Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εξήντα χρόνια «Για Μια Χούφτα Δολάρια» – Ο Λεόνε, ο Μορικόνε και ο Ίστγουντ καθιερώνουν τα σπαγγέτι — γουέστερν

Η θρυ­λι­κή ται­νία, που έβα­λε φωτιά στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό κύκλω­μα με τη μόδα των σπαγ­γέ­τι — γου­έ­στερν, έκα­νε τον Σέρ­τζιο Λεό­νε περι­ζή­τη­το και ένα από τα πιο καυ­τά ονό­μα­τα του χώρου, τον Κλιντ Ίστ­γουντ σταρ και του έδω­σε τα φώτα να γίνει ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους σκη­νο­θέ­τες εν ζωή, αλλά και τον Ένιο Μορι­κό­νε τον σημα­ντι­κό­τε­ρο μου­σι­κο­συν­θέ­τη του σινε­μά, συμπλη­ρώ­νει 60 χρό­νια από την πρε­μιέ­ρα της. Όμως, όλα άρχι­σαν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά, καθώς κανέ­νας δεν είχε πιστέ­ψει σε αυτό το «περί­ερ­γο» και χαμη­λού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού γου­έ­στερν, πέρα από τον Ίστ­γουντ, τον άση­μο τότε ηθο­ποιό, που η αμοι­βή του ήταν πραγ­μα­τι­κά «μια χού­φτα δολά­ρια». Πάντως, αν γνώ­ρι­ζε ο Κλιντ εκεί­νη την επο­χή την ικα­νό­τη­τα των συντε­λε­στών της ται­νί­ας, θα έπρε­πε να δώσει και από την τσέ­πη του, για να πάρει τον θρυ­λι­κό ρόλο του «μονα­χι­κού ήρωα χωρίς όνομα».

Υπογράφοντας με ψευδώνυμα

Η ται­νία, βασί­ζε­ται στο φιλμ «Γιο­ζί­μπο», που γύρι­σε τρία χρό­νια πριν, το 1961, ο μέγας Ακί­ρα Κου­ρο­σά­βα και απο­τε­λεί το πρώ­το μέρος της «τρι­λο­γί­ας του δολα­ρί­ου», θα κάνει πρε­μιέ­ρα το 1964, έχο­ντας στους τίτλους μόνο τον τότε σχε­δόν άση­μο Κλιντ Ίστ­γουντ, αφού όλοι οι υπό­λοι­ποι συντε­λε­στές είχαν επι­λέ­ξει να υπο­γρά­ψουν με ψευ­δώ­νυ­μα! Ο Σέρ­τζιο Λεό­νε ως Μπομπ Ρόμπερ­τσον, ο Ένιο Μορι­κό­νε ως Λέο Νίκολς, ο διευ­θυ­ντής φωτο­γρα­φί­ας Μάσι­μο Ντα­λα­μά­νο ως Τζακ Ντάλ­μας και ο συμπρω­τα­γω­νι­στής και ήδη κατα­ξιω­μέ­νος ηθο­ποιός του ευρω­παϊ­κού σινε­μά, Τζιαν Μαρία Βολο­ντέ ως Τζον Γουέλς.

Αναγέννηση

Το ιδιαι­τέ­ρως χαμη­λού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού φιλμ, ιτα­λι­κής και ισπα­νι­κής παρα­γω­γής, θα είναι το πρώ­το μίας σει­ράς από σπαγ­γέ­τι — γου­έ­στερν, για παρα­πά­νω από δέκα χρό­νια, ένα είδος που τίμη­σαν τότε ο Σέρ­τζιο Κορ­μπού­τσι, μπή­κε στο πνεύ­μα του ο πολύς Σαμ Πέκιν­πα και ο Ντον Σίγκελ, ο ίδιος ο Κλιντ Ίστ­γουντ και πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα, ο Κου­έ­ντιν Ταρα­ντί­νο. Ήταν και η τελευ­ταία από­πει­ρα ανα­γέν­νη­σης του αγα­πη­μέ­νου κινη­μα­το­γρα­φι­κού είδους, καθώς το κλα­σι­κό γου­έ­στερν είχε τελειώ­σει ουσια­στι­κά από τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’60.

Σπαγγέτι

Η συγκυ­ρία να ενώ­σουν τις δυνά­μεις τους οι τρεις βασι­κοί συντε­λε­στές — Λεό­νε, Ίστ­γουντ και Μορι­κό­νε- αλλά και η βού­λη­ση ότι το κλα­σι­κό γου­έ­στερν είχε αρχί­σει να κου­ρά­ζει επι­κίν­δυ­να με τις αρχές και αξί­ες των αμε­ρι­κά­νι­κων ιδε­ω­δών, έφε­ρε τα σπαγ­γέ­τι — γου­έ­στερν στην επι­φά­νεια. Κύρια χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο ήρω­ας με το άγνω­στο και αμφι­λε­γό­με­νο παρελ­θόν, η έξα­ψη της βίας, η παρακ­μια­κή ατμό­σφαι­ρα, οι διφο­ρού­με­νοι χαρα­κτή­ρες, η ξεχω­ρι­στή μου­σι­κή, τα λοξά πλά­να, αλλά και ότι είναι κατά βάση γυρι­σμέ­να από Ιτα­λούς σκη­νο­θέ­τες, με τεχνι­κό τιμ και δευ­τε­ρεύ­ο­ντες ρόλους από Ισπανούς.

Η πίστη του Κλιντ και οι καραμπόλες

Εδώ, αξί­ζει να ανα­φερ­θεί ότι ο Κλιντ Ίστ­γουντ, ο μόνος που πίστε­ψε στο φιλμ, δεν ήταν η πρώ­τη επι­λο­γή για το ρόλο του «ανθρώ­που χωρίς όνο­μα», τον οποίο πήρε τελι­κά μετά από απί­στευ­τες καρα­μπό­λες. Ο Λεό­νε είχε προ­σφέ­ρει τον ρόλο στον Τζέιμς Κόμπερν, ο οποί­ος ζήτη­σε υπέ­ρο­γκη αμοι­βή, ενώ η δεύ­τε­ρη επι­λο­γή ήταν ο Τσαρλς Μπρόν­σον που είχε απορ­ρί­ψει, ως απα­ρά­δε­κτο, το σενά­ριο. Ακό­μη και ο Ρίτσαρντ Χάρις δεν θέλη­σε να συμ­με­τά­σχει και πρό­τει­νε τον Έρικ Φλέ­μινγκ, ο οποί­ος τελι­κά έδει­ξε τον Κλιντ Ίστγουντ.

Απαράμιλλο στιλ

Ο πανύ­ψη­λος και γοη­τευ­τι­κός ηθο­ποιός, που μέχρι τότε έπαι­ζε ρόλους σε τηλε­ο­πτι­κές σει­ρές γου­έ­στερν, αρπά­ζο­ντας την ευκαι­ρία που του έδω­σε ο Λεό­νε, θα είναι υπεύ­θυ­νος για το απα­ρά­μιλ­λο στιλ του κεντρι­κού ήρωα. Αγό­ρα­σε τα σκου­ρό­χρω­μα τζιν από ένα μαγα­ζά­κι στην Χόλι­γουντ Μπού­λε­βαρντ, βρή­κε το καπέ­λο στη Σάντα Μόνι­κα, φορού­σε το ίδιο και άπλυ­το πόν­τσο και στις τρεις ται­νί­ες (ακο­λού­θη­σαν τα φιλμ «Μονο­μα­χία στο Ελ Πάσο» και «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχη­μος»), ενώ υιο­θέ­τη­σε με ενθου­σια­σμό την ιδέα του Ιτα­λού σκη­νο­θέ­τη να έχει μόνι­μα στο στό­μα ένα που­ρά­κι, παρό­τι δεν κάπνι­ζε ο ίδιος.

Άγρια Δύση

Ο Σέρ­τζιο Λεό­νε, που γύρι­σε ελά­χι­στες ται­νί­ες, καθώς πέθα­νε πρό­ω­ρα σε ηλι­κία 59 ετών, μέχρι το 1964 είχε σκη­νο­θε­τή­σει μόλις δυο παρα­γω­γές, με πιο γνω­στή τον «Κολοσ­σό της Ρόδου» με τον Ρόρι Καλ­χούν. Ο Λεό­νε θα πάρει το στό­ρι του Κου­ρο­σά­βα και θα το μετα­φέ­ρει στην «Άγρια Δύση» με λιτό­τη­τα και χωρίς να δημιουρ­γεί απαι­τή­σεις για παράλ­λη­λες ανα­γνώ­σεις και κρυ­φά μηνύ­μα­τα. Ένας μονα­χι­κός άνδρας, που περ­νά από ένα παρακ­μα­σμέ­νο και σχε­δόν ερη­μω­μέ­νο χωριό στα σύνο­ρα με το Μεξι­κό, θα εκμε­ταλ­λευ­τεί τη δια­μά­χη ανά­με­σα σε δυο φατρί­ες παρα­νό­μων και έχο­ντας ως εφό­διο τη δια­μά­χη και την απλη­στία τους, θα τους εξο­λο­θρεύ­σει, χαρί­ζο­ντας την ειρή­νη και την ηρε­μία στο χωριό, εγκα­τα­λεί­πο­ντάς το προς άγνω­στη κατεύ­θυν­ση. Ο εμβλη­μα­τι­κός τίτλος, άλλω­στε, τα λέει όλα για τη δια­χρο­νι­κή τρέ­λα του χρήματος.

Ιδιοφυής σκηνοθεσία

Και μόνο απ’ τα πρώ­τα πλά­να κατα­λα­βαί­νου­με ότι δεν έχου­με να κάνου­με με τα γου­έ­στερν που είχα­με συνη­θί­σει να βλέ­που­με. Ένα μικρό παι­δί που ψάχνει τη μητέ­ρα του, θα εκδιω­χθεί από έναν μπρά­βο της συμ­μο­ρί­ας. Το κλω­τσά, το πυρο­βο­λεί γύρω από τα πόδια και το βρί­ζει. Ήδη, ο Λεό­νε έχει πυρο­δο­τή­σει τα αισθή­μα­τα του θεα­τή, έχει εξά­ψει το ενδια­φέ­ρον του, ενώ ο πηγαί­ος σαρ­κα­σμός του θα δια­τη­ρη­θεί μέχρι τέλους. Με ψαγ­μέ­να και εξό­χως στυ­λι­ζα­ρι­σμέ­να πλά­να, καδρά­ρο­ντας σε λεπτο­μέ­ρειες, αλλά και στο πρό­σω­πο του Ίστ­γουντ και ξετυ­λί­γο­ντας το στό­ρι του με μία ιδιαί­τε­ρη οικο­νο­μία, θα κερ­δί­σει το στοί­χη­μα και θα φτιά­ξει ένα μύθο, ένα ολό­κλη­ρο κινη­μα­το­γρα­φι­κό είδος.

Ο μαέστρος

Πριν, όμως, από τα πρώ­τα πλά­να του Λεό­νε, υπάρ­χει κάτι που θα μας σημα­δέ­ψει για πάντα. Είναι η πρω­τό­γνω­ρη και εκπλη­κτι­κή μου­σι­κή του Ένιο Μορι­κό­νε. Μια μου­σι­κή που έγρα­ψε πριν από τα γυρί­σμα­τα, κατ’ απαί­τη­ση του Λεό­νε, αφού ήθε­λε να σκη­νο­θε­τεί ακού­γο­ντας τη μου­σι­κή. Ο μονα­δι­κός Ρωμαί­ος συν­θέ­της, θα εισά­γει για πρώ­τη φορά σφυ­ρί­χτρες, κου­δού­νια, ιτα­λι­κά λαϊ­κά όργα­να, θεό­πνευ­στα πνευ­στά και έγχορ­δα που στρι­γκλί­ζουν και τα συν­θέ­τει με μαγι­κό τρό­πο. Για­τί αν τα σπαγ­γέ­τι — γου­έ­στερν του Λεό­νε ήταν θαυ­μα­στά, οι μου­σι­κές του Μορι­κό­νε τα έκα­ναν αθάνατα.

Θρυλική ταινία

Ο Σέρ­τζιο Λεό­νε, που έφτα­σε στην κορυ­φή με το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό σπαγ­γέ­τι γου­έ­στερν «Κάπο­τε στη Δύση», θα φύγει πρό­ω­ρα το 1989, αλλά είχε προ­λά­βει να αφή­σει για πάντα το στίγ­μα του στον κινη­μα­το­γρά­φο. Ο Ένιο Μορι­κό­νε θα έχει μία μακρά και αξιο­θαύ­μα­στη πορεία, θα κατα­στεί ως κορυ­φαί­ος συν­θέ­της του κινη­μα­το­γρά­φου, χωρίς καμία αμφι­βο­λία, ενώ ο Κλιντ Ίστ­γουντ, ο μόνος που είναι ακό­μη ζωντα­νός και εξα­κο­λου­θεί να είναι ενερ­γός πίσω και μπρο­στά από την κάμε­ρα, θα φτιά­ξει έναν προ­σω­πι­κό μύθο και μια αμύ­θη­τη περιου­σία χάριν της κλα­σι­κής σήμε­ρα ται­νί­ας «Για Μια Χού­φτα Δολά­ρια». Μιας θρυ­λι­κής ται­νί­ας, που όσο περ­νούν τα χρό­νια τόσο με βεβαιό­τη­τα πιστεύ­ου­με ότι δεν θα είχε ποτέ αυτή την επι­τυ­χία αν έλει­πε έστω κι ένας από τους τρεις βασι­κούς συντε­λε­στές της.

Πηγή: ΑΠΕ / Χ. Αναγνωστάκης

 

Το “έπος” του Γου­έ­μπλεϊ, αφη­γεί­ται ο Αρι­στεί­δης Καμάρας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο