σα­στε – είπε. Χιλιά­δες χιλιό­με­τρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τρια­ντά­φυλ­λα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρό­δω­σα. Όλο το βιος μου το μοί­ρα­σα δίκαια.
Μερ­τι­κό εγώ δεν κρά­τη­σα. Πάμ­πτω­χος. Μ’ ένα κρι­νά­κι του αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτι­σα. Να με θυμάστε.
και συχω­ρά­τε μου αυτή την τελευ­ταία θλί­ψη: Θα ‘θελα
ακό­μη μια φορά με το λεπτό δρε­πα­νά­κι του φεγ­γα­ριού να θερίσω
ένα ώρι­μο στά­χυ. Να στα­θώ στο κατώ­φλι, να κοιτάω
και να μασώ σπυ­ρί σπυ­ρί το στά­ρι με τα μπρο­στι­νά μου δόντια
θαυ­μά­ζο­ντας κι Εκεί­νον που ανε­βαί­νει το λόφο στο πάγ­χρυ­σο λιόγερμα.
Δέστε:
Στο αρι­στε­ρό μανί­κι του έχει ένα πορ­φυ­ρό τετρά­γω­νο μπά­λω­μα. Αυτό δεν δια­κρί­νε­ται καθα­ρά. Κι ήθε­λα αυτό προ­πά­ντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προ­πά­ντων θ’ άξι­ζε να με θυμάστε.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο