Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελευθερία και Τέχνη

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Πρό­κει­ται για ένα σημα­ντι­κό άρθρο του Νίκου Αλε­ξί­ου * που δημο­σιεύ­τη­κε στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (14/8/1976). Σ’ αυτό γίνο­νται ανα­φο­ρές-μέσα από μία ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή της τέχνης στις διά­φο­ρες επο­χές- στο πολυ­συ­ζη­τη­μέ­νο θέμα της «ελευ­θε­ρί­ας της τέχνης»,της «στρα­τευ­μέ­νης τέχνης»,με βάση την μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη. Ξεχω­ρί­ζει η άπο­ψη που κατα­θέ­τει ότι : «…η τέχνη ένα δέν­δρο που οι ρίζες του ποτί­ζο­νται στα κατά­βα­θα της εκά­στο­τε κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης και χωρίς καμ­μιά εξω­τε­ρι­κή προ­στα­γή, γεν­νιέ­ται, ανα­πτύσ­σε­ται και δεσμεύ­ε­ται απ’ αυτή…»

Ολό­κλη­ρο το  σχε­τι­κό άρθρο :

«Κάθε μορ­φής κατε­στη­μέ­νο της αστι­κής τάξης περι­φρου­ρεί τα προ­νό­μια του. Ελέγ­χει την πολι­τι­κή κι όλες τις εξου­σί­ες κάτω απ’ την υπο­κρι­τι­κή δικαιο­λο­γία ότι δια­σφα­λί­ζει τον νόμο και την τάξη.

Όταν όμως λέει νόμο, εννο­εί τους κατα­πιε­στι­κούς θεσμούς που κατο­χυ­ρώ­νουν τα συμ­φέ­ρο­ντα του και τάξη είναι οι ποι­κι­λώ­νυ­μοι φρου­ροί που με ευτε­λή αμοι­βή και πολύ δου­λι­κό­τη­τα το εξυ­πη­ρε­τούν. Μα, έρχο­νται ιστο­ρι­κές στιγ­μές που αμφι­σβη­τού­νται τα προ­νό­μια και σκου­ριά­ζουν οι πανο­πλί­ες των φρουρών.

Τότε το κατε­στη­μέ­νο δεί­χνει το πραγ­μα­τι­κό του πρό­σω­πο. Δεν έχει περι­θώ­ρια να υπο­δυ­θεί ούτε τον φιλάν­θρω­πο ούτε τον πατριώ­τη. Μετέρ­χε­ται κάθε μορ­φής βίας κατα­λύ­ει νόμους, μεθο­δεύ­ει βασα­νι­στή­ρια, ξεπου­λά ιστο­ρι­κά εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα (κυπρια­κή τρα­γω­δία). Οργα­νώ­νε­ται η πνευ­μα­τι­κή αντί­δρα­ση, οξύ­νε­ται και εξυ­πη­ρε­τεί­ται από κάθε είδους και­ρο­σκο­πι­κούς μικροκονδυλοφόρους.

Επει­δή ο πόθος για τη λευ­τε­ριά είναι οικου­με­νι­κός ρυθ­μός ζωής, οι κρα­τού­ντες τον καπη­λεύ­ο­νται, ψευ­δο­λο­γώ­ντας ότι τάχα κιν­δυ­νεύ­ει η λευ­τε­ριά της σκέ­ψης και της συνεί­δη­σης. Ξαφ­νι­κά ανα­κα­λύ­πτουν την ιερό­τη­τα της τέχνης που κιν­δυ­νεύ­ει από επι­δρο­μές βαρ­βά­ρων στο άβα­το άλσος της και σαλ­πί­ζουν συνα­γερ­μό για τη σωτη­ρία της. Λένε πως δίχως αυτούς η τέχνη θα πέσει  στα δόκα­να της στρά­τευ­σης και της καθο­δή­γη­σης. Μα είναι πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ρη η τέχνη;

Είναι δηλα­δή φαι­νό­με­νο δίχως προσ­διο­ρι­στι­κά σύνο­ρα; Τάχα­τε είναι τόσο ανε­ξάρ­τη­τη που κινεί­ται στον τόπο και στο χρό­νο με εξω­κοι­νω­νι­κή και εξω­γή­ι­νη υπό­στα­ση; Η στοι­χειώ­δης ιστο­ρι­κή γνώ­ση μας πλη­ρο­φο­ρεί πως η τέχνη είναι μορ­φή με τα δικά της μέσα στε­νά  πάντα συν­δε­μέ­νη με την κοι­νω­νία που τη δημιουρ­γεί. Ότι η τέχνη αλλά­ζει κατευ­θύν­σεις σε μεγά­λες χρο­νι­κές περιό­δους , για­τί συμπο­ρεύ­ε­ται στο ίδιο κανά­λι με τα προ­βλή­μα­τα που απα­σχο­λούν κάθε φορά τον άνθρω­πο. Τα προ­έ­χο­ντα προ­βλή­μα­τα όχι για να τα λύσει η τέχνη λογι­κά αλλά για  να κατα­γρά­ψει  τις συναι­σθη­μα­τι­κές παρα­δο­χές ή τις απω­θή­σεις τους. Κι όταν ακό­μα η τέχνη δεν έχει προ­σλά­βει τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τα που από­κτη­σε σε προηγ­μέ­νες κοι­νω­νί­ες , όταν χρη­σι­μο­ποιεί­ται για εξευ­με­νι­σμό των φυσι­κών στοι­χεί­ων ή σαν φυλα­χτό και σκιά­χτρο των κακών πνευ­μά­των (τοτέμ – σπη­λαιο­γρα­φί­ες – ξόα­να) γεν­νιέ­ται από τις αντι­λή­ψεις της πρω­τό­γο­νης κοι­νω­νι­κής ζωής ‚της γεμά­της από φοβί­ες και δεισιδαιμονίες.

Η κοι­νω­νι­κή  της γέν­νη­σης καθο­ρί­ζει και τον κλά­δο της τέχνης, που της είναι κάθε φορά προ­σφο­ρό­τε­ρος να την εξυπηρετήσει.

Οι Αιγύ­πτιοι έκα­ναν τη θαυ­μα­στή νεκρι­κή τέχνη, για­τί πίστευαν πως ο άνθρω­πος θ’ αντι­με­τω­πί­σει μετα­θα­νά­τια τις ίδιες ανά­γκες ζωής, πως θ’ ασχο­λη­θεί και στα ίδια επαγ­γελ­μα­τι­κά του έργα (ταρί­χευ­ση – πυρα­μί­δες – βασι­λι­κοί τάφοι –νεκρι­κά κτερίσματα).

Ο αρχαί­ος ελλη­νι­κός κόσμος με το αξί­ω­μα μέτρον πάντων ο άνθρω­πος, θεο­ποί­η­σε το ανθρώ­πι­νο κορ­μί. Έδω­σε για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία του πολι­τι­σμού ανθρώ­πι­νη μορ­φή και στους θεούς του. Ανά­πτυ­ξε την γλυ­πτι­κή ‚σμί­λευ­σε την αγαλ­μα­το­ποι­ία που ήταν κατάλ­λη­λη ν’ ανθο­φο­ρή­σει το ανθρώ­πι­νο σώμα και χάρα­ξε την ιστο­ρία και τα κατορ­θώ­μα­τά του πάνω σ’ ανάγλυφα.

Η γλυ­πτι­κή ήταν ο πιο κατάλ­λη­λος κλά­δος της τέχνης για ν’ απει­κο­νί­σει την ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη στη φυσι­κή της κατά­στα­ση. Ο χρι­στια­νι­σμός αγνό­η­σε τη γλυ­πτι­κή που με τις τρεις δια­στά­σεις και τον όγκο της έδι­νε την παραί­σθη­ση του πραγ­μα­τι­κού, ανά­πτυ­ξε τη δισ­διά­στα­τη ζωγρα­φι­κή. Η ζωγρα­φι­κή με την ευλυ­γι­σία του υλι­κού της μπο­ρού­σε ν’ απο­δό­σει τα μετα­φυ­σι­κά της οράματα.

Να προ­χω­ρή­σει «πέραν του οπτι­κού δρώ­με­νου» προς το αόρα­το, το ανι­χνευό­με­νο δήθεν μόνο διαισθητικά.

Κι ο ισλα­μι­κός κόσμος, ίσως από αδυ­να­μία να συλ­λά­βει ή να μορ­φο­ποι­ή­σει ιδέ­ες, ανά­πτυ­ξε με πρω­το­τυ­πία και μαστο­ριά τον κλά­δο της διακοσμητικής.

Κι η δυτι­κή τέχνη από την Ανα­γέν­νη­ση ‚ανα­πτύσ­σο­ντας τον ορθο­λο­γι­σμό και την επι­στη­μο­νι­κή παρα­τή­ρη­ση ‚οδή­γη­σε την τέχνη στην ψευ­δαί­σθη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας – στο νατουραλισμό.

Πού οφεί­λο­νται τού­τες οι βαθιές μεταλ­λα­γές στην τέχνη ; Για­τί εγκα­τέ­λει­ψε το ρυθ­μι­κό σύμ­με­τρο ‚την αρμο­νία ‚την «θέλ­γου­σα» ηρε­μία του αρχαί­ου ελλη­νι­κού κόσμου και βυθί­στη­κε με το χρι­στια­νι­σμό στη φλε­γό­με­νη ταρα­χή της ψυχής και στην εσω­στρε­φή έκτα­ση του ορα­μα­τι­στού; Δεν υπάρ­χει καμ­μιά άλλη εξή­γη­ση παρά μόνο ότι η τέχνη ακο­λου­θεί απ’  την απο­στο­λή της τις κοι­νω­νι­κές μεταλ­λα­γές. Είναι ο ευπα­θής σει­σμο­γρά­φος των κοι­νω­νι­κών συμ­βά­ντων. Κι όταν οι κοι­νω­νί­ες αντι­κα­θι­στούν τις παλιω­μέ­νες ιδέ­ες τους, μετα­το­πί­ζουν τους στό­χους τους με άλλους καταλ­λη­λό­τε­ρους για την προ­κο­πή τους, αλλά­ζο­ντας  και το πρό­σω­πο της τέχνης. Ολό­κλη­ρη χιλιε­τη­ρί­δα η βυζα­ντι­νή τέχνη ‚αγνό­η­σε την ύπαρ­ξη του φυσι­κού κόσμου , για­τί οι στό­χοι που έθε­ταν ήταν «επέ­κει­να του κόσμου τούτου».

Είναι λοι­πόν η τέχνη ένα δέν­δρο που οι ρίζες του ποτί­ζο­νται στα κατά­βα­θα της εκά­στο­τε κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης και χωρίς καμ­μιά εξω­τε­ρι­κή προ­στα­γή, γεν­νιέ­ται, ανα­πτύσ­σε­ται και δεσμεύ­ε­ται απ’ αυτή.  Μέσα σ’ αυτό το χώρο προσ­διο­ρί­ζο­νται τα πλαί­σια της ελευ­θε­ρί­ας της. Κι όταν η κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση είναι ομό­φω­νη ‚η τέχνη ακο­λου­θεί μία μονα­δι­κή κοί­τη (Βυζά­ντιο – Αίγυπτος).Όταν όμως είναι διχα­σμέ­νη , κι υπάρ­χουν αντι­μα­χό­με­νες θέσεις για τη ζωή και τον άνθρω­πο ‚τότε η τέχνη διχά­ζε­ται, σπά­ει σε κομ­μά­τια, παίρ­νει αγω­νι­στι­κό χαρακτήρα.

Ένα τμή­μα της τέχνης εξα­κο­λου­θεί να ορα­μα­τί­ζε­ται με νόστο το παρελ­θόν,  θρη­νεί για ότι χάθη­κε και προ­σπα­θεί να το ανα­βιώ­σει. Μια άλλη τάση ακο­λου­θεί την εύκο­λη λύση της εξυ­πη­ρέ­τη­σης του κατε­στη­μέ­νου, και τέλος υπάρ­χουν οι ζωντα­νές τάσεις που κρι­τι­κά­ρουν, ξεσκε­πά­ζουν ‚παίρ­νουν θέση.

Μα οι τελευ­ταί­ες τού­τες τάσεις χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από το κατε­στη­μέ­νο ‚τέχνη στρα­τευ­μέ­νη ‚πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη, ανε­λεύ­θε­ρη για­τί  αμφι­σβη­τεί την εξου­σία του. Φωνά­ζει λοι­πόν με όλα  τα μεγά­φω­να της «φύλα­κες γρη­γο­ρεί­τε –κιν­δυ­νεύ­ει η ελευ­θε­ρία της τέχνης».

Μα δεν ξέρω αν χαρα­κτη­ρί­ζουν την τέχνη υπό­δου­λο, όταν απει­κό­νι­ζε μόνο βασι­λιά­δες – αυλι­κούς – πάπες – καρ­δι­νά­λιους – στρα­τη­γούς και τραπεζίτες.

Όταν επι­διώ­κει να παρα­σύ­ρει τον κατα­πιε­ζό­με­νο σε ψυχι­κό εφη­συ­χα­σμό να τον ουδε­τε­ρο­ποι­ή­σει να τον απο­μα­κρύ­νει απ’ τα προ­βλή­μα­τά του.

Υπάρ­χει όμως μια «άβα­τος περιο­χή» που καμιά δύνα­μη εξω­τε­ρι­κή δεν μπο­ρεί να την παρα­βιά­σει. Δεν υπάρ­χει εξου­σία που να δια­τά­ζει «κάμε­τε τέχνη» και μάλι­στα «τέτοιου είδους τέχνη».  Για­τί ο φορέ­ας της τέχνης, ο  καλ­λι­τέ­χνης , δεν μπο­ρεί να κάνει βιώ­σι­μη δημιουρ­γία, αν δεν είναι ο ίδιος φορέ­ας βιω­μά­των όχι μόνο ατο­μι­κού αλλά υπε­ρα­το­μι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος, που είναι δηλα­δή εκφρα­στής κάποιας κοι­νω­νι­κής συνείδησης.

Για­τί για να είναι τέχνη πρέ­πει να είναι μια  και­νούρ­για δημιουρ­γία πέραν την γνω­στής ‚να είναι μια και­νούρ­για γένε­ση.  Και κανείς δεν μπο­ρεί να δια­τά­ξει –τη γένεση.

Βιογραφικό

alexiouΟ Νίκος Αλε­ξί­ου γεν­νή­θη­κε το 1906, στη Σκύ­ρο και πέθα­νε στα 1996. Σπού­δα­σε νομι­κά στο Πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών, ζωγρα­φι­κή — που ήταν η ιδιαί­τε­ρη αγά­πη του — στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών και Ιστο­ρία της Τέχνης στην Ολλαν­δία. Από τα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια συν­δέ­θη­κε με το προ­ο­δευ­τι­κό, λαϊ­κό κίνη­μα και μυή­θη­κε στο μαρ­ξι­σμό με “δάσκα­λο” τον Γ. Ιορ­δα­νί­δη. Άσκη­σε τη δικη­γο­ρία, ειδι­κεύ­τη­κε στα ποι­νι­κά και υπε­ρα­σπί­στη­κε στα δικα­στή­ρια πολ­λούς αγω­νι­στές. Ήταν μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ και υπεύ­θυ­νος του ΕΑΜ Αττι­κής με το ψευ­δώ­νυ­μο Καράς. “Γεύ­τη­κε” πολ­λές διώ­ξεις, φυλα­κές και εξο­ρί­ες από το 1930 μέχρι το 1950, με τελευ­ταίο τόπο κρά­τη­σής του το κολα­στή­ριο της Μακρονήσου.

Βιο­πο­ρι­ζό­με­νος ως δικη­γό­ρος, από το 1952 ασχο­λή­θη­κε με την τεχνο­κρι­τι­κή, γρά­φο­ντας στο “Βήμα”, με το οποίο στα­μά­τη­σε τη συνερ­γα­σία του το 1967 και σε περιο­δι­κά. Με το “Ρ” συνερ­γά­στη­κε από τη νόμι­μη επα­νέκ­δο­σή του.

Στο ενερ­γη­τι­κό του — εκτός από την πλη­θώ­ρα των κρι­τι­κών του για εικα­στι­κές εκθέ­σεις, άρθρων για θέμα­τα, μορ­φές, ιδέ­ες και πρό­σω­πα της προ­ο­δευ­τι­κής σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής τέχνης — είχε και τα παρα­κά­τω βιβλία: Το δίτο­μο “Μοντέρ­να Τέχνη”, “Αισθη­τι­κά Σημειώ­μα­τα” και “Ανα­φο­ρά στην Τέχνη”. Συνέ­τα­ξε το θεω­ρη­τι­κό προ­γραμ­μα­τι­σμό για την ίδρυ­ση Οργα­νι­σμού Ελλη­νι­κής Λαϊ­κής Τέχνης και είχε τιμη­θεί για τον τεχνο­κρι­τι­κό του λόγο με Βρα­βείο του ΥΠΠΟ, επί υπουρ­γί­ας της Μελί­νας Μερ­κού­ρη και με το χρυ­σό μετάλ­λιο “Δημη­τρόφ”. (Από σχε­τι­κό σημεί­ω­μα του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ το 1996)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο