Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Διπλή βιβλιοπαρουσίαση των δύο νέων βιβλίων της Μαργαρίτας Φρονιμάδη-Ματάτση «Χρεώστες στα Νιάτα» και «Θεοί Άφαντοι»

Στις 19/3/23 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στην κατά­με­στη Δημο­τι­κή Βιβλιο­θή­κη Λου­τρα­κί­ου η μία από τις δύο βιβλιο­πα­ρου­σιά­σεις με ομι­λη­τές την εκπαι­δευ­τι­κό – συγ­γρα­φέα κ. Αγγε­λι­κή Μπού­λια­ρη και τον ομό­τι­μο καθη­γη­τή εγκλη­μα­το­λο­γί­ας Πανε­πι­στη­μί­ου Θρά­κης-ποι­η­τή-συγ­γρα­φέα κ. Γιάν­νη Πανού­ση που ανα­φέρ­θη­καν αντί­στοι­χα, η μεν πρώ­τη στο δοκί­μιο «Χρε­ώ­στες στα Νιά­τα», ο δε δεύ­τε­ρος στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Θεοί άφα­ντοι». Είχε προη­γη­θεί ο προ­λο­γι­σμός του προ­έ­δρου της Εται­ρεί­ας Κοριν­θί­ων συγ­γρα­φέ­ων, δρ.φιλ-συγγραφέα κ. Γιάν­νη Μπάρτζη.

Και οι δυο παρου­σιά­σεις, από­λυ­τα επι­τυ­χη­μέ­νες και οι δυο, διορ­γα­νώ­θη­καν από το Σωμα­τείο Λόγου & Τέχνης «Αλκυο­νί­δες» σε συν­διορ­γά­νω­ση με το Κέντρο Ευρω­παϊ­κών εκδό­σε­ων Χάρη Πάτση και  στο μεν  Λου­τρά­κι με το Δήμο Λουτρακίου-Περαχώρας-Αγ.θεοδώρων, στη δε Αθή­να, με την  Εται­ρία Ελλή­νων Λογο­τε­χνών και την  Αδελ­φό­τη­τα Πέτα Άρτας.

Και οι τρεις ομι­λη­τές έσκυ­ψαν με πολύ ενδια­φέ­ρον και ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή στα έργα της Μαρ­γα­ρί­τας εξά­γο­ντας όλα τα θετι­κά τους στοι­χεία και κατα­λή­γο­ντας σε ευνοϊ­κά και εγκω­μια­στι­κά   συμπε­ρά­σμα­τα. Απο­σπά­σμα­τα από τα έργα ανέ­γνω­σαν ή απήγ­γει­λαν η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας, ο Αγα­μέ­μνων Χαρί­των, ερα­σι­τέ­χνης ηθο­ποιός και η Μαρί­να Καλ­λί­ρη Γ. Γραμ­μα­τέ­ας των Αλκυονίδων.Τις απαγ­γε­λί­ες κάλυ­ψε  μου­σι­κά με την κιθά­ρα της η Τζέ­νη Κακρι­δή ενώ τον συντο­νι­σμό είχε η πρό­ε­δρος των «Αλκυο­νί­δων» Όλγα Κονο­μό­δη-Θωμά. Στην εκδή­λω­ση παρευ­ρέ­θη­σαν εκτός από τα μέλη των διορ­γα­νω­τών φορέ­ων, τους συγ­γε­νείς και τους φίλους της ποι­ή­τριας  ο Βου­λευ­τής Κοριν­θί­ας κ. Γιώρ­γος Ψυχο­γιός, η βου­λεύ­τρια κ. Μαρία Θελε­ρί­τη και οι υπο­ψή­φιοι Βου­λευ­τές Τζέ­νη Σου­κα­ρά, δημο­σιο­γρά­φος, Ελέ­νη Κονο­μό­δη, δικη­γό­ρος, Λίλα Καφα­ντά­ρη, ηθο­ποιός και ο κ. Δημή­τρης  Αγγελόπουλος.

Την Τετάρ­τη, 22/3/23 στην παρου­σί­α­ση που έγι­νε στην αίθου­σα «Μιχα­ή­λας Αβέ­ρωφ» της ΕΕΛ. την ποι­ή­τρια τίμη­σαν με την παρου­σία τους συγ­γε­νείς της , συμ­μα­θή­τριες από το Γυμνά­σιο Ν. Ηρα­κλεί­ου, συγ­χω­ρια­νοί, συμπα­τριώ­τες δικοί της αλλά και του συζύ­γου της, μέλη του ΔΣ και απλά μέλη της Αδελ­φό­τη­τας Πέτα, η αντι­πρό­σω­πός της στην   Π.Σ.Ε. κ. Βάνα Λάλου, φίλοι της λογο­τέ­χνες και δια­κε­κρι­μέ­νοι καλ­λι­τέ­χνες. Μετα­ξύ αυτών ο σπου­δαί­ος Ηπει­ρώ­της Γλύ­πτης Θεό­δω­ρος Παπα­γιάν­νης και η εξαι­ρε­τι­κή ζωγρά­φος, σύζυ­γός του Σίνη Παπα­γιάν­νη, η ποι­ή­τρια-συγ­γρα­φέ­ας-σκη­νο­θέ­της Μόνι­κα Σαβου­λέ­σκου ‑Βου­δού­ρη, ο κατα­ξιω­μέ­νος, βορειοη­πει­ρώ­της ποι­η­τής Νίκος Κατσα­λί­δας, ο Κύπριος συγ­γρα­φέ­ας Ανδρέ­ας Ονου­φρί­ου με την Δερ­βε­νιώ­τι­σα σύζυ­γό του Ντί­να Ψαρ­ρού, ο πρό­ε­δρος Λογο­τε­χνών Τυνη­σί­ας ‑καθη­γη­τής Παν/μίου Τυνη­σί­ας Αμπ­ντα­λάχ Γκα­σμίρ, η πρό­ε­δρος των λογο­τε­χνών Σερ­βί­ας Σλα­βί­τσα Περιο­βίτς, η καθη­γή­τρια Παν/μίου Τυνη­σί­ας Πάτμα Σέρι, η κ. Ανα­στα­σία και η κόρη της Λίλη Ιακω­βί­δη (νύφη κι εγγο­νή της αεί­μνη­στης ποι­ή­τριας), ο εκλε­κτός ποι­η­τής — εικα­στι­κός Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος, η ποι­ή­τρια-ψυχο­λό­γος Κατε­ρί­να Μήλιου, ο ποι­η­τής Χάρης Παπα­σάβ­βας, ο κρι­τι­κός-δοκι­μιο­γρά­φος Σαμιω­τά­κης Αντώ­νης, ο βορειοη­πει­ρώ­της ποι­η­τής-μου­σι­κός Κώστας Νού­σιας, ο συγ­χω­ρια­νός της εικα­στι­κός Γεώρ­γιος Σωτ. Θελε­ρί­της, ο ποι­η­τής-συγ­γρα­φέ­ας Γιώρ­γος Σταυ­ρά­κης, η συγ­γρα­φέ­ας Κατε­ρί­να Ντού­γκα- Κοτο­πού­λου , ο συγ­γρα­φέ­ας ‑ποι­η­τής Πάνος Κουρ­βάς ( μέλη του Δ.Σ. της ΕΕΛ οι τρεις τελευ­ταί­οι) και φυσι­κά οι πρό­ε­δροι των διορ­γα­νω­τών φορέ­ων Κώστας Καρού­σος της ΕΕΛ, Γιώρ­γος Κακα­ριά­ρης της Αδελ­φό­τη­τας Πέτα, η Ράνια Θεο­δώ­ρου ως εκπρό­σω­πος των “Αλκυο­νί­δων και η Ελέ­νη Πάτση ως εκπρό­σω­πος του Κέντρου Ευρω­παϊ­κών Εκδό­σε­ων Χάρη Πάτση.

Την εκδή­λω­ση που συντό­νι­ζε η ποι­ή­τρια Ευαγ­γε­λία Ρου­με­λιώ­τη-Δαρ­σι­νού και που κρά­τη­σε αμεί­ω­τη την προ­σο­χή και το ενδια­φέ­ρον των παρευ­ρι­σκο­μέ­νων από την αρχή έως το τέλος, χαι­ρέ­τη­σαν ο Πρό­ε­δρος της ΕΕΛ Κώστας Καρού­σος, η εκπρό­σω­πος των “Αλκυο­νί­δων” Ράνια Θεο­δώ­ρου, η οποία διά­βα­σε τον χαι­ρε­τι­σμό της προ­έ­δρου κ. Όλγας Κονο­μό­δη-Θωμά που για λόγους ανω­τέ­ρας βίας δεν μπό­ρε­σε να είναι παρού­σα , ο πρό­ε­δρος της Αδελ­φό­τη­τας Πέτα Γιώρ­γος Κακα­ριά­ρης και η εκπρό­σω­πος του Κέντρου Ευρω­παϊ­κών εκδό­σε­ων Ελέ­νη Πάτση.

Οι δύο εκλε­κτοί ειση­γη­τές ο Δημή­τρης Καραμ­βά­λης ποι­η­τής-κρι­τι­κός λογο­τε­χνί­ας και δοκι­μιο­γρά­φος από τον Γέρα Μυτι­λή­νης (ανε­ψιός του μεγά­λου μας ποι­η­τή Οδυσ­σέα Ελύ­τη) και ο Μιχα­ήλ Ιακω­βί­δης (εγγο­νός της ποι­ή­τριας Λιλής Ιακω­βί­δη και καθη­γη­τής στο Busines shool of London  ανα­φέρ­θη­καν ο πρώ­τος στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή και ο δεύ­τε­ρος στο δοκί­μιο για τη για­γιά του, με πολύ επαι­νε­τι­κά και θετι­κά σχό­λια, ενώ οι απαγ­γε­λί­ες που μεσο­λά­βη­σαν από την Μαριάν­να Βλά­χου-Καραμ­βά­λη και τα τρία μέλη της θεα­τρι­κής Ομά­δας της ΕΕΛ Αλέ­κο Πού­λο, Ελέ­νη Τσα­γα­νού και Άντα Μανια­δά­κη έκλε­ψαν την παρά­στα­ση. Η λήξη ήταν μου­σι­κή με την όμορ­φη παρέμ­βα­ση με Μικρα­σιά­τι­κα τρα­γού­δια της προ­σφυ­γιάς της Ομά­δας του Στέ­φα­νου Γεωρ­γιά­δη- καθη­γη­τή μου­σι­κής και συν­θέ­τη, απο­τε­λού­με­νη από τους μου­σι­κούς Γιώρ­γο Γεωρ­γιά­δη και Ανέ­στη Χρηστίδη.

Ευχά­ρι­στη έκπλη­ξη απο­τέ­λε­σε η  μελο­ποί­η­ση και η μου­σι­κή από­δο­ση στί­χων από τη συλ­λο­γή της Μαρ­γα­ρί­τας  που με εμφα­νή χαρά και συγκί­νη­ση ευχα­ρί­στη­σε άπα­ντες τους παρευ­ρι­σκο­μέ­νους , συντε­λε­στές και κοι­νό αφή­νο­ντας για το τέλος το γιο της Νίκο αρχι­τέ­κτο­να-φωτο­γρά­φο, το σύζυ­γό της Βαγ­γέ­λη Ματά­τση αρχι­τέ­κτο­να-βιντε­ο­λή­πτη και γενι­κά όλη την οικο­γέ­νειά της που την στη­ρί­ζει ολό­πλευ­ρα στην λογο­τε­χνι­κή της δημιουρ­γία. Κλεί­νου­με το ρεπορ­τάζ με μια γεύ­ση της τόσο επί­και­ρης και αφο­πλι­στι­κής ποί­η­σης της Μαργαρίτας:

Από­σπα­σμα από τη σύν­θε­ση «Θεοί άφαντοι»

(XV)

Έμει­νε ο κόσμος/παιδί ορφανό,/μάταια ψάχνει/στον ουρα­νό ./Τι περι­μέ­νει πια/κι από κει;/Αστραπόβροντα πέφτουν/και πίκρα χολή./Την άσπρη μέρα/γυρεύουν να δουν/ψυχές και μάτια,/Λαοί στα σκοτάδια/και/πώς να σωθούν;

(XVI)

Μια χού­φτα κτήνη/τα πλού­τη άρπαξε/και δεν τα δίνει./Παιδιά πεινάνε,/ πεθαί­νουν, βογγάνε,/μέσα στη φτώχια/έλεος ζητάνε/μ’ απαντοχή…/ Μα κεί­νοι εκεί./Δεν δακρύ­ζει το μάτι τους./Δεν ιδρώ­νει τ’ αυτί./Εκείνοι εκεί./Στον θώκο ψηλά/ξερνάνε όξος/ποτίζουν χολή./Δεσμά ατσαλώνουν/κι αλυ­σο­δέ­νουν  γερά/παππούδες , εγγόνια,/μανάδες, παιδιά,/της γης την ελπίδα/που/ κάτω απ’ το πέλ­μα τους/αγκομαχά…

Από­σπα­σμα από τη σύν­θε­ση «παι­διά ενός κατώ­τε­ρου θεού»

(VIII)

Ξένιος Ζευς,/ Μετάλλαξη../ Όχι ένα χέρι/ Που απλώνεται/ Να περι­σώ­σει / Την ανά­σα σου/ από βέβαιο Πνιγμό…/ Όχι μια καρδιά/ Που ανοίγεται/ Να περικλείσει/ Μέσα της/ Θαλασ­σο­δαρ­μέ­να Κορμιά…/ Όχι μια συνείδηση/ Ποτισμένη/ Με μνή­μες προσφυγιάς…/ Μόνο ένα άκρο/ γερο­δύ­να­μο και/ ποδεμένο/ με φιρ­μά­τα παπούτσια/ και γκλά­μουρ κάλτσες/ και τατουάζ/ να σε κλωτσάει/ και να σε καρ­φώ­νει / σ’ αγκα­θω­τό συρματόπλεγμα.…/

Εισήγηση Δημήτρη Καραμβάλη για την ποιητική συλλογή «Θεοί Άφαντοι» της Μαργαρίτας Φρονιμάδη-Ματάτση

«Αρκεί τ’ ανά­στη­μα ν’ αρθεί / στο ύψος των καιρών/ και ν’ ατε­νί­σεις άφο­βα τα όπλα των εχθρών…»

Η επί­μο­νη ανα­μέ­τρη­ση με τη ζωή και  το θάνατο/ο πόνος που ματώνει/Η αγρυ­πνία των άστρων/Η άνευ όρων αντί­στα­ση και το χρέος .

Η Πέμ­πτη στη σει­ρά ποι­η­τι­κή κατά­θε­ση της ποι­ή­τριας, μετα­φρά­στριας  και δοκι­μιο­γρά­φου «Θεοί Άφα­ντοι» που κυκλο­φό­ρη­σε το 2021 σε καλαί­σθη­τη έκδο­ση, από το γνω­στό άλλω­στε για τις ποιο­τι­κές του εκδό­σεις Κέντρο Ευρω­παϊ­κών εκδό­σε­ων Χάρη Τζο Πάτση, έρχε­ται σε μια τρα­γι­κή συγκυ­ρία τόσων και τόσων δει­νών για τον Ελλη­νι­κό και τον Παγκό­σμιο περί­γυ­ρο. Επο­χή στην οποία δοκι­μά­ζε­ται σκλη­ρά ο άνθρω­πος σ’ όλες του τις συντε­ταγ­μέ­νες, σε όλα τα μήκη και τα πλά­τη του κόσμου.

Χρό­νια τώρα στις επάλ­ξεις η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση μεταγ­γί­ζει τους γνή­σιους παλ­μούς και τη δύνα­μη της ψυχής της στην υπε­ρά­σπι­ση των αξιών, του δικαιώ­μα­τος να είσαι ΑΝΘΡΩΠΟΣ και να παλεύ­εις σε αντί­ξο­ες συν­θή­κες  για τα ανα­φαί­ρε­τα δίκαια και την αξιο­πρέ­πεια σε τόσα και τόσα μετε­ρί­ζια αγώ­νων και αγω­νί­ας  πνευ­μα­τι­κής για τον συνάν­θρω­πο. Η συγκλο­νι­στι­κή αφιέ­ρω­ση του βιβλί­ου απο­δει­κνύ­ει του λόγου το αλη­θές: «αφιε­ρώ­νε­ται  στους απα­ντα­χού πρό­σφυ­γες της γης,/αιώνια θύμα­τα των αδη­φά­γων τρω­κτι­κών της…»

Ποί­η­ση παναν­θρώ­πι­νη, δίχως ωραιο­ποι­ή­σεις και συμ­βι­βα­σμούς που μετα­λα­μπα­δεύ­ει το έμφορ­το πάθος της ποι­ή­τριας, που πλα­ταί­νει τα όρια και τα ορια­κά, που με ενάρ­γεια , πόθους και ορά­μα­τα κατα­γρά­φει και σημα­το­δο­τεί τα πρό­σω­πα, τα πράγ­μα­τα και τις κατα­στά­σεις, δημιουρ­γώ­ντας κατ’ ευθεί­αν γνή­σιο λυτρω­τι­κό βίω­μα και συμπά­σχου­σα ανα­φο­ρά και επί­κλη­ση, όλα αυτά που συμ­βαί­νουν καταγ­γέλ­λο­ντάς τα και  συμ­με­τέ­χο­ντας όχι απλά στον κοι­νό πόνο αλλά σηκώ­νο­ντας μπα­ντιέ­ρα, βγαί­νει στους δρό­μους με τα συν­θή­μα­τα και τα πλα­κάτ, στή­νο­ντας οδο­φράγ­μα­τα και θέτο­ντας τον εαυ­τό της στην υπη­ρε­σία τού­των, αδια­φο­ρώ­ντας για τις συνέ­πειες. Η ποί­η­ση δεν πρέ­πει να σιω­πά, αντί­θε­τα να εξα­κτι­νώ­νει το βελη­νε­κές της και να θέτει εαυ­τόν στην υπη­ρε­σία του ανθρώ­που κι αυτό κάνει η μαχό­με­νη στις επάλ­ξεις  αγω­νί­στρια, κάνο­ντας πρά­ξη τα λόγια του Γιάν­νη Μπε­νέ­κου πως αυτό που λεί­πει στην επο­χή μας είναι η ανθρωπιά.

Η Μ.Φ.-Μ. είναι ένας παγκό­σμιος πολί­της που βρο­ντο­φω­νά­ζει μ’ όλη της τη δύνα­μη γεμί­ζο­ντάς μας τύψεις συνει­δή­σε­ως: «κι η σιω­πη­ρή μας ανο­χή (υπαι­νισ­σό­με­νη συνε­νο­χή μας)/αδιαμαρτύρητα απορεί/ ΠΩΣ ΔΕΝ ΣΗΚΩΣΑΜΕ ΚΕΦΑΛΙ….»

Πρό­κει­ται αναμ­φι­σβή­τη­τα για μια κοι­νω­νι­κή, ανοι­χτή, πλην ζωντα­νή ποί­η­ση δια­μαρ­τυ­ρί­ας που προ­σλαμ­βά­νει τη μορ­φή ενός μανι­φέ­στου και βέβαια μας οδη­γεί σε συν­θή­κες και μορ­φές και σχή­μα­τα ενός ερέ­βους και μιας Απο­κά­λυ­ψης, όπου τα τρα­γι­κά ερω­τη­μα­τι­κά γίνο­νται που­κά­μι­σο και ράβο­νται πάνω της για την αδι­κία, την εκμε­τάλ­λευ­ση, την πεί­να, την παν­δη­μία, για το πώς θα μπο­ρέ­σουν να μας βγά­λουν από το αδιέ­ξο­δο. Λέξεις και στί­χοι αφτια­σί­δω­τοι, εκεί όπου η ποί­η­ση δεν κατα­τρί­βε­ται σε ωραιο­ποι­ή­σεις, γίνε­ται σκλη­ρή και σφιγ­μέ­νη γρο­θιά και σφυ­ρί κι αμό­νι και κοι­νή συνεί­δη­ση και χάρα­ξη ατα­λά­ντευ­της πορεί­ας  πλεύ­σης  και συνα­κό­λου­θα μαρ­τυ­ρί­ας, αλλά και απί­στευ­τη τρυ­φε­ρό­τη­τα για εκεί­να τα «μικρά σπουργίτια/εις άτα­κτον φυγήν/με καρ­διά συντρίμ­μια», τα προ­σφυ­γά­κια απα­ντα­χού της γης σε μια ζοφε­ρή ‑δεν γίνε­ται αλλιώς  να απο­δο­θεί η σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα-συγκυ­ρία που ξανα­φέρ­νει στο νου την ίδια την  τρα­γι­κή  πορεία του ανθρώ­που αιώ­νες τώρα: «βουή κι αντά­ρα / πολέ­μου κατάρα/θεριεύει αγρίμια…».

Η Μ.Φ.-Μ. δεν χαϊ­δεύ­ει τ’ αυτιά, δεν πελα­γο­δρο­μεί, δεν χαρί­ζει κάστα­να. Φλέ­γε­ται από μια κοι­νή συνεί­δη­ση κι απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και αλλη­λεγ­γύη και ενσυ­ναί­σθη­ση, εν-συν-αίσθη­ση δύο απα­ραί­τη­των προ­θέ­σε­ων και προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων, όμως, σεβα­σμού, ενά­ντια στ’ ανή­θι­κο κατά­φω­ρο, την αναλ­γη­σία και την περι­φρό­νη­ση και εξευ­τε­λι­σμό του ανθρώ­που από τον άνθρω­πο. Η πυρω­μέ­νη γρα­φί­δα της εγκαυ­στι­κής της περιέ­χει εκτός των άλλων ξεχω­ρι­στή υπο­βλη­τι­κό­τη­τα και παλ­μό, κίνη­ση και δυνα­μι­σμό, ψυχι­κές δονή­σεις και πρό­σκλη­ση-πρό­κλη­ση στον ανα­γνώ­στη, με ικα­νό­τη­τα επι­κέ­ντρω­σης στο ζητού­με­νο, με ακρά­δα­ντη πεποί­θη­ση πως στο τέλος θα έρθει η νίκη και θα ανα­σά­νουν οι λαοί από τα βάρη που τους φόρ­τω­σαν άνο­μες και άπο­νες εξου­σί­ες, όπως λέει και το τρα­γού­δι, κάθε λογής: «Λαέ μου να ’σαι σίγουρος,/πως κάπο­τε θα βγεις/από το τού­νελ τ’ άδικου/της ανθρω­πο­σφα­γής…». Ποί­η­ση λιτή, ζωντα­νή∙ τού­τοι οι στί­χοι, από μια ποι­ή­τρια που χει­ρί­ζε­ται το ίδιο άνε­τα και τον ελεύ­θε­ρο και τον παρα­δο­σια­κό στί­χο, έχει μάλι­στα και το μεγά­λο προ­σόν, προ­νό­μιο-αρε­τή να συγ­χω­νεύ­ει  μέσα στο ίδιο το ποί­η­μα, κάτι το πολύ σπά­νιο  και τις δυο μορ­φές, δίχως να πραγ­μα­το­ποιεί­ται (παρα­τη­ρεί­ται) η παρα­μι­κρή  χασμω­δία. Αντί­θε­τα φορ­τί­ζει το κεί­με­νο με την μου­σι­κό­τη­τα αφ’ ενός της παρα­δο­σια­κής ρίμας  και τον ελεύ­θε­ρο-εκκω­φα­ντι­κό στί­χο που μπαί­νει στο μεδού­λι, τον πυρή­να του ποι­ή­μα­τος. Κλασ­σι­κό παρά­δειγ­μα το ποί­η­μα με τον χαρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο «Ευχή Λαού», σελ. 108, όπου ανα­φε­ρό­με­νη στο Λαό γρά­φει: «όλο φωτιά , μπα­ρού­τι, για­τί η φωτιά του δίκιου σου τα ξεπερ­νά­ει αυτά».

Η Μ.Φ.-Μ. στη­λι­τεύ­ει τη βία σε κάθε της μορ­φή κι ανά­με­σά της , αυτήν ακό­μα του εμπρη­σμού, έτσι δεν διστά­ζει να καταγ­γεί­λει με έμφορ­τες σαν πόνο ψυχής, τις οικο­λο­γι­κές ανη­συ­χί­ες της, το φαι­νό­με­νο της «καμέ­νης γης που σφα­δά­ζει», καθώς γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά, συνε­νώ­νο­ντας και συγκοι­νω­νώ­ντας και συν­λει­τουρ­γώ­ντας το μαρ­τύ­ριο φύσης και ανθρώ­που που ταυ­τί­ζε­ται και συμπά­σχει  σ’ αυτήν την εξο­λό­θρευ­ση  του τοπί­ου  και της ψυχής, μη διστά­ζο­ντας να μας δώσει την ελπί­δα που την προ­σεγ­γί­ζει όπως  «η πρά­σι­νη χλόη» που προ­οιω­νί­ζει την ανα­γέν­νη­ση  της φύσης και  στο τέλος το θρί­αμ­βο της ίδιας της ζωής στην ανα­μέ­τρη­ση με τον θάνα­το∙ πάντως και σ’ αυτό το πεδίο του εμπρη­σμού δεν παύ­ει σαν ποι­ή­τρια να μας δίνει  μιαν «αλλιώς ωραία»  (Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της) επο­χή, προ­τού συντε­λε­στεί το ψέμα. Πόσο αλα­φρώ­νει το ζοφε­ρό κλί­μα δίχως βεβαί­ως να αφί­στα­ται της κατα­δί­κης του εμπρη­σμού. Θα μας πει τόσο λυρι­κά πως «ο ουρα­νός πανευτυχής/ ακροπατούσε/ στις κορ­φά­δες των πεύκων».

Οι ορί­ζο­ντες της ποι­ή­τριας πλα­ταί­νουν και συνα­κό­λου­θα οι ανη­συ­χί­ες της για την κατα­στρο­φή του πλα­νή­τη, με το τερά­στιο πρό­βλη­μα της  απώ­λειας του νερού, μας μετα­φέ­ρει  με τους στί­χους της έντο­να και παρα­στα­τι­κά στην Αφρι­κή και συγκε­κρι­μέ­να στις ακτές της Τυνη­σί­ας, σε αυτό το τοπίο ερή­μου και των επα­να­λαμ­βα­νό­με­νων ριπών των λέξε­ων με τις οποί­ες κλεί­νει το ποί­η­μα, όχι για να απο­κοι­μί­σει αλλά, του­να­ντί­ον για να ξυπνή­σει τις ναρ­κω­μέ­νες συνει­δή­σεις  πολ­λών εξ ημών. Ακού­στε τους κρο­τα­λι­σμούς –συμ­βο­λι­κά- πυροβόλων,«ποτάμια στεγνά/ μνή­μα­τα ανοιχτά/ κου­φά­ρια στε­γνά, θυμά­των λειψυδρίας/κι ανθρώ­πι­νης αδια­φο­ρί­ας». Μετά την κατα­γρα­φή η γενι­κή πτώ­ση, κυριο­λε­κτι­κά και μεταφορικά.

Στην ποί­η­ση της Μαρ­γα­ρί­τας Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση, ένα ευλο­γη­μέ­νο κατα­φύ­γιο, για να θυμη­θού­με τον Φώτη Κόντο­γλου, υπάρ­χει ένα συνα­πά­ντη­μα  λαών σε μια συνύ­παρ­ξη ευθύ­νης και χρέ­ους, όπως τονί­σα­με στην αρχή της εισή­γη­σής μας σ’ αυτό το παγκό­σμιο μανουά­λι και στα περι­στύ­λια των αρχαί­ων ναών, όπου όλοι καλού­μα­στε να δώσου­με το παρόν-δεν περισ­σεύ­ει κανέ­νας- ανά­βο­ντας το μικρό , ταπει­νό μας κερά­κι-ακτί­να φωτός και περι­φρού­ρη­σης των απα­ρά­γρα­πτων δικαιω­μά­των του ανθρώ­που αλλά και ενώ­νο­ντας την προ­σευ­χή μας  στο ταξί­δι του ανθρώ­που πάνω στη γη αιώ­νες τώρα. Από την άλλη μεριά  αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε καλύ­τε­ρα τους τριγ­μούς  από την παγκό­σμια τρι­κυ­μία στην ίδια γλώσ­σα , στον ίδιο αέρα, στις ίδιες ατρα­πούς και παρα­μέ­τρους τόσων και τόσων αγω­νι­στών που θυσιά­στη­καν , με το αίμα τους και τη ζωή τους, παλεύ­ο­ντας να δια­σώ­σουν τα ανα­φαί­ρε­τα και απα­ρα­βί­α­στα ,  κάνο­ντας πρά­ξη τη ρήση  του εθνι­κού μας ποι­η­τή: «θέλει αρε­τήν και τόλ­μην η ελευθερία».

Θα πρέ­πει ακό­μα να τονί­σου­με πως η γλώσ­σα την οποία χρη­σι­μο­ποιεί η ποι­ή­τρια (και που βεβαί­ως δεν είναι τίπο­τε άλλο, παρά πρω­τί­στως και κυρί­ως εργα­λείο συνεί­δη­σης, αυτό είναι η γλώσ­σα) είναι στρω­τή, δίχως νοη­μα­τι­κές ακρό­τη­τες, καθα­ρή και πηγαία και νερο­μά­να και  το γνω­στό προ­σω­πι­κό ύφος και ήθος της, παρου­σιά­ζει μια θαυ­μα­στή αλλη­λου­χία και πλη­ρό­τη­τα με τις προη­γού­με­νες κατα­θέ­σεις της, είναι λιτό και πυκνό, δίχως να χάνει το χρό­νο του, σφι­χτο­δε­μέ­νο, ρεα­λι­στι­κή γρα­φή ολο­ζώ­ντα­νη απει­κό­νι­ση των δρώ­ντων και των δρώμενων.«Οι πομπές της νύχτας/δεν κρύβονται,/ούτε σε σκο­τά­δι βαθύ,/ οι βόγ­γοι, οι αντι­θέ­σεις, η ιαχή…..»Λέξεις καρ­φιά, καί­ριες δια­πι­στώ­σεις και συγκλο­νι­στι­κή περι­γρα­φή, κατα­γρα­φή-υπο­γρα­φή  με το χέρι στην καρδιά.

Αρκε­τές φορές βέβαια, παρα­τη­ρού­με  και αυτό είναι μια γενι­κή παρα­τή­ρη­ση στο ποι­η­τι­κό της σώμα και αίμα πως δεν μειώ­νει, αντί­θε­τα, φορ­τί­ζει και κάνει πιο απτή  την ανα­φο­ρά και την προ­σέγ­γι­ση στο ζητού­με­νο, πως μέσα στο ίδιο ποί­η­μα μπο­ρεί να συντα­χθεί εν είδει συμπε­ρά­σμα­τος-κατευ­θυ­ντή­ριας δρά­σης-ένα επι­μύ­θιο, σύνο­λο δύο-τριών στί­χων ή μια επι­σή­μαν­ση που μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει και ως ο επί τον τύπον των ήλων κατα­γρα­φέ­ας, όπως: «βρες μια χαρα­μά­δα φως» ή «πώς τόσες χού­φτες άδειες να γεμί­σουν;».  Mια ποί­η­ση που απο­τυ­πώ­νει τους παλ­μούς και τον σφυγ­μό των ημε­ρών μας, επί­σης το ποί­η­μα, πολ­λά ποι­ή­μα­τά της  μπο­ρούν να δια­βα­στούν από πίσω προς τα εμπρός, από το τέλος ως την αρχή. Μια ποί­η­ση όχι  απλώς καταγ­γελ­τι­κή αλλά συμπά­σχου­σα και θρη­νού­σα, όχι όμως με την αβά­στα­χτη και τη βαριά μορ­φή μιας ελε­γεί­ας και τη θρη­νη­τι­κή μορ­φή. Το ζητού­με­νο είναι πάντα μια εξεύ­ρε­ση λύσης, μια λυτρω­τι­κή έξο­δος και τέτοια έξο­δο έχει το ποι­η­τι­κό σώμα και αίμα της, με πολύ­χρω­μα παρα­πε­τά­σμα­τα και αγκυ­λώ­σεις για να υπερ­βού­με επι­τέ­λους τη θολή γραμ­μή των ορι­ζό­ντων (Νίκος Καββαδίας).

Αυτή η ποί­η­ση μας χρειά­ζε­ται. Σαν πυρω­μέ­νη λάβα  με ενέρ­γεια, ενάρ­γεια μετάγ­γι­ση αίμα­τος και δρά­σης, για­τί όπως γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά και πιστεύ­ει με ακρά­δα­ντη την πεποί­θη­σή της πως θα μπο­λιά­σουν το χώμα για να καρ­πί­σει το δέντρο της πολυ­πό­θη­της ελευ­θε­ρί­ας: «τόσο αίμα χυμένο/ όχι οι λαοί δεν το λογά­ρια­σαν ποτέ/ ούτε έκπτω­ση έκα­ναν ποτέ στην αξία του/το έχυ­σαν άφθο­νο στα ριζά της δικαί­ω­σης». Έχει το θάρ­ρος ακό­μα η ποι­ή­τρια να καταγ­γεί­λει όλους αυτούς τους θανά­τους και τις μυστή­ριες εξα­φα­νί­σεις ανθρώ­πων, όπως οι δημο­σιο­γρά­φοι που κάνουν το καθή­κον τους στα μετε­ρί­ζια και χάνο­νται, όπως το συμ­βάν  της 19ης Ιου­λί­ου του 2011, όπου εξα­φα­νί­στη­κε δημο­σιο­γρά­φος χωρίς να μαθευ­τεί τίπο­τα. Έχει αυτές τις τέσ­σε­ρεις λέξεις τις απλές, αυτές κατα­δεί­χνουν το μέγε­θος της οδύ­νης  αλλά και της παγκό­σμιας αδια­φο­ρί­ας που επέ­βα­λε για μια ακό­μα φορά τη σιω­πή, ακού­στε τις: «ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΙΛΑΕΙ».

Μα η ζωή γρά­φε­ται όπως υπο­στη­ρί­ζει η ίδια με δρό­μους διά­σπαρ­τους με πτώ­μα­τα και με αίμα. Ποί­η­ση γραμ­μέ­νη με οργή και θυμό, δίκαια , για­τί πλη­μυ­ρί­ζει η ψυχή της από αυτό που εμείς οι νομι­κοί λέμε  «δικαιο­λο­γη­μέ­νη αγα­νά­κτη­ση» για τα όσα τερα­τώ­δη συμ­βαί­νουν και δεν προ­λα­βαί­νουν να γίνουν κτή­μα μας προ­τού ξεσπά­σει κι άλλο βίαιο γεγο­νός (βλέ­που­με τηλε­ό­ρα­ση τρώ­γο­ντας και ακού­με τις ειδή­σεις με τα πτώ­μα­τα και τους θανά­τους σαν να μην τρέ­χει τίπο­τα, έχου­με τόσο συνη­θί­σει): «Λησμο­νή­σα­με ολό­τε­λα  παι­δεία και αγώ­νες κι ιστο­ρία»… Στο τέλος αυτό που απο­μέ­νει είναι ότι το πεδίο δρά­σης και η ευθύ­νη μετα­φέ­ρε­ται στις δυνά­μεις του καθε­νός από εμάς που είχα­με και συμπα­ρα­στά­τες στο παγκό­σμιο προ­σκλη­τή­ριο ακό­μα και «τού­τα τα ζωντα­νά της ζού­γκλας επα­να­στα­τούν στην εκμε­τάλ­λευ­ση και την αδι­κία» . Μια ποί­η­ση σπον­δυ­λω­τών αρθρώ­σε­ων , που κάλ­λι­στα μπο­ρούν να απο­σπα­στούν κάποια μέρη της , παναν­θρώ­πι­νη και οικου­με­νι­κή, αυθόρ­μη­τη αλλά και στη­λι­τευ­τι­κή, αγω­νιού­σα και προ­τεί­νου­σα λύσεις, και όχι απλώς δια­πι­στευ­τι­κή και κατε­ναυ­στι­κή, όπως έλε­γε παλιά ότι πρέ­πει να είναι η ποί­η­ση ο γνω­στός συγ­γρα­φέ­ας και συμπα­τριώ­της μου Αση­μά­κης Παν­σέ­λη­νος. Βρο­ντή και αστρα­πή και καται­γί­δα και χεί­μαρ­ρος που κατευ­θύ­νε­ται από αγά­πη , έγνοια και φρο­ντί­δα για τον συνάν­θρω­πο, που ξαγρυ­πνά στο προ­σκε­φά­λι του πόνου και του χρέ­ους, μια ποί­η­ση τρα­γι­κής μορ­φής και τοπίο θανά­του αλλά και μια ποί­η­ση που σαλ­πί­ζει γι’ αγώ­νες και διεκ­δι­κή­σεις  σ’ έναν κόσμο που δεν νογά ( Οδυ­σέ­ας Ελύτης).«Εμείς οι άνθρωποι/ να μπού­με μπροστά/ ταγοί και κριάρια/στου λαού μας το πρόσταγμα/στης ζωής τα νταμάρια/».

Ποί­η­ση με τρό­πο και στά­ση ζωής, με αξιο­ζή­λευ­τη αρμο­δε­σιά, δια­λε­χτή, που δεν γνω­ρί­ζει σύνο­ρα και δια­κρί­σεις , υψη­λό­πνοη που εισχω­ρεί παντού, των θυρών κεκλει­σμέ­νων, αρκεί να μπο­ρεί και να θέλει κανείς να την ακού­σει, όπως γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά η Χρυ­σάν­θη Ζιτσαία για μιαν άλλη Κοριν­θία ποι­ή­τρια, την Ευαγ­γε­λία Πάνου-Παπα­χρή­στου, που χάσα­με πριν μερι­κά χρό­νια και που ισχύ­ουν οπωσ­δή­πο­τε για την παρού­σα άξια ποι­ή­τρια που γνω­ρί­ζου­με σήμε­ρα, την Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση. Την ποι­ή­τρια με το αγω­νι­στι­κό φρό­νη­μα, την ατα­λά­ντευ­τη, ακλό­νη­τη πίστη για τη δικαί­ω­ση των ορα­μά­των της, έξω από φραγ­μούς, όρια, που χρό­νια τώρα μάχε­ται στο δικό της μετε­ρί­ζι με ωρι­μό­τη­τα απο­φα­σι­στι­κή και αγω­νι­στι­κό παλ­μό, ακό­μα κι αν οι θεοί είναι άφα­ντοι, σε ανοι­χτά πελά­γη πάντα και τα παι­διά της Συρί­ας γίνο­νται παι­διά όλων των λαών της γης, οι ναυα­γοί του κόσμου με σαπιο­κά­ρα­βα, με πλη­ρω­μέ­νους εγκλη­μα­τί­ες και κατα­δό­τες.. Για αυτούς γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση πως παρ’ όλα αυτά , πλέ­ουν μ’ ένα βλέμ­μα χαμό­γε­λο και τη μάνα μ’ ένα λου­λού­δι ολάν­θι­στο και κυρί­ως μια ματιά καρ­φω­μέ­νη στο όνει­ρο! Γι αυτούς όλους τους ήρω­ες- τους μικρούς Χρι­στούς, τους σταυ­ρω­τή­δες συναν­θρώ­πους τους, για την κατά­ρα και το μίσος του πολέ­μου, την παγκό­σμια ανθρω­πο­σφα­γή. Η ποι­ή­τρια εφαρ­μό­ζει τη ρήση του Γιάν­νη Ρίτσου: «τα σύκα-σύκα και η σκάφη-σκάφη».

Όμως η ποι­η­τι­κή της δρα­στη­ριό­τη­τα δεν στα­μα­τά εδώ. Γρά­φει για το φεγ­γά­ρι και για την παν­σέ­λη­νο, δυο ωραιό­τα­τα ποι­ή­μα­τα, μάλ­λον δυο ποι­η­τι­κές συν­θέ­σεις, αφιε­ρω­μέ­νες στον φίλο της, τον αεί­μνη­στο  Γιάν­νη Στε­φα­νό­που­λο. Μέσα τους αντι­κα­το­πτρί­ζο­νται συμ­βο­λι­κά οι κινή­σεις των φεγ­γα­ριών, των άστρων και μέσα τους ανα­πτύσ­σο­νται και συνα­ντώ­νται τόσα και τόσα σε μια συνο­μι­λία φύσης και ψυχής, εσω­τε­ρι­κοί κρα­δα­σμοί και μύχιοι πόθοι, σε μιαν εσω­τε­ρι­κού δια­λό­γου μεγά­λου βελη­νε­κούς, δεη­τι­κή ποί­η­ση  με τρυ­φε­ρό­τη­τα κι ευαι­σθη­σία μονα­δι­κή, με τα ίχνη της και τη συν­δρο­μή των μυστι­κών πηγών της ψυχής, μια απο­λο­γία και μια προ­σευ­χή και ανα­ζή­τη­ση, μια ασκη­τι­κή και μια αντι­πα­ρά­θε­ση λόγου και πρά­ξης, βιω­μά­των, φιλο­σο­φι­κών ενα­τε­νί­σε­ων, ανα­ζη­τή­σε­ων, προ­βλη­μα­τι­σμών, χορού και  χάρα­ξης πορεί­ας και αναμ­φι­σβή­τη­τα, όπου ο χώρος και ο χρό­νος ακι­νη­τούν, άλλω­στε κινού­νται με ξεχω­ρι­στή αργή κίνη­ση, σε αυτά τα ποι­ή­μα­τα σε σχέ­ση με τα προη­γού­με­να γεγο­νός που επι­τρέ­πει να ανα­λο­γι­στού­με αυτά τα στά­δια ως ιντερ­μέ­ντια και εναλ­λα­γές φορ­τί­σε­ων πιο αργών, ικα­νών να προ­σφέ­ρουν εσω­τε­ρι­κή γαλή­νη καθώς και με συνο­μι­λία όπου κυριαρ­χεί η γαλή­νη, η εγκαρ­τέ­ρη­ση και η απα­ντο­χή, τα ίδια τοπία ζωής και θανά­του εναλ­λασ­σό­με­να και δια­πλε­κό­με­να λει­τουρ­γούν και ως φάροι εσω­τε­ρι­κού φωτι­σμού και ενδε­χο­μέ­νων ενδυ­να­μώ­σε­ων, που κατα­λή­γουν σε αισιό­δο­ξα συμπε­ρά­σμα­τα και εκφάν­σεις όπως : «κάποια αυγή /ο ήλιος θα βγεί/ και θα φωτί­σει τα πλά­σμα­τά του/ πάνω στη γη» ή «και μιαν υπό­σχε­ση σκορ­πά / την άνοι­ξη ώ! Φως μου /πως διώ­χνει το χειμώνα!»

Όμως η ποι­ή­τρια έχει και το δικό της ευλο­γη­μέ­νο κατα­φύ­γιο περί­θαλ­ψης «αδέ­σπο­των» ποι­η­μά­των όπως τα απο­κα­λεί και όχι κατα­φύ­γιο θηρα­μά­των, που σημαί­νει πρό­βα­τα επί σφα­γή, όπως συνηθίζεται.Στα ποι­ή­μα­τα αυτά που είναι ΙΝ CORPO (ξεχω­ρι­στά) υπάρ­χει μια μεγα­λύ­τε­ρη ελευ­θε­ρία έκφρα­σης και από­δο­σης μορ­φών και περιε­χό­με­νου, όπου της νύχτας τα κρυ­φά μυστι­κά εμπε­ριέ­χουν σκη­νές μιας ενδό­τε­ρης επι­κοι­νω­νί­ας της ποι­ή­τριας με τον εαυ­τό της  , όπου ανα­ζη­τώ­ντας την αλή­θεια της ταυ­τό­τη­τας, επα­νέρ­χο­νται οι παι­δι­κές μνή­μες, κλει­δί σύν­δε­σης της ίδιας της ποι­ή­τριας με την άφα­τη μνήμη.

Μια εφ’ όλης της ύλης περι­ή­γη­ση και ιχνη­λα­σία , εκεί όπου σφυ­ρη­λα­τεί­ται η ξεχω­ρι­στή αυτάρ­κεια και συγκρό­τη­ση, ταυ­τό­χρο­να τα φλέ­γο­ντα  θέμα­τα του ανθρώ­που, όπως  ο λευ­κός θάνα­τος των ναρ­κω­τι­κών, οι παράλ­λη­λοι δρό­μοι του ανθρώ­που, οι  σκέ­ψεις οι συνα­φείς της  εξό­ντω­σης,  η αξία της εργα­σί­ας, συγκρι­τι­κά και συγκρου­σια­κά στο μεταίχ­μιο γεγο­νό­τα όπως το πρώ­το κλά­μα, το λευ­κό της απο­στεί­ρω­σης και το μαύ­ρο της παναν­θρώ­πι­νης κατά­θλι­ψης, τα τρω­κτι­κά της γης και της καθ’ εκά­στης εξου­σί­ας και ο παράλ­λη­λος ευνου­χι­σμός πνεύ­μα­τος και ζωής ή αλλιώς  Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ για να θυμη­θού­με τον Στρα­τή Μυρι­βή­λη, τον συμπα­τριώ­τη μου, η παρου­σία και η απου­σία των αγα­πη­μέ­νων και η βασα­νι­στι­κή και πολύ­χρο­νη πορεία  «σ’ ένα θανα­τη­φό­ρο σκο­τά­δι», ο εξαν­δρα­πο­δι­σμός, η αλό­γι­στη εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα, η κερ­δο­σκο­πία. Όλα αυτά όμως τα ποι­ή­μα­τα συνι­στούν μιαν ευρεία ενό­τη­τα που σε τίπο­τα δεν αντι­πα­ρα­τί­θε­ται  με τον γενι­κό κορ­μό και ύφος της συγκε­κρι­μέ­νης συλλογής.

Αχαρ­το­γρά­φη­τα ποι­ή­μα­τα δεν υπάρ­χουν στους «Άφα­ντους Θεούς». Υπάρ­χει αλλη­λου­χία και εναλ­λασ­σό­με­να πεδία φόρ­τι­σης. Μια αγω­νι­στι­κή  ανά­θε­ση, ένας  πόθος για το κοι­νό όρα­μα! Ακό­μα η ποι­ή­τρια μας δίνει ταυ­τό­χρο­να το ακρι­βό δώρο της ανα­δρο­μής στα θύμα­τα του Πολυ­τε­χνεί­ου, της επο­χής μας. Μιας επο­χής που ζήσα­με, και που ανα­δύ­ε­ται το γενι­κό­τε­ρο κλί­μα της βίας, της αντί­στα­σης, το νόη­μα και το  περιε­χό­με­νο της θυσί­ας χωρίς αντάλ­λαγ­μα: «Ορθό τ’ ανά­στη­μα, στητό/ξεπέρασε τον ήλιο/και της ψυχής το ψήλωμα/στητό κι αυτό περίσσιο/ δεν έχει κρατημό!»

Αυτό το στε­ρη­τι­κό ΑΛΦΑ των «ΘΕΩΝ ΑΦΑΝΤΩΝ» επι­βάλ­λει το εκ των ων ουκ άνευ, της κοι­νω­νι­κής συμ­με­το­χής όλων μας  και της συμ­με­το­χής στο μερί­διο της ευθύ­νης που ανα­λο­γεί στον καθέ­να. Η Μ.Φ.-Μ. προ­σγειω­μέ­νη και δυνα­τή προ­τάσ­σει τον δικό της τρό­πο και στά­ση ζωής  που βρί­σκει κάθε μέρα πολ­λούς απο­δέ­κτες. «Μένει για μας τους ταπεινούς/ ένα ποτή­ρι μονα­χά: εκείνο/ των πικρών των μαρ­τυ­ρί­ων…». Από την άλλη μεριά επει­δή η Τέχνη είναι μαρ­τυ­ρία γι αυτό και θέλει  εθε­λο­ντές, μάρ­τυ­ρες και δοκι­μα­στές. Είναι η βίω­ση του χρό­νου σε λίγες στιγ­μές , είναι οι «μικρές βου­τιές» (ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Στρα­τή Μυρι­βή­λη), αυτές που αγγί­ζουν μια ολό­κλη­ρη ζωή , οι στί­χοι και οι στό­χοι της Μ.Φ‑Μ σε ένα ξεχω­ρι­στό δια­μέ­τρη­μα του χρό­νου. Η ποι­ή­τρια με μικρές φρά­σεις, στί­χους των δύο τριών λέξε­ων ιστο­ρεί, ζωγρα­φεί και περι­γρά­φει συγκλο­νι­στι­κά την κλε­ψύ­δρα των ημε­ρών και ταυ­τό­χρο­να είναι και μια αξο­νι­κή κατα­γρα­φή μιας ολό­κλη­ρης επο­χής. Πρό­κει­ται για μια ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση που απο­τε­λεί­ται από τέσ­σε­ρεις επι­μέ­ρους εικό­νες. Κλεί­νο­ντας να πού­με ότι είναι επι­λε­κτι­κή η παρά­θε­ση και μόνο των τίτλων που ζωγρα­φούν και συνα­πο­τε­λούν  το κύριο περιε­χό­με­νο δρά­σης και εστί­α­σης του ποι­η­τι­κού χώρου και χρό­νου της Μ.Φ.-Μ, τις ανα­φέ­ρου­με για του λόγου το αλη­θές. Από τα περιε­χό­με­να και μόνο θα το δεί­τε: Πόνος που ματώ­νει, αγώ­νας και πίκρα, πνιγ­μέ­νη φωνή, έκρη­ξη, φιμω­μέ­νη κραυγή.

Αγα­πη­τοί φίλοι με τους «ΘΕΟΥΣ ΑΦΑΝΤΟΥΣ» η Μ.Φ.Μ γονι­μο­ποιεί το σπό­ρο του «άξιου τέκνου της ανά­γκης κι ώρι­μου τέκνου της οργής» του Κώστα Βάρ­να­λη. Λόγος, ανά­σα και ανά­θε­μα, μνή­μη, ανοι­χτά μέτω­πα και­ρών, διαρ­κής έντα­ση, αγώ­νας ζωής και θανά­του και αδιέ­ξο­δα προ­σμε­τρώ­νται και κατα­δι­κά­ζο­νται μικρο­ψυ­χείς και ευτε­λείς συναλ­λα­γές. Η ποι­ή­τρια βρο­ντο­φω­νά­ζει «είμα­στε ορθοί» κι αυτό είναι που έχει σημα­σία. «Θρέ­ψε ελπί­δα μ’ αγώ­να, /όνειρα και προσευχή/ κι αναρ­ρι­χή­σου στην κορφή/ χωρίς ρυτί­δα κι οιμω­γή». Ευχα­ρι­στού­με τη Μαρ­γα­ρί­τα Φρονιμάδη-Ματάτση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο