Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ήταν ένα μικρό καράβι

Γρά­φει ο Από­στο­λος Δ. Καραμπάς //

Ένας πίνα­κας τερα­στί­ων δια­στά­σε­ων (491x716 εκ.) βρί­σκε­ται τοπο­θε­τη­μέ­νος στο μου­σείο του Λού­βρου, στην πτέ­ρυ­γα Sully, δεν περ­νά απα­ρα­τή­ρη­τος, και προ­κα­λεί αίσθη­ση στον επι­σκέ­πτη του χώρου.

Πρό­κει­ται για την «Σχε­δία της Μέδου­σας», ένα έργο του Theodor Gericult, ενός από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους εκπρο­σώ­πους του γαλ­λι­κού Ρομα­ντι­σμού. Στον πίνα­κα αυτόν (Le Radeau de la Meduse) ο ζωγρά­φος απο­τυ­πώ­νει την στιγ­μή που οι λίγοι επι­ζώ­ντες ταξι­διώ­τες μιας σχε­δί­ας, της οποί­ας το πανί ο άνε­μος το φου­σκώ­νει προς την αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση, σε μια τρι­κυ­μιώ­δη θάλασ­σα, γνέ­φουν στο πλοίο της σωτη­ρί­ας τους, που δια­κρί­νουν στο βάθος του ορί­ζο­ντα, ύστε­ρα από μια άγρια περι­πλά­νη­ση δύο εβδο­μά­δων στον ωκε­α­νό. Ο καλ­λι­τέ­χνης απο­τυ­πώ­νει με εκφρα­στι­κό­τη­τα την απελ­πι­σία, τον φόβο, την αγω­νία αλλά και την ελπί­δα των ναυα­γών, ένα έργο με ρεα­λι­σμό, μια αλληγορία.

Στα μέσα Ιου­λί­ου του έτους 1816, η φρε­γά­τα «Μeduse» σαλ­πά­ρι­σε από την Γαλ­λία, μαζί με άλλα τρία πλοία, με προ­ο­ρι­σμό την Σενε­γά­λη, αποι­κία την επο­χή αυτή, η οποία είχε επι­στρα­φεί στους Γάλ­λους από τους Βρε­τα­νούς, μετά τις υπο­γρα­φές των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων της συν­θή­κης των Παρι­σί­ων (1815).  Το πλοίο μετέ­φε­ρε συνο­λι­κά 400 επι­βά­τες, στρα­τιώ­τες και διοι­κη­τι­κούς υπαλ­λή­λους μαζί με τον νέο κυβερ­νή­τη της νεο­α­πο­κτη­θεί­σης αποι­κί­ας και την οικο­γέ­νειά του, καθώς και τα 160 μέλη του πλη­ρώ­μα­τος. Καπε­τά­νιος της φρε­γά­τας και επι­κε­φα­λής της ναυ­τι­κής μοί­ρας είχε διο­ρι­στεί ένας ανε­παρ­κής ναυ­τι­κός, αλλά ευνο­ού­με­νος αρι­στο­κρά­της, λόγω της φιλι­κής σχέ­σης του με τον αδελ­φό του Λου­δο­βί­κου αλλά και της αφο­σί­ω­σης του στο μοναρ­χι­κό καθε­στώς. Ήταν ο υπο­κό­μης De Chaumareys, ο οποί­ος κατά την διάρ­κεια της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, είχε δια­φύ­γει από την χώρα κατα­φεύ­γο­ντας στην Βρε­τά­νια το 1795 σκο­πεύ­ο­ντας να πολε­μή­σει με τους Άγγλους κατά των Γάλ­λων επαναστατών.

Έχει περά­σει μόλις ένας χρό­νος από το Waterloo (Ιού­νιος 1815), που σήμα­νε το τέλος των Ναπο­λε­ό­ντειων πολέ­μων (1803–1815) και την παλι­νόρ­θω­ση της μοναρ­χί­ας των Βουρ­βό­νων στην Γαλ­λία, που έφε­ρε τον Λου­δο­βί­κο XVII στην εξουσία.

Από την αρχή του θαλασ­σι­νού ταξι­διού δεν έλει­ψαν τα προ­βλή­μα­τα και οι εντά­σεις που δημιουρ­γού­νταν από τον αλα­ζο­νι­κό και φιλο­βα­σι­λι­κό κυβερ­νή­τη της νηο­πο­μπής. Αρκε­τοί από τα πλη­ρώ­μα­τα του στο­λί­σκου, αξιω­μα­τι­κοί και ναύ­τες, είχαν πολε­μή­σει με τον Ναπο­λέ­ο­ντα ενα­ντί­ον των Βρε­τα­νών. Εξαι­τί­ας των άστο­χων χει­ρι­σμών και των κακών υπο­λο­γι­σμών πλο­ή­γη­σης του καπε­τά­νιου, η φρε­γά­τα βρέ­θη­κε εκτός πορεί­ας και εξό­κει­λε στα αβα­θή του κόλ­που Arguin, σε μια σύρ­τη, έναν αμμό­λο­φο του βυθού, στην δυτι­κή Αφρι­κή ανοι­κτά της Μαυ­ρι­τα­νί­ας. Ήταν μια επι­κίν­δυ­νη δια­δρο­μή, ελά­χι­στα χαρ­το­γρα­φη­μέ­νη που την απέ­φευ­γαν οι έμπει­ροι ναυτικοί.

Παρά τις μανού­βρες και τις προ­σπά­θειες των ναυ­τών της φρε­γά­τας στά­θη­κε αδύ­να­τη η απο­κόλ­λη­ση. Τελι­κά απο­φα­σί­ζε­ται η εγκα­τά­λει­ψη του πλοί­ου, όπου και δια­πι­στώ­νε­ται ότι οι έξι σωστι­κές λέμ­βοι στις οποί­ες χώρε­σαν 250 άνθρω­ποι, κυρί­ως οι αξιω­μα­τού­χοι, πλού­σιοι επι­βά­τες, κυβερ­νη­τι­κοί και ναυ­τι­κοί, δεν επαρ­κούν προς διά­σω­ση όλων των επι­βαι­νό­ντων. Οι υπό­λοι­ποι 150 περί­που ενα­πο­μεί­να­ντες ταξι­διώ­τες που επι­λέ­χθη­καν κατά βάση με κοι­νω­νι­κά και ταξι­κά κρι­τή­ρια, με ελά­χι­στες προ­μή­θειες, φορ­τώ­θη­καν σε μια πρό­χει­ρη κακο­φτειαγ­μέ­νη σχε­δία που κατα­σκεύ­α­σαν οι μαρα­γκοί του πλοί­ου από μαδέ­ρια, κατάρ­τια και σχοι­νιά του καρα­βιού. Την σχε­δία αρχι­κά ρυμούλ­κη­σαν οι σωστι­κές βάρ­κες, με κατεύ­θυν­ση την πλη­σιέ­στε­ρη ακτή. Λίγες ώρες αργό­τε­ρα έσπα­σαν οι τρι­χιές που ήταν δεμέ­νη, και αφέ­θη­κε να περι­πλα­νιέ­ται έρμαιο των κυμάτων.

Η υπό­θε­ση να κόπη­καν τα καρα­βό­σκοι­να κατό­πιν δια­τα­γής του καπε­τά­νιου, κάτι το οποίο ενι­σχύ­ουν οι φήμες, θεω­ρεί­ται πιθα­νή και δεν μπο­ρεί να απο­κλει­σθεί αυτό το ενδεχόμενο.

Ένα από τα σκά­φη της απο­στο­λής, το μπρί­κι Αργώ (Argus), χωρίς να έχει λάβει δια­τα­γή ανα­ζή­τη­σης, προ­φα­νώς από τύχη, δύο εβδο­μά­δες αργό­τε­ρα εντο­πί­ζει την σχε­δία και περι­συλ­λέ­γει δεκα­πέ­ντε επι­ζώ­ντες ναυα­γούς, από τους οποί­ους πέντε δεν επι­βί­ω­σαν. Μέσα σε αυτή την τρο­μα­χτι­κή περι­πλά­νη­ση, κάτω από δύσκο­λες και­ρι­κές συν­θή­κες συνέ­βη­σαν φρι­κτά και απο­τρό­παια γεγο­νό­τα, αυτο­κτο­νί­ες, εξε­γέρ­σεις, φόνοι και τραυ­μα­τι­σμοί. Οι πιο δυνα­τοί έρι­χναν τους αδύ­να­μους από την πεί­να και την αφυ­δά­τω­ση στην θάλασ­σα, όπως και τους τραυ­μα­τι­σμέ­νους, σημειώ­θη­καν λόγω της ασι­τί­ας και φαι­νό­με­να κανιβαλισμού.

Το τρα­γι­κό αυτό γεγο­νός, από μαρ­τυ­ρί­ες των επι­ζώ­ντων, συγκλό­νι­σε την γαλ­λι­κή κοι­νω­νία και ενέ­πνευ­σε τον Ζερι­κώ, που μελέ­τη­σε την υπό­θε­ση του ναυα­γί­ου της «Μέδου­σας». Συνα­ντή­θη­κε με δια­σω­θέ­ντες, ανά­με­σα στους οποί­ους ήταν και ο ξυλουρ­γός της σχε­δί­ας, που τον βοή­θη­σαν στην δημιουρ­γία ενός αντι­γρά­φου της. Τα άτο­μα που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ως μοντέ­λα στις μορ­φές που ανα­πα­ρί­στα­νται στον πίνα­κα, είναι επι­ζή­σα­ντες, γνω­στοί και φίλοι του Ζερι­κώ, όπως ο ρομα­ντι­κός ζωγρά­φος Eugene Delacroix, στο έργο του οποί­ου «Η σφα­γή της Χίου», όπως φαί­νε­ται σε κάποιο βαθ­μό, είναι εμφα­νής η έμπνευ­ση του. Ένας φημι­σμέ­νος πίνα­κας ζωγρα­φι­κής με θέμα τις σφα­γές της νήσου Χίου από τους Οθω­μα­νούς το 1822, που δημιουρ­γή­θη­κε από τον Ντε­λα­κρουά δύο χρό­νια αργό­τε­ρα και που σήμε­ρα εκτί­θε­ται στο μου­σείο του Λούβρου.

Ο πλοί­αρ­χος της φρε­γά­τας, να ανα­φέ­ρου­με ότι πέρα­σε ναυ­το­δι­κείο, στο οποίο και αθω­ώ­θη­κε αφού αρνή­θη­κε τα πάντα. Ήταν μια αρι­στο­κρα­τι­κή από­δο­ση της δικαιο­σύ­νης, η κατα­δί­κη της ανι­κα­νό­τη­τας του, συν τοις άλλοις, θα έβλα­πτε το γόη­τρο της Γαλ­λί­ας, στις Μεγά­λες Δυνά­μεις και κυρί­ως απέ­να­ντι στην Βρετανία.

Το ναυά­γιο της φρε­γά­τας ως θέμα, απε­τέ­λε­σε πηγή έμπνευ­σης σε κατο­πι­νούς ζωγρά­φους και λογο­τέ­χνες. Το πασί­γνω­στο τρα­γού­δι «Ήταν ένα μικρό καρά­βι που ήταν ατα­ξί­δευ­το….» είναι η ελλη­νι­κή εκδο­χή του ναυ­τι­κού γαλ­λι­κού τρα­γου­διού «ll etait un petit novires». Αθώ­οι, χαρού­με­νοι στί­χοι, που έχουν τρα­γου­δη­θεί από γενιές παι­διών δεκά­δες τώρα χρό­νια, των οποί­ων οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι αγνο­ούν την τρα­γι­κή προ­έ­λευ­σή τους, που είναι ο από­η­χος μιας φρι­κτής ιστο­ρί­ας, που σχε­δόν αγγί­ζει θα λέγα­με τον μύθο.

Το έργο του Theodor Gericult εκτέ­θη­κε το 1819 στο Παρί­σι, το θέμα του ήταν βαθειά πολι­τι­κό, μια βαριά κατη­γο­ρία κατά της Μοναρ­χί­ας και ενός διε­φθαρ­μέ­νου κράτους.

«Είναι η ίδια η Γαλ­λία, ολό­κλη­ρη η κοι­νω­νία μας, που ο ζωγρά­φος επι­βί­βα­σε πάνω στην σχε­δία της Μέδου­σας», σύμ­φω­να με τα σχό­λια του ιστο­ρι­κού Jules Michel.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ

Μια μοντέρ­να τσι­με­ντέ­νια εκδο­χή της «Σχε­δί­ας της Μέδου­σας» είναι ένα έργο του Βρε­τα­νού γλύ­πτη Jason de Caires Taylor. Ένας φόρος τιμής όπως περι­γρά­φει ο ίδιος, σε αυτούς που «τα όνει­ρα τους και οι ελπί­δες τους βρί­σκο­νται στον πάτο της θάλασ­σας»! Είναι η «Σχε­δία της Λαμπε­ντού­ζα». Το γλυ­πτό ανα­πα­ρι­στά μια βάρ­κα με πρό­σφυ­γες στο υπο­βρύ­χιο μου­σείο (Museo Atlantico), στον βυθό του ωκε­α­νού σε βάθος 15μ. στην Λαν­θα­ρό­τε (Lanzarote), το μεγα­λύ­τε­ρο από τα 4 Κανά­ρια νησιά.

Ένα μνη­μείο αφιε­ρω­μέ­νο σε όλους τους κυνη­γη­μέ­νους ανθρώ­πους, τους πλά­νη­τες και ανέ­στιους, χωρίς αύριο, που στοι­βαγ­μέ­νοι στους σκυ­λο­πνί­χτες, πνί­γο­νται καθη­με­ρι­νά, χθες στην Λαμπε­ντού­ζα (Lampedusa), σήμε­ρα στην Πύλο, αύριο κάπου αλλού, απα­ντα­χού της Γής!

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο