Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Επανάσταση 1821 — «Φιλική Εταιρεία»: Πλευρές  της λειτουργίας και της μύησης σ’ αυτήν

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Η Φιλι­κή Εται­ρεία (1814) υπήρ­ξε μια από τις πολ­λές μυστι­κές επα­να­στα­τι­κές εται­ρεί­ες που παρου­σιά­στη­καν το πρώ­το τέταρ­το του 19ου αιώ­να στην Ευρώ­πη, όπως οι Καρ­μπο­νά­ροι, οι Δεκεμ­βρι­στές, οι «Καλοί Εξά­δελ­φοι», τα μέλη του «Δεσμού της Αρε­τής». Πριν από τη Φιλι­κή Εται­ρία υπήρ­ξαν άλλες ελλη­νι­κές μυστι­κές εται­ρεί­ες, όπως το «Ελλη­νό­γλωσ­σον Ξενο­δο­χεί­ον», που ιδρύ­θη­κε στο Παρί­σι το 1809 . Άλλες εται­ρεί­ες ήταν η υπό βρε­τα­νι­κό έλεγ­χο «Φιλό­μου­σος Εται­ρεία των Αθη­νών» (1813), που σκο­πό είχε την προ­στα­σία των αρχαιο­τή­των και την οργά­νω­ση σχο­λεί­ου στην Αθή­να και το ρωσι­κό αντί­βα­ρό της η «Εται­ρεία των Φίλων των Μου­σών» που ίδρυ­σε ο Καπο­δί­στριας στη Βιέν­νη (1814), με σκο­πό τη συλ­λο­γή χρη­μά­των για την ενί­σχυ­ση Ελλή­νων που θα φοι­τού­σαν σε ευρω­παϊ­κά εκπαι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα. Επί­σης, το επι­στη­μο­νι­κό σωμα­τείο επι­μόρ­φω­σης «Ιονι­κή Ακα­δη­μία» που ίδρυ­σαν οι Αυτο­κρα­το­ρι­κοί Γάλ­λοι (1808) στην Κέρ­κυ­ρα και το βρε­τα­νι­κό αντί­στοι­χό του στη Ζάκυν­θο (1811)

Οι ιδρυ­τές της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας επε­ξερ­γά­στη­καν τη σύν­θε­ση της και τον τρό­πο της λει­τουρ­γί­ας της έχο­ντας την επί­δρα­ση του τρό­που λει­τουρ­γί­ας τόσο των «καρ­μπο­νά­ρων» όσο και των μασόνων.

Χρή­σι­μα στοι­χεία δίνει το βιβλίο του σοβιε­τι­κού συγ­γρα­φέα Γ. Λ. ΑΡΣ με τίτλο: «Η μυστι­κή οργά­νω­ση «ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (έκδο­ση στα ελλη­νι­κά το 1966 από το «Λαϊ­κό Βιβλιο­πω­λείο») ‚στη­ριγ­μέ­νο στα αρχεία της Οδησ­σού και το οποίο ήταν αρχι­κά έκδο­ση της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ. Με βάση κυρί­ως το βιβλίο αυτό, αλλά και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη σχε­τι­κή βιβλιο­γρα­φία παρου­σιά­ζου­με πλευ­ρές της λει­τουρ­γί­ας και της μύη­σης στη Φιλι­κή Εταιρεία. 

Για την ενη­με­ρό­τη­τα και τη συμ­με­το­χή στη δρα­στη­ριό­τη­τα της οργά­νω­σης, όλα τα μέλη χωρί­ζο­νταν σε εφτά βαθ­μούς, που είχαν ονό­μα­τα συν­θη­μα­τι­κά και αυτά ήταν; 1. «Αδερ­φο­ποι­τοί» ή «βλά­μη­δες». 2. «Συστη­μέ­νοι». 3. «Ιερείς». 4. «Ποι­μέ­νες» . 5. «Αρχι­ποι­μέ­νες». 6. «Αφιε­ρω­μέ­νοι». 7. «Αρχη­γοί αφιε­ρω­μέ­νων». Οι τρεις τελευ­ταί­οι βαθ­μοί μπή­καν ύστε­ρα από την ίδρυ­ση της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας στα 1818.

Η στρα­το­λο­γία στην Εται­ρεία γινό­ταν με αυστη­ρά ατο­μι­κό σύστη­μα. Οι δύο κατώ­τα­τοι βαθ­μοί ήταν αρχι­κά βαθ­μοί για όλα της τα μέλη. Οι εντε­λώς  αγράμ­μα­τοι πατριώ­τες έμπαι­ναν στην Εται­ρεία με το  βαθ­μό του «αδερ­φο­ποι­τού». (Α­δελ­φο­ποι­­τός, προ­έρ­χε­ται από τον όρο «α­δελ­φο­ποί­η­ση», πα­ρα­δο­σια­κή συ­νή­θεια των Βαλκανίων)

filiki etaireia 3Εκεί­νος που έμπαι­νε με το βαθ­μό αυτό, έπαιρ­νε από τον κατη­χη­τή (κι αυτός μπο­ρού­σε να είναι μέλος της Εται­ρεί­ας στο βαθ­μό του «ιερέα’ του­λά­χι­στον) ένα άγρα­φο φύλ­λο χαρ­τί, με χαραγ­μέ­νο πάνω ένα σταυ­ρό και αμέ­σως κατό­πιν πρό­φε­ρε τρεις φορές τα παρα­κά­τω λόγια, που λέγο­νταν μικρός όρκος : «Ορκί­ζο­μαι εις το όνο­μα της αλη­θεί­ας και της δικαιο­σύ­νης, ενώ­πιον του Υπερ­τά­του Όντος, να φυλά­ξω, θυσιά­ζων και την ιδί­αν μου ζωήν, υπο­φέ­ρων και τα πλέ­ον σκλη­ρά βάσα­να το μυστή­ριον, το οποί­ον θα μου εξη­γη­θεί και ότι θα απο­κρι­θώ την αλή­θειαν εις ό,τι ερω­τη­θώ».

Για βεβαί­ω­ση της ειλι­κρί­νειας του όρκου που έδι­νε ο κατη­χού­με­νος, έπρε­πε ακό­μα να ορκι­στεί στο ευαγ­γέ­λιο μπρο­στά σε παπά. Ο κατη­χη­τής έλε­γε στον παπά (αν δεν ήταν μέλος της Εται­ρεί­ας) για την ορκω­μο­σία αυτής, πως ήθε­λε να βεβαιω­θεί, αν ο άνθρω­πος που του έφε­ρε (δηλα­δή ο στρα­το­λο­γη­μέ­νος) λέει την αλή­θεια για κάποιο ζήτη­μα που αφο­ρά σ’ αυτούς μονάχα.

Ο «ιερέ­ας» γνω­στο­ποιού­σε και πάλι στον «αδερ­φο­ποι­τό» που μπή­κε στην Εται­ρεία ‚τα συν­θη­μα­τι­κά σημά­δια, που θα του χρη­σί­μευαν ν’ ανα­γνω­ρί­ζει τους άλλους «αδερ­φο­ποι­τός». Όταν ο «αδερ­φο­ποι­τός» ήθε­λε να δια­πι­στώ­σει αν κι ο άλλος επί­σης ανή­κε στην Εται­ρεία, έβα­ζε την αρι­στε­ρή του παλά­μη στη δεξιά κι έμοια­ζε σα να έπλε­νε τα χέρια του. Ο δεύ­τε­ρος ‚αμέ­σως ύστε­ρα απ’ αυτό έπρε­πε να βάλει τα δύο δάχτυ­λα του δεξιού χεριού στη χού­φτα του αρι­στε­ρού. Ο πρώ­τος κατό­πιν, αν ήθε­λε να μιλή­σει με τον δεύ­τε­ρο πάνω σε ζητή­μα­τα που αφο­ρού­σαν την δρα­στη­ριό­τη­τα της Εται­ρεί­ας θα έπρε­πε επί­σης να βάλει τα δυό δάχτυ­λα του δεξιού χεριού του στη χού­φτα του αρι­στε­ρού και κατό­πιν να πάρει στα χέρια του και τα δύο χέρια του συντρό­φου του ρωτώ­ντας ταυ­τό­χρο­να: «Έχεις κανέ­να τσι­μπού­κι;» Ο άλλος έπρε­πε να απα­ντή­σει: «Τσι­μπού­κι; Όχι. Έχω όμως τσα­ρού­χι!» ύστε­ρα απ’ αυτό οι δύο πατριώ­τες μπο­ρού­σαν να μιλά­νε άφο­βα για την Εται­ρεία χωρίς όμως να ανα­φέ­ρουν τα ονό­μα­τα των γνω­στών σ’ αυτούς Εται­ρι­στών του βαθ­μού τους και χωρίς να θίγουν τη δρα­στη­ριό­τη­τα του καθο­δη­γη­τι­κού κέντρου της Εται­ρεί­ας (ο περιο­ρι­σμός αυτός έφτα­νε και ως τους εταί­ρους των πιο ψηλών βαθμών).

Οι γραμ­μα­τι­σμέ­νοι έμπαι­ναν στην Εται­ρεία με το βαθ­μό του «συστη­μέ­νου». Στην εισ­δο­χή αυτή επα­να­λαμ­βα­νό­ταν η filiki etaireia 4δια­δι­κα­σία για την εισ­δο­χή στο βαθ­μό του «αδερ­φο­ποι­τού» όμως ακο­λου­θού­σαν και μερι­κές και­νούρ­γιες δια­τυ­πώ­σεις. Εκεί­νος που έμπαι­νε στην Εται­ρεία απα­ντού­σε σε 10 ερω­τή­μα­τα που αφο­ρού­σαν τις απα­σχο­λή­σεις του, την ιδιω­τι­κή του ζωή και τα σχέ­δια για το μέλ­λον. Αν οι απα­ντή­σεις   που έπαιρ­νε ο κατη­χη­τής τον ικα­νο­ποιού­σαν έδι­νε στο και­νούρ­γιο μέλος της Εται­ρεί­ας το ακό­λου­θο συστα­τι­κό γράμ­μα, υπο­γε­γραμ­μέ­νο με τη συν­θη­μα­τι­κή  υπο­γρα­φή (Καθέ­να εται­ρι­στής από τον»ιερέα» και επά­νω είχε τα συν­θη­μα­τι­κά αρχι­κά του. Οι ιδρυ­τές της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας Θ. Τσα­κά­λωφ, Ν. Σκου­φάς και Μ.  Ξάν­θος είχαν αντί­στοι­χα τα αρχι­κά Α.Β, Α.Γ, Α.Δ): «Το συμπο­λε­μι­στή μου (όνο­μα και επώ­νυ­μο)  εκ πατρί­δος (τόπος γέν­νη­σης) επαγ­γέλ­μα­τος (επάγ­γελ­μα) συστή­νω εις όλους τους φίλους μου ‚ως πιστόν πατριώ­τη και τίμιον άνθρωπο»

Οι «συστη­μέ­νοι» είχαν επί­σης το δικό τους σύστη­μα  συν­θη­μα­τι­κών σημεί­ων. Ο πρώ­τος ίσια­ζε τα δάχτυ­λα και των δυό του χεριών, έσφιγ­γε το ένα με τ’ άλλο κι άρχι­ζε να τα «πλένει».Τότε ο δεύ­τε­ρος έπια­νε με το δεξί χέρι του το αυτί του και ύστε­ρα το τρα­βού­σε κατά τα δόντια. Αν ο πρώ­τος ήθε­λε να πει κάτι χτυ­πού­σε με τα δάχτυ­λα του δεξιού του χεριού στο αρι­στε­ρό, σφιγ­μέ­νο σε γρο­θιά. Ύστε­ρα απ’ αυτό οι δύο εται­ρι­στές έδι­ναν τα χέρια και ο πρώ­τος έλε­γε; «Είναι και­ρός πολύς που το επι­θυ­μού­σα». «Και εγώ το ίδιο» απα­ντού­σε ο δεύ­τε­ρος. Τότε ο πρώ­τος συνέ­χι­ζε: «Λάμδα»,»Αλφα» έλε­γε ο δεύ­τε­ρος. «Νι» έλε­γε ο πρώ­τος. «Ταυ» ο δεύ­τε­ρος, «Ομι­κρον» ο πρώ­τος και «Νι» ο δεύ­τε­ρος. Τα γράμ­μα­τα του ελλη­νι­κού αλφα­βή­του που προ­φέ­ρο­νταν με τέτοια δια­δο­χή, απο­τε­λού­σαν τη συν­θη­μα­τι­κή λέξη «Λάντον» (Στην νεο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα η λέξη αυτή δεν λέει τίπο­τε. Είναι πιθα­νόν πως την πήραν από την αγγλι­κή λέξη Λονδίνο).

Από τους συστη­μέ­νους στρα­το­λο­γού­σαν τους «ιερείς»,κρίκο πάρα πολύ σπου­δαίο στη σύν­θε­σε της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας. Οι «ιερείς» είχαν το δικαί­ω­μα της πρό­σλη­ψης στο βαθ­μό του «αδερ­φο­ποι­τού» και των «συστη­μέ­νων» όπως επί­σης και στο βαθ­μό των «ιερέ­ων». Ο «συστη­μέ­νος» που τον θεω­ρού­σαν άξιο υπο­ψή­φιο για «ιερέα» υπό­κει­ντο σε πραγ­μα­τι­κή ψυχο­λο­γι­κή εξέ­τα­ση. Τον ρωτού­σαν επί­μο­να, αν θα μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει το μυστι­κό που θα του εμπι­στευ­τούν, σε περί­πτω­ση που θα τον έπια­ναν οι εχθροί και θα τον βασά­νι­ζαν. Ο κατη­χη­τής έλε­γε στον υπο­ψή­φιο πως αν μυη­θεί στο μυστι­κό σκο­πό της Εται­ρεί­ας , αυτό δεν θα είναι μονά­χα επι­κίν­δυ­νο για την δικιά του ζωή αλλά θα του επι­βά­λει την υπο­χρέ­ω­ση να σκο­τώ­σει και τον πιο στε­νό του συγ­γε­νή αν εκεί­νος απο­δει­χτεί προ­δό­τη. Στην κατή­χη­ση αυτή πρό­σθε­ταν ακό­μα πως, αν ο υπο­ψή­φιος φοβά­ται ή δεν επι­θυ­μεί να εκτε­θεί σε κίν­δυ­νο για­τί ίσως είναι δεσμευ­μέ­νος με κάποιες άλλες υπο­χρε­ώ­σεις ‚μπο­ρεί ν’ αρνη­θεί την έντα­ξη στους «ιερείς». Αν η εξέ­τα­ση πιστο­ποιού­σε πως ο υπο­ψή­φιος ήταν στα­θε­ρός και άφο­βος, τον έπαιρ­ναν  στους ιερείς.

Η δια­δι­κα­σία της εισ­δο­χής δεν εξα­σφά­λι­ζε μονα­χά τη φύλα­ξη του μυστι­κού αλλά εξα­σκού­σε και βαθιά  επί­δρα­ση στη συγκί­νη­ση του κατη­χού­με­νου. Ο κατη­χη­τής και ο κατη­χού­με­νος πήγαι­ναν μαζί τη νύχτα σε κάποιο έμπι­στο σπί­τι. Η ιερο­τε­λε­στία γινό­ταν στο φως ενός μικρού κίτρι­νου κεριού, που κου­βα­λού­σε μαζί του ο κατη­χού­με­νος. Εκεί στο μισο­σκό­τα­δο ηχού­σε ρυθ­μι­κή και επί­ση­μα η φωνή του κατη­χη­τή: «Αν δεν αισθά­νε­σαι αρκε­τή δύνα­μη στον εαυ­τό του σου, μόνο ο θάνα­τος μπο­ρεί να σε λυτρώ­σει. Ύστε­ρα από λίγο κάθε μετα­μέ­λεια σου θα είναι ασυγχώρητη».

filiki etaireia 1

«Όλα τα στο­χά­στη­κα και στέρ­γω»  απα­ντού­σε ο υπο­ψή­φιος «ιερέ­ας».  Τότε ο κατη­χη­τής έπαιρ­νε το αναμ­μέ­νο κερί και το έδι­νε στο αρι­στε­ρό χέρι του κατη­χού­με­νου, λέγο­ντας ταυ­τό­χρο­να: «Αυτό το κερί  είναι ο μόνος μάρ­τυ­ρας, που έχει η δύστυ­χη  πατρί­δα μας τη στιγ­μή που τα παι­διά της δίνουν τον όρκο για την απε­λευ­θέ­ρω­σή της». Ύστε­ρα  απ’ αυτό εκφω­νού­σε το κεί­με­νο του μεγά­λου όρκου που τον επα­να­λάμ­βα­νε ακο­λου­θώ­ντας και ο κατη­χού­με­νος. Αυ­τός ή­ταν: «Ε­νώ­πιον του α­λη­θι­νού Θεού, αυ­το­θε­λή­τως ορ­κί­ζο­μαι, ό­τι θέ­λω εί­μαι πι­στός εις την Ε­ται­ρί­αν κα­τά πά­ντα και δια πά­ντα. Και δεν θέ­λει φα­νε­ρώ­σω το πα­ρα­μικρόν α­πό τα ση­μεί­α της και τους λό­γους της, μή­τε θέ­λει δώ­σω να κα­τα­λά­βουν πο­τέ ό­τι ε­γώ η­ξεύ­ρω τί­πο­τα πε­ρί αυ­τής κατ’ ουδέ­να τρό­πον. Μή­τε εις συγ­γε­νείς μου, μή­τε εις πνευ­μα­τι­κόν μου, μή­τε εις φί­λον μου. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι εις το ε­ξής δεν θέ­λω έμ­βω εις κα­μί­αν άλ­λην ε­ται­ρί­αν, ο­ποί­α και αν είναι, μή­τε εις κα­νέ­να δε­σμόν υ­πο­χρε­ω­τι­κόν. Αλ­λά μά­λι­στα ό­τι δε­σμόν ή­θε­λεν έ­χω εις τον κό­σμον, θέ­λω τον νο­μί­ζη πά­ντη α­διά­φο­ρον, ως προς την εται­ρί­αν και ως μη­δε­νι­κόν. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει θρέ­φω εις την καρ­δίαν, α­διάλ­λα­κτον μί­σος ε­να­ντί­ον των τυ­ράν- νων της πα­τρί­δος μου, των ο­πα­δών και ο­μοφρό­νων τού­των. Θέ­λει ε­νερ­γώ πα­ντή τρό­πω προς βλά­βην τους και ό­ταν η πε­ρί­στα­σις το συγ­χω­ρή­ση τον ε­ξολο­θρευ­μόν τους. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει υ­πο­τάσ­σο­μαι εις την αρ­χήν. Θέ­λει ε­νερ­γώ με ό­λην την ιερό­τη­τα και σέ­βας εις τας προ­στα­γάς της. Και δεν θέ­λει α­πο­μα­κρύ­νο­μαι ποσώς α­πό τους κα­νό­νας της. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει ε­πα­γρυ­πνώ α­ό­κνως δια την α­σφά­λειαν της ε­ται­ρί­ας και των με­λών της. Θέ­λει προ­λαμ­βά­νω με τον κίν­δυ­νο της ζω­ής μου, κά­θε ε­πι­βου­λήν ό­που ή­θε­λε εν­νοή­σω, ή γε­νι­κήν ή με­ρι­κήν. Θέ­λει γί­νο­μαι συ­νερ­γός εις τον θά­να­τον ε­νός προ­δό­του ή πα­ρα­βά­του της ε­ται­ρί­ας και αν εί­ναι ο πλη­σιέ­στε­ρος των συγ­γε­νών μου. Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι θέ­λει με­τα­χει­ρί­ζο­μαι πο­τέ βί­αν εις το να γνω­ρι­σθώ με συ­ναδελφόν, αλ­λά θέ­λει προ­σέ­χω με την με­γα­­λυ- τέ­ραν ε­πι­μέ­λειαν, δια να μη λαν­θασθώ και ύ­στε­ρον α­κο­λου­θή­ση ε­να­ντί­ον τι! Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι ό­που θέ­λει εύ­ρω συνά­δελφον θέ­λει τον προ­στρέ­χω και βο­η­θή­σω με ό­λην μου την δύ­να­μιν και κα­τάστα­σιν. Θέ­λει προ­σφέ­ρω εις αυ­τόν σέ­βας και υ­πα- κο­ήν αν εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρός μου εις τον βαθ­μόν, ει και αυ­τός έ­τυ­χε να εί­ναι πρότε­ρον ε­χθρός μου. Τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρον θέ­λει τον α­γα­πή­σω και συ­ντρέ­ξω, ό­σον η έ­χθρα μας ή­τον με­γα­λυτέ­ρα… Ορ­κί­ζο­μαι ό­τι κατ’ ου­δέ­να τρό­πον δεν θέ­λει ω­φε­λη­θώ α­πό τα με­τρη­τά της εται­ρίας, αλ­λά θέ­λει τα στο­χά­ζο­μαι ως πράγ­μα ιε­ρόν και ε­νέ­χει­ρον, α­νή­κον εις ό­λον το τα­πει­νόν και τα­λαί­πω­ρον έ­θνος μας, κα- θώς και τα λαμ­βα­νό­με­να και στελ­λό­με­να ε­σφρα­γι­σμέ­να γράμ­μα­τα… Τέ­λος πά­ντων, ορκί­ζο­μαι εις σε, ω ιε­ρά πλην τρι­σα­θλί­α πα­τρίς μου. Ορ­κί­ζο­μαι εις τας πο­λυχρο­νί­ους βα­σά­νους σου. Ορ­κί­ζομαι εις τα πι­κρά δά­κρυα τα ο­ποί­α έ­χυ­σαν και χύ­νουν τα τα­λαί­πω­ρα τέ­κνα σου, εις τα ί­διά μου δά­κρυα, χυνό­με­να κατά ταύ­την την στιγ­μήν, και εις την μέλ­λου­σαν ε­λευ­θερί­α των ο­μο­γε­νών μου, ό­τι α­φιε­ρώνο­μαι ό­λος εις Σε. Εις το ε­ξής θέ­λεις εί­σαι η αι­τί­α και ο σκο­πός των δια­λογι­σμών μου. Το ό­νομά σου ο ο­δη­γός των πρά­ξε­ών μου, και η ευτυ­χία Σου η α­ντα­μοι­βή των κό­πων μου. Η Θεί­α δι­καιο­σύ­νη ας ε­ξα­ντλή­σει ε­πά­νω εις την κε­φα­λήν μου ό­λους τους κε­ραυνούς της δι­καιο­κρι­σί­ας της. Το ό­νο­μά μου ας εί­ναι εις α­πο­στρο­φήν και το υ­ποκεί­με­νόν μου το α­ντι­κεί­με­νον της κα­τά­ρας και του α­να­θέ­μα­τος των ο­μο­γε­νών μου,αν ίσως λη- σμο­νή­σω εις μίαν στιγ­μή τας δυστυ­χί­ας των και δεν εκπλη­ρώ­σω το χρέ­ος μου. Τέλος, ο θά­να­τος ας εί­ναι η ά­φευ­κτος τι­μω­ρί­α του α­μαρ­τή­μα­τός μου, δια να μη λησμο­νώ την α­γνό­τη­τα της Ε­ται­ρί­ας με την συμ­με­το­χήν μου».

Ύστε­ρα απ’ αυτά το κερί  σβη­νό­ταν. Ο δόκι­μος έπαιρ­νε μαζί και το φύλα­γε προ­σε­κτι­κά  σα μάρ­τυ­ρα του όρκου που έδω­σε. Τις τρεις επό­με­νες μέρες ο και­νούρ­γιος «ιερέ­ας» μάθαι­νε το «επάγ­γελ­μά» του. Μάθαι­νε τα συν­θη­μα­τι­κά σημεία για την ανα­γνώ­ρι­ση των «αδερφοποιτών»,των «συστη­μέ­νων» και των άλλων «ιερέ­ων».

Ο «ιερέ­ας» που ήθε­λε να εξα­κρι­βώ­σει αν ο συνο­μι­λη­τής του είναι και εκεί­νος «ιερέ­ας» προ­έ­βαι­νε με τον ακό­λου­θο τρό­πο: Έσφιγ­γε το δεξί του χέρι στο αρι­στε­ρό μέρος του στή­θους, πάνω στην καρ­διά και το αρι­στε­ρό του στο δεξί του μέρος. Την ίδια ώρα ο δεύ­τε­ρος έπρε­πε να σταυ­ρώ­σει τα χέρια στο στή­θος και να τα’ απο­τρα­βή­ξει  αμέ­σως. Αν ήταν ανά­γκη να μιλή­σουν για υπο­θέ­σεις της Εται­ρεί­ας ‚τότε ο ένας άρχι­ζε να ξύνει την παλά­μη του και ύστε­ρα  έπια­νε ο ένας τα χέρια του άλλου, έτσι που τα δάχτυ­λα του ενός να βρε­θούν στο σφυγ­μό του άλλου. Και ακο­λου­θού­σε ο συν­θη­μα­τι­κός διά­λο­γος: «Πόσα έχεις;» «Όσα έχεις». «Πόσα;» , «Δεκα­έ­ξι των Φιλι­κών» . «Τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο;» «Όχι». «Ειπέ το πρώ­το να ειπώ το  δεύτερο».Σε συνέ­χεια έλε­γε δια­δο­χι­κά με τη σει­ρά του ο καθέ­νας τα ονό­μα­τα των γραμ­μά­των που απο­τε­λού­σαν τη συν­θη­μα­τι­κή λέξη «Χακι­κί».

Στην πορεία της εκπαί­δευ­σης ο «ιερέ­ας» έπρε­πε να απο­στη­θί­σει το ειδι­κό αλφά­βη­το που χρη­σι­μο­ποιού­σαν οι εται­ρι­στές για τη διε­ξα­γω­γή της αλλη­λο­γρα­φί­ας  πάνω στη δου­λειά  τους. Αυτό απο­τε­λού­νταν από 22 σύμ­βο­λα που τα έβα­ζαν εναλ­λάξ στα γράμ­μα­τα του ελλη­νι­κού αλφα­βή­του και των αρα­βι­κών αριθ­μών. Καθέ­να σύμ­βο­λο συμ­βό­λι­ζε κάποιο από τα γράμ­μα­τα του ελλη­νι­κού αλφα­βή­του (ο αριθ­μός 8 π.χ συμ­βο­λί­ζει το γράμ­μα Ο και το γράμ­μα Δ συμ­βό­λι­ζε το γράμ­μα Χ) Είχαν ακό­μα και συμ­βο­λι­κές σημα­σί­ες για τα πιο εύχρη­στα ονό­μα­τα και όρους. Έτσι το μεγά­λο καρά­βι το ονό­μα­ζαν «ελέφαντα»,τον σουλ­τά­νο «απα­θή», του Τούρ­κους «Μέτοικους»,τους Έλλη­νες «πρόθυμους»,του Αρβα­νί­τες «συμπέ­θε­ρους» κ.α.

Η Εται­ρεία χρη­σι­μο­ποιού­σε τις μέρες της «εκπαί­δευ­σης» και για την παρα­πέ­ρα πιο βαθειά  σπου­δή των ιδιο­τή­των και των δοσμέ­νων του «ιερέα». Αυτός έπρε­πε να απα­ντή­σει στα ακό­λου­θα έξι ερω­τή­μα­τα: 1. Εκτέ­θη­κε μήπως ο ίδιος ή κανέ­νας από τους συγ­γε­νείς ή φίλους σε δίω­ξη από μέρους των τουρ­κι­κών αρχών  ή από άλλον κανέ­να και για ποιο λόγο; 2. Βρί­σκε­ται μήπως  κάποιος από τους φίλους του ή από τους συγ­γε­νείς του στη φυλα­κή και για ποια αιτία; 3. Μήπως οι αρχές ή άλλος κανέ­νας έχει σκο­τώ­σει κάποιον από τους συγ­γε­νείς του και για­τί; 4. Του ακο­λού­θη­σε μήπως κάτι το μεγά­λο στη ζωή του; 5. Του είναι γνω­στό μήπως κάποιο πολι­τι­κό μυστι­κό κάποια ακοι­νο­λό­γη­τη  εφεύ­ρε­ση ή κάποιο  μεγά­λο από­κρυ­φο; Πώς το έμα­θε; Το ξέρουν άλλοι; Ποιοι είναι αυτοί που το ξέρουν; Έχει τις ανα­γκαί­ες απο­δεί­ξεις; Και ποιο είναι αυτό το μυστι­κό; 6. Έχει κανέ­να μεγά­λο προ­τέ­ρη­μα κρυ­φό η φανε­ρω­μέ­νο και μήπως κατέ­χει κάποια ξεχω­ρι­στή επιτηδειότητα;

Ο δεκτός στην Εται­ρεία ήταν επί­σης υπο­χρε­ω­μέ­νος να συνει­σφέ­ρει για  τις ανά­γκες της ένα χρη­μα­τι­κό ποσό, ανά­λο­γα με τις δυνα­τό­τη­τες του. Μαζί μετα χρή­μα­τα κατέ­θε­τε κι ένα γράμ­μα με πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ηλι­κία του, τον τόπο δια­μο­νής και  το μέρος που έγι­νε η  πρό­σλη­ψή του στο βαθ­μό του «ιερέα».Στο γράμ­μα που το έστελ­νε στο όνο­μα ενός οποιου­δή­πο­τε προ­σώ­που σε κάποια μακρι­νή όλη έλε­γε πως ο απο­στο­λέ­ας  προ­ο­ρί­ζει τα χρή­μα­τα για ένα σχο­λείο που ιδρύ­θη­κε πριν από λίγο και­ρό, για ένα μονα­στή­ρι για την αγο­ρά και την έκδο­ση βιβλί­ων ή για άλλους φιλαν­θρω­πι­κούς σκο­πούς. Στη συν­θη­μα­τι­κή γλώσ­σα των εται­ρι­στών τα γράμ­μα­τα αυτά λέγο­νταν «αφιερωτικά».Ο κατη­χη­τής έβα­ζε  στη γωνία του γράμ­μα­τος τα συν­θη­μα­τι­κά αρχι­κά του, όπως επί­σης και το αρχι­κό που έπαιρ­νε ο και­νούρ­γιος «ιερέ­ας». Έτσι ένα τέτοιο γράμ­μα και αν ακό­μη έπε­φτε σε ξένα χέρια δεν μπο­ρού­σε να προ­ξε­νή­σει ζημιά.

Στον και­νούρ­γιο «ιερέα» έδι­ναν ένα εφο­δια­στι­κό γράμ­μα – «δίπλω­μα» ή όπως το έλε­γαν συν­θη­μα­τι­κά –«γράμ­μα υπε­ρο­χής». Το δίπλω­μα ήταν κρυ­πτο­γρα­φη­μέ­νο με βάση το αλφά­βη­το της εται­ρεί­ας. Παίρ­νο­ντας αυτό το δίπλω­μα (εφο­δια­στι­κό) ο  ξανα­κα­τη­χη­μέ­νος γινό­ταν πλη­ρε­ξού­σιος «ιερέ­ας» με όλα τα δικαιώ­μα­τα και μπο­ρού­σε να προ­βαί­νει στη στρα­το­λο­γία και­νούρ­γιων μελών.

Οι άλλοι βαθ­μοί ύστε­ρα από τον βαθ­μό του «ιερέα» δίνο­νταν άμε­σα από την καθο­δη­γη­τι­κή επι­τρο­πή της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας για ξεχω­ρι­στές αρε­τές και ικα­νό­τη­τες και ήταν περιορισμένοι.

Ο τέταρ­τος βαθ­μός, των Ποι­μέ­νων παρου­σιά­ζει αρκε­τές ομοιό­τη­τες με τον τρί­το, τόσο στα α­παι­τού­με­να προ­σό­ντα όσο και στο τελε­τουρ­γι­κό της μύη­σης. Όπως και οι Αρ­χι­ποι­μέ­νες, δηλα­δή τα μέλη του αμέ­σως ανω­τέ­ρου βαθ­μού, τον ο­ποί­ο α­να­φέ­ρει μό­νο ο Φι­λή­μων, ο βαθ­μός των ποι­μέ­νων δε φαί­νε­ται να έ­χει μέ­λη. Ό­ταν στα 1820 ο Α­λέ­ξαν­δρος Υ­ψη­λάντης ανέ­λα­βε την ηγε­σία της Ε­ται­ρεί­ας, δημιούρ­γη­σε άλλους δυο βαθ­μούς, των Α­φιε­ρω­μέ­νων και των Αρ χη­γών των Αφιε­ρω­μέ­νων. Μέλη αυτών των βαθ­μών προ­ο­ρί­ζο­νταν να α­πο­τε­λέ­σουν το στρα­τιω­τι­κό τομέα της Εται­ρεί­ας. Πάνω από όλους τους βαθ­μούς της Εται­ρεί­ας βρι­σκό­ταν η Ανω­τά­τη Αρχή.

Η συνω­μο­τι­κό­τη­τα δια­περ­νού­σε τη Φιλι­κή Εται­ρεία από την βάση ως την κορυ­φή. Οι κατώ­τε­ροι βαθ­μοί- οι «αδερ­φο­ποι­τοί» και οι «συστη­μέ­νοι» πολύ λίγα πράγ­μα­τα ήξε­ραν για τη σύν­θε­ση της οργά­νω­σης και τους σκο­πούς της. Ακό­μα και η ονο­μα­σία της Εται­ρεί­ας δεν τους ήταν γνω­στή. Ήξε­ραν μονά­χα πως αυτή φρο­ντί­ζει για το γενι­κό καλό του έθνους και πως εκεί έμπαι­ναν «μεγά­λα πρό­σω­πα». Αυτή τη φήμη καλ­λιερ­γού­σαν για ευνό­η­τους λόγους και οι ίδιοι οι καθο­δη­γη­τές της Εται­ρεί­ας. Οι «αδερ­φο­ποι­τοί» και οι «συστη­μέ­νοι» μπο­ρού­σαν να ξέρουν μόνο εται­ρι­στές που ανή­καν στον ίδιο βαθ­μό όπως και αυτοί και τον»ιερέα» που τους οργά­νω­σε. Φυσι­κά οι «ιερείς» ήταν καλύ­τε­ρα πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νοι. Ο  «ιερέ­ας» δεν είχε το δικαί­ω­μα να βρί­σκε­τε σε άμε­ση επι­κοι­νω­νία και σύν­δε­ση με την καθο­δή­γη­ση της Εται­ρεί­ας αλλά μόνο δια­μέ­σου του προ­σώ­που που τον είχε οργα­νώ­σει. Οι γρα­πτές οδη­γί­ες  από την καθο­δή­γη­ση της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας δεν είχαν ούτε υπο­γρα­φή, ούτε τόπο προ­ο­ρι­σμού αλλά το συν­θη­μα­τι­κό του «ιερέα» ή του «ποι­μέ­να» που η οδη­γία προ­ό­ρι­ζε να φτά­σει. Όλα τα μέλη της Εται­ρεί­ας ήταν υπο­χρε­ω­μέ­να να εκτε­λούν χωρίς αντίρ­ρη­ση της δια­τα­γές της «Αόρα­της Ανώ­τα­της Αρχής».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο