Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δήμος Καισαριανής — Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης: «Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα»

Η Δημο­τι­κή βιβλιο­θή­κη Και­σα­ρια­νής και οι εκδό­σεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ παρου­σιά­ζουν «μια ιστο­ρία για τη φιλία και την αντί­στα­ση» το βιβλίο της Αγγε­λι­κής Δαρ­λά­σης «όταν έφυ­γαν τ’ αγάλ­μα­τα» στο Μου­σείο ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Μαζί μας η συγ­γρα­φέ­ας, συζη­τά­ει και απα­ντά­ει στις ερω­τή­σεις του κοινού.

Η Αγγε­λι­κή Δαρ­λά­ση γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στην Αθή­να. Σπού­δα­σε Θεα­τρο­λο­γία στο Τμή­μα Θεα­τρι­κών Σπου­δών της Αθή­νας κι έκα­νε μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές στις Παρα­στα­τι­κές Τέχνες στο Royal Central School of Speech and Drama. Έχει δου­λέ­ψει σε θέα­τρο, κινη­μα­το­γρά­φο και τηλε­ό­ρα­ση, και διδά­σκει Δημιουρ­γι­κή Γρα­φή και Θέα­τρο-Θεα­τρι­κή Παι­δεία. Γρά­φει από το 2000. Αρκε­τά βιβλία και θεα­τρι­κά της έργα έχουν δια­κρι­θεί. Το Παλιό­παι­δο (2014): Ανα­γρα­φή στον Διε­θνή Τιμη­τι­κό Πίνα­κα της ΙΒΒΥ για τη συγ­γρα­φή, Βρα­βείο για τη συγ­γρα­φή και την εικο­νο­γρά­φη­ση Κύκλου Ελλη­νι­κού Παι­δι­κού Βιβλί­ου. Με λένε… Σύν­νε­φο ή οι άγρα­φες σελί­δες μιας Νεφέ­λης (2012): Βρα­χεία λίστα Κρα­τι­κών Βρα­βεί­ων, Κύκλου Ελλη­νι­κού Παι­δι­κού Βιβλί­ου και Περιο­δι­κού «Ανα­γνώ­στης». Το Δέντρο που είχε φτε­ρά (2010): Βρα­χεία λίστα Κρα­τι­κών Βρα­βεί­ων και Περιο­δι­κού «Δια­βά­ζω». Τότε που κρύ­ψα­με έναν άγγε­λο (2009): Βρα­βείο Κύκλου Ελλη­νι­κού Παι­δι­κού Βιβλί­ου, White Raven της Διε­θνούς Βιβλιο­θή­κης Νεό­τη­τας Μονά­χου, Κρα­τι­κό Βρα­βείο Παι­δι­κού Θεα­τρι­κού έργου για τη θεα­τρι­κή μετα­φο­ρά του. Ονει­ρο­φύ­λα­κες (2004): Κρα­τι­κό Βρα­βείο Παι­δι­κής-Νεα­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας. ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ Ιστορία για τη Φιλία και την Αντίσταση 5Κάπο­τε ήταν ένα κορί­τσι που είχε ακού­σει τα αγάλ­μα­τα να τρα­γου­δούν, είχε χορέ­ψει μαζί τους στο φως του φεγ­γα­ριού, τα είχε δει να δακρύ­ζουν. Επει­δή τα αγάλ­μα­τα τις νύχτες ζωντα­νεύ­ουν. Η Αγγε­λί­να το ήξε­ρε καλά αυτό, αφού μεγά­λω­σε μέσα στο μου­σείο σχε­δόν. Άλλω­στε, το ότι είχε ένα ολό­κλη­ρο κι ένα μισό, «κατα­ρα­μέ­νο» χέρι την έκα­νε να τους μοιά­ζει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο. Με εξαί­ρε­ση τον Τίκο, τον μόνο σάρ­κι­νο φίλο της, τα αγάλ­μα­τα ήταν οι καλύ­τε­ροί της φίλοι. Όταν ο Μου­σο­λί­νι κήρυ­ξε τον πόλε­μο στην Ελλά­δα, ο φόβος ότι θα επι­κρα­τή­σει το σκο­τά­δι του ναζι­σμού έγι­νε ακό­μα ισχυ­ρό­τε­ρος. Κι όσοι σχε­τί­ζο­νταν με το μου­σείο, από τους αρχαιο­λό­γους μέχρι τους απλούς εργά­τες, όλοι μοι­ρά­ζο­νταν μια κοι­νή αγω­νία· όλοι προ­στά­τευαν το ίδιο μυστι­κό, που έμοια­ζε να συνο­ψί­ζε­ται σε μία και μόνο φρά­ση: «Να προ­λά­βου­με…». Η Αγγε­λί­να θα θελή­σει να μάθει εκεί­νο το μυστι­κό και θα βοη­θή­σει τον Τίκο να κρύ­ψει το δικό του. Μια βαθιά ανθρώ­πι­νη κι αντι­πο­λε­μι­κή ιστο­ρία για τη φιλία, την ενη­λι­κί­ω­ση, την ανα­ζή­τη­ση ταυ­τό­τη­τας και την ανά­γκη δια­τή­ρη­σης της πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς, βασι­σμέ­νη στην πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία της από­κρυ­ψης των αρχαιο­τή­των του Εθνι­κού Αρχαιο­λο­γι­κού Μου­σεί­ου, κατά τη διάρ­κεια του Ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέμου.

Δαρλάση

|> αυτο­πα­ρου­σί­α­ση |> … Καλές τέχνες, Συγ­γρα­φέ­ας — Σκη­νο­θέ­της | Θεα­τρο­λό­γος |> «Γρά­φω από τότε που θυμά­μαι τον εαυ­τό μου. Δια­βά­ζω μετά μανί­ας επί­σης από τότε. Μεγα­λώ­νο­ντας υπήρ­χαν φορές που ονει­ρευό­μουν να γίνω συγ­γρα­φέ­ας. Μεγα­λώ­νο­ντας ακό­μη πιο πολύ είδα πως ίσως τελι­κά τα όνει­ρα να μπο­ρούν και να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν, αρκεί να τα πιστέ­ψεις και να προ­σπα­θή­σεις πολύ γι’ αυτά. Και να μην πάψεις ποτέ να προσπαθείς».

Όταν έφυ­γαν τ’ αγάλ­μα­τα — Συγ­γρα­φέ­ας Αγγε­λι­κή Δαρ­λά­ση, Πρό­λο­γος: Άλκη Ζέη (ISBN: 978–618-03–0350‑6, 224 σελί­δες, ημε­ρο­μη­νία Έκδο­σης 16/11/2015) Μια ιστο­ρία για την ταυ­τό­τη­τα, τη φιλία και την ανθρω­πιά με φόντο τη σχε­τι­κά άγνω­στη ιστο­ρία της από­κρυ­ψης των αγαλ­μά­των του Εθνι­κού Αρχαιο­λο­γι­κού Μου­σεί­ου κατά τη διάρ­κεια του Ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέ­μου.

Περι­γρα­φή από το προ­λο­γι­κό σημεί­ω­μα της Άλκης Ζέη

  • Το βιβλίο εντάσ­σε­ται στον 6ο Μαρα­θώ­νιο Ανά­γνω­σης «Ήρω­ες και ηρω­ί­δες του χτες και του σήμε­ρα» που διορ­γα­νώ­νουν οι εκδό­σεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ από τον Οκτώ­βριο 2016 έως τον Μάιο 2017. Το βιβλίο ανή­κει στην ομά­δα βιβλί­ων που πρέ­πει να δια­βά­σουν οι μαθη­τές και οι μαθή­τριες της ΣΤ’ Δημοτικού.
    Κάπο­τε ήταν ένα κορί­τσι που είχε ακού­σει τα αγάλ­μα­τα να τρα­γου­δά­νε, είχε χορέ­ψει μαζί τους στο φως του φεγ­γα­ριού, τα είχε δει να δακρύζουν.
  • Επει­δή τα αγάλ­μα­τα τις νύχτες ζωντα­νεύ­ουν. Η Αγγε­λί­να το ήξε­ρε καλά αυτό αφού μεγά­λω­σε μέσα στο μου­σείο σχε­δόν. Άλλω­στε, το ότι είχε ένα ολό­κλη­ρο κι ένα μισό, «κατα­ρα­μέ­νο» χέρι την έκα­νε να τους μοιά­ζει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο. Με εξαί­ρε­ση τον Τίκο, τον μόνο σάρ­κι­νο φίλο της, τα αγάλ­μα­τα ήταν οι καλύ­τε­ροί της φίλοι.
  • Όταν ο Μου­σο­λί­νι κήρυ­ξε τον πόλε­μο στην Ελλά­δα, ο φόβος ότι θα επι­κρα­τή­σει το σκο­τά­δι του ναζι­σμού έγι­νε ακό­μα ισχυ­ρό­τε­ρος. Κι όσοι σχε­τί­ζο­νταν με το Μου­σείο, από τους αρχαιο­λό­γους μέχρι τους απλούς εργά­τες, όλοι μοι­ρά­ζο­νταν μια κοι­νή αγω­νία· όλοι προ­στά­τευαν το ίδιο μυστι­κό που έμοια­ζε να συνο­ψί­ζε­ται σε μία και μόνο φρά­ση: «Να προλάβουμε…».
  • Η Αγγε­λί­να θα θελή­σει να μάθει εκεί­νο το μυστι­κό και θα βοη­θή­σει τον Τίκο να κρύ­ψει το δικό του.
  • Μια βαθιά ανθρώ­πι­νη κι αντι­πο­λε­μι­κή ιστο­ρία για τη φιλία, την ενη­λι­κί­ω­ση, την ανα­ζή­τη­ση ταυ­τό­τη­τας και την ανά­γκη δια­τή­ρη­σης της πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς, βασι­σμέ­νη στην πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία της από­κρυ­ψης των αρχαιο­τή­των του Εθνι­κού Αρχαιο­λο­γι­κού Μου­σεί­ου, κατά τη διάρ­κεια του Ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέμου.
  • «Πόλε­μος, Αντί­στα­ση, Απε­λευ­θέ­ρω­ση, όλα περ­νούν μέσα από τον κόσμο της μικρής ηρω­ί­δας. Κι έτσι η συγ­γρα­φέ­ας μαθαί­νει στα παι­διά, χωρίς διδα­κτι­σμό, πως η Αντί­στα­ση δεν είναι μόνο τα όπλα… Δε γρά­φει η Αγγε­λι­κή Δαρ­λά­ση, κεντά­ει βελο­νιά βελο­νιά, και κάνει να αγα­πη­θούν αυτά που κρύ­βει μέσα του ένα μουσείο».

«Θυμά­μαι, ήταν Σεπτέμβρης»…Η φωνή της αρχι­κά ήταν άχρωμη.
«Ο Σεπτέμ­βρης που ανα­γκα­στή­κα­με να εγκαταλείψου­με το σπί­τι μας, το βιος μας, τη ζωή μας. Ήταν όμορ­φο το σπί­τι μας. Δίπα­το, με παρά­θυ­ρα μεγά­λα. Με κρυστάλ­λινους πολυ­ε­λαί­ους, δρύ­ι­να πατώ­μα­τα, ζωγρα­φι­σμέ­να πλα­κά­κια στα μπά­νια. Στα παρά­θυ­ρα η μητέ­ρα είχε όμορ­φες γαλα­ζο­πρά­σι­νες κουρ­τί­νες από δαμα­σκη­νό ύφα­σμα. Τα τρα­πέ­ζια ήταν πάντα στρω­μέ­να με κεντη­τά τραπεζο­μάντιλα. Στους τοί­χους ζωγρα­φιές και φωτο­γρα­φί­ες σε κορ­νί­ζες. Στα παρά­θυ­ρα ζου­μπού­λια και γεράνια.
»Όταν όμως, εκεί­νο τον Σεπτέμ­βρη, άρχι­σε το μακε­λειό, αν θέλα­με να σωθού­με, έπρε­πε να φύγου­με όπως όπως, παρα­τώ­ντας τα πάντα πίσω μας. Πηγαινοερχόμα­σταν οι γυναί­κες πανι­κό­βλη­τες να πάρου­με φεύγοντας
«Πόλε­μος, Αντί­στα­ση, Απε­λευ­θέ­ρω­ση, όλα περ­νούν μέσα από τον κόσμο της μικρής ηρω­ί­δας. Κι έτσι η συγ­γρα­φέ­ας μαθαί­νει στα παι­διά, χωρίς διδα­κτι­σμό, πως η Αντί­στα­ση δεν είναι μόνο τα όπλα… Δε γρά­φει η Αγγε­λι­κή Δαρ­λά­ση, κεντά­ει βελο­νιά βελο­νιά, και κάνει να αγα­πη­θούν αυτά που κρύ­βει μέσα του ένα μου­σείο» …μαζί μας ό,τι τύχαι­νε ή ό,τι μπο­ρεί και να μας χρεια­ζό­ταν. Λίγα ρού­χα, τα στέ­φα­να του γάμου της μάνας, την εικό­να της Πανα­γιάς, τα χαρ­τιά μας. Κοσμή­μα­τα και φλουριά.
»Μπαι­νό­βγαι­να ταραγ­μέ­νη κι εγώ ρίχνο­ντας κλε­φτές ματιές στα πράγ­μα­τα γύρω μου∙ οι καρέ­κλες, τα βάζα με τα λου­λού­δια που ήθε­λε άλλαγ­μα το νερό τους, τα κεντη­μέ­να μαξι­λα­ρά­κια που κάθε πρωί τα χτυ­πού­σα μαλα­κά ν’ αφρα­τέψουν. Απο­χαι­ρε­τού­σα το σπί­τι βου­βά. Από τα πόμο­λα μέχρι το πιά­νο, χαϊ­δεύ­ο­ντας τρι­γύ­ρω παντού με το βλέμ­μα. Δεν ήταν τα πράγ­μα­τα που με ένοια­ζαν. Ήταν η φιλό­ξε­νη θαλ­πω­ρή τους, η συντρο­φιά κι οι ανα­μνή­σεις μας που είχαν ακου­μπή­σει απλό­χε­ρα πάνω τους».
Έκα­νε μια παύ­ση. Άφη­σε έναν μικρό ανα­στε­ναγ­μό. Έβα­λε το τυλιγ­μέ­νο βαζά­κι στο κιβώ­τιο. Πήρε ένα ακό­μα φύλ­λο εφημερίδας.
«Τότε, θυμά­μαι, ήρθε η μικρή μου αδερ­φή, η Αγγέ­λα. Ήταν μόλις έξι χρο­νών. Τα μάτια της γεμά­τα δάκρυα. Μ’ έπια­σε από το χέρι και με πήγε στο σερ­βάν, μπρο­στά από τα γυά­λι­να παι­χνί­δια. Ποιος να ’ξερε άρα­γε από ποιον και πότε αγο­ρα­σμέ­να. Ίσως κάπο­τε πολύ παλιά σε κάποιο πα­ζάρι. Θυμά­μαι ήταν ένα σκυ­λά­κι, μια γάτα, ένα κορί­τσι, ένα αγό­ρι, μια μαϊ­μού, ένα άλο­γο, ένας κύκνος.
»Από τότε που ήμουν κι εγώ μικρό παι­δί θυμά­μαι πως εκεί­να τα γυά­λι­να αγαλ­μα­τά­κια βρί­σκο­νταν πάντο­τε αρα­διασμένα όμορ­φα πάνω στη δεξιά άκρη στο σερ­βάν του καθη­με­ρι­νού δωμα­τί­ου. Και ήταν λες κι εκεί­νο το διά­φα­νο γυα­λί απ’ το οποίο ήταν καμω­μέ­να να μάγευε. Να μά­γευε κάθε παι­δί που μεγά­λω­νε σ’ εκεί­νο το σπί­τι ή κάθε παι­δί που ερχό­ταν επι­σκέ­πτης. Όλα ήθε­λαν να παί­ξουν με εκεί­να τα γυά­λι­να παιχνίδια.
»Κι η μάνα τα έβγα­ζε προ­σε­κτι­κά ένα ένα και μας τα έδι­νε. Και μετά, όταν τελεί­ω­νε το παι­χνί­δι, τα έβα­ζε και πάλι στη θέση τους. Κάπο­τε όταν ήμουν μικρή έπαι­ζα εγώ μαζί τους. Αργό­τε­ρα ο αδερ­φός μου ο Μιχά­λης. Τώρα είχε έρθει η σει­ρά της μικρής Αγγέλας.
»Ήταν πλέ­ον αρκε­τά μεγά­λη για να μην υπάρ­χει φόβος να τα σπά­σει. Όλο και κάποιο παι­δί, όσο προ­σε­κτι­κό και να ’ταν… ε, όλο και κάποιο θα έσπα­γε. Γι’ αυτό και με τα χρό­νια τα παι­χνι­δά­κια είχαν λιγο­στέ­ψει. Η μικρή μου αδερ­φή δεν είχε προ­λά­βει να τα χαρεί. Λίγες οι φορές που την είχαν αφή­σει ως τότε. Η παρά­δο­ση ήθε­λε να παίζου­με μαζί τους απ’ όταν γινό­μα­σταν έξι χρο­νών. Κι εκεί­νη είχε μόλις πριν από έναν μήνα γίνει έξι. Δε θα προ­λά­βαι­νε, λοι­πόν, να παί­ξει και τώρα έπρε­πε να φύγου­με από το σπί­τι. Έρχο­νταν οι εχθροί. Αλλά εκεί­νης εκεί, στα γυάλι­να παι­χνί­δια, το μυα­λό της. Το παρά­πο­νό της.
»“Να τα πάρω μαζί μου, Ντου­ντού;” με ρώτη­σε κλαμένη.
»Κι εγώ της είπα πως δεν είχα­με χώρο.
»“Να πάρω έστω ένα;”
»“Φυσι­κά και να πάρεις. Κάμε γρή­γο­ρα μόνο”.
»Κι εκεί­νο το καη­μέ­νο το μικρά­κι κοι­τού­σε θλιμ­μέ­να και δεν ήξε­ρε ποιο να διαλέξει.
»Της έδω­σα το πρώ­το που έπια­σα από το σερ­βάν και της είπα να μη χασο­με­ρά­ει. Η μικρή όμως είχε πει­σμώ­σει κι ήθε­λε να πάρει κι άλλα, δεν ήξε­ρε ποιο να δια­λέ­ξει, δεν ήθε­λε να δια­λέ­ξει, δεν μπο­ρού­σε. Θύμω­σα. Δεν είχα­με ώρα για ανό­η­τα παι­δια­ρί­σμα­τα. Έβα­λε τα κλά­μα­τα. Στύ­λωσε τα πόδια της. Είπε πως δε θα πήγαι­νε πουθενά.
»Κι η μάνα από κάτω ούρ­λια­ζε να βια­στού­με και τα άλο­γα χλι­μί­ντρι­ζαν και κάπου από μακριά ακού­γο­νταν φωνές, κλά­μα­τα, ουρ­λια­χτά, πυροβολισμοί.
»“ Έλα, μην κλαις κι εγώ θα σ’ τα κρύ­ψω, όταν γυρίσου­με να έρθεις να τα βρεις να παί­ξεις” με θυμά­μαι να της λέω αυθόρ­μη­τα, χωρίς να το καλο­σκε­φτώ, για να την πεί­σω να συμ­βι­βα­στεί. Δεν είχα­με χρό­νο για πεί­σμα­τα. Πήγα στον διά­δρο­μο, τρί­το πλα­κά­κι αρι­στε­ρά, μπρο­στά από την πόρ­τα της κου­ζί­νας. Ένα πλα­κά­κι σπα­σμέ­νο στη μια του άκρη. Από κάτω το πάτω­μα κού­φιο. Ήταν η κρυ­ψώ­να για τα μυ­στικά των παι­διών εκεί­νου του σπι­τιού. Ανα­σή­κω­σα το πλα­κά­κι. Κι έβα­λα εκεί μέσα ένα ένα όλα εκεί­να τα γυά­λινα παι­χνί­δια των παι­δι­κών μας χρό­νων. Τα παι­χνί­δια ενός παι­διού που δεν πρό­λα­βε να παί­ξει μαζί τους. Κι όλα χω­ρέσανε. Εκτός από εκεί­νη τη μικρή μαϊ­μού. Εκεί­νη περίσ­σεψε. Έβα­λα και πάλι το πλα­κά­κι στη θέση του.
»“Να θυμά­σαι, τρί­το πλα­κά­κι αρι­στε­ρά, μπρο­στά από το κατώ­φλι της κου­ζί­νας” είπα στην αδερ­φή μου. “ Όταν θα γυρί­σου­με, θα τα βγά­λου­με να παί­ξεις με όλα, ναι;”
»Κι εκεί­νη συμ­φώ­νη­σε. Και φύγα­με. Κι απέ­μει­ναν εκεί τα γυά­λι­να παι­χνί­δια κρυμ­μέ­να. Και κρα­τού­σε στο ένα χέρι τη γυά­λι­νη μαϊ­μού κι εγώ της κρα­τού­σα την κού­κλα της. Ναι, εκεί­νη που είναι στο κομο­δί­νο μου χρό­νια τώρα.
»“Μην κλαις, μαϊ­μού. Μην κλαις, μαϊ­μού, και σ’ αγα­πάει η Ντου­ντού” την άκου­γα να ψιθυ­ρί­ζει σ’ όλο τον δρό­μο πάνω στο κάρο.
»Ντου­ντού με φώνα­ζαν χαϊ­δευ­τι­κά όταν ήμουν μικρή. Ντου­ντού στα τούρ­κι­κα σημαί­νει κάτι σαν μικρή κυρία, νομί­ζω. Και μου έμει­νε. Ακό­μα κι όταν μεγά­λω­σα με φώ­ναζαν έτσι καμιά φορά οι γονείς μου. Κι όταν η Αγγέ­λα άρχι­σε να μιλά­ει, έτσι με φώνα­ζε. Κι ας ήμουν πλέ­ον μεγά­λη. Την περ­νού­σα κοντά δώδε­κα χρόνια.
»“Ντου­ντού” μου φαί­νε­ται πως άκου­γα παντού γύρω μου, όταν ξαφ­νι­κά βρέ­θη­κα στρι­μωγ­μέ­νη σε μια βάρ­κα. Μέσα στον πανι­κό να προ­λά­βου­με να μπού­με στις βάρ­κες είχα χάσει και την Αγγέ­λα και τη μάνα. Ήταν δίπλα μου στο λιμά­νι, αλλά όταν με τα πολ­λά μπή­κα στη βάρ­κα δεν τις έβλε­πα που­θε­νά ανά­με­σά μας. “Αγγε­λά­κι” με θυμά­μαι να ουρ­λιά­ζω. Αλλά γύρω μου ούρ­λια­ζαν τόσοι πολ­λοί. Έκλαι­γαν και θρη­νού­σαν τόσοι. Θα την έχει η μάνα στον νου της. Θα της κρα­τά­ει το χέρι η μάνα, σκε­φτό­μουν. Επα­να­λάμ­βα­να εκεί­νη τη σκέ­ψη σαν προ­σευ­χή ξανά και ξανά κι έσφιγ­γα στην αγκα­λιά μου την κού­κλα της, αυτό που απέ­μει­νε σε μένα από εκεί­νη. Όλα αυτά τα χρό­νια. Είναι η μόνη παρη­γο­ριά μου να σκέ­φτο­μαι πως η Αγγέ­λα, το αγγε­λά­κι μας, ήταν με τη μάνα. Και σώθη­καν κι οι δυο. Μπο­ρεί να σκο­τώ­θη­κε ο αδερ­φός μου ο Μιχά­λης, μπο­ρεί ο πατέ­ρας να μην είχε γυρί­σει ποτέ όταν βγή­κε να βρει τον Τούρ­κο φίλο του να ζητή­σει προ­στα­σία, αλλά του­λά­χι­στον η μάνα κι η Αγγέ­λα είναι καλά. Ζωντα­νές. Ζού­νε κάπου έχο­ντας συντρο­φιά η μία την άλλη. Κι έχει η αδερ­φή μου τη μικρή γυά­λι­νη μαϊ­μού μαζί της να της θυμί­ζει τη μεγά­λη αδερ­φή της. Κι έχω εγώ την κού­κλα της. Μα­ζί της χαϊ­δεύω και αγκα­λιά­ζω τη μικρή μου αδερφή.

»Το έχω κάνει τάμα. Να μ’ αξιώ­σει η Πανα­γιά να πάω πίσω, σ’ εκεί­νο το σπί­τι. Να παρα­κα­λέ­σω τους νέους ιδιο­κτή­τες να μπω μέσα. Μόνο για λίγο. Τίπο­τα άλλο δε με νοιά­ζει. Μόνο να σηκώ­σω εκεί­νο το πλα­κά­κι. Κι αν λεί­πουν τα γυά­λι­να παι­χνί­δια, θα μερέ­ψει η ψυχή μου. Θα γαλη­νέ­ψω. Θα είναι το μόνο σημά­δι πως η μικρή μου αδερ­φή έζη­σε. Γύρι­σε και πήρε τα γυά­λι­να παι­χνί­δια της. Αν όχι, θα πεθά­νω με τον καη­μό και την ελπίδα».

ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ Ιστορία για τη Φιλία και την ΑντίστασηΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ Ιστορία για τη Φιλία και την ΑντίστασηΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ Ιστορία για τη Φιλία και την Αντίσταση

βιβλιο­κρι­τι­κή από την Έλε­να Αρτζα­νί­δου συγ­γρα­φέα – εκπαιδευτικό

Πες ένα βιβλίο: «Όταν έφυ­γαν τ’ αγάλ­μα­τα», Αγγε­λι­κή Δαρ­λά­ση, εξώ­φυλ­λο: Μυρ­τώ Δελη­βο­ριά, εκδ. Μεταίχμιο

Για­τί! Ρωτά­τε γιατί;

Μα για­τί είναι μια συγκλο­νι­στι­κή αντι­πο­λε­μι­κή ιστο­ρία στα χρό­νια του Ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέ­μου όπου η φιλία, ο αγώ­νας, η ενη­λι­κί­ω­ση, το δια­φο­ρε­τι­κό και προ­πά­ντων η Πολι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά πρω­τα­γω­νι­στούν και όπως λέει στο προ­λο­γι­κό σημεί­ω­μα του βιβλί­ου η κατα­ξιω­μέ­νη και αγα­πη­μέ­νη συγ­γρα­φέ­ας όλων Άλκη Ζέη:

«…Πόλε­μος, Αντί­στα­ση, Απε­λευ­θέ­ρω­ση, όλα περ­νούν, μέσα από τον κόσμο της μικρής ηρω­ί­δας. Κι έτσι η συγ­γρα­φέ­ας μαθαί­νει στα παι­διά, χωρίς διδα­κτι­σμούς, πως η Αντί­στα­ση δεν είναι μόνο τα όπλα. Υπάρ­χουν κι άλλα που μπο­ρείς να κάνεις και που απο­δει­κνύ­ο­νται τόσο γεν­ναί­ες πρά­ξεις όσο το να υπε­ρα­σπί­σεις μια πόλη ή να τινά­ξεις μια γέφυ­ρα του εχθρού…»

Αβί­α­στα η ιστο­ρία κινεί­ται ανά­με­σα σε δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, φιλί­ες μαζί με την αγω­νία της από­κρυ­ψης των αγαλ­μά­των από το Εθνι­κό Αρχαιο­λο­γι­κό Μου­σείο για να διασωθούν.

Η πλο­κή σφι­χτή, δίχως στιγ­μή να γίνε­ται βαρε­τή με τους ήρω­ες ζωντα­νούς να κινού­νται σε κάθε σκη­νή. Ο λόγος προ­σεγ­μέ­νος, συγκι­νη­τι­κός, προ­κα­λεί τον ανα­γνώ­στη και τον ανα­γκά­ζει να σκε­φτεί και να πάρει θέση.

Μια ιστο­ρία που δεί­χνει, αλλά και ζητά από το μικρό και μεγά­λο ανα­γνώ­στη να ανα­λο­γι­στεί τις αξί­ες και τις θυσί­ες όλων εκεί­νων που πρό­σφε­ραν για να είμα­στε εμείς σήμε­ρα σε μια ελεύ­θε­ρη πατρί­δα με τους θησαυ­ρούς της ιστο­ρί­ας μας ακέραιους.

Παρα­μυ­θια­κά, αέρι­να τα σύντο­μα κομ­μά­τια που παρα­θέ­τει εύστο­χα και ζηλευ­τά η συγ­γρα­φές, έτσι ο ανα­γνώ­στης παρα­τη­ρεί και συμπά­σχει με τη μικρή ηρωίδα,την Αγγε­λί­να καθώς συνο­μι­λεί ή ακού­ει τα αγάλ­μα­τα που της μιλούν, της φωτί­ζουν άγνω­στα μονο­πά­τια και τέλος οδη­γούν την παι­δι­κή ψυχή της και την καρ­διά  της να κάνει όσα μπό­ρε­σε να πράξει.

Κάθε κεφά­λαιο και μια θεα­τρι­κή σκη­νή. Κάθε παρά­γρα­φος και ένα στα­μά­τη­μα για σκέ­ψη. Κάθε διά­λο­γος και ένα σκίρ­τη­μα. Κάθε δρά­ση και ένα τσί­μπη­μα, μια αφύ­πνι­ση του Νεοέλληνα.

Θέμα: Η κοι­νή αγω­νιά όλων όσων εργά­ζο­νταν στο Εθνι­κό Αρχαιο­λο­γι­κό Μου­σείο την περί­ο­δο που ο Μου­σο­λί­νι κήρυ­ξε τον πόλε­μο στην Ελλά­δα ήταν να «προ­λά­βουν» να κρύ­ψουν τα αγάλ­μα­τα. Μια ιστο­ρία όπου η φιλία, η αντί­στα­ση, πρω­τα­γω­νι­στούν μαζί με το γκρί­ζο της επο­χής, μέχρι που φτά­νει η απε­λευ­θέ­ρω­ση με απώ­λειες που δεν στα­μα­τούν αφού έρχε­ται ο αδελ­φο­κτό­νος πόλε­μος και ο πόνος με τον αγώ­να συνεχίζονται.

Οπι­σθό­φυλ­λο: Κάπο­τε ήταν ένα κορί­τσι που είχε ακού­σει τα αγάλ­μα­τα να τρα­γου­δά­νε, είχε χορέ­ψει μαζί τους στο φως του φεγ­γα­ριού, τα είχε δει να δακρύζουν.
Επει­δή τα αγάλ­μα­τα τις νύχτες ζωντα­νεύ­ουν. Η Αγγε­λί­να το ήξε­ρε καλά αυτό αφού μεγά­λω­σε μέσα στο μου­σείο σχε­δόν. Άλλω­στε, το ότι είχε ένα ολό­κλη­ρο κι ένα μισό, «κατα­ρα­μέ­νο» χέρι την έκα­νε να τους μοιά­ζει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο. Με εξαί­ρε­ση τον Τίκο, τον μόνο σάρ­κι­νο φίλο της, τα αγάλ­μα­τα ήταν οι καλύ­τε­ροί της φίλοι.
Όταν ο Μου­σο­λί­νι κήρυ­ξε τον πόλε­μο στην Ελλά­δα, ο φόβος ότι θα επι­κρα­τή­σει το σκο­τά­δι του ναζι­σμού έγι­νε ακό­μα ισχυ­ρό­τε­ρος. Κι όσοι σχε­τί­ζο­νταν με το Μου­σείο, από τους αρχαιο­λό­γους μέχρι τους απλούς εργά­τες, όλοι μοι­ρά­ζο­νταν μια κοι­νή αγω­νία∙ όλοι προ­στά­τευαν το ίδιο μυστι­κό που έμοια­ζε να συνο­ψί­ζε­ται σε μία και μόνο φρά­ση: «Να προλάβουμε…».
Η Αγγε­λί­να θα θελή­σει να μάθει εκεί­νο το μυστι­κό και θα βοη­θή­σει τον Τίκο να κρύ­ψει το δικό του.

Μια βαθιά ανθρώ­πι­νη κι αντι­πο­λε­μι­κή ιστο­ρία για τη φιλία, την ενη­λι­κί­ω­ση, την ανα­ζή­τη­ση ταυ­τό­τη­τας και την ανά­γκη δια­τή­ρη­σης της πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς, βασι­σμέ­νη στην πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία της από­κρυ­ψης των αρχαιο­τή­των του Εθνι­κού Αρχαιο­λο­γι­κού Μου­σεί­ου, κατά τη διάρ­κεια του Ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέμου.

Ποιος το έγρα­ψε: Η βρα­βευ­μέ­νη Αγγε­λι­κή Δαρ­λά­ση που έχει το ταλέ­ντο και κεντά όταν γρά­φει ιστο­ρί­ες. Με τη ρεα­λι­στι­κή ιστο­ρία που στή­νει κατα­φέρ­νει μέσα από το κλί­μα της δύσκο­λης επο­χής του πολέ­μου να στα­θεί σε ένα γεγο­νός, αυτό της από­κρυ­ψης των αγαλ­μά­των, για να πει αλή­θειες δύσκο­λες. Να χτί­σει καλ­λι­τε­χνι­κά σκη­νι­κά που δυσκο­λεύ­ουν, αλλά προ­κα­λούν το θαυ­μα­σμό και παρα­δειγ­μα­τί­ζουν τους σημε­ρι­νούς ανα­γνώ­στες- νεο­έλ­λη­νες, προ­τρέ­πο­ντάς τους, δίχως τα πρέ­πει, να αντι­δρούν στα δύσκο­λα και να παρα­μέ­νουν και στα εύκο­λα, αν θέλουν το μέλ­λον για τον τόπο να έχει συνέχεια.

Μια αλη­θι­νή ιστο­ρία που η συγ­γρα­φέ­ας κατα­φέρ­νει να την ανα­σύ­ρει, να την στή­σει και να δώσει τις αλή­θειες της με επιτυχία.

Η πολυ­ε­πί­πε­δη ιστο­ρία της Αγγε­λι­κής Δαρ­λά­ση, επα­να­φέ­ρει στο προ­σκή­νιο επο­χές δύσκο­λες που κάποιοι θεω­ρούν πως αυτές οι λογο­τε­χνι­κές ιστο­ρί­ες είναι παρα­ει­πω­μέ­νες και παρω­χη­μέ­νες. Κάνουν λάθος.

Η συγ­γρα­φέ­ας με το πεί­σμα της και τις θέσεις της ανα­γκά­ζει όσους αρέ­σκο­νται στα εύκο­λα και απλά  να στα­θούν και να προ­σέ­ξουν ξανά θέμα­τα που είναι η σκυ­τά­λη της συνέ­χειας κάθε λαού.

Και επει­δή η Λογο­τε­χνία πρέ­πει να είναι πολ­λά βήμα­τα μπρο­στά, οφεί­λει να δια­τη­ρεί με ακε­ραιό­τη­τα και αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα αυτές τις ιστο­ρί­ες και να τις πάει και ακό­μα παρα­πέ­ρα, αυτό δια­φαί­νε­ται πως ενστερ­νί­ζε­ται και η Αγγε­λι­κή Δαρ­λά­ση για αυτό με σεβα­σμό και επι­τυ­χία το υπηρετεί.ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ Ιστορία για τη Φιλία και την Αντίσταση

Εικό­νες: Η Μυρ­τώ Δελη­βο­ριά έχει κάνει ένα υπέ­ρο­χο εικα­στι­κό εξώφυλλο.

Ωραία παρά­γρα­φος: …«Κοι­τά­ζω τα νύχια του χεριού μου, που είναι βρό­μι­κα, όπως και τότε. Αγγί­ζω τον κορ­μό ενός δέντρου. Η χαραγ­μέ­νη ημε­ρο­μη­νία μόλις που διακρίνεται:

« 28 ΟΚΤ 1940. ΟΧΙ» Πώς πέρα­σαν τόσα χρό­νια; Πού πήγαν τόσα χρό­νια; Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;…

…Τώρα κρα­τάω στον κόρ­φο μου ένα τσί­γκι­νο κου­τί που άλλο­τε είχε μπισκότα.

«Τι έχει μέσα το κου­τί; Θα πεις;»

«Τον θησαυ­ρό μου».

«Ποιο θησαυ­ρό σου;»

«Εσύ μου είχες πει. Θυμά­σαι; Πως όταν οι άνθρω­ποι ανα­γκά­ζο­νταν να φύγουν από τα σπί­τια τους επει­δή ο πόλε­μος πλη­σί­α­ζε έκρυ­βαν πολ­λές φορές ό,τι αγα­πη­μέ­νο είχαν από τον φόβο μήπως τυχόν και το χάσουν στο δρό­μο της προ­σφυ­γιάς. Το έθα­βαν με την ελπί­δα πως κάπο­τε θα γυρ­νού­σαν πίσω στο σπί­τι τους και θα το ξέθα­βαν άθι­κτο. Κι ήταν εκεί­νος ο θησαυ­ρός από τα προ­σω­πι­κά τους αντι­κεί­με­να ό,τι θα τους  ένω­νε με το παρελ­θόν τους…σελ.210–211

Απευ­θύ­νε­ται: Σε μικρούς και μεγά­λους ανα­γνώ­στες που αγα­πούν  τη λογοτεχνία.

Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης

Το προ­τεί­νεις; Το προ­τεί­νω στο σπί­τι, στο σχο­λείο, στη βιβλιο­θή­κη, στο μετρό, στο λεω­φο­ρείο. Μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει την αφε­τη­ρία πολ­λών συζη­τή­σε­ων και ανα­στο­χα­σμού. Η ανά­γνω­σή του μπο­ρεί να γίνει η αφορ­μή και να επι­σκε­φτούν τα σχο­λεία ή οι οικο­γέ­νειες το / τα Μουσεία.


Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!
Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο