Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Αθήνα ως Πρωτεύουσα: σχεδιασμός, εξέλιξη ταξική συγκρότηση ‑2ο

ℹ️   Η Αθή­να σαν σήμε­ρα 18-Σεπ, το 1834, έγι­νε πρω­τεύ­ου­σα της Ελλάδας
Το θέμα ανε­βαί­νει –κάθε χρό­νο τέτοια μέρα, από διά­φο­ρα (αστι­κά) ΜΜΕ (ανα­φέ­ρου­με ενδει­κτι­κά την iefimerida.gr, το newsbomb.gr την kathimerini.gr…) και ανα­πα­ρά­γε­ται κατά κόρον από ΜΚΔ.
🆘  Πάγιος τίτλος «Ένα χωριό γύρω από το βρά­χο της Ακρό­πο­λης με ερει­πω­μέ­να αρχαία, βυζα­ντι­νά και μεσαιω­νι­κά κτί­ρια, δίπλα σε καλύ­βες, όπου ζού­σαν οι πάμ­φτω­χοι, τότε, Αθη­ναί­οι» …«αρχαιο­λο­γι­κός κήπος» ερει­πί­ων όπου χαλα­σμέ­να και ερει­πω­μέ­να αρχαία, βυζα­ντι­νά και μεσαιω­νι­κά κτί­ρια βρί­σκο­νταν δίπλα σε τρι­σά­θλιες καλύ­βες, όπου ζού­σαν οι πάμ­φτω­χοι, τότε, Αθη­ναί­οι.
👦 👧  Όλης αυτής της παρα­φι­λο­λο­γί­ας –για όποιον ενδια­φέ­ρε­ται, να δει και βίντεο με προ­βα­τά­κια κλπ. με εξυ­πνά­δες του είδους «από­λυ­τη νοο­τρο­πία χωριού», «φου­στα­νέλ­λα-τσα­ρού­χι», πρω­τό­γνω­ρα — μαγι­κά των ξένων περι­η­γη­τών» κά βρί­θει το διαδίκτυο.

Από την πλευ­ρά μας έχου­με μιλή­σει για το θέμα από ένα δια­φο­ρε­τι­κό πρί­σμα –που είναι και το ουσια­στι­κό, |>Η Αθή­να ως πρω­τεύ­ου­σα: σχε­δια­σμός, εξέ­λι­ξη ταξι­κή συγκρό­τη­ση<|, — Η κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κή κατά­στα­ση στην Αθή­να μετά το 1830 …

«Κυρίες» της Αθήνας

  • Είμα­στε στο πρώ­το μισό του 19ου αιώ­να με τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση να έχει κατα­βα­ρα­θρω­θεί από το Ναπο­λέ­ο­ντα, όμως οι αρχές της να εξα­κο­λου­θούν να συνε­παίρ­νουν τις λαϊ­κές δυνά­μεις, με απο­τέ­λε­σμα το ξέσπα­σμα αστι­κών εξε­γέρ­σε­ων στη 2η και 3η 10καετία του 19ου αιώ­να με αιτή­μα­τα δημο­κρα­τί­ας σύμ­φω­να με τις αρχές της Γαλ­λι­κής Επανάστασης.
  • Όσο περ­νάν οι δεκα­ε­τί­ες, οι εξε­γέρ­σεις παίρ­νουν χαρα­χτή­ρα περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο προ­λε­τα­ρια­κών κινη­μά­των με κορύ­φω­ση το 1848, χρο­νιά-ορό­ση­μο στην πολι­τι­κή σκέ­ψη αλλά και πρα­χτι­κή, καθώς δημο­σιεύ­τη­κε το Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο των Μαρξ και Ένγκελς, που ουσια­στι­κά καθο­δή­γη­σε το «1848». Στη συνέ­χεια η Ιστο­ρία προ­χώ­ρη­σε στη Γαλ­λι­κή Κομ­μού­να του 1871 και στη Σοβιε­τι­κή Επα­νά­στα­ση του 1917.
  • Το 1830 η Ελλά­δα γίνε­ται «ανε­ξάρ­τη­το βασί­λειο», για την «ανε­ξαρ­τη­σία» του οποί­ου κοντα­ρο­χτυ­πιού­νται τσα­ρι­κοί, Γερ­μα­νοί, Αυστρια­κοί, Γάλ­λοι και Άγγλοι: σε κάποια στιγ­μή συμ­φω­νί­ας επι­λέ­γε­ται συμ­βι­βα­στι­κά ως «Βασι­λεύς» ο Όθω­νας και το «Ελλη­νι­κόν Βασί­λειο» κάνει τα πρώ­τα του βήματα.
  • Το ευρω­παϊ­κό κλί­μα ακό­μη είναι ιδιαί­τε­ρα συντη­ρη­τι­κό· κυριαρ­χούν ο τσά­ρος, Γερ­μα­νοί τιτλού­χοι, Γάλ­λοι πρω­θυ­πουρ­γοί, ο ιδιαί­τε­ρα αντι­δρα­στι­κός Μέτ­τερ­νιχ, κυρί­αρ­χη πολι­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα της Αυστρο­ουγ­γρι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και οι υπε­ρά­νω κομ­μά­των αλλά πιστές στο Σύστη­μα και το Στέμ­μα Βρε­τα­νι­κές κυβερνήσεις.
  • Η κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία, που ανα­λυ­τι­κά περιέ­γρα­ψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, είναι η ιδε­ο­λο­γία της κυρί­αρ­χης τάξης, και αυτή περι­κλεί­ε­ται στα εξής:
    Κυριαρ­χία των αστών βιο­μη­χά­νων, τρα­πε­ζι­τών και εμπό­ρων, ιδε­ο­λο­γι­κό όρα­μα ο Νεο­κλα­σι­κι­σμός σε συν­δυα­σμό με τη Βασι­λεία (το κυρί­αρ­χο πολι­τι­κό σύστη­μα τότε, συνταγ­μα­τι­κή ή όχι).
  • Νεο­κλα­σι­κι­σμός σημαί­νει «Επι­στρο­φή σε μορ­φές του ένδο­ξου παρελ­θό­ντος» που εκφρά­ζα­νε, στα λόγια, ακμαία κοι­νω­νι­κά συστή­μα­τα, όπως της αρχαί­ας αθη­ναϊ­κής Δημο­κρα­τί­ας, στην πρά­ξη όμως τη ρωμαϊ­κή απο­λυ­ταρ­χία της επο­χής των Αυγού­στων, που ήταν παράλ­λη­λη με την τότε πολι­τι­κή κατά­στα­ση μετά τον εκφυ­λι­σμό της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης και τον Ιμπε­ρια­λι­σμό που κυριαρ­χού­σε.
  • Τέτοιες επο­χές έχουν ανά­γκη «συμ­βο­λι­σμών» για να επι­βάλ­λουν την ιδε­ο­λο­γία τους, και οι συμ­βο­λι­σμοί σε επο­χές ακμής είναι η από­λυ­τη Γεω­με­τρία και Συμ­με­τρία, συμ­βο­λι­σμοί όμως που εμφα­νί­ζο­νται επί­σης και σε επο­χές παρακ­μής, με τη δια­φο­ρά ότι στην πρώ­τη είναι πηγαί­ες, ενώ στη δεύ­τε­ρη είναι κακέ­κτυ­πες, προ­σπα­θώ­ντας με τη χρή­ση γνω­ρι­σμά­των της Ακμής να προσ­δώ­σουν εκ των έξω Ακμή και εκεί που δεν υπάρ­χει πλέον.
  • Για την Αθή­να, που διά­νυε τις πρώ­τες φάσεις μετά τη φεου­δαρ­χία της Οθω­μα­νι­κής περιό­δου, η κατά­στα­ση είναι ενδιά­με­ση, θα μπο­ρού­σαν να χαρα­κτη­ρι­στούν και πηγαί­ες, πάντα βέβαια με τη διευ­κρί­νι­ση «για ποιον είναι η Ακμή».
  • Έχου­με μια δοτή Βασι­λι­κή Εξου­σία, η οποία όμως σχε­δόν δεν αμφι­σβη­τεί­ται ‑οι δημο­κρα­τι­κές δια­κη­ρύ­ξεις των Συνταγ­μά­των της επο­χής της Επα­νά­στα­σης του 21 έχουν κατα­λα­γιά­σει προς το παρόν, αστι­κή τάξη σχε­δόν δεν είχε ακό­μη δια­μορ­φω­θεί, αν και υπήρ­χε στις πόλεις των παροι­κιών ή της οθω­μα­νι­κής Επι­κρά­τειας (Σμύρ­νη, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Τερ­γέ­στη, Οδησ­σός, Βου­κου­ρέ­στι, Λει­ψία κ.λπ.).
  • Μην ξεχνά­με τέλος ότι η Αθή­να ήταν μια μικρή πόλη των 12.000 κατοί­κων καθα­ρά φεου­δα­λι­κής δομής, στην οποία ξαφ­νι­κά λόγω της επι­λο­γής της ως Πρω­τεύ­ου­σας συνέρ­ρευ­σαν Φανα­ριώ­τες, πάροι­κοι, ξένοι Φιλέλ­λη­νες και «Φιλέλ­λη­νες», τσι­φλι­κά­δες από τα οθω­μα­νι­κά ακό­μη μέρη, συν ακό­μη οι βαυα­ροί ακό­λου­θοι του Όθω­να και τα στρα­τιω­τι­κά τμή­μα­τα που έφε­ρε μαζί του, οι οποί­οι και πήραν αμέ­σως το Κρά­τος στα χέρια τους και
  • Έτσι η κοι­νω­νι­κή δομή των Νέων Αθη­νών ήταν αρκε­τά ιδιόρρυθμη:
    κτη­μα­τί­ες, Φανα­ριώ­τες, τσι­φλι­κά­δες, μεγα­λέ­μπο­ροι, στρα­τιω­τι­κοί Βαυα­ροί και Έλλη­νες (2.000 Βαυα­ροί σε ιθύ­νου­σες θέσεις στους 12.000 παλαιούς κατοί­κους ήταν αρκε­τά μεγά­λη υπό­θε­ση…), και από την άλλη μεριά, εργα­ζό­με­νοι, αγρερ­γά­τες και μικρο­κτη­μα­τί­ες, μικρέ­μπο­ροι και τεχνί­τες, υπη­ρε­τι­κό προ­σω­πι­κό και εργά­τες στις τότε ιδρυό­με­νες βιο­τε­χνί­ες και υπο­τυ­πώ­δεις βιο­μη­χα­νί­ες μικρής κλίμακας

 

ℹ️  Κηφι­σιά, ο άλλος αρι­στο­κρα­τι­κός πόλος:
Η Κηφι­σιά ήταν από την αρχαιό­τη­τα εξο­χι­κή περιο­χή των πλού­σιων Αθη­ναί­ων (Βίλ­λα Ηρώ­δη του Αττι­κού, Βυζα­ντι­νοί και Οθω­μα­νοί τιτλού­χοι, πολι­τι­κοί και υψη­λή κοι­νω­νία στον 19° αιώ­να Βίλ­λα Μπε­νά­κη Άλσος Κηφισιάς)

Επο­μέ­νως δεν υπήρ­χαν –τότε όπως και σήμε­ρα, μόνο οι «πάμ­φτω­χοι, Αθη­ναί­οι», αλλά και το κεφά­λαιο - η νέα άρχου­σα τάξη εν τη γενέ­σει της.

Αθήνα 1860

Στο σημείο αυτό, πρέ­πει να σημειω­θεί ότι, όταν -με το Πρω­τό­κολ­λο του Λον­δί­νου του 1830, απο­χώ­ρη­σαν οι Οθω­μα­νοί από το νεοϊ­δρυ­θέν ελλη­νι­κό Βασί­λειο, οι γαί­ες τους (πλην των αστι­κών, σπι­τιών κ.λπ.) ανή­καν στο ελλη­νι­κό Δημό­σιο για δύο λόγους.

  • Ο πρώ­τος επει­δή σύμ­φω­να με το οθω­μα­νι­κό Δίκαιο, η γη ανή­κει στον Θεό, και κατ’ επέ­κτα­ση στον εκπρό­σω­πόν του επί της γης, το Σουλ­τά­νο (ένας από τους τίτλους του Σουλ­τά­νου ήταν «η σκιά του Θεού επί της Γης»), επο­μέ­νως οι κάτο­χοι γεωρ­γι­κής γης είχαν μόνο τη νομή και όχι την κυριότητα.
  • Ο δεύ­τε­ρος επει­δή η γη ήταν ταυ­τό­χρο­να και «λεία πολέ­μου», ανή­κε δικαιω­μα­τι­κά στο ελλη­νι­κό Δημόσιο.

Όμως οι μεν απο­χω­ρού­ντες Οθω­μα­νοί την που­λού­σαν, οι δε αετο­νύ­χη­δες που ανα­φέρ­θη­καν την αγό­ρα­ζαν, γνω­ρί­ζο­ντας ότι στο ασχη­μά­τι­στο ακό­μη ελλη­νι­κό Κρά­τος θα απο­χτού­σαν de facto την κυριό­τη­τα, όπως και έγινε.
Πέρα από τα μεγά­λα τσι­φλί­κια που αγο­ρά­στη­καν «σε τιμή ευκαι­ρί­ας», όπως τα τσι­φλί­κια του Ωρω­πού, των Μεσο­γεί­ων, των Τουρ­κο­βου­νί­ων, του Γαλα­τσί­ου της Βάρ­κι­ζας κά. (τ’ αγό­ρα­σαν οι Ηλιό­που­λος, Νάστος, Συγ­γρός με το συνε­ταί­ρο του Βασι­λιά Γεώρ­γιο τον Α’, ο Χαρο­κό­πος, ο μεγα­λέ­μπο­ρος εν Βιέν­νη Δημ. Ποστο­λά­κας και άλλοι πολ­λοί), οι αετο­νύ­χη­δες αυτοί έγι­ναν (παρά­νο­μα) κάτο­χοι και εκτά­σε­ων στην περι­φέ­ρεια των Αθη­νών (Τουρ­κο­βού­νια, Γαλά­τσι, Βου­λιαγ­μέ­νη, Φιλο­θέη, Τατόι, κά.).
Το ελλη­νι­κό Δημό­σιο ουδέ­πο­τε ανα­γνώ­ρι­σε αυτές τις ιδιο­κτη­σί­ες, όμως de facto κατα­τμή­θη­καν, που­λή­θη­καν, χτί­στη­καν χωρίς πλέ­ον το Κρά­τος να μπο­ρέ­σει να τις δια­σφα­λί­σει.

Είναι γνω­στές οι απέλ­πι­δες προ­σπά­θειες του Καπο­δί­στρια να δια­φυ­λά­ξει υπέρ του Δημο­σί­ου τις γαί­ες αυτές, όμως οι παρεμ­βά­σεις της Μεγά­λης Βρε­τα­νί­ας, της Γαλ­λί­ας, της Αυστρί­ας, της Ρωσί­ας κά. ισχυ­ρών κρα­τών υπέρ των αγο­ρα­στών — υπη­κό­ων τους ήταν περισ­σό­τε­ρο αποτελεσματικές!
Άλλω­στε τα ονό­μα­τα ήταν ηχη­ρά: ο Φιλέλ­λην συνταγ­μα­τάρ­χης Τζώρτζ Φίν­λεϋ στην Αθή­να και στο Μαρα­θώ­να, οι Γάλ­λοι Λαπιέρ στο Σάλε­σι και ο Ρου­ζού στο Χαρ­βά­τι, ο πρό­ξέ­νος της Ρωσί­ας I. Παπαρ­ρη­γό­που­λος, ο Αμε­ρι­κα­νός ιερα­πό­στο­λος Ιωνάς Κινγκ (ο οποί­ος κατά το Λου­δο­βί­κο Ρος «με όσον φαι­νο­με­νι­κόν ζήλον ελά­λει περί των επου­ρα­νί­ων αγα­θών, με τόσον πραγ­μα­τι­κόν ζήλον και επι­μο­νήν εκό­πτε­το διά τα επί­γεια αγα­θά…»), ο τρα­πε­ζί­της Σκου­ζές, οι Σού­τσοι, οι Σκυ­λί­τση­δες, ο στρα­τη­γός Κριε­ζώ­της (ο οποί­ος απει­λού­σε να κατέ­βει στην Αθή­να με τα παλ­λη­κά­ρια του για να επι­βά­λει τη δική του ρυμο­το­μία στο χτή­μα του!), ο στρα­τη­γός Μακρυ­γιάν­νης, ο αγω­νι­στής Ζαχα­ρί­τσας, ο Ιωάν­νης Μια­ού­λης, γιος του αγω­νι­στή του ’21, ο πρό­ξε­νος της Αυστρί­ας Γ. Γρό­πιος, ο Στ.Δεκόζης-Βούρος και ο μεγα­λέ­μπο­ρος Μπε­ρι­κέ­το­γλου (με το εξελ­λη­νι­σμέ­νο όνο­μά του «Αφθο­νί­δης»).
Ακό­μη, από τους πρώ­τους προ­στρέ­ξα­ντες, οι Φανα­ριώ­τες ή οσπο­δά­ροι της Μολ­δο­βλα­χί­ας πρί­γκηψ Ιωάν­νης Καρα­τζάς, ο ποστέλ­νι­κος της Βλα­χί­ας Κων­στα­ντί­νος Βλα­χού­τσης, ο αδελ­φός του σπα­θά­ριος Γ. Βλα­χού­τσης, ο πρί­γκηψ Καντα­κου­ζη­νός, και, από τους γηγε­νείς, ο Ανάρ­γυ­ρος Πετρά­κης, πρώ­τος Δήμαρ­χος Αθη­ναί­ων, και πολ­λοί άλλοι που τελι­κά δια­μόρ­φω­ναν το δημό­σιο χώρο σύμ­φω­να με τις ιδιο­κτη­σί­ες τους, επι­βάλ­λο­ντας κατάρ­γη­ση δρό­μων και πλα­τειών ή στέ­νε­μά τους κά.

Σημειώ­νου­με όμως μια σημα­ντι­κή μετα­βο­λή στο σχέ­διο Κλε­άν­θη:
Η θέση των ανα­κτό­ρων ήταν από πλευ­ράς υγιει­νής και κοι­νω­νι­κής στάθ­μης λαθε­μέ­νη!
Η δυτι­κή Αθή­να ήταν στη λεκά­νη του Κηφι­σού ποτά­μι πλα­τύ, αργό και με έλη, και περιο­χή μαστι­ζό­με­νη από ελο­νο­σία και κατοι­κού­με­νη από φτω­χο­καλ­λιερ­γη­τές και εργαζόμενους.
Αντί­θε­τα η ανα­το­λι­κή δια­σχί­ζο­νταν από ορει­νό καθα­ρό και ρέον ποτά­μι, τον Ιλισ­σό, αερι­ζό­ταν από τον Υμητ­τό, το Λυκα­βητ­τό και τους λόφους Ακρό­πο­λης και Φιλοπάππου.
Έτσι, όταν ήρθε ο αυλι­κός αρχι­τέ­κτο­νας του Λου­δο­βί­κου, ο φον Γκαίρτ­νερ, να σχε­διά­σει τα ανά­κτο­ρα, έβα­λε τις φωνές και τοπο­θέ­τη­σε το Ανά­κτο­ρο στη σημε­ρι­νή του θέση, στην «πλα­τεία Μουσών».

Κάποιοι ταλαί­πω­ροι πάμπλου­τοι μεγα­λό­σχη­μοι Φανα­ριώ­τες που έσπευ­σαν να αγο­ρά­σουν και να οικο­δο­μή­σουν μέγα­ρα σε οικό­πε­δα γύρω από την πρώ­τη θέση των Ανα­κτό­ρων, όπως ο πρί­γκηψ Καντα­κου­ζη­νός κ.ά., έμει­ναν με τα μέγα­ρά τους σε αμφι­σβη­τού­με­νης πλέ­ον κοι­νω­νι­κής στάθ­μης περιο­χή, στις παρυ­φές της πρώ­της βιο­μη­χα­νι­κής περιο­χής, του Γκα­ζιού και του Μετα­ξουρ­γεί­ου, με τις αντί­στοι­χες εργα­τι­κές συνοι­κί­ες, όπως το Γκα­ζο­χώ­ρι.  Τι να γίνει, έχουν και οι επεν­δύ­σεις τα ρίσκα τους!

Εν πάση περι­πτώ­σει εφαρ­μό­στη­κε το σχέ­διο, με όλες αυτές τις «βελ­τιώ­σεις»
Πολύ σύντο­μα όμως χρειά­στη­καν επε­κτά­σεις (ήδη το 1870 η πόλη είχε 55.000 κατοί­κους και το 1907, 240.000), χώροι για νέες χρή­σεις που δεν υπήρ­χαν ούτε είχαν προ­βλε­φθεί από τον Κλε­άν­θη, όπως βιο­μη­χα­νι­κές περιοχές.

Το 1907 έχουν ήδη εκπο­νη­θεί 2–3 σχέ­δια επε­κτά­σε­ων ‑στην πρά­ξη εντάσ­σο­ντας στο σχέ­διο περιο­χές ήδη οικο­δο­μη­μέ­νες ή που ανή­καν σε χτή­μα­τα μεγα­λό­σχη­μων που θα κέρ­δι­ζαν από την υπε­ρα­ξία που προ­κα­λού­σε η έντα­ξη στο σχέδιο.

Στις αρχές του 20ού αιώ­να η Αθή­να ήταν μια νεο­κλα­σι­κή πόλη πλή­ρης: με το επί­ση­μο κέντρο της, τις αρι­στο­κρα­τι­κές συνοι­κί­ες (Κέντρο, Πατη­σί­ων, Κολω­νά­κι) και τις εργα­τι­κές συνοι­κί­ες κοντά στις τότε βιο­μη­χα­νι­κές περιο­χές (Ψυρ­ρή, Μετα­ξουρ­γείο, Πετρά­λω­να, Θησείο), τα εξο­χι­κά πολυ­τε­λή προ­ά­στια (Κηφι­σιάς, Καστέλ­λας, Παλαιού και Νέου Φαλή­ρου), τη βιο­μη­χα­νι­κή της περιο­χή (την Οδό Πει­ραιώς και τον Πει­ραιά), το Λιμά­νι της (Πει­ραιάς).

Ανά­με­σα, οι μεσο­α­στι­κές συνοι­κί­ες, όπως η Νεά­πο­λη, η Καλ­λι­θέα, το Κου­κά­κι, τα Κάτω Πατή­σια κά. Πρέ­πει να σημειω­θεί ότι το 1907 είχε συμπλη­ρω­θεί το σύστη­μα συγκοι­νω­νιών με ένα πυκνό δίκτυο τραμ, από τα καλύ­τε­ρα και πλη­ρέ­στε­ρα της Ευρώ­πης.
Το συγκοι­νω­νια­κό δίκτυο, αρκε­τά πλή­ρες, συνέ­δεε όχι μόνο τις αστι­κές περιο­χές των Αθη­νών, αλλά και τις εξο­χι­κές τους, όπως την Κηφι­σιά και το Παλαιό και Νέο Φάλη­ρο, τους Αμπε­λό­κη­πους, τα Σεπό­λια και το Βοτα­νι­κό, μεγα­λο­α­στι­κές ή μεσο­α­στι­κές εξο­χι­κές περιοχές ·

Η ταξι­κή δομή της Αθή­νας ήταν πια γεγο­νός ‑υπήρ­χε ο άξο­νας που τη χώρι­ζε σε ανα­το­λι­κή και σε δυτι­κή Αθή­να, η καλή ήταν η ανα­το­λι­κή, η κακή στη δυτι­κή, ήδη από την αρχαιό­τη­τα και είδα­με για ποιους κλι­μα­τι­κούς αρχι­κά και κοι­νω­νι­κούς στη συνέ­χεια λόγους.
Τρα­ντα­χτό παρά­δειγ­μα είναι η οικο­δό­μη­ση του Βρε­φο­κο­μεί­ου: χτί­στη­κε στην οδό Πει­ραιώς, σε επα­φή με τις λαϊ­κές συνοι­κί­ες, όπου και τα πολυά­ριθ­μα κρού­σμα­τα έκθε­σης βρε­φών από ανή­μπο­ρους να τα ανα­θρέ­ψουν γονείς.
Του­λά­χι­στον τώρα δεν τα άφη­ναν στις πόρ­τες μεγά­ρων πλου­σί­ων ή εκκλη­σιών, αλλά στο Βρε­φο­κο­μείο, στην κλα­σι­κή «βρε­φο­δό­χη» ήταν και αυτό μια κοι­νω­νι­κή παρο­χή του τότε Κρά­τους Προνοίας.

Φάληρο ΑΚΤΑΙΟΝ

Νέο Φάλη­ρο, το Ξενο­δο­χείο Ακταίον, και οι λου­τρι­κές εγκα­τα­στά­σεις: η μεγά­λη εξέ­δρα στη θάλασ­σα χρη­σί­μευε αφ’ ενός για το δια­χω­ρι­σμό των λουο­μέ­νων κατά φύλο, και αφ’ ετέ­ρου για επί­ση­μη είσο­δο στην Πρω­τεύ­ου­σα διά θαλάσ­σης.
Υπήρ­χαν ακό­μη ζωολο­γι­κός κήπος, υπαί­θριο θέα­τρο κά. που κατε­δα­φί­στη­καν (μαζί με το σύμ­βο­λο του Πει­ραιά, το Ρολόι…) από το χου­ντι­κό Δήμαρ­χο Σκυλίτση


Στο διά­στη­μα 1910 ‑1920 ο Δήμαρ­χος Αθη­ναί­ων Σπύ­ρος Μερ­κού­ρης με την προ­τρο­πή της βασί­λισ­σας Σοφί­ας (κόρης του Κάϊ­ζερ) κάλε­σε τον αυλι­κό αρχι­τέ­κτο­να Χόφ­μαν για να εκπο­νή­σει το νέο σχέ­διο των Αθη­νών και ο Βενι­ζέ­λος, για να κρα­τή­σει τις ισορ­ρο­πί­ες, κάλε­σε μερι­κά χρό­νια αργό­τε­ρα το Βρε­τα­νό αρχι­τέ­κτο­να Μώσ­σον για τον ίδιο λόγο.
Οι «εντο­λές» ήταν να εκπο­νη­θεί ένα σχέ­διο που θα καθι­στού­σε την Αθή­να «Ευρω­παϊ­κή πόλη» έτσι και οι δύο σχε­δί­α­σαν νέα βου­λε­βάρ­τα στις επε­κτά­σεις του σχε­δί­ου Κλε­άν­θη, πλα­τεί­ες, δημό­σια κτή­ρια, την περι­φε­ρεια­κή οδό της Ακρό­πο­λης (Διο­νυ­σί­ου Αρε­ο­πα­γί­του), τη διά­νοι­ξη της Λ. Αλε­ξάν­δρας ως τους σιδη­ρο­δρο­μι­κούς σταθ­μούς (δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, αν και θα ήταν η μόνη απα­ραί­τη­τη!) κά παρόμοια.

Φυσι­κά ούτε λέξη, ούτε γραμ­μή για την υπό­λοι­πη πόλη των μικρο­α­στών ή του εργα­τι­κού προ­λε­τα­ριά­του, που μόλις έκα­νε την εμφά­νι­σή του.
Το προ­λε­τα­ριά­το, το οποίο κατά τον Κορ­δά­το, «… ως το 1910 βρι­σκό­ταν ακό­μη στη νηπια­κή του περί­ο­δο, από το 1910 ως το 1918 στην εφη­βι­κή του και απ’ εκεί και πέρα ανδρώ­θη­κε και παί­ζει τον ιστο­ρι­κό του ρόλο».

Η κατα­σκευή του σιδη­ρό­δρο­μου Πει­ραιά-Αθή­νας και η συνέ­χεια του Πλ. Λαυ­ρί­ου- Κηφι­σιά κατα­σκευά­στη­κε από το 1869 και μετά, αλλά η εται­ρεία απαί­τη­σε δύο χώρους, στην Κηφι­σιά και στο Νέο Φάλη­ρο (για τον οποίο και έγι­νε σημα­ντι­κή παρά­καμ­ψη της γραμ­μής), όπου κατα­σκεύ­α­σε το Άλσος Κηφι­σιάς με ορχή­στρες, ανα­ψυ­κτή­ρια, μπυ­ρα­ρί­ες κά. και τις εγκα­τα­στά­σεις του Νέου Φαλή­ρου με λου­τρά, πολυ­τε­λή ξενο­δο­χεία, ορχή­στρες, υπαί­θριο θέα­τρο, ζωο­λο­γι­κό κήπο κά, για να έχει κέρ­δος η εταιρία.
Ήδη η Κηφι­σιά και η Καστέ­λα-Νέο Φάλη­ρο-Παλαιό Φάλη­ρο ήταν αρι­στο­κρα­τι­κές περιο­χές με εξαί­ρε­ση τη σφή­να της περιο­χής των εκβο­λών Κηφι­σού και Ιλι­σού, όπου ήταν οι ψαρά­δες και αργό­τε­ρα τα φτω­χι­κά μαγα­ζά­κια με λαϊ­κούς ρεμπέ­τες ‑όχι ακό­μη φίρμες.
Στην Καστέ­λα ήταν και τα θερι­νά ανά­κτο­ρα του Βασι­λέ­ως Γεωρ­γί­ου του Α’ (στα λεγό­με­να «σπί­τια του Τσίλ­λερ», όπου παρα­θέ­ρι­ζαν επί­σης και οικο­γέ­νειες της υψη­λής αστι­κής τάξης).
Η Πηνε­λό­πη Δέλ­τα περι­γρά­φει πολύ καλά και τις δύο αυτές περιο­χές, Κηφι­σιά και Καστέ­λα, στον Τρελλαντώνη.


 |>θα επα­νέλ­θου­με<| το 1ο μέρος <|εδώ|>


Γιώργος Σαρηγιάννης ΕΜΠ

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από: Θέμα­τα Παιδείας
Γιώρ­γου Σαρηγιάννη
Αρχι­τέ­κτο­να Ομό­τι­μου καθη­γη­τή Ε.Μ. Πολυτεχνείου
Πολε­ο­δο­μί­ας – Χωροταξίας


Ο Γεώρ­γιος Μ. Σαρη­γιάν­νης γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1940.
Σπου­δές: Ε.Μ.Πολυτεχνείο, Δίπλω­μα Αρχι­τέ­κτο­να ‑Μηχα­νι­κού (1963), Μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές στο Technische Universität Wien (1966–67), Διδά­κτωρ ΕΜΠ (1971), Υφη­γη­τής ΕΜΠ (1983).

Ακα­δη­μαϊ­κή στα­διο­δρο­μία: Βοη­θός στην Έδρα Πολε­ο­δο­μί­ας (1965), Επι­με­λη­τής (1973), Λέκτο­ρας (1982), Επί­κου­ρος καθη­γη­τής (1983), Ανα­πλη­ρω­τής καθη­γη­τής (1985), Καθη­γη­τής στην Σχο­λή Αρχι­τε­κτό­νων του ΕΜΠ (1994 – 2007). Από το 2008 είναι ομό­τι­μος καθη­γη­τής του Εθνι­κού Μετσό­βιου Πολυτεχνείου.

Ακα­δη­μαϊ­κές διοι­κη­τι­κές θέσεις: Διευ­θυ­ντής Τομέα Πολε­ο­δο­μί­ας της Σχο­λής Αρχι­τε­κτό­νων του ΕΜΠ (1989–1991 & 1995–1996), Ανα­πλη­ρω­τής Πρό­ε­δρος Τμή­μα­τος Αρχι­τε­κτό­νων (1991–1992), Διευ­θυ­ντής του Σπου­δα­στη­ρί­ου Πολε­ο­δο­μι­κών Ερευ­νών (1994–2007), Ανα­πλη­ρω­τής (2003–2005) και στη συνέ­χεια Διευ­θυ­ντής Σπου­δών Μετα­πτυ­χια­κού Προ­γράμ­μα­τος Πολε­ο­δο­μί­ας και Χωρο­τα­ξί­ας στο ΕΜΠ (2005 – 2007).

Βιβλία: «Πολε­ο­δο­μι­κά δυνα­μι­κά πεδία» (1971, διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή), «Έννοια και λει­τουρ­γία της πόλης» (1977), «Η γένε­ση και συγκρό­τη­ση της Σου­λιώ­τι­κης Ομο­σπον­δί­ας (1981), «Εισα­γω­γή στη Ιστο­ρία και Θεω­ρία της πόλης» (1985), «Η πρω­ταρ­χι­κή Αστι­κο­ποί­η­ση στον αρχαίο ελλα­δι­κό χώρο  της  2ης π.Χ. χιλιε­τί­ας» (1993, Υφη­γε­σία), «Αθή­να 1830–2000, εξέ­λι­ξη, πολε­ο­δο­μία, μετα­φο­ρές» (2000), «Ιστο­ρία του Αγί­ου Ιωάν­νη Ρέντη» (σε συνερ­γα­σία 2002), «Η αρχαία πόλη» (2011), «Η βυζα­ντι­νή πόλη και πολε­ο­δο­μία» (υπό έκδοση).

Συμ­με­το­χή σε ερευ­νη­τι­κά προ­γράμ­μα­τα: Πελο­πόν­νη­σος (1966), Καλα­μά­τα (1969), Πολε­ο­δο­μι­κά πρό­τυ­πα (1977), Παρό­διες χρή­σεις στο κύριο οδι­κό δίκτυο (1997) Ανά­πτυ­ξη του δικτύ­ου τραμ στην Αθή­να και προ­τά­σεις νέων γραμ­μών (2004).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο