Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εξεταστική για Τέμπη- Α. Αλικανιώτης: «Ακόμα αντιλαμβάνομαι το δυστύχημα ως ένα κακό όνειρο»

«Ίσως ακό­μα να μην έχω συνει­δη­το­ποι­ή­σει τι πραγ­μα­τι­κά έχει γίνει. Εγώ ακό­μα το παίρ­νω σαν ένα κακό όνει­ρο. Απλά ξύπνη­σα με μώλω­πες, εγκαύ­μα­τα, και μια κάκω­ση στο δεξί γόνα­το» ανέ­φε­ρε ο επι­ζή­σας του σιδη­ρο­δρο­μι­κού δυστυ­χή­μα­τος της 28ης Φεβρουα­ρί­ου 2023, Ανδρέ­ας Αλι­κα­νιώ­της, στο πλαί­σιο της κατά­θε­σής του στην εξε­τα­στι­κή επι­τρο­πή για «τη διε­ρεύ­νη­ση του εγκλή­μα­τος των Τεμπών». Γνω­ρί­ζω ότι πολ­λοί παθό­ντες, μέχρι και σήμε­ρα δεν είναι ψυχι­κά και σωμα­τι­κά καλά, είπε ο 22χρονος φοι­τη­τής της Σχο­λής Εμπο­ρι­κού Ναυ­τι­κού Μακε­δο­νί­ας: Έχω γνω­ρί­σει παθό­ντες, «που μου έχου­νε πει ότι ακό­μα έχουν ψυχια­τρι­κή βοή­θεια για να μπο­ρούν να είναι καλά και να μπο­ρούν να κοι­μού­νται τα βράδια».

Αφού περιέ­γρα­ψε τις συν­θή­κες του δυστυ­χή­μα­τος, όπως ο ίδιος τις βίω­σε, καθώς και τις ενέρ­γειές του για τη διά­σω­ση 10–12 συνε­πι­βα­τών του μετά τη σύγκρου­ση των συρ­μών, ο κ. Αλι­κα­νιώ­της ερω­τή­θη­κε για τον ποιον θεω­ρεί υπαί­τιο: «Εγώ δεν είμαι αρμό­διος να κρί­νω σε ποιον θα απο­δο­θούν οι ευθύ­νες. Σίγου­ρα δεν είναι ένας ούτε δύο, ούτε ένα απλό ανθρώ­πι­νο λάθος της στιγ­μής. Σίγου­ρα εμπλέ­κο­νται διά­φο­ροι… Ίσως να ξεκι­νά­ει από τον άνθρω­πο και να ξεκι­νά­ει από τα στε­λέ­χη, από την εκπαί­δευ­ση, που χρειά­ζε­σαι για να μπεις και να πιά­σεις δου­λειά ως σταθ­μάρ­χης ή οποιο­δή­πο­τε στέ­λε­χος μιας τέτοιας εται­ρεί­ας. Όντας ναυ­τι­κός και μηχα­νι­κός, μπο­ρώ να πω ότι, εφό­σον έχου­με την ασφα­λεία ως το Α και το Ω, πραγ­μα­τι­κά δεν μπο­ρώ να κατα­λά­βω, πώς δεν υπάρ­χει μία δικλεί­δα ασφα­λεί­ας για το οτι­δή­πο­τε, (πώς δεν υπάρ­χει) κάποιο σύστη­μα να ανι­χνεύ­ει ότι δύο τραί­να έρχο­νται στον ίδιο διάδρομο…»

Σημεί­ω­σε επί­σης ότι την από­δο­ση των ευθυ­νών την οφεί­λου­με και σε όσους ήταν μέσα στο τραί­νο αλλά «και στους γονείς τους, που στεί­λα­νε το παι­δί τους να σπου­δά­σει, και πήραν πίσω στά­χτη ή σακού­λα».

Ο βου­λευ­τής του ΚΚΕ και μέλος της Επι­τρο­πής Νίκος Καρα­θα­να­σό­που­λος, ανα­φε­ρό­με­νος στον 21χρονο είπε πως «θα ήθε­λα να ευχα­ρι­στή­σω τον Ανδρέα Αλι­κα­νιώ­τη και για την παρου­σία του στην Εξε­τα­στι­κή και για όσα μας έχει πει, αλλά και πάνω από όλα για τη στά­ση του την τρα­γι­κή εκεί­νη βρα­διά». Δεν του έθε­σε ερω­τή­σεις για­τί «κατα­λα­βαί­νω ότι είναι δύσκο­λο και μόνο να επα­νέρ­χο­νται στη μνή­μη τέτοιου είδους περι­στα­τι­κά τα οποία βίω­σε και με τρα­γι­κό τρό­πο. Και πάλι ένα ευχαριστώ».

Αναλυτικά όσα είπε για τη σύγκρουση των τρένων και τις προσπάθειες διάσωσης

Ο Ανδρέ­ας Αλι­κα­νιώ­της περιέ­γρα­ψε τις στιγ­μές της πολύ­νε­κρης σύγκρου­σης των τρέ­νων, νομί­ζο­ντας αρχι­κά πως ήταν εκτρο­χια­σμός για­τί «ποια­νού μυα­λό θα πάει ότι εκεί­νη την ώρα δύο τρέ­να ήρθαν σε μετω­πι­κή σύγκρου­ση, εμέ­να αν μου το λέγα­νε θα μου φαι­νό­ταν περί­ερ­γο, πιστεύω μόνο σε επι­στη­μο­νι­κή φαντα­σία μπο­ρεί να συμ­βεί κάτι τέτοιο». «Με το που έγι­νε σύγκρου­ση, ήταν η στιγ­μή που άρχι­σα να κατρα­κυ­λώ στο σκο­τά­δι. Έσβη­σαν όλα τα φώτα. Το μόνο φως που βλέ­πα­με ήταν από τους σπιν­θή­ρες και από τη φλό­γα γύρω. Κάποιοι που είχαν πάνω τους τα κινη­τά έβα­λαν φακό και έτσι κατα­λά­βα­με ότι είχε πλα­γιά­σει το τρέ­νο. Επει­δή ήμα­σταν σε τελεί­ως επαρ­χια­κό δρό­μο και μακριά από την Εθνι­κή, δεν υπήρ­χαν που­θε­νά φώτα. Μόνο από τη φωτιά», ανέ­φε­ρε και συμπλή­ρω­σε ότι «αρχι­κά προ­σπά­θη­σα να κατα­λά­βω σε τι κατά­στα­ση βρι­σκό­μουν, αν ήμουν αρτι­με­λής. Είχα κανο­νι­κά τις αισθή­σεις μου και μετά άρχι­σα τις ανά­λο­γες δρά­σεις πώς πρώ­τα εγώ να επι­βιώ­σω και μετά να βοη­θή­σω κι άλλα άτο­μα, που και έκα­να. Σηκώ­θη­κα γρή­γο­ρα εκεί­νη την ώρα για­τί και­γό­μουν από τις λαμα­ρί­νες γύρω».

Μέσα ήταν απο­πνι­κτι­κή η ατμό­σφαι­ρα από τις ανα­θυ­μιά­σεις και από αυτά που καί­γο­νταν, είπε και πως μαζί με ένα άλλο παι­δί είδαν ένα ραγι­σμέ­νο τζά­μι που το έσπα­σαν με βαλί­τσα προ­κει­μέ­νου να βγουν από το βαγό­νι και «να πάρου­με την πρώ­τη ανά­σα. Προ­σπα­θή­σα­με και εγώ και άλλοι να απε­γκλω­βί­σου­με άτο­μα που ήταν σε χει­ρό­τε­ρη κατά­στα­ση από εμάς, για να μπο­ρέ­σουν να σωθούν κάποιες ψυχές». Με αυτό τον τρό­πο σώθη­καν κατά προ­σέγ­γι­ση 10 άτο­μα από τα περί­που 50 που ήταν μέσα. «Μετά πηδή­ξα­με από ύψος 4 μέτρων για­τί είχε πλα­γιά­σει το βαγό­νι, υπήρ­χε κλί­ση. Και όσοι ανέ­βαι­ναν πάνω στο παρά­θυ­ρο για να φύγουν, η μόνη έξο­δος ήταν από εκεί, πάνω στα υπό­λοι­πα σίδε­ρα που είχαν πέσει από το τρέ­νο», σημεί­ω­σε, λέγο­ντας πως και κάποιοι που ήταν τραυ­μα­τι­σμέ­νοι και ανή­μπο­ροι για να σκαρ­φα­λώ­σουν και να πηδή­ξουν τους πήραν στα χέρια για να τους βοη­θή­σουν να πηδή­ξουν εκτός του τρέ­νου. Λόγω του ύψους, είπε, αλλά και των σίδε­ρων που υπήρ­χαν στο σημείο έξω από το παρά­θυ­ρο, παρά τις βαλί­τσες που έρι­ξαν στο σημείο της πτώ­σης για να την ανα­κό­ψουν, αρκε­τοί τραυ­μα­τί­στη­καν από αυτή, όπως και εκείνος.

Βγή­κε τελευ­ταί­ος από το βαγό­νι, όπως κατέ­θε­σε και «έσπευ­σα σε τραυ­μα­τί­ες για­τί είδα πως η κατά­στα­ση ήταν πάρα πολύ σοβα­ρή. Ήταν σε τρα­γι­κή κατά­στα­ση. Με το που αντί­κρι­σα όλο το σκη­νι­κό και είδα μπρο­στά μου τι γίνε­ται εκεί ήταν το πρώ­το σοκ. Όχι απλά υπήρ­χε φωτιά, αλλά εμείς οι τελευ­ταί­οι του βαγο­νιού γλι­τώ­σα­με τη φωτιά στο μισό μέτρο. Υπήρ­χε φωτιά και στο χωρά­φι, αλλά και από πίσω από το βαγό­νι, μέχρι και το τρί­το ίσως και τέταρ­το βαγό­νι. Και μπρο­στά πόσο μάλλον».

Στά­θη­κε στη στιγ­μή που έφτα­σε η Πυρο­σβε­στι­κή και τα ασθε­νο­φό­ρα λέγο­ντας πως άργη­σαν να τους προ­σεγ­γί­σουν από το δρό­μο. «Στην αρχή είχα πει πως ήταν 20–25 λεπτά αλλά δεν είχα αίσθη­ση του χρό­νου. Μου είπαν όμως μετά πως ήταν πολύ παρα­πά­νω» τόνι­σε και είπε πως χρειά­στη­κε να κόψουν τις λαμα­ρί­νες για να κατέβουν.

Σε ό,τι αφο­ρά την πυρ­κα­γιά, την έκρη­ξη αλλά και τη μυρω­διά, ο 21χρονος φοι­τη­τής Ανδρέ­ας Αλι­κα­νιώ­της είπε ότι «εννο­εί­ται δεν θα ξεχά­σω τη μυρω­διά της φωτιάς που ήταν κάτι σα να σου τρυ­πά­ει τη μύτη. Δεν ήταν το συνη­θι­σμέ­νο καμέ­νο που μπο­ρού­με να μυρί­σου­με στο σπί­τι μας επει­δή κάτι κάη­κε ή στον δρό­μο από καμέ­νο λάστι­χο,. Μύρι­ζε κάτι που δια­πέρ­να­γε τη μύτη, στην άνοι­γε. Όπως την αίσθη­ση της ναφθα­λί­νης. Ήταν ένας συν­δυα­σμός με την κλασ­σι­κή μυρω­διά κάποιου αντι­κει­μέ­νου που καί­γε­ται, όχι πλα­στι­κό για­τί έχει χαρα­κτη­ρι­στι­κή μυρω­διά, σαν ξύλο με κάτι που σε δια­πέρ­να­γε κιό­λας. Δεν ήταν μόνο το απο­πνι­κτι­κό. Σου άνοι­γε τα ρου­θού­νια. Σα να καί­γε­ται κάποιο χημι­κό» και συμπλή­ρω­σε ότι έχει να κάνει και με το τι ύλες προ­φα­νώς μπο­ρεί κου­βα­λά­ει το εμπορικό.

«Κατέ­βη­κα από τη μεριά του χωρα­φιού. Η φωτιά είχε δια­χυ­θεί. Υπήρ­χαν δύο τρία σημεία. Το ένα ήταν κοντά στο κυλι­κείο από την αρι­στε­ρή πλευ­ρά, πιο μπρο­στά από μένα, η άλλη ήταν και εξα­πλω­νό­ταν κάτω από το τρέ­νο εκεί που ήμουν εγώ, χωρίς να υπάρ­χει καύ­σι­μη ύλη» πρό­σθε­σε προ­σπα­θώ­ντας να δώσει την εικό­να και για την πυρ­κα­γιά που ερευ­νά η Εξε­τα­στι­κή Επι­τρο­πή. «Όταν είχα μιλή­σει με κάποιους από τους πραγ­μα­το­γνώ­μο­νες, ήμουν από τους πρώ­τους που ανέ­φε­ρα στους πραγ­μα­το­γνώ­μο­νες για αυτή τη μυρω­διά. Μετά είδα στον επό­με­νο ότι το έψα­χναν περισσότερο».

 

Το “έπος” του Γου­έ­μπλεϊ, αφη­γεί­ται ο Αρι­στεί­δης Καμάρας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο