Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Αμερική του Φραντς Κάφκα, ο Καρλ Μαρξ κι ο Τζακ Λόντον

Γρά­φει και παρου­σιά­ζει o Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ο Φραντς Κάφ­κα έγρα­ψε την “Αμε­ρι­κή” (αρχι­κός τίτλος: “Ο Αγνο­ού­με­νος”, ο τίτλος που έχει τώρα δόθη­κε από τον Μαξ Μπροντ) πριν από τη “Δίκη” (1925) και τον “Πύρ­γο” (1926) ‑αν και δημο­σιεύ­τη­κε τελευ­ταία- αλλά και τα τρία απο­τε­λούν τα μονα­δι­κά του μυθι­στο­ρή­μα­τα και μια άτυ­πη τρι­λο­γία — με κοι­νά σημεία και δια­φο­ρές. Στο βιβλίο αυτό, ο ήρω­άς του ο νεα­ρός Καρλ Ρόσμαν ‑ο οποί­ος φέρει κι αυτός το αρχι­κό Κ., όπως ο Γιό­ζεφ Κ. της “Δίκης” και ο Κ. του “Πύρ­γου” και που σαφώς παρα­πέ­μπει στο αρχι­κό γράμ­μα του επώ­νυ­μου του συγ­γρα­φέα- στέλ­νε­ται στην Αμε­ρι­κή από τους γονείς του, λόγω της ερω­τι­κής του σχέ­σης με μια υπη­ρέ­τρια. Κι εκεί ξεκι­νά μια ολό­κλη­ρη περι­πέ­τεια κοι­νω­νι­κής ανό­δου, επι­βί­ω­σης και συγκρούσεων.

AMERIKHΦτά­νο­ντας έπει­τα από ταξί­δι ημε­ρών στη Νέα Υόρ­κη απο­κτά φιλία με έναν θερ­μα­στή που είναι απο­φα­σι­σμέ­νος να παρα­πο­νε­θεί στον πλοί­αρ­χο για τις συν­θή­κες της εργα­σί­ας του — χωρίς απο­τέ­λε­σμα. Όμως στην καμπί­να του πλοιάρ­χου ο Καρλ συνα­ντά­ει απρό­σμε­να τον θείο του, τον γερου­σια­στή Ιάκω­βο, που δεν είχε γνω­ρί­σει ποτέ ως τότε και ο οποί­ος τον παίρ­νει μαζί του! Ο πλού­σιος και επι­τυ­χη­μέ­νος επι­χει­ρη­μα­τί­ας παίρ­νει τον ανι­ψιό του υπό την προ­στα­σία του και ανα­λαμ­βά­νει την εκπαί­δευ­ση του έως τη μέρα που ο τελευ­ταί­ος θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μια επί­σκε­ψη στο σπί­τι ενός φίλου του θεί­ου του χωρίς την έγκρι­σή του. Αίφ­νης, ο θεί­ος δια­κό­πτει κάθε σχέ­ση του με τον Καρλ, τιμω­ρώ­ντας τον στην ουσία, καθώς δεν ται­ριά­ζει σ’ ένα γόνο της κυρί­αρ­χης τάξης να αμφι­σβη­τεί τα καθιε­ρω­μέ­να κι ας είναι και οι κανό­νες συμπε­ρι­φο­ράς ππου ορί­ζει η θέση του…

Ανα­ζη­τώ­ντας πλέ­ον μόνος του την τύχη του στην ξένη χώρα γνω­ρί­ζει δύο περι­φε­ρό­με­νους νεα­ρούς μετα­νά­στες, τον Γάλ­λο Ντε­λα­μάρς και τον Ιρλαν­δό Ρόμπιν­σον. Οι νέοι σύντρο­φοι τού υπό­σχο­νται ότι θα του βρουν δου­λειά, όμως στην πορεία του­του φέρο­νται αλα­ζο­νι­κά, προ­σπα­θώ­ντας να τον εκμε­ταλ­λευ­τούν… Κι αυτό είναι μόνο το ξεκί­νη­μα της περι­πέ­τειας του νεα­ρού πρω­τα­γω­νι­στή κι η οποία μοιά­ζει θα έλε­γα και με ένα πρώ­ι­μο… road movie στο χαρτί.

Όπως σχο­λιά­ζει ο Μαξ Μπροντ στην πρώ­τη έκδο­ση του βιβλί­ου ‑που ποτέ δεν ολο­κλή­ρω­σε ο Φραντς Κάφ­κα: στο μυθι­στό­ρη­μα “Αμε­ρι­κή” η παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα κι η συγκι­νη­τι­κή κι αφε­λής απλό­τη­τα του ήρωα φαί­νε­ται πως προ­σπα­θούν να νική­σουν τη μοί­ρα. Νιώ­θου­με, πως ο νεα­ρός Καρλ Ρόσμαν, που κερ­δί­ζει με το πρώ­το τη συμπά­θειά μας, τελι­κά θα κατορ­θώ­σει να πετύ­χει το σκο­πό του παρό­λες τις εχθρό­τη­τες και τις ύπου­λες φιλί­ες, πως θα γίνει ένας εξαί­ρε­τος άνθρω­πος και θα συμ­φι­λιω­θεί με τους γονείς του. […] Ο δρό­μος όμως που οδη­γεί σ αυτό το σκο­πό είναι σπαρ­μέ­νος με ανα­ρίθ­μη­τες δυσκο­λί­ες κι απέ­ρα­ντο πόνο. “Είναι δύσκο­λο να υπε­ρα­σπί­σεις τον εαυ­τό σου όταν δεν υπάρ­χει στους άλλους καλή θέλη­ση” αφή­νει ο Κάφ­κα τον ήρωά του να μονο­λο­γή­σει με πίκρα και δια­μαρ­τυ­ρία σε τόνο κατη­γο­ρί­ας στην ανά­κρι­ση εκεί­νη στο γρα­φείο του προϊσταμένου […]”

Εδώ λοι­πόν ο Κάφ­κα μας δίνει έναν ήρωα πιο φωτει­νό αλλά και λιγό­τε­ρο υπο­ψια­σμέ­νο, που δια­φέ­ρει από τα πρό­τυ­πα της “Δίκης” και του “Πύρ­γου” και κατ’ επέ­κτα­ση μας δίνει ένα μυθι­στό­ρη­μα με ψήγ­μα­τα χιού­μορ και το οποίο είναι διδα­κτι­κό κι όχι κατώ­τε­ρης σημα­σί­ας από την “Δίκη” ή τον “Πύρ­γο” που αν και περι­γρά­φει μια φαντα­στι­κή Αμε­ρι­κή κατα­λή­γει να κρα­τά αμεί­ω­το το ενδια­φέ­ρον περι­γρά­φο­ντας την στην εντέλεια…

Παρου­σί­α­ση – Στοι­χεία αλλο­τρί­ω­σης στην “Αμε­ρι­κή” (1927)

Στο μυθι­στό­ρη­μα αυτό η Αμε­ρι­κή, δηλα­δή οι ΗΠΑ, που στις αρχές του 20ού αιώ­να ήταν όντως η χώρα των απε­ριό­ρι­στων ευκαι­ριών αλλά και των μεγά­λων αυτα­πα­τών, έμοια­ζε στα μάτια των μετα­να­στών ως η ευκαι­ρία για ένα νέο ξεκί­νη­μα, μια νέα ζωή, μακριά από την δύσκο­λη και δυσβά­στα­κτη ζωή των πατρί­δων τους. Όπως όμως ο Γιό­ζεφ Κ. στη “Δίκη” ή ο Κ. στον “Πύρ­γο”, έτσι και ο νεα­ρός Καρλ Ρόσμαν πολε­μά­ει για ένα στό­χο που παρα­μέ­νει απρό­σι­τος: αυτός που επι­θυ­μεί να γίνει, μέσα στο “σύστη­μα των εξαρ­τή­σε­ων” ‑δηλα­δή τον καπι­τα­λι­σμό κι όπως τον ονό­μα­ζε ο Κάφ­κα σε ιδιω­τι­κές του συζη­τή­σεις- ένας χρή­σι­μος εργά­της, απο­τυγ­χά­νει ή πετυ­χαί­νει μόνο πρό­σκαι­ρα να διεισ­δύ­σει σ’ αυτό τον κόσμο της απρό­σω­πης τελειό­τη­τας… για τους άλλους, τους πλού­σιους. Αυτό μας δεί­χνει, φαί­νε­ται ξεκά­θα­ρα από την ανά­γνω­ση του έργου, ότι η… χρη­σι­μό­τη­τα που μπο­ρεί να είχε στο μυα­λό του ο νεα­ρός Καρλ, δηλα­δή μια χρη­σι­μό­τη­τα που θα ανα­δεί­κνυε το μυα­λό και τις ικα­νό­τη­τες του, δεν σημαί­νει ότι θα μπο­ρού­σε να γίνει και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε μια χώρα και σε μια κοι­νω­νία όπου το φιλάν­θρω­πο εγώ (και το εμείς) φαί­νε­ται εξ αρχής κατα­δι­κα­σμέ­νο να ηττη­θεί από το στεί­ρο, λογι­στι­κό εγώ των διά­φο­ρων αφεντικών.

Απο­τέ­λε­σμα; Η ήττα, όπως σημεί­ω­σα, που οδη­γεί τον φιλό­δο­ξο άνθρω­πο στην απο­μό­νω­ση και στην αλλο­τρί­ω­ση. Και η αλλο­τρί­ω­ση εδώ δεν είναι άλλη από αυτή που περιέ­γρα­ψε και ανέ­λυ­σε ο Καρλ Μαρξ όπου η αλλο­τρί­ω­ση του ανθρώ­που δεν είναι άλλη από το απο­τέ­λε­σμα της απο­ξέ­νω­σης του από το προϊ­ον που του απο­σπά­ται και του κατα­με­ρι­σμού της εργα­σία που εχει σαν απο­τέ­λε­σμα να μην κατα­σκευά­ζει το προϊ­ον στο σύνο­λο του αλλά ένα μόνο μέρος του καθώς ο άνθρω­πος είναι δημιουρ­γός από την φύση του και στον καπι­τα­λι­σμό στε­ρεί­ται την δημιουρ­γι­κή του ικα­νό­τη­τα. Έτσι ανα­γκά­ζε­ται να κάνει συγκε­κρι­μέ­νες εργα­σί­ες που ειναι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες και δεν του επι­τρέ­πουν, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, να δημιουρ­γή­σει ένα προ­ϊ­όν αλλά μόνο ένα μέρος αυτού. Προ­φα­νώς, κι όπως γνω­ρί­ζου­με, το φαι­νό­με­νο της αλλο­τρί­ω­σης συν­δέ­ε­ται κυρί­ως με το γεγο­νός της εκμε­τάλ­λευ­σης του ανθρώ­που από τον άνθρω­πο. Όμως η αλλο­τρί­ω­ση έχει να κάνει κυρί­ως με τον κατα­με­ρι­σμό της εργα­σί­ας και την απο­ξε­νω­ση του δημιουρ­γού από το δημιούρ­γη­μα του. Και υπάρ­χουν και αλλα πράγ­μα­τα που ενι­σχύ­ουν το φαι­νό­με­νο της αλλο­τρί­ω­σης, αλλά η καρ­διά αυτού του φαι­νο­μέ­νου βρί­σκε­ται στον κατα­με­ρι­σμό της εργα­σί­ας και την από­σπα­ση ή την απο­ξέ­νω­ση του προ­ϊ­ό­ντος από τον εργάτη.

Η “Αμε­ρι­κή” του Κάφ­κα, το πιο ρεα­λι­στι­κό σε σχέ­ση με τα επό­με­να μυθι­στο­ρή­μα­τα του και το λιγό­τε­ρο… ζοφε­ρό ‑στο τέλος κλεί­νο­ντας το βιβλίο σε δια­κα­τέ­χει μια γλυ­κιά αισιο­δο­ξία κι όχι το αίσθη­μα του αδιέ­ξο­δου της “Δίκης” ή του “Πύρ­γου”- κατα­φέρ­νει να το ανα­δεί­ξει αυτό.

Όλο αυτό με οδη­γεί σε μια σκέ­ψη, ίσως ιερό­συ­λη, υπερ­βο­λι­κή είναι σίγου­ρα,  και σε μια εντύ­πω­ση ότι καλύ­τε­ρα από τους Τζακ Λόντον, Τζον Ντος Πάσος και Τζωρτζ Στάιν­μπεκ και σίγου­ρα καλύ­τε­ρα από κάθε άλλο Ευρω­παίο συγ­γρα­φέα είναι ο Φραντς Κάφ­κα, ένας Ευρω­παί­ος, που έκφρα­σε, περιέ­γρα­ψε και απο­τύ­πω­σε την Αμε­ρι­κή των χιλιά­δων κοι­νω­νι­κών αντι­φά­σε­ων, της μονα­ξιάς, της αλλο­τρί­ω­σης που ισο­πε­δώ­νει ανθρώ­πους και τη ζωή στις μητρο­πό­λεις, που ανέ­δει­ξε, έστω και ασυ­ναί­σθη­τα — ποιός ξέρει, εκεί­νους τους δεσμούς κι εκεί­νες τις κατα­στά­σεις όπου η καθη­με­ρι­νή ζωή συντρί­βει τον άνθρω­πο και την ηθι­κή του. Βέβαια, όταν λέω για Αμε­ρι­κή εννοώ τις ΗΠΑ των αρχών του 20ου αιώ­να του­λά­χι­στον, πριν το Κραχ του 1929… αργό­τε­ρα αυτές οι αντι­θέ­σεις και αντι­φά­σεις οξύν­θη­καν και μαζί τους η πολι­τι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή αμφισβήτηση.

Αν αυτό ισχύ­ει, το αφή­νω στην κρί­ση σας. Παρό­λαυ­τα όλο αυτό απο­τε­λεί ένα μεγά­λο κατόρ­θω­μα από την πλευ­ρά του συγ­γρα­φέα εάν συνυ­πο­λο­γί­σου­με, και όπως μας παρα­θέ­τει ο φίλος και… κλη­ρο­νό­μος του Μαξ Μποντ, πως ο Κάφ­κα δεν ταξί­δε­ψε ποτέ πέρα από τη Γαλ­λία ή τη βόρειο Ιτα­λία έχο­ντας όμως τη βιο­γρα­φία του Βενια­μίν Φρα­γκλί­νου ως ένα από τα αγα­πη­μέ­να του βιβλία όπου χαι­ρό­ταν να δια­βά­ζει απο­σπά­σμα­τα στους φίλους του ενώ παράλ­λη­λα αγα­πού­σε τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα και τις ταξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις. “Είναι, λοι­πόν”, σημειώ­νει, χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο Μπροντ, “η φαντα­σία του που δίνει ιδιαί­τε­ρο χρώ­μα στην εξι­στό­ρη­ση των περι­πε­τειών του ήρωα του”.

Ο ριζο­σπά­στης Κάφκα 

Αλλά ήταν μόνο η φαντα­σία του Κάφ­κα που οδή­γη­σε σε αυτό το εκπλη­κτι­κό κατόρ­θω­μα; Μπο­ρεί ναι, μπο­ρεί και όχι. Για περισ­σό­τε­ρο ασφα­λή συμπε­ρά­σμα­τα χρειά­ζε­ται να δού­με λίγα στοι­χεία για την πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή του σκέ­ψη του συγ­γρα­φέα η οποία ξεκά­θα­ρα επη­ρέ­α­σε το έργο του.

Ήδη από τον Α΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, ο Κάφ­κα παρέ­στη σε αρκε­τές συνε­δριά­σεις του Κλουμπ Μλα­ντίτς, μιας τσε­χι­κής αναρ­χι­κής, αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κής και αντι-κλη­ρι­κής οργά­νω­σης. Ο Χού­γκο Μπέρ­γκ­μαν, ο οποί­ος πήγε στα ίδια δημο­τι­κά και τα γυμνά­σια με τον Κάφ­κα, απο­βλή­θη­κε με τον Κάφ­κα κατά το τελευ­ταίο ακα­δη­μαϊ­κό έτος (1900–1901), διό­τι “ο Σοσια­λι­σμός (του Κάφ­κα) και ο Σιω­νι­σμός μου ήταν πάρα πολύ έντο­νοι”. Δήλω­σε ακό­μα ο ίδιος ότι “Ο Φραντς έγι­νε σοσια­λι­στής, εγώ έγι­να σιω­νι­στής το 1898. Η σύν­θε­ση σιω­νι­σμού και σοσια­λι­σμού δεν υπήρ­χε ακό­μη”. Ο Μπέρ­γκαμ ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ο Κάφ­κα φορού­σε ένα κόκ­κι­νο γαρύ­φαλ­λο στο σχο­λείο για να δεί­ξει την υπο­στή­ρι­ξή του στο σοσια­λι­σμό! Σε μια κατα­χώ­ρι­ση ημε­ρο­λο­γί­ου, ο Κάφ­κα ανέ­φε­ρε μάλι­στα τον αναρ­χι­κό φιλό­σο­φο πρί­γκι­πα Πιοτρ Κρο­πότ­κιν: “μην ξεχνά­τε τον Κροπότκιν!”

Κατά τη διάρ­κεια της ΕΣΣΔ, η κλη­ρο­νο­μιά του έργου του Κάφ­κα για το σοσια­λι­σμό του ήταν κεντρι­κό θέμα συζή­τη­σης. Οι γνώ­μες κυμαι­νό­ταν από την αντί­λη­ψη ότι σατί­ρι­σε τη γρα­φειο­κρα­τι­κή κακο­τε­χνία μιας καταρ­ρέ­ου­σας Αυστρο-Ουγ­γρι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας (που όντως το έκα­νε), με την πεποί­θη­ση ότι ενσάρ­κω­νε την άνο­δο του σοσια­λι­σμού (πολύ πιθα­νό). Ένα άλλο βασι­κό σημείο στην συζή­τη­ση ήταν η θεω­ρία του Μαρξ για την αλλο­τρί­ω­ση. Ενώ η επί­ση­μη θέση ήταν ότι η απει­κό­νι­ση της απο­ξέ­νω­σης από τον Κάφ­κα δεν ήταν πλέ­ον σχε­τι­κές για μια κοι­νω­νία όπου δήθεν είχε εξα­λει­φθεί η απο­ξέ­νω­ση, ένα συνέ­δριο το 1963 που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο Λίμπλιτς, στην Τσε­χο­σλο­βα­κία, την 80η επέ­τειο από τη γέν­νη­σή του, επα­νε­κτί­μη­σε τη σημα­σία της απει­κό­νι­σης της γρα­φειο­κρα­τί­ας από τον Κάφκα.

Όλα τα παρα­πά­νω τελι­κά επι­βε­βαιώ­νουν όπως φαί­νε­ται, την εκτί­μη­ση που έκα­να προη­γου­μέ­νως και μας δεί­χνουν ακό­μα ότι ο Κάφ­κα ήταν ένας οξυ­δερ­κής, ευφά­ντα­στος και ριζο­σπά­στης συγ­γρα­φέ­ας που κατά­φε­ρε να συν­δυά­σει όλα αυτά τα στοι­χεία σε ένα αρμο­νι­κό κι αξιο­θαύ­μα­στο σύνολο.

Όσο για τις ριζο­σπα­στι­κές ιδέ­ες του συγ­γρα­φέα σας παρα­πέ­μπω για περισ­σό­τε­ρα στον Kώστα Δεσποι­νιά­δη που έχει γρά­ψει το βιβλίο “Φραντς Κάφ­κα — Ο ανα­τό­μος της εξου­σί­ας” (εκδό­σεις Πανο­πτι­κόν) που ανα­δει­κνύ­εια­να­δει­κνύ­ει την πολι­τι­κή-αναρ­χι­κή διά­στα­ση των γρα­πτών του Κάφ­κα και εξε­τά­ζει το για­τί απο­σιω­πή­θη­κε αυτή η παρά­με­τρος από την επί­ση­μη κρι­τι­κή, καθώς και για­τί υπο­βαθ­μί­στη­κε η αντί­στοι­χη σύν­δε­σή του με αναρ­χι­κούς κύκλους της Πρά­γας από πολ­λούς βιο­γρά­φους του. Στο βιβλίο ανα­λύ­ο­νται λοι­πόν, τα μυθι­στο­ρή­μα­τα και οι νου­βέ­λες του Κάφ­κα (η Δίκη, ο Πύρ­γος, η Μετα­μόρ­φω­ση, η Σωφρο­νι­στι­κή αποι­κία, η Αμε­ρι­κή, η Φωλιά) που απο­δει­κνύ­ουν πως υπήρ­ξε ένας διεισ­δυ­τι­κός κρι­τι­κός της εξου­σί­ας, της γρα­φειο­κρα­τί­ας, του καπι­τα­λι­σμού, του νόμου, της πατριαρ­χί­ας και των φυλα­κών. Επι­πλέ­ον, με ενδε­λε­χή έρευ­να στα Ημε­ρο­λό­γιά του, τις βιο­γρα­φί­ες καθώς και τις ανα­μνή­σεις φίλων και ανθρώ­πων που τον γνώ­ρι­σαν, τεκ­μη­ριώ­νε­ται η συμ­με­το­χή του στους αναρ­χι­κούς κύκλους της Πρά­γας κατά τα έτη 1909–1912.

Ο Φραντς Κάφ­κα κι ο Τζακ Λόντον

Είναι βέβαια κι άλλες σκέ­ψεις που δημιουρ­γού­νται από την ανά­γνω­ση του βιβλί­ου αλλά το μόνο που θέλω να παρα­θέ­σω ακό­μα είναι ότι απο­τε­λεί πολύ σοβα­ρή πιθα­νό­τη­τα ο Τζακ Λόντον να είχε επη­ρε­α­στεί από την Αμε­ρι­κή του Κάφ­κα όταν έγρα­ψε το δικό του βιβλίο, το υπέ­ρο­χο μυθι­στό­ρη­μα του Μάρ­τιν Ίντεν (ή Ήντεν). Όμως αυτό προ­ϋ­πο­θέ­τει να έχει δια­βά­σει ο εμβλη­μα­τι­κός κι αντι­φα­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας την Αμε­ρι­κή του Φραντς Κάφ­κα. Παρό­λαυ­τα, και τα δύο έργα έχουν κοι­νά σημεία που προ­κα­λούν το ενδιαφέρον.

Στο μυθι­στό­ρη­μα αυτό ο Μάρ­τιν Ήντεν, ένας αγράμ­μα­τος και άξε­στος νεα­ρός από το Σαν Φραν­τσί­σκο, θέτει ως στό­χο του την πνευ­μα­τι­κή και κοι­νω­νι­κή του άνο­δο. Μαθαί­νει πως να γκρε­μί­ζει τα εμπό­δια που υψώ­νο­νται μπρο­στά του κι ανα­δει­κνύ­ε­ται ως υπό­δειγ­μα αγω­νι­στι­κό­τη­τας και θέλη­σης για την επι­τυ­χία και πρό­τυ­πο επι­μο­νής, αντέ­χο­ντας ακό­μα και την έλλει­ψη πίστης όταν  η αγα­πη­μέ­νη του, κόρη αρι­στο­κρα­τι­κής οικο­γε­νεί­ας, εκφρά­ζει αμφι­βο­λί­ες για το ταλέ­ντο και τις δυνα­τό­τη­τές του. Όμως, έρχε­ται κάπο­τε η στιγ­μή και κερ­δί­ζει το στοί­χη­μα και κατα­κτά το στό­χο του. Όμως, στο απο­κο­ρύ­φω­μα της συγ­γρα­φι­κής του δόξας και πλή­ρως απο­γοη­τευ­μέ­νος από μια κοι­νω­νία που καταρ­ρέι στα πήλι­να πόδια της, γκρεμίζεται.

Κι αν φαι­νο­με­νι­κά οι δύο υπο­θέ­σεις μοιά­ζουν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κές, ο τόπος, ο χρό­νος και οι συν­θή­κες είναι ανά­λο­γες, με συνέ­πεια οι δύο πρω­τα­γω­νι­στές να έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν το ίδιο δύσκο­λο, αντα­γω­νι­στι­κό περι­βάλ­λον που έχει τη δύνα­μη να αλλο­τριώ­νει μέχρι ισο­πέ­δω­σης κάθε άνθρω­πο. Απλώς στην “Αμε­ρι­κή” όλα αυτά παρου­σιά­ζο­νται με ένα λιγό­τε­ρο νατου­ρα­λι­στι­κό πλαί­σιο και με μια σχε­τι­κή απο­στα­σιο­ποί­η­ση. Φυσι­κά, υπάρ­χουν κι οι αντί­στοι­χες συγ­γρα­φι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές δια­φο­ρές μετα­ξύ του εσω­στρε­φούς Κάφ­κα και του κοσμο­πο­λί­τη Λόντον που καθι­στούν τα υπό συζή­τη­ση έργα τους ξεχωριστά.

Όπως και να έχει πάντως η “Αμε­ρι­κή”, αν και υπο­τι­μη­μέ­νο και σχε­τι­κά άγνω­στο έργο ‑και πέρα από τις δικές μου σωστές ή λαν­θα­σμέ­νες εκτι­μή­σεις και εντυ­πώ­σεις- αξί­ζει να δια­βα­στεί και ως μία πρώ­τη εισα­γω­γή στο έργο του Φραντς Κάφκα.

(Για το σχό­λιο που προη­γή­θη­κε δια­βά­σα­με την έκδο­ση από το “Θεμέ­λιο” (1987) σε μετά­φρα­ση της Τέας Ανε­μο­γιάν­νη, η οποία συμπε­ρι­λαμ­βά­νει επί­λο­γο του Μαξ Μπροντ αλλά και την αντί­στοι­χη από τα “Γράμ­μα­τα” (1983) σε μετά­φρα­ση του Νίκου Ματσούκα).

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο