Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δήλωση του Κώστα Καζάκου για το νομοσχέδιο απαγόρευσης των διαδηλώσεων

Σε δήλω­σή του για το νομο­σχέ­διο για τις δια­δη­λώ­σεις ο Κώστας Καζά­κος, ηθο­ποιός, σκη­νο­θέ­της αναφέρει:

«Νομο­θε­τι­κός οργασμός

Μπρά­βο! Επι­τέ­λους! Να ζωντα­νέ­ψου­με λιγά­κι. Να φυσή­ξει ένας άνε­μος αισιο­δο­ξί­ας. Να γελά­σει το χεί­λι μας. Πολ­λά μας πέσα­νε τον τελευ­ταίο και­ρό. Η μία κρί­ση απά­νω στην άλλη. Δεκα­πέ­ντε χρό­νια τώρα, αλε­ξι­κέ­ραυ­νο γίνα­με. Πολι­τι­κές κρί­σεις, οικο­νο­μι­κές κρί­σεις, ιατρι­κές κρί­σεις, πόσα μπο­ρού­με ν’ αντέ­ξου­με; Έχου­με απο­κά­νει πια. Αλλά, σοφός ο λαός μας, από­θε­σε τη μοί­ρα του στην εξ ύψους βοή­θεια. Δεκα­ε­τί­ες τώρα ψάχνει να βρει το Σωτή­ρα του. Δοκί­μα­σε τους δοκι­μα­σμέ­νους, φανή­κα­νε αδό­κι­μοι. Δοκί­μα­σε νέο αίμα, άγνω­στης γενε­άς, του βγή­κε χαλα­σμέ­νο, λευ­χαι­μι­κό. Σκέ­φτη­κε πολύ κι απο­φά­σι­σε να φτιά­ξει κοκτέιλ. Διά­λε­ξε ένα νέο άγνω­στο αλλά παλιάς γενε­άς. Τι θα κάνει σκέ­φτη­κε, χορ­τα­σμέ­νος είναι, θ’ αφή­σει κανέ­να ψίχου­λο και για μας. Κι έτσι μπή­κα­με πλη­σί­στιοι στο λιμά­νι της Γαλά­ζιας Επο­χής. Και πράγ­μα­τι, φαί­νε­ται ότι η Θεία Πρό­νοια δεν εγκα­τέ­λει­ψε το λαό της. Μας έστει­λε το νέο Σωτή­ρα, που θα σηκώ­σει στους ηρά­κλειους ώμους του τα βάσα­νά μας. έσκυ­ψε αυτός, γιο­μά­τος στορ­γή και συμπό­νια, πάνω στη σακα­τε­μέ­νη πλε­μπά­για κι άρχι­σαν να πέφτου­νε τα μέτρα βρο­χή. Μα δεν κου­ρά­ζε­ται αυτός ο νέος; Περ­νά­με το Θείο Ιού­λιο μήνα. Θα θυσιά­σει τα μπά­νια του, θα εγκα­τα­λεί­ψει την οικο­γέ­νειά του για το χατί­ρι μας; Αλλά ή είναι Σωτή­ρας κανείς ή δεν είναι. Έβα­λε κάτω τα προ­βλή­μα­τα και τ’ αντι­με­τώ­πι­σε ρεα­λι­στι­κά. Σου λέει, εδώ ο μισός πλη­θυ­σμός της χώρας μου πει­νά­ει. Έχει βρω­μί­σει το χνό­το του από την πεί­να. Πας να φιλή­σεις τον άνθρω­πό σου το πρωί και σου ‘ρχε­ται η μπό­χα από τα υγρά του στο­μά­χου. Δεν αντέ­χε­ται. Οι δου­λειές κλεί­νου­νε η μια πίσω από την άλλη, τα μαγα­ζά­κια ρημά­ξα­νε, οι φίλοι μας οι δανει­στές μάς έχου­νε στύ­ψει σαν τη λεμο­νό­κου­πα κι όσοι έχου­νε την τύχη να δου­λεύ­ου­νε, σκο­τώ­νο­νται 14 και 16 ώρες, απλή­ρω­τοι κι ανα­σφά­λι­στοι. Και τώρα με τα ηλε­κτρο­νι­κά, θα δου­λεύ­ου­νε σπί­τι τους, μέρα — νύχτα, δε θα βγαί­νου­νε καθό­λου έξω, δε θα ξοδεύ­ου­νε και θα περ­νά­νε με 200, άντε 300 το μήνα. Νάτη η Ανά­πτυ­ξη! Τον πιά­σα­νε τα κλά­μα­τα τον άνθρω­πο. Ο λαός μου είναι εξου­θε­νω­μέ­νος. Πρέ­πει να πάρω μέτρα ριζο­σπα­στι­κά. Πρέ­πει να ξεκου­ρά­ζε­ται. Όταν δε δου­λεύ­ει, πρέ­πει να πέφτει στο πάτω­μα ανά­σκε­λα και να κοι­τά­ει το ταβά­νι. Αν έχει. Οικο­νο­μία δυνά­με­ων. Και θα το επι­βά­λω με νόμο. Για το καλό τους. Θ’ απα­γο­ρεύ­σω τα σούρ­τα — φέρ­τα στους δρό­μους, τις ντου­ντού­κες και τις φωνές. Αυτά θα τους εξα­ντλή­σουν. Και πρέ­πει ν’ απο­μο­νώ­σου­με εκεί­νους τους τυχάρ­πα­στους που τους εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται και τους ανά­βουν τα αίμα­τα. Απά­νω σ’ αυτό το ζήτη­μα σκέ­φτη­κε πολ­λήν ώρα. Αυτούς απο­φά­σι­σε, θα τους ποτί­ζει ρετσι­νό­λα­δο και θα τους βάνει να κάθο­νται πάνω σε κολό­νες του πάγου. Και θα ξανα­στή­σει το Σπου­δα­στι­κό του Μάλ­λιου και του Μπά­μπα­λη. Τι το ‘χου­με το υπουρ­γείο Προ­στα­σί­ας του Πολί­τη. Η Γαλά­ζια Παρά­τα­ξη δια­θέ­τει και Μανια­δά­κη και Μάλ­λιο και Μπά­μπα­λη. Από αύριο λοι­πόν νομοθετεί:

“Για­τί χαί­ρε­ται η πλά­ση και χαμο­γε­λά­ει πατέρα;”».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο