Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δ. Παπαγιαννόπουλος: Ένας από τη μεγάλη γενιά ηθοποιών της μεταπολεμικής Ελλάδας

Ανή­κει στη μεγά­λη γενιά των ηθο­ποιών της μετα­πο­λε­μι­κής Ελλά­δας, όταν μεγα­λούρ­γη­σε ο λεγό­με­νος «εμπο­ρι­κός κινη­μα­το­γρά­φος» και τα θέα­τρα στέ­να­ζαν από τα πλή­θη. Ο Διο­νύ­σης Παπα­γιαν­νό­που­λος, έζη­σε σε μία επο­χή δόξας για το θέα­μα και την ψυχα­γω­γία, που οφει­λό­ταν κατά κύριο λόγο στους ηθο­ποιούς και ιδί­ως μια σει­ρά από πρω­τα­γω­νι­στές με έμφυ­το ταλέ­ντο, καθώς του­λά­χι­στον στον χώρο του κινη­μα­το­γρά­φου, η Ελλά­δα, με τα φτω­χι­κά μέσα και την έλλει­ψη επαγ­γελ­μα­τιών σκη­νο­θε­τών και σενα­ριο­γρά­φων, έστη­νε τη δική της «βιο­τε­χνία» του σινεμά.

Παρό­τι δεν ήταν όμορ­φος και το παρου­σια­στι­κό του, με τα κορα­κί­σια χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ταί­ρια­ζε για ρόλους κακών, με τους οποί­ους έγι­νε γνω­στός στις πρώ­τες του εμφα­νί­σεις στο σινε­μά, ο Παπα­γιαν­νό­που­λος θα δια­κρι­θεί ιδιαί­τε­ρα στην κωμω­δία, αν και μπο­ρού­σε ‑όπως είχε απο­δεί­ξει και στο θεα­τρι­κό σανί­δι και στα πλα­τό ότι μπο­ρού­σε- να παί­ξει οτι­δή­πο­τε, με απί­στευ­τη επι­τυ­χία. Κάτι που απέ­δει­ξε και στην Επί­δαυ­ρο και στο κλα­σι­κό θεα­τρι­κό ρεπερ­τό­ριο, ακό­μη και στην τελευ­ταία ται­νία που γύρι­σε, λίγο πριν πεθά­νει, σε σκη­νο­θε­σία του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου, έχο­ντας απέ­να­ντί του το θεριό της υπο­κρι­τι­κής, τον επι­βλη­τι­κό Μάνο Κατρά­κη.

Ο Διο­νύ­σης Παπα­γιαν­νό­που­λος, που χάσα­με πριν 40 χρό­νια, στις 13 Απρι­λί­ου του 1984, ήταν όμως και ένας εξαι­ρε­τι­κός χαρα­κτή­ρας, μέσα και έξω από τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά στού­ντιο και το παλ­κο­σέ­νι­κο. Ήταν ένας μονα­χι­κός άνθρω­πος, σοβα­ρός, ευγε­νής, της μελέ­της και της γρα­φής, γεν­ναιό­δω­ρος, άκα­κος, ιδιαι­τέ­ρως σεμνός, που κρα­τού­σε την προ­σω­πι­κή του ζωή έξω από τη δημο­σιό­τη­τα, παρό­λο που είχε ιδιαί­τε­ρη αδυ­να­μία στις γυναί­κες και γι’ αυτό δεν ήταν λίγοι οι φίλοι του που τον πεί­ρα­ζαν λέγο­ντας «Νιό­νιο, πάλι την ανι­ψού­λα συνοδεύεις…».

Από το Διακοπτό και τον Παναιγιάλειο στο θέατρο

Γεν­νή­θη­κε στο Δια­κο­πτό της Αχα­ΐ­ας στις 12 Ιου­λί­ου του 1912 και ήταν το όγδοο παι­δί μίας δωδε­κα­με­λούς φτω­χι­κής οικο­γέ­νειας. Ο πατέ­ρας του, ο Σπύ­ρος, έχο­ντας γυρί­σει άφρα­γκος από το… Αμέ­ρι­κα, θα παντρευ­τεί τη Μαρία, με την οποία θα κάνουν δέκα παι­διά. Η οικο­γέ­νεια δια­τη­ρού­σε ένα περί­πτε­ρο στην παρα­λία του χωριού, με τον μικρό Διο­νύ­ση να έχει μία έφε­ση προς τα φιλο­λο­γι­κά μαθή­μα­τα και τις τέχνες, κάτι για το οποίο οι γονείς του αντι­δρού­σαν. Στο σχο­λείο δεν είχε καλούς βαθ­μούς, αλλά διέ­πρε­πε και στον αθλη­τι­σμό, στο ακό­ντιο και στο ποδό­σφαι­ρο, ενώ του άρε­σαν και οι παρα­δο­σια­κοί χοροί. Έκα­νε παρέα από παι­δί με τον μετέ­πει­τα σημα­ντι­κό ζωγρά­φο Γιάν­νη Σπυ­ρό­που­λο και τον γνω­στό τις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες μου­σι­κό και μελε­τη­τή της βυζα­ντι­νής μου­σι­κής Σπύ­ρο Περιστέρη.

Από τον βαρκάρη… στον Βεάκη

Η αγά­πη του για το ποδό­σφαι­ρο θα αντι­κα­τα­στα­θεί από το θέα­τρο, έπει­τα από έναν τραυ­μα­τι­σμό του στον αυχέ­να σε ένα παι­χνί­δι του Παναι­γιά­λειου, στον οποίο έπαι­ζε. Όμως, ο βασι­κός λόγος ήταν όταν είδε με την παρέα του σε θέα­τρο του Αιγί­ου το έργο «Ο Βαρ­κά­ρης του Βόλ­γα» και συγκλο­νι­σμέ­νος από την παρά­στα­ση, απο­φα­σί­ζει να φύγει για την Αθή­να, προ­κει­μέ­νου να γίνει ηθο­ποιός. Θα εγκα­τα­στα­θεί στο σπί­τι της αγα­πη­μέ­νης του αδελ­φής Νότας, στο Μετα­ξουρ­γείο και θα δώσει εξε­τά­σεις στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου, όπου θα περά­σει με τη δεύ­τε­ρη. Το 1938, ακό­μη σπου­δα­στής, θα παί­ξει τον ιππό­τη στο έργο «Βασι­λιάς Ληρ», δίπλα στον Αιμί­λιο Βεά­κη, όπου θα αφή­σει άρι­στες εντυ­πώ­σεις. Ήταν η αρχή για την εντυ­πω­σια­κή πορεία του.

Ο πατέρας της Αλίκης και της Τζένης

Ο Παπα­γιαν­νό­που­λος, εκτός από το πηγαίο ταλέ­ντο του, θα στη­ρί­ξει τη λαμπρή καριέ­ρα του και στην πρω­τό­γνω­ρη για την επο­χή επαγ­γελ­μα­τι­κή του ευσυ­νει­δη­σία, κάτι για την οποία είχαν να λένε οι συνά­δελ­φοί του και κυρί­ως για το ψάξι­μο των ρόλων του, τη μελέ­τη και αφο­σί­ω­ση που έδει­χνε για να μπει στο πετσί των χαρα­κτή­ρων. Ο Παπα­γιαν­νό­που­λος θα δια­κρι­θεί σε ρόλους καρα­τε­ρί­στα, δίνο­ντας τον τόνο αλλά και τις καλύ­τε­ρες στιγ­μές σε ται­νί­ες ή θεα­τρι­κά έργα. Στο σινε­μά, γρή­γο­ρα θα πάρει τη θέση του πατέ­ρα της Αλί­κης ή της Τζέ­νης, χωρίς, όμως, να τυπο­ποι­η­θεί ή να αφή­σει τη μανιέ­ρα να γίνει, όπως συνη­θι­ζό­ταν, ο σίγου­ρος δρό­μος της επιτυχίας.

Ήρωας Πολέμου

Αν και διέ­κο­ψε τις σπου­δές του στο Εθνι­κό για να πολε­μή­σει ως έφε­δρος υπο­λο­χα­γός στο μέτω­πο της Αλβα­νί­ας, όπου δια­κρί­θη­κε για τον ηρω­ι­σμό του, θα επι­στρέ­ψει μετά τη συν­θη­κο­λό­γη­ση στο θέα­τρο, στην κατο­χι­κή Αθή­να. Με την απε­λευ­θέ­ρω­ση, θα παί­ξει για πρώ­τη φορά στο σινε­μά και στο κατο­χι­κό δρά­μα «Τα Παι­διά της Αθή­νας», στο οποίο πρω­τα­γω­νι­στού­σαν οι Έλλη Λαμπέ­τη, Χρι­στό­φο­ρος Νέζερ και Δέσπω Δια­μα­ντί­δου.

Οι πρώτες επιτυχίες

Το 1954 κι ενώ το ελλη­νι­κό σινε­μά είχε απο­κτή­σει εται­ρεί­ες παρα­γω­γής και κάποια στοι­χειώ­δη υπο­δο­μή, θα παί­ξει στο «Ποντι­κά­κι» και στο «Τζο ο Τρο­με­ρός», δυο ενδια­φέ­ρο­ντα μελο­δρά­μα­τα για τον υπό­κο­σμο της Αθή­νας, κρα­τώ­ντας ρόλους κακού. Τον επό­με­νο χρό­νο θα έρθει η ώρα της «Στέλ­λας», όπου θα δια­κρι­θεί υπο­δυό­με­νος έναν σερ­βι­τό­ρο στο νυχτε­ρι­νό κέντρο που τρα­γού­δα­γε η Μελί­να, ενώ θα ανέ­βει κι άλλο στην εκτί­μη­ση του κοι­νού με τις ται­νί­ες «Το Ξύλο Βγή­κε από τον Παρά­δει­σο» και «Στουρ­νά­ρα 288», καθώς αρχί­ζει να παίρ­νει και περισ­σό­τε­ρο χρόνο.

Και Γκρούεζας και Σκούταρης

Η συνέ­χεια θα είναι θριαμ­βευ­τι­κή, ξεκι­νώ­ντας από την κομε­ντί «Το Κοροϊ­δά­κι της Δεσποι­νί­δος», κάνο­ντας για πρώ­τη φορά τον πατέ­ρα της Τζέ­νης Καρέ­ζη. Θα ακο­λου­θή­σουν τερά­στιες επι­τυ­χί­ες, στις οποί­ες η συμ­βο­λή του θα είναι καθο­ρι­στι­κή. Μερι­κές μόνο απ’ αυτές είναι «Η Βίλα των Οργί­ων», «Δεσποι­νίς Διευ­θυ­ντής», «Μια Τρε­λή Τρε­λή Οικο­γέ­νεια», «Λόλα», «Έξω οι Κλέ­φτες», «Φωνά­ζει ο Κλέ­φτης» και «Κάτι Κου­ρα­σμέ­να Παλι­κά­ρια». Φυσι­κά, ανά­με­σα στις πάνω από 130 ται­νί­ες που έπαι­ξε, υπάρ­χουν και οι γνω­στές ανοη­σί­ες, πολύ κατώ­τε­ρες τού επι­πέ­δου του. Άλλω­στε, ήταν ελά­χι­στοι απ’ τους κορυ­φαί­ους ηθο­ποιούς μας, που απέ­φυ­γαν του χαμη­λού επι­πέ­δου παρα­γω­γών και τις σαχλα­μα­ρί­τσες. Βλέ­πε­τε, ήταν και το μερο­κά­μα­το, αλλά και το μερά­κι για καλό θέα­τρο. Ωστό­σο, οι ρόλοι του που θα μεί­νουν για πάντα στη μνή­μη μας και είναι πραγ­μα­τι­κά αξιο­θαύ­μα­στοι, ήταν εκεί­νοι του περί­φη­μου Γκρού­ε­ζα στην κωμι­κή ‑και πολι­τι­κή- σάτι­ρα «Υπάρ­χει και Φιλό­τι­μο», όπου υπο­δύ­ε­ται έναν επαρ­χιώ­τη κομ­μα­τάρ­χη, ένα τρω­κτι­κό του δημο­σί­ου χρή­μα­τος, και του Σκού­τα­ρη στην ρομα­ντι­κή κωμω­δία, και επί­σης σάτι­ρα των πολι­τι­κών ηθών της επο­χής, «Τζέ­νη Τζέ­νη», κάνο­ντας έναν πανούρ­γο κομ­μα­τάρ­χη, που είχε το ψώνιο της πολιτικής.

Το τελευταίο ταξίδι

Τη δεκα­ε­τία του ‘70 θα πάρει και ρόλους πρω­τα­γω­νι­στή, χωρίς όμως να έχει την ίδια επι­τυ­χία. Και αυτό οφεί­λε­ται κυρί­ως στην παρακ­μή του εμπο­ρι­κού σινε­μά που συμπα­ρέ­συ­ρε όλους τους ηθο­ποιούς της μετα­πο­λε­μι­κής επο­χής, εκτός του Θανά­ση Βέγ­γου, του μονα­δι­κού πρω­τα­γω­νι­στή, που κατά­φε­ρε να ξεφύ­γει από τη μιζέ­ρια. Ωστό­σο, ο Παπα­γιαν­νό­που­λος λίγο πριν πεθά­νει θα κάνει ακό­μη μία τερά­στια ερμη­νεία στην ται­νία του Αγγε­λό­που­λου «Ταξί­δι στα Κύθη­ρα». Λίγα λεπτά ήταν αρκε­τά για να δεί­ξει το μεγα­λείο της υπο­κρι­τι­κής του δεινότητας.

Ο Διο­νύ­σης Παπα­γιαν­νό­που­λος, παρά τις εφή­με­ρες ερω­τι­κές του περι­πέ­τειες, έζη­σε μια μονα­χι­κή ζωή, ειδι­κά μετά την απόρ­ρι­ψη του μεγά­λου του έρω­τα, εκεί­νου με την Άννα Καλου­τά, η οποία είχε μάτια μόνο για τον Κων­στα­ντά­ρα. Ο ξαφ­νι­κός του θάνα­τος από εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο και η ανα­κά­λυ­ψη της σορού του τρεις μέρες μετά, στο μικρό του δια­μέ­ρι­σμα στη Λεω­φό­ρο Αλε­ξάν­δρας, θα σοκά­ρει τον ελλη­νι­κό λαό. Ήταν 14 Απρι­λί­ου του 1984. Μετά από επι­θυ­μία του θα ταφεί στη γενέ­τει­ρά του, στο Δια­κο­πτό, όπου ο Δήμος θα τοπο­θε­τή­σει την προ­το­μή του στην παρα­λία. Στον τόπο και τους ανθρώ­πους που αγάπησε…

Πηγή: ΑΠΕ — Χ. Αναγνωστάκης

 

Ο δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου, του Ηρα­κλή Κακαβάνη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο