Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η άυλη φωνή, στην κρήνη στο Κομπίτσι…

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

 Κοί­τα­ζε το ρολόι της.
Σαν να είχαν στα­μα­τή­σει να γυρί­ζουν οι δεί­κτες, ή μήπως γύρι­ζαν ανά­πο­δα, σκέ­φτη­κε παίρ­νο­ντας παι­διά­στι­κη έκφραση.
Χαμο­γέ­λα­σε.
Μια λοξή ματιά στον καθρέ­φτη, θαρ­ρείς δοκί­μα­ζε τη στα­θε­ρό­τη­τα του κόσμου της που άλλα­ζε όλο και πιο πολύ και κάπως την τρόμαζε.
Πάντως με το ίδιο ρολόι, είχε μετρή­σει τα μικρά και τα μεγά­λα, προσ­δο­κί­ες, προ­δο­σί­ες, χαρές, ακε­φιές, στιγ­μές που η ζωή της άδεια­ζε και στιγ­μές που γέμι­ζε βλέμ­μα­τα, συγκι­νή­σεις, λέξεις, όλα είχαν μετρη­θεί και είχαν περά­σει με το ίδιο ρολόι.
Έπαι­ξε με το αση­μί μεταλ­λι­κό μπρα­σε­λέ, ένιω­σε τη στέ­νευε κάπως, μα και πάλι δεν ήταν τόσο σίγου­ρη αν τη στέ­νευε περισ­σό­τε­ρο από αυτό, ο χρό­νος. Αδι­καιο­λό­γη­τες δυσθυ­μί­ες, λες ξεθώ­ρια­ζε ο κόσμος της, μα όχι δεν θα άφη­νε να παρα­συρ­θεί, όχι, προ­τι­μού­σε εξ’ άλλου να συντάσ­σε­ται με την αιώ­νια νιό­τη της φύσης ακό­μη και μέσα στο καταχείμωνο.

Γουβιά

Η Κέρ­κυ­ρα, η φύση της Κέρ­κυ­ρας αυτή η θαυ­μά­σια εμπει­ρία που δεν έχει αρχή και τέλος από την πρώ­τη στιγ­μή που την γνώ­ρι­σε, πάντα την κέρ­δι­ζε. Άφη­νε να τη συγκι­νεί η μυρω­διά της βρεγ­μέ­νης γης, περ­πα­τού­σε ώρες στα χέρ­σα λιβά­δια και στους ελαιώ­νες, μέχρι να φτά­σει στην ακτή και να γρά­ψει στην άμμο ένα όνο­μα. Αγα­πού­σε αυτά τα δέντρα που συνα­ντού­σε, έπια­νε κου­βέ­ντα με τα ρεί­κια, τις κου­μα­ριές τα αγριο­λού­λου­δα.  Αυτά τα μικρά, τα ασή­μα­ντα για άλλους, τα απλά στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά της, ένιω­θε πως την έφερ­ναν πιο κοντά στη ζωή. Δεν χόρ­ται­νε ν’ ακού­ει τον από­η­χο της θάλασ­σας στα βρά­χια, το ξαφ­νι­κό φτε­ρού­γι­σμα των που­λιών στις φυλ­λω­σιές, τον άνε­μο, τη σιγα­νή βρο­χή στα κερα­μί­δια, όλα την κερ­νού­σαν γητειές, να βρί­σκει τρό­πους να ξορ­κί­ζει και να γιατρεύεται.

Πρώ­τες μέρες του Φλε­βά­ρη. Η γει­τό­νισ­σα δεν ειρω­νεύ­τη­κε καθό­λου την αισιο­δο­ξία της για την και­νούρ­για βόλ­τα με το ποδή­λα­το. Μετά τη σύντο­μη κου­βέ­ντα, την καλη­μέ­ρι­σε δεύ­τε­ρη φορά πριν την αφή­σει να συγυ­ρί­σει στην αυλή τα καυ­σό­ξυ­λα για το τζάκι.

Στη δια­δρο­μή παρα­τη­ρώ­ντας τις αλλα­γές στη φύση αισθάν­θη­κε κάτι θλι­βε­ρό και θαυ­μα­στό μαζί. Δεν ήξε­ρε να το ερμη­νεύ­σει, το δια­πί­στω­νε σα να το έλε­γε μόνο στον εαυ­τό της. Κινή­θη­κε από τους αγρο­τι­κούς δρό­μους για να απο­φύ­γει τ’ αυτο­κί­νη­τα και μετά από το μονο­πά­τι ανά­με­σα στους ελαιώ­νες. Το φως δια­πέ­ρα­σε τα βλέ­φα­ρά της μόλις βγή­κε από τη βαθιά σκιά στο ξέφω­το. Στα­μά­τη­σε. Προ­σπα­θού­σε να τα κρα­τή­σει κλει­στά, περι­μέ­νο­ντας τις πρώ­τες στά­λες του νερού στο πρό­σω­πο, να ξανα­δεί άλλη μια φορά νοε­ρά, όπως τότε στη νιό­τη της, την κυρά Χρυ­σι­κού να την καλεί στο αρχο­ντι­κό της, να ψιθυ­ρί­σει ευχα­ρι­στώ για  το τρα­τα­μέ­ντο, ν’ ανταλ­λά­ξει φιλί κι αγκα­λιά κι ύστε­ρα ν’ αφή­σει τη ματιά της να χαθεί στα μικρά νησιά, το Λαζα­ρέ­το και τον Βίδο. Όποια νόνα συνα­ντού­σε σ’ εκεί­νο το χωριό, κυρά Χρυ­σι­κού, συνή­θι­ζε να την απο­κα­λεί τιμη­τι­κά και όλες στα δικά της μάτια ήταν αρχόντισσες.

Γουβιά

Δυο τρεις ψιχά­λες μόνο, μα αρκε­τές για ν’ ανοί­ξει μια ρωγ­μή στην παρα­μυ­θία του χρό­νου και του τόπου. Λίγα χιλιό­με­τρα είχαν μεί­νει μέχρι την Κου­κου­ρί­τσα, εκεί όπου βρί­σκε­ται η εξο­χι­κή κατοι­κία του πρώ­του κυβερ­νή­τη της Ελλά­δας, Ιωάν­νη Καπο­δί­στρια.
Οικο­δο­μή­θη­κε τον 17ο αιώ­να και σήμε­ρα έχει μετα­τρα­πεί σε μου­σείο αφιε­ρω­μέ­νο στη ζωή, το έργο και την παρα­κα­τα­θή­κη του.  Ανά­με­σα στα εκθέ­μα­τα περι­λαμ­βά­νο­νται αντι­κεί­με­να καθη­με­ρι­νής χρή­σης, ενθύ­μια, βιβλία, χάρ­τες, εικό­νες, μετάλ­λια, τιμη­τι­κά δώρα, έργα τέχνης, έπι­πλα κ.α. , που προ­έρ­χο­νται από την οικο­γέ­νεια αυτής της μεγά­λης εμβλη­μα­τι­κής μορ­φής, του αγί­ου της πολι­τι­κής όπως πολ­λοί τον χαρα­κτή­ρι­σαν. Παράλ­λη­λα με το μου­σείο στε­γά­ζε­ται και το Κέντρο Μελε­τών για τον Καπο­δί­στρια και την επο­χή του.

Μια στά­ση απο­τε­λού­σε πάντα καθή­κον, αφε­τη­ρία προ­βλη­μα­τι­σμού και τρο­φή για σκέ­ψη. Λυπό­ταν πραγ­μα­τι­κά για την κατά­ντια της σύγ­χρο­νης Ελλά­δας ιδί­ως σε θέμα­τα πολι­τι­κής και παι­δεί­ας. Τα συναι­σθή­μα­τα  σε αυτό τον χώρο με τα λιθό­στρω­τα μονο­πά­τια των κήπων και την εξαι­ρε­τι­κή θέα δεν εκβιά­ζο­νται, ρέουν αβί­α­στα. Η τιμή, η περη­φά­νια, η ανθρω­πιά, η ειλι­κρί­νεια, η καλο­σύ­νη, η ανι­διο­τέ­λεια, όλες οι αρε­τές του Καπο­δί­στρια μεταγ­γί­ζο­νται στην ψυχή.

Από το γρα­φι­κό χωριό των Ευρω­πού­λων, η Άφρα είναι πολύ κοντά. Δεν είχε φτά­σει ούτε καν μεση­μέ­ρι. Η δια­δρο­μή προ­σφέ­ρε­ται όλες τις επο­χές κρα­τώ­ντας αμεί­ω­το το ενδια­φέ­ρον σε περι­πα­τη­τές και περι­η­γη­τές, Έλλη­νες και ξένους.

Σε μισή μόλις ώρα, άφη­νε πίσω της τα πέτρι­να χορ­τα­ρια­σμέ­να γεφύ­ρια  και τα ερεί­πια του αρχο­ντι­κού του Κουρ­κου­μέ­λη τυλιγ­μέ­να στον κισ­σό και στο μυστή­ριο.  Τέτοια είναι η εξο­χή της Κέρ­κυ­ρας, γεμά­τη μαγεία, έχει τη δύνα­μη να υπο­βά­λει στον επι­σκέ­πτη πολ­λά και δια­φο­ρε­τι­κά σενά­ρια. Αν ήταν σού­ρου­πο, θα ’λεγε με βεβαιό­τη­τα, πως από τα δασω­μέ­να πλά­για έβγαι­ναν οι Βάκ­χες με ξέπλε­κα μαλ­λιά κρα­τώ­ντας θύρ­σους και κλη­μα­τί­δες. Θα τις άκου­γε κιό­λας να τρέ­χουν τρα­γου­δώ­ντας, ίσως και να την καλού­σαν και μετά με φίδια στα χέρια, χορεύ­ο­ντας θα περί­με­ναν το θεό ν’ ανοί­ξει τη μεγά­λη γιορτή.

Δάσος

Διέ­σχι­σε κατά μήκος τον κεντρι­κό δρό­μο του χωριού απο­λαμ­βά­νο­ντας την αισθη­τι­κή ποιό­τη­τα της βλά­στη­σης.  Η όψη του συν­νε­φια­σμέ­νου ορί­ζο­ντα με τις χαμη­λές κορυ­φές της λοφο­σει­ράς που υψώ­νο­νται θαρ­ρείς πασκί­ζο­ντας ν’ αγγί­ξουν ουρα­νό, τα παλιά αρχο­ντι­κά, απο­πνέ­ουν μια ιλα­ρό­τη­τα και μια χαρ­μο­νή δια­φο­ρε­τι­κή μέσα στο χειμώνα.

Στο­χά­στη­κε πως καθώς άλλα­ζε τον τρό­πο παρα­τή­ρη­σής της και την οπτι­κή γωνία, άλλα­ζε διά­θε­ση. Στά­θη­κε στο έβγα του χωριού δίπλα σε ένα κλει­στό σπί­τι. Το γνώ­ρι­ζε αυτό το σπί­τι από την επο­χή της δόξας του, τότε που οι τοί­χοι του δεν είχαν ξεθω­ριά­σει και οι άνθρω­ποι, ένα ζευ­γά­ρι ηλι­κιω­μέ­νων, γλε­ντού­σαν με δυο κού­πες κρα­σί και πολ­λή αγά­πη, τις μικρές χαρές της ζωής σα να ήταν κάθε μέρα πανηγύρι.

Η μνή­μη τα φέρ­νει όλα πίσω, μπο­ρεί αλλιώς κάθε φορά, τα φέρ­νει όμως. Το βλέμ­μα της περι­πλα­νή­θη­κε στα λεπτά και εύθραυ­στα φύλ­λα της χλό­ης κάτω από τις πορ­το­κα­λιές στην είσο­δο, στο  γυμνό ακό­μη αγιό­κλη­μα που σκαρ­φά­λω­νε στο φρά­χτη, στα λευ­κά αγριο­τρια­ντά­φυλ­λα στο πορ­τό­νι, στους κίτρι­νους νάρ­κισ­σους που φύτρω­ναν στα παρ­τέ­ρια, στη δια­μα­ντέ­νια λάμ­ψη του απο­βρο­χά­ρη ήλιου πάνω στο σπα­σμέ­νο τζά­μι του φεγ­γί­τη, στο ποδή­λα­το που παρα­δο­μέ­νο στις περι­κο­κλά­δες τού μαντρό­τοι­χου σκού­ρια­ζε χωρίς να ζητά πια λόγους να επα­λη­θεύ­σει τον προ­ο­ρι­σμό του. Στον κήπο βρι­σκό­ταν ακό­μη εκεί­νος ο σιδε­ρέ­νιος πάγκος εργα­σί­ας  φορ­τω­μέ­νος και αυτός σκουριά.

Μπο­ρού­σε να κλεί­σει τα μάτια και να ξανα­δεί τα πρό­σω­πά, να παρα­τη­ρή­σει την ευθυ­μία, τη χαρά τους και τα καλό­καρ­δα πει­ράγ­μα­τα, να τους δει να σκα­λί­ζουν τον κήπο, ν’ ακού­σει να την καλω­σο­ρί­ζουν με μια φέτα ζεστή φογά­τσα. Ο χρό­νος κυλού­σε, σαν να ήταν χτες που δρα­σκε­λού­σε την πόρ­τα τους πρώ­τη φορά. Πως την κοί­τα­ζαν με κατα­νό­η­ση, με συμπό­νια κατα­λα­βαί­νο­ντας ό,τι ήταν δύσκο­λο να ζει τόσο μακριά από την οικο­γέ­νειά της και μάλι­στα χωρίς φίλους. Την τελευ­ταία φορά, θυμό­ταν, ένα καλο­καί­ρι, είχε πια τη δική της οικο­γέ­νεια φτιά­ξει, είχε και φίλους,  θα πήγαι­ναν μαζί και ποτέ άλλο­τε ξανά μαζί, να περ­πα­τή­σουν στο κοντι­νό δάσος με τις καστανιές…

 Το άφραστο ονειροπόλημα στη φύση κρατάει όλες τις πόρτες ανοιχτές…

Δέντρα-Δάσος Κέρκυρα Χαρούλα Βερίγου

«Πριν βασι­λέ­ψει ο ήλιος κλεί­νουν οι πλη­γές και το πρωί ξανα­νοί­γουν ψυχή μου…» Πόσο άυλη της φάνη­κε η φωνή. Γύρι­σε σαστι­σμέ­νη και κοί­τα­ζε τη γυναί­κα ή τη λευ­κή σκιά της που ξεμά­κραι­νε, δεν ήταν σίγου­ρη. Κι ύστε­ρα μ’ ένα καρ­διο­χτύ­πι, οι μέρες όλες πέρα­σαν καλ­πά­ζο­ντας από μπρο­στά της.

Στο δάσος με τις καστα­νιές λοι­πόν, εκεί θα πήγαι­νε μόνη της, μετά από είκο­σι και κάτι χρό­νια. Της φάνη­καν κάπως ξεθω­ρια­σμέ­να τα χρώ­μα­τα, αλλιώ­τι­κα από αυτά τα πιο ζωη­ρά που κρα­τού­σε στη μνή­μη της. Εκχερ­σώ­σεις, πυρ­κα­γιές, αδια­φο­ρία είχαν αφή­σει τα σημά­δια τους. Παρ’ όλα αυτά όμως η φύση επού­λω­νε τις πλη­γές της και το τοπίο είχε παρα­μεί­νει όμορ­φο. Ίσως πάλι να έφται­γε το φως που τα έκα­νε να δεί­χνουν πιο αχνά. Έτσι είναι τα χρώ­μα­τα σκέ­φτη­κε, ξεθω­ριά­ζουν με τον και­ρό. Μόνο οι λέξεις μένουν πάντα ίδιες!Ποδήλατο

«Είμα­στε μαζί κυρά μου, μαζί θα ζήσου­με και την τελευ­ταία βόλ­τα, από όπου εμείς δεν θα ξανα­γυ­ρί­σου­με, μα εσύ θα ξανάρ­θεις…»  , οι λέξεις μέσα της.

Ένιω­σε πως από εκεί­νο το μέρος θα είχε περά­σει στην αιω­νιό­τη­τα το ζεύ­γος  Ρίγ­γα, με την ξακου­στή κατα­γω­γή από τα Πρά­μα­ντα των Τζου­μέρ­κων. Η σκέ­ψη ό,τι μπο­ρεί να έφυ­γαν τρώ­γο­ντας γευ­στι­κό­τα­το μπά­τζο, το σκλη­ρό τυρί που οι ίδιοι έφτια­χναν, ζεστό ψωμί και πίνο­ντας ηπει­ρώ­τι­κο τσί­που­ρο, χτέ­νι­σε ψιλή – ψιλή την αλι­σά­χνη στα βλέφαρα.

Σήκω­σε τη ματιά της στον ορί­ζο­ντα. Τα γυμνά κλα­διά είχαν για φόντο έναν ουρα­νό με πιο πυκνά και πιο σκού­ρα σύν­νε­φα καθώς προ­χω­ρού­σε η μέρα. Υπήρ­χε μια έντα­ση και μια τρυ­φε­ρό­τη­τα στις ανα­μνή­σεις της. Έτσι συμ­βαί­νει όταν επι­χει­ρείς να ληστέ­ψεις την άβυσ­σο. Στην άβυσ­σο της απου­σί­ας, από μια μόνο ρωγ­μή της μνή­μης, ο παλιός και­ρός, καλός και­ρός, γι’ αυτό η σκέ­ψη του Γκαί­τε, όταν λέει «Τα πράγ­μα­τα που μας λύπη­σαν στη ζωή / Όπως κι αν είναι ιστο­ρη­μέ­να / Πάντα μας αρέ­σουν… » ακου­γό­ταν γοη­τευ­τι­κά παρήγορη.

Στη δειλινή γαλήνη, πρώτα ξέσπασε η μπόρα μέσα της…

Προ­σπα­θού­σε ν’ ανα­πο­λεί όλο και περισ­σό­τε­ρες στιγ­μές από το παρελ­θόν. Μεγά­λω­νε μαζί της και αυτή η ανά­γκη της. Καμιά φορά ήταν σαν να τις είχε ζήσει κάποιος τρί­τος και τότε ελεύ­θε­ρη μπο­ρού­σε να τις απο­λαμ­βά­νει καλύ­τε­ρα. Εικό­νες δυνα­τές, όταν τις αντι­γυ­ρί­ζει ο καθρέ­φτης της μνή­μης μέσα από τη λεπτή ομί­χλη στη σιω­πή του τοπί­ου της Κέρ­κυ­ρας. Από τον ίδιο καθρέ­φτη είχε περά­σει με ασφά­λεια τη δοκι­μα­σία του χρό­νου και κατά­φερ­νε να παρα­μέ­νει στην προ­σο­χή της, επι­στρέ­φο­ντας ολο­ζώ­ντα­νη, η εικό­να μιας φιλί­ας που είχε εξε­λι­χθεί από το τυχαίο και τη συμπω­μα­τι­κή συνα­να­στρο­φή της νεό­τη­τας, στο ουσιώ­δες της αρε­τής και του αγα­θού συλ­λα­βί­ζο­ντας είκο­σι χρόνια.

«Η φιλία είναι επι­λο­γή, όχι υπο­χρέ­ω­ση» , θυμή­θη­κε την ώρα που οι πρώ­τες στά­λες βρο­χής έπε­φταν βαριές. Δικά του λόγια. Βλέ­πο­ντάς τον να πλη­σιά­ζει στις κου­κου­να­ριές χαμο­γέ­λα­σε.  Πριν πάει στο γρα­φείο του, το 2000, για έναν τυπι­κό ιατρι­κό έλεγ­χο, ανα­γκαίο στον επί­ση­μο διο­ρι­σμό της, εκεί είχαν γνω­ρι­στεί. Με τη φωνή της Αλε­ξί­ου, στο μινο­ρά­κι,  από το ραδιό­φω­νο του αυτο­κι­νή­του τότε, είχε κρα­τή­σει τόσο φυσι­κά την τυχαία συνά­ντη­ση. Για φαντά­σου, συλ­λο­γί­στη­κε, είκο­σι χρό­νια μετά, σε άλλη εποχή…

Ήταν σίγου­ρη πως εκεί­νος, της είχε γρά­ψει σε κασέ­τα όλα τα τρα­γού­δια του δίσκου «Γυρί­ζο­ντας τον κόσμο και Ένα φιλί του κόσμου». Σε κάποιο συρ­τά­ρι θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται ακό­μη ανά­με­σα σε πολ­λά άλλα ενθύμια.

«Της ψυχής μου ο ήχος είναι αυτός που ακούς
σε παρα­πλα­νώ με στί­χους ψεύτικους
για­τί σε θέλω» ,
αδιά­βα­στη περ­γα­μη­νή της ψυχής…

Καμιά φορά έρχο­νται στιγ­μές από το βαθύ του χρό­νου, με τη σιω­πη­λή τους μίμη­ση, μπρο­στά στην επί­σης σιω­πη­λή εικό­να της χει­μω­νιά­τι­κης φύσης. Σάμπως άγριο μελίσ­σι τρέ­χει ο λογι­σμός.  Δυο άγνω­στοι άνθρω­ποι μετα­ξύ τους, χωρίς ούτε ένα κοι­νό σημείο ανα­φο­ράς στο παρελ­θόν, από δια­φο­ρε­τι­κούς τόπους, χωρίς συγ­γέ­νεια, κι όμως, όταν συνα­ντη­θούν μπο­ρούν να απο­κτή­σουν ισχυ­ρούς δεσμούς φιλίας.

«Σ’ ένα μινο­ρά­κι σ’ έβα­λα κρυφά
πάλι η μου­σι­κή θα κάνει θαύματα
για­τί σε θέλω»,
η μαντι­κή της ανάμνησης…

ΖευγάριΠερί­με­νε να ξεσπά­σει πρώ­τα η μέσα της μπό­ρα, μια απο­νύ­κτε­ρη πίκρα που κρα­τού­σε χρό­νια στα χεί­λη. Νερό, αυτό το πολύ­τι­μο της βρο­χής θα την λύτρω­νε αργό­τε­ρα όπως πάντα, μια μακρά συνή­θεια που είχε απο­κτή­σει με τον και­ρό στο νησί των Φαιάκων.

Φαντά­στη­κε πως περ­πα­τού­σαν μαζί. Ένα παρά­πο­νο ήταν αυτό που μοι­ρα­ζό­ταν. Από τα χέρ­σα της ψυχής, στα χωρά­φια με τις ελιές και μετά στις πιο δασω­μέ­νες πλευ­ρές με τα μικρά σπη­λαιώ­δη ανοίγ­μα­τα κι όλο ξεπρό­βα­λαν κάθε τόσο μπρο­στά τους ξέφω­τα, αλλά και βαθύ­σκιω­τα μέρη.

Σα να προ­χω­ρού­σαν πλά­για στο στε­νό μονο­πά­τι. Τα φύλ­λα έστα­ζαν. Από την υγρα­σία, το έδα­φος τόσο νοτι­σμέ­νο, ώστε τα πόδια τους ολί­σθαι­ναν επι­κίν­δυ­να στις κατη­φο­ριές, μα μόνο τα πόδια γλι­στρού­σαν. Οι ψυχές γνώ­ρι­ζαν τον ακρι­βό προορισμό.

«Μες στο μινο­ρά­κι κλεί­στη­κα κι εγώ
στης μειο­ψη­φί­ας το μικρόκοσμο
για­τί σε θέλω»
σιγά, να μη ραγί­σει η σιωπή…

Ύστε­ρα από πορεία δυο ωρών και απο­ρία μιας ζωής, όταν δεν είχε απο­μεί­νει τίπο­τε άλλο να δουν μέσα στο δάσος και αφού δεν είχαν κατα­φέ­ρει να βρουν το δέντρο της ζωής, γελώ­ντας είχαν φτά­σει πια στην κορυ­φή του λόφου.

  • «Βγή­κα­με στο παρή­γο­ρο φως του ήλιου» , ο Γιάννης.
  • «Μπό­ρα ήταν και πέρα­σε…», εκείνη.

Αρι­στε­ρά ορθω­νό­ταν ένας μεγά­λος βρά­χος. Επά­νω του χαραγ­μέ­να διά­φο­ρα ονό­μα­τα. Και το δικό της, Ζωή…

«Μια φωτο­γρα­φία μου παλιά κρατάς
δεν της μοιά­ζω πια γι’ αυτό δε μ’ αγαπάς
αχ δε με θέλεις» ,
το κρυ­φό παράπονο…

Λιγο­στεύ­ουν οι χαρα­μά­δες της μνή­μης, με τον χρό­νο όμως κάποιες γίνο­νται πιο φωτει­νές. Απ’ την ανά­σα της στιγ­μής γαν­τζώ­νε­ται η αλή­θεια. Ένα μινο­ρά­κι, το ήσυ­χο νερό που επι­στρέ­φει μαζί με τη μελαγ­χο­λι­κή εικό­να σου και τη συγκί­νη­ση του πρώ­του έρω­τα, που κατέ­βη­κε ένα μόνο ημι­τό­νιο στην κλί­μα­κα για ν’ αγγί­ξει ήττα και θλί­ψη μα και λαχτά­ρα για πάντα. Ένα κίτρι­νο φύλ­λο πάει κι έρχε­ται στις κλω­στές του ανέ­μου, καλέ μου φίλε.

«Η αγά­πη τα έχει όλα, είναι πλή­ρης, είναι χαρά, είναι   ματζό­ρε. Ο έρω­τας τα θέλει όλα, είναι ελλι­πής, είναι μελαγ­χο­λι­κός, είναι μινόρε…» 

Ηχώ απα­λή, οι λέξεις επι­βάλ­λο­νται. Οι σκέ­ψεις με μια δική τους απόρ­ρη­τη δικαιο­σύ­νη έρχο­νται σε άερ­γες ώρες για να μη βαραί­νουν τα χάδια του ανέ­μου στις κορ­φές των δέντρων και στις βαθιές ρυτί­δες του λαιμού.

Μια στιγ­μή μόνο έκλει­σες τα μάτια. Μια ζωή  γύρι­σες πίσω. Και τώρα, στην καλη­σπέ­ρα της ανθι­σμέ­νης τσι­ντό­νιας τα λόγια αλλιώς, όπως και τα κέρι­να άνθη της στο καταχείμωνο.

Ένα δρο­σε­ρό τοπίο γεμά­το από ψηλά σκιε­ρά δέντρα, τα περισ­σό­τε­ρα κου­κου­να­ριές και καστα­νιές,  πυκνές φυλ­λω­σιές και χαμη­λή οργιώ­δη βλά­στη­ση σε όλες τις απο­χρώ­σεις του πρά­σι­νου, το χωριό Κομπί­τσι όπως επι­κρά­τη­σε να λέγε­ται, Λιχαϊ­δού­ρα για όσους θέλουν να το θυμού­νται αλλιώς, εκτεί­νε­ται στην κορυ­φή μιας χαμη­λής λοφο­σει­ράς με πανο­ρα­μι­κή θέα της βόρειας ορει­νής Κέρ­κυ­ρας, του Πέλε­κα, των Αγί­ων Δέκα και της λιμνο­θά­λασ­σας Χαλικιόπουλου.

Το όνο­μά του, το οφεί­λει στην ομώ­νυ­μη αρχο­ντι­κή οικο­γέ­νεια Κομπί­τση, που εγκα­τα­στά­θη­κε από τον 18ο αιώ­να στην περιο­χή. Εδώ λένε πως είχαν στε­ριώ­σει από το 1804 κάποιοι από τους ξερι­ζω­μέ­νους Σου­λιώ­τες, αυτοί που σχη­μά­τι­σαν τον πρώ­το οικι­στι­κό πυρή­να του σημε­ρι­νού χωριού.

Ακο­νί­ζεις τις αισθή­σεις, την όρα­ση, την ακοή, τη γεύ­ση, την αφή, την όσφρη­ση. Θέλεις ν’ αδειά­σεις το μυα­λό σου από κάθε περιτ­τό και κάθε κακό. Λαί­μαρ­γα τα ρου­θού­νια κοντα­να­σαί­νουν το φρέ­σκο αέρα. Ο ήλιος στο βασί­λε­μα. Όλα τώρα είναι πιο ακρι­βά, πιο πολύ­τι­μα. Μια βρύ­ση, θυμά­ται την παλιά της αίγλη μέσα από την επα­να­μυ­θο­ποί­η­ση της. Σε γοη­τεύ­ει το νερό. Το ταξί­δι του, γίνε­ται βίω­μα. Εδώ στη βρύ­ση, μόλις ξεδι­ψά­σεις, ξανα­δι­ψάς, μέχρι να μετα­λά­βεις το αλη­θι­νό πάθος και να μεί­νεις στον κύκλο, αυτόν που ενώ­νει τις ανή­συ­χες ψυχές.

Νοτί­ως του αρχο­ντι­κού, στη βενε­τσιά­νι­κη κρή­νη, μια περί­τε­χνη κατα­σκευή μνη­μεια­κού χαρα­κτή­ρα, δια­κο­σμη­μέ­νη με εξαι­ρε­τι­κά αρχι­τε­κτο­νι­κά στοι­χεία, το νερό σε γνω­ρί­ζει… Του έχει μιλή­σει για εσέ­να η βρο­χή, μια άλλη βρο­χή, η πρώ­τη που λάτρε­ψες με την άφι­ξή σου στην Κέρ­κυ­ρα τον Οκτώ­βρη του 1981, εκεί­νη που έγι­νε και είναι αιτία έμπνευ­σης και πεπρω­μέ­νο σου στο Ιόνιο.

Φλε­βά­ρια­σε, παρα­μι­λά ο κισ­σός και σφίγ­γει, με όλο το θρί­αμ­βο του πόθου του, τον κορ­μό της αμυ­γδα­λιάς λίγο πιο πέρα, σίγου­ρος πως θα την κρα­τή­σει για πάντα αιχ­μά­λω­τη στην αγκα­λιά του. Στα­λαγ­μα­τιές ζωής από την πρώ­τη νιό­τη, αυτήν που δεν λογά­ρια­ζε τη δια­κιν­δύ­νευ­ση και το ρίσκο, ξανάρ­χο­νται πιο ζωηρές.

Λένε πως αν πιείς νερό σε αση­μέ­νιο κύπε­λο, θα ξανα­γυ­ρί­σεις εδώ για να εξα­γνι­στείς, αν ξεδι­ψά­σεις στις χού­φτες σου θα σε παρα­στέ­κει ένα σύν­νε­φο, να για­τρεύ­ει την καρ­διά σου στις άνυ­δρες ώρες κι αν το πιείς σε χεί­λη αυτό το νερό της κρή­νης, θα σβή­νεις προ­σω­ρι­νά τη δίψα σου κι αιώ­νια θα διψάς…

Αυτοί που τα λένε, έχουν δίκιο κι αυτοί που δεν τα πιστεύ­ουν, δεν έχουν άδι­κο… Φταί­νε οι και­ροί που ζού­με. Στην προ­σω­ρι­νή ζωή έχουν όλοι δικαιώ­μα­τα και στην αιω­νιό­τη­τα μόνο το φως και το νερό!

Βρύση

Την περί­φη­μη βενε­τσιά­νι­κη κρή­νη στοί­χειω­σε η Άφρα όπως την έλε­γε ο πατέ­ρας της, Χιό­νη όπως την φώνα­ζε η αρχό­ντισ­σα. Η όμορ­φη κόρη πλα­νιέ­ται ακό­μη σε χίμαι­ρες, φωτι­σμέ­νη εσω­τε­ρι­κά από την αγά­πη και εξω­τε­ρι­κά από τη ροδο­δά­χτυ­λη αυγή.

Όλοι όσοι έχουν στα­θεί εδώ, θα έχουν σίγου­ρα παρα­τη­ρή­σει με πόση επι­τη­δειό­τη­τα κυλά­ει μια στα­γό­να μέχρι να πέσει και να σμί­ξει μια άλλη και πως γίνε­ται άφα­ντη μέσα στις χού­φτες ή στη μικρή γούρ­να σα να μην υπήρ­ξε. Το ίδιο όπως συμ­βαί­νει και με κάποιες στιγ­μές ή και ανα­μνή­σεις. Χάνο­νται σε μια γωνιά του μυα­λού και πια, πάει τελεί­ω­σε, δεν ξανάρ­χο­νται στη μνή­μη, μένει μόνο η αίσθη­ση πως κάπο­τε τις έχου­με ζήσει, ή κάπου τις ξέρουμε.

Ξυπνούν οι μύριοι ήχοι του νερού θαρ­ρείς και θέλουν να μιλή­σουν. Η αρχο­ντο­πού­λα, ένα κλει­στό λου­λού­δι που παρά­κου­σε τις εντο­λές του πατέ­ρα της. Από φόβο δεν ομο­λό­γη­σε τον έρω­τά της με το νέο που έστερ­ξε στο αρχο­ντι­κό τους, από φόβο, για να τον σώσει. Κυνη­γη­μέ­νος ήταν, άδι­κα, πολ­λές αδι­κί­ες ακου­γό­ταν σε βάρος πάντα των απλών ανθρώ­πων. Είχε προ­λά­βει να χτυ­πή­σει το μπα­τι­τού­ρο, το ρόπτρο  δηλα­δή, της βαριάς ξύλι­νης πόρ­τας, ανα­ζη­τώ­ντας άσυ­λο γνω­ρί­ζο­ντας πως από εκεί και μετά θα ήταν δού­λος και η ζωή του στην κρί­ση και στη διά­θε­ση του αφέντη.

Τα χέρια τους είχαν βρε­θεί ενω­μέ­να, χωρίς να το κατα­λά­βουν και πριν λυθούν αμή­χα­να, πρό­λα­βε να νιώ­σει το τρέ­μου­λο της ψυχής στα βελού­δι­να χεί­λη, όπως μια στα­γό­να βρο­χής πάνω στο τριαντάφυλλο.

Λένε πως για μια φορά μόνο του είχε δοθεί, μια νύχτα με νιο­φτέ­ρου­γο φεγ­γά­ρι είχαν αγκα­λια­στεί, μα ήταν μια φορά για πάντα. Μετά από εκεί­νη τη μονα­δι­κή νύχτα που έζη­σαν μαζί, χάθη­κε, ούτε φιό­ρια έβρι­σκε στο παρα­θύ­ρι, σημά­δι του έρω­τα, ούτε το τρα­γού­δι του άκου­γε στο ξημέ­ρω­μα. Κατά­λα­βε τι είχε συμ­βεί, όταν ο ίδιος ο πατέ­ρας της, τής έδει­ξε με νόη­μα το ανή­λια­γο σαγρά­δο λέγο­ντας άκαρ­δα, «από εδώ μέσα δεν γύρι­σε ποτέ κανείς…»Τριαντάφυλλα

Υπάρ­χουν λέξεις που η ακοή δεν τις πιά­νει καλά, λέξεις που δεν θέλου­με ν’ ακού­σου­με, σα να μην προ­ο­ρί­ζο­νται για μας. Έτσι, στο άκου­σμα της λέξης «σαγρά­δο» , η Άφρα – Χιό­νη έμει­νε με το στό­μα ανοι­κτό, μη θέλο­ντας να πιστέ­ψει το μέγε­θος της απανθρωπιάς.

Πρώ­τα σταύ­ρω­σε τα χέρια αγκα­λιά­ζο­ντας το σώμα της από τους ώμους, μετά τα έλυ­σε από­το­μα και απελ­πι­σμέ­νη πότε χτυ­πού­σε το στή­θος της και πότε τρά­βα­γε τού­φες – τού­φες τα μαύ­ρα της μαλ­λιά, να τα ξερι­ζώ­σει. Ύστε­ρα κάρ­φω­σε το βλέμ­μα στο σαγρά­δο, εκεί στην κατα­πα­κτή που πατού­σαν τα πόδια του άρχο­ντα, λες κι ήθε­λε να σκά­ψει με τα μάτια πιο βαθιά τη στε­νή άβυσ­σο από κάτω τους και να μπει μέσα. Έμε­νε ακί­νη­τη, σαν άγαλ­μα. Σε τέτοιες τρα­γι­κές κατα­στά­σεις, ο άνθρω­πος είναι ικα­νός να μεί­νει ακί­νη­τος για πάντα.

Είναι κάποιες στιγμές τόσο θλιβερές, που η ψυχή δεν είναι προετοιμασμένη ν’ αντέξει τις απροσδόκητες αποκαλύψεις.

Είχε βγει το φεγ­γά­ρι όταν ανα­ζή­τη­σε παρη­γο­ριά κι αγκα­λιά­ζο­ντας το ψηλό κυπα­ρίσ­σι λίγο πιο πέρα από το σαγρά­δο ξέσπα­σε σε δάκρυα. Στή­ρι­ξε το μέτω­πό της στον τρα­χύ κορ­μό μα δεν ήταν σε θέση να αισθαν­θεί ούτε τον πόνο που της προ­κα­λού­σε η φλού­δα που έγδερ­νε το τρυ­φε­ρό της δέρ­μα, ούτε τα μηνίγ­για της που έκαιγαν.

«Μην κλαις» , την πρό­στα­ξε ο άρχο­ντας όταν την βρή­κε στην ίδια θέση το ξημέρωμα.

Ανά­με­σα σε λυγ­μούς, σαστι­σμέ­νη, φοβι­σμέ­νη, ψιθύ­ρι­σε «τον αγα­πώ» , λογα­ριά­ζο­ντάς τον για ζωντα­νό κι ας ήξε­ρε πως δεν ήταν.

Το σώμα της σε όρθια στάση, μα η ψυχή είχε κιόλας γονατίσει.

«Μην κλαις» , απαί­τη­σε με περισ­σό­τε­ρη οργή κοφτά. Τα μάτια του τρο­μα­κτι­κά. Μη μπο­ρώ­ντας να ελέγ­ξει το θυμό του, κατέ­βα­σε το μαστί­γιο και τη χτύ­πη­σε στο πρό­σω­πο… Ψυχή θηρί­ου, ολό­γυ­μνη, χωρίς το προ­σω­πείο της ευγέ­νειας. Οι υπη­ρέ­τες έκα­ναν το σταυ­ρό τους κρυμ­μέ­νοι πίσω από τις βαριές κουρ­τί­νες στα παρά­θυ­ρα. Μια πλη­γή άνοι­ξε στα χεί­λη της, μα τι περί­ερ­γο, δεν έτρε­χε αίμα, όχι, νερό, καθα­ρό νερό ήταν εκεί­νο που κύλη­σε μέχρι τον λαι­μό κι ύστε­ρα ένα σύν­νε­φο χαμή­λω­σε και χιλιά­δες νιφά­δες χιο­νιού έπε­σαν στο­λί­ζο­ντας τα μαύ­ρα της μαλλιά.

Έκτο­τε, ανά­με­σα τους, υπήρ­χε μια φαρ­μα­κε­ρή ψυχρό­τη­τα που με τα χρό­νια έγι­νε πάγος, πάγος σκλη­ρός, που ούτε έλιω­νε, ούτε έσπα­γε. Δεν άνοι­ξε το στό­μα της ούτε μια φορά να τού πει κάτι, αλλά κι εκεί­νος δεν είχε δεί­ξει καμιά μετά­νοια κι όταν οι ψίθυ­ροι του κόσμου έγι­ναν κραυ­γές και κατά­ρες ενα­ντί­ον του, απει­λού­σε πως θα την έκλει­νε σε μονα­στή­ρι αν έδι­νε ξανά τέτοιο δικαί­ω­μα. Έτσι σκο­τεί­νια­ζαν σιγά – σιγά οι μέρες. Μα και η μητέ­ρα της, ούτε καλο­σύ­νη, ούτε συμπό­νε­ση, δεν την κρά­τη­σε στην αγκα­λιά της, δεν της είπε δυο λόγια, δεν την κανά­κε­ψε, όχι, δεν την άφη­σε το στέμ­μα του εγωισμού.

Από τότε, όσο έζη­σε και ήταν λίγη η ζήση της, η μόνη ικα­νο­ποί­η­ση, η μόνη χαρά που της έμε­νε ήταν να  περ­πα­τά στις ερη­μιές για­τρεύ­ο­ντας τα πλη­γω­μέ­να δέντρα.

Με τη λευ­κο­φό­ρα ανά­μνη­σή του βάραι­ναν τα βλέ­φα­ρα και μια βρα­χνή φωνή έμπαι­νε στην κάμα­ρά της και της έλε­γε «παρη­γο­ρή­σου». Ανθού­σαν τις νύχτες οι στε­ναγ­μοί στη φυλα­κή της καρδιάς.

Χιόνια

Η φύση επιδρά γλυκά στην καρδιά του ανθρώπου, το φως έχει τον τρόπο του να μπαίνει και να φωτίζει τις θλιμμένες ψυχές.

Κάποια φορά δεν επέ­στρε­ψε. Την έψα­ξαν μέρες πολ­λές, και νύχτες, με τα φανά­ρια, από την Άφρα μέχρι τη λίμνη δεν είχε μεί­νει σπι­θα­μή αγύ­ρευ­τη, μάταια. Ούτε ένα σημά­δι. Κάποιος από τους υπη­ρέ­τες όμως, είχε προ­σέ­ξει πως ένα μήνα αργό­τε­ρα, στο χρυ­σό πορ­φυ­ρό του ήλιου, μια σκιά δια­γρα­φό­ταν πάνω στο πλα­κό­στρω­το κι έμοια­ζε πραγ­μα­τι­κά με σκιά γυναί­κας που πηγαι­νο­ερ­χό­ταν στην αυλή. Την είχε συγκρί­νει μάλι­στα με τη σκιά της καμι­νά­δας που έμε­νε ακί­νη­τη προς την ίδια κατεύ­θυν­ση, αυτή όσο κι αν την κοί­τα­ζε ποτέ δεν εξα­φα­νι­ζό­ταν. Ναι έτσι είναι, οι σκιές από τ’ άψυ­χα πράγ­μα­τα ποτέ δεν χάνο­νται όσο κι αν τις κοι­τά­ζεις, θα του είχε περά­σει από το νου. Αξιο­πε­ρί­ερ­γο έβρι­σκε το γεγο­νός ό,τι στα­μα­τού­σε, αγκά­λια­ζε πονε­τι­κά το κυπα­ρίσ­σι, κάτι ψέλ­λι­ζε κι ύστε­ρα μια δεύ­τε­ρη σκιά που την περί­με­νε, κι αυτή ολό­λευ­κη, άνοι­γε το σαγρά­δο και μόλις… Μα το πιο περί­ερ­γο ήταν πως μόλις έχα­νε τις δυο σκιές από τα μάτια του, ακου­γό­ταν ο φλοί­σβος του νερού σαν να έτρε­χε κελα­ρυ­στό στις φλέ­βες της γης και τότε μια σιγα­νή μελω­δι­κή φωνή ξεχει­λι­σμέ­νη από ερω­τι­κό πάθος…

Λένε πως δεν φτά­νει να είσαι πλού­σιος για να είσαι ευτυ­χι­σμέ­νος, πρέ­πει να νιώ­θεις πως η συνεί­δη­σή σου σηκώ­νει πρό­θυ­μα τη σημαία ενά­ντια στην απαν­θρω­πιά και τ’ άδι­κο, να ξέρεις πως δεν γίνε­ται με το ένα χέρι να χαϊ­δεύ­εις διά­βο­λο και με το άλλο να μαστι­γώ­νεις άγγελο…

ΑμυγδαλιάΛένε πως εκείνος ο έρωτας έγινε νερό για να ταξιδεύει στην αιωνιότητα.

Σιω­πη­λές χει­ρο­νο­μί­ες στο χρυ­σό δει­λι­νό. Οι φίλοι ξεχα­σμέ­νοι στο βάθος του χρό­νου. Από τα παλιά λησμο­νη­μέ­να πετά­γο­νται παντο­δύ­να­μες ανα­μνή­σεις και στιγ­μές. Με παι­δι­κή ευπι­στία ξετυ­λί­γεις το περι­τύ­λιγ­μα της πικρής σοκο­λά­τας. Οι προ­δο­μέ­νοι γίνο­νται οι καλύ­τε­ροι φίλοι.

Ανοί­γεις τις χού­φτες, να τις γεμί­σεις τρε­χού­με­νο νερό, να ξεδι­ψά­σεις σε τού­τη την όμορ­φη βενε­τσιά­νι­κη κρήνη…

Ένα ασημένιο κύπελλο σου προσφέρεται γεμάτο…
Δυο χείλη βλέπεις πάντα να σε σημαδεύουν…

«Πριν βασι­λέ­ψει ο ήλιος κλεί­νουν οι πλη­γές και το πρωί ξανα­νοί­γουν ψυχή μου…», η άυλη φωνή στην κρή­νη στο Κομπίτσι…


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 18 Φλε­βά­ρη του 2021


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο