Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν: αντιπολεμικά αλλά και εθνικιστικά μηνύματα

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Παρα­κο­λού­θη­σα με πολύ μεγά­λο ενδια­φέ­ρον τη «Δουν­κέρ­κη» του Κρί­στο­φερ Νόλαν μια δυνα­μι­κή, νευ­ρώ­δης, γεμά­τη έντα­ση ται­νία που όλοι/ες καλό είναι να δουν και η οποία προ­σεγ­γί­ζει χωρίς να θέλει να εμβα­θύ­νει ιστο­ρι­κά στην μάχη της Δουν­κέρ­κης κατά τη διάρ­κεια του Β’ Παγκό­σμιου Πολέ­μου όπου οι Βρε­τα­νοί, οι Γάλ­λοι και οι Σύμ­μα­χοι τους εγκλω­βι­σμέ­νοι περί­με­ναν στα βόρεια παρά­λια της Γαλ­λί­ας είτε την σφα­γή από τις γερ­μα­νι­κές δυνά­μεις, είτε την παρά­δο­ση σε αυτές, χωρίς όμως τελι­κά να συμ­βαί­νει τίπο­τα από τα δύο…

Ταινία αγωνίας και επιβίωσης με αντιπολεμικά μηνύματα

Είναι μια ται­νία επι­βί­ω­σης, όπως επι­ση­μαί­νει και ο ίδιος ο σκη­νο­θέ­της, αλλά και μια ται­νία αγω­νί­ας, κυρί­ως αγω­νί­ας, με όλα τα γνώ­ρι­μα στοι­χεία της φιλ­μι­κής παρα­γω­γής του Νόλαν — τον χρό­νο, τον ρόλο και τη σκέ­ψη του ανθρώ­πι­νου παρά­γο­ντα μπρο­στά σε κρί­σι­μες κατα­στά­σεις κτλ — που βάζει τον θεα­τή κατευ­θεί­αν και χωρίς πολ­λές λεπτο­μέ­ρειες στο να κατα­νο­ή­σει την βαρ­βα­ρό­τη­τα του πολέ­μου, την βία που παρά­γει αυτή η κατά­στα­ση σωμα­τι­κά και ψυχο­λο­γι­κά, ο Νόλαν εστιά­ζει ιδιαί­τε­ρα στον ψυχο­λο­γι­κό τομέα, και που είναι βέβαια αντι­η­ρω­ι­κή, χωρίς να ωραιο­ποιεί κατα­στά­σεις. Και πως να γίνει αλλιώς, όταν ξέρεις, ως θεα­τής αλλά και αντί­στοι­χα ως μέρος του καστ, πως ο Εχθρός — οι Γερ­μα­νοί στην ται­νία ελά­χι­στα ανα­φέ­ρο­νται και φαί­νο­νται ως σκο­τει­νά πρό­σω­πα μόνο προς το τέλος — είναι εκεί, έτοι­μος να ισο­πε­δώ­σει και να τρο­μο­κρα­τή­σει το φρό­νη­μα και το μυα­λό σου.

Με λίγα λόγια, ο Νόλαν ως ένας αφη­γη­τής πρώ­του βαθ­μού, για να το πω και λογο­τε­χνι­κά, που αφη­γεί­ται μιαν ιστο­ρία στην οποία δεν μετέ­χει, φτιά­χνει μια ται­νία που δεν εστιά­ζει συνο­λι­κά στην ανω­τε­ρό­τη­τα της Βρε­τα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, κι ας κλεί­νει με τις σχε­τι­κές θριαμ­βο­λο­γί­ες της επο­χής του Τσώρ­τσιλ και των ΜΜΕ για την επι­τυ­χη­μέ­νη επι­στρο­φή των νέων στρα­τιω­τών που θα ήταν χρή­σι­μοι σε πιθα­νή επό­με­νη επέμ­βα­ση των Γερ­μα­νών στη χώρα, αλλά φτιά­χνει μια ιστο­ρία όπου ο θεα­τής όπως κι οι στρα­τιώ­τες στη Δουν­κέρ­κη δεν βρί­σκει τη γαλή­νη και την πνευ­μα­τι­κή ηρε­μία που χρειά­ζο­νται… Γι’ αυτό ακρι­βώς κι επει­δή η μοί­ρα των στρα­τιω­τών στη Δουν­κέρ­κη είναι κοι­νή, ο σκη­νο­θέ­της δεν εστιά­ζει ιδιαί­τε­ρα σε κάποιον χαρα­κτή­ρα αλλά μόνο στο πρό­σω­πα που είναι απα­ραί­τη­τα για την εξέ­λι­ξη του δρά­μα­τος. Να σημειώ­σω σε αυτό το σημείο πως αντι­κει­με­νι­κά και μόνο, η «Δουν­κέρ­κη» απο­τε­λεί εξ ορι­σμού μια πολε­μι­κή ται­νία, καθώς ανα­φέ­ρε­ται σε ένα πολε­μι­κό γεγο­νός αλλά παρό­λα περιέ­χει ξεκά­θα­ρα αντι­πο­λε­μι­κά μηνύ­μα­τα, θα έλε­γα όμως με σχε­τι­κή βεβαιό­τη­τα πως αυτά τα μηνύ­μα­τα δεν ήταν στην πρό­θε­ση του σκη­νο­θέ­τη – απλά είναι η συγκε­κρι­μέ­νη κατά­στα­ση που τα παράγει.

dunkirk2

Μια όχι και τόσο αποστασιοποιημένη… αποστασιοποίηση

Ο Νόλαν, όπως και ο ίδιος υπο­στη­ρί­ζει, δεν έχει σκο­πό να κατα­γρά­ψει το σύνο­λο αυτής της ιστο­ρί­ας, γι’ αυτό ακρι­βώς λει­τουρ­γεί χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ένα κάποιο είδος απο­στα­σιο­ποί­η­σης (ελά­χι­στη, γενι­κό­λο­γη και επι­φα­νεια­κή ανα­φο­ρά στους Γερ­μα­νούς, κανέ­νας τονι­σμός στους χαρα­κτή­ρες του δρά­μα­τος έχο­ντας μόνο τις πολύ απα­ραί­τη­τες ανα­φο­ρές κτλ) που δίνουν στην ται­νία μια πολύ ενδια­φέ­ρου­σα ιδιαι­τε­ρό­τη­τα. Όμως όσο και να μην διεκ­δι­κεί ο σκη­νο­θέ­της την ανα­πα­ρά­στα­ση της συγκε­κρι­μέ­νης ιστο­ρι­κής στιγ­μής στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή του προ­σπά­θεια, κατά βάθος δεν απο­φεύ­γει διά­φο­ρα λάθη που μόνο ασυ­νεί­δη­τα δεν μπο­ρεί να τα πει κανείς, δημιουρ­γώ­ντας μια απο­στα­σιο­ποί­η­ση όχι και τόσο… αποστασιοποιημένη.

Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τίπο­τα άλλο παρά με το γεγο­νός πως η ται­νία εστιά­ζει απο­κλει­στι­κά και μόνο στον βρε­τα­νι­κό παρά­γο­ντα, χωρίς να επι­θυ­μεί να ανα­δεί­ξει διά­φο­ρα στοι­χεία της περιό­δου, κατα­λή­γο­ντας στην ουσία να υιο­θε­τεί την κυρί­αρ­χη βρε­τα­νι­κή αφή­γη­ση στο ζήτη­μα. Για παρά­δειγ­μα, οι Γάλ­λοι ανα­φέ­ρο­νται ως ένας δεύ­τε­ρος, ήσσο­νος σημα­σί­ας παρά­γο­ντας στην υπό­θε­ση της Δουν­κέρ­κης που είχαν ανα­λά­βει τον ρόλο της περι­με­τρι­κής προ­στα­σί­ας της περιο­χής, απο­σκο­πώ­ντας στην δημιουρ­γία μιας ζώνης που θα μπο­ρού­σε να στη­ρί­ξει μια αντε­πί­θε­ση των Συμ­μά­χων την ίδια ώρα που οι βρε­τα­νι­κές δυνά­μεις προ­σα­να­το­λί­ζο­νταν σε άτα­κτη υπο­χώ­ρη­ση, γι’ αυτό και απο­φά­σι­σαν την σχε­τι­κή απο­χώ­ρη­ση από μόνοι τους. Άλλο παρά­δειγ­μα είναι ότι ούτε ένας Μου­σουλ­μά­νος στρα­τιώ­της της Ινδι­κής Χερ­σο­νή­σου δεν εμφα­νί­ζε­ται, κι ήταν εκεί­νοι οι άνθρω­ποι που συμ­με­τεί­χαν ενερ­γά στις πολε­μι­κές δρά­σεις της Βρε­τα­νί­ας, με την υπό­σχε­ση ότι θα δημιουρ­γη­θεί ανε­ξάρ­τη­το μου­σουλ­μα­νι­κό κρά­τος (το μετέ­πει­τα Πακι­στάν) ενώ απο­φεύ­γο­νται όπως ο διά­ο­λος το λιβά­νι οι ουσια­στι­κές ανα­φο­ρές στις πραγ­μα­τι­κές ευθύ­νες της βρε­τα­νι­κής κυβέρ­νη­σης σχε­τι­κά με τη Δουν­κέρ­κη ενώ και σε καθα­ρά κινη­μα­το­γρα­φι­κές στιγ­μές της ται­νί­ας, όπως στις αερο­μα­χί­ες πάνω από την θάλασ­σα, υπερ­τε­ρεί ο βρε­τα­νι­κός παράγοντας.

Επίλογος

Θα σχο­λιά­σει εδώ ο καλο­προ­αί­ρε­τος ανα­γνώ­στης δεν είναι δου­λειά του κινη­μα­το­γρά­φου να δίνει μαθή­μα­τα ιστο­ρί­ας και θα έχει, προ­φα­νώς, δίκιο. Η αλή­θεια είναι πως βλέ­που­με τις διά­φο­ρες ται­νί­ες όχι για την πιστή απει­κό­νι­ση της ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της αλή­θειας. Αυτό όμως δεν σημαί­νει ότι μπο­ρού­με ή ότι έχου­με το δικαί­ω­μα να αγνο­ού­με την ιστο­ρία, τα πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα και τις υλι­κές συν­θή­κες πίσω από αυτά. Φυσι­κά, ο κινη­μα­το­γρά­φος, όπως και η τέχνη γενι­κό­τε­ρα, έχουν τους δικούς τους κανό­νες και ρυθ­μούς αλλά και πάλι δεν πρέ­πει να παρα­βλέ­ψου­με ότι πίσω από κάθε πολιτική/αισθητική/κοινωνική πρά­ξη μπο­ρεί να κρύ­βε­ται μια συγκε­κρι­μέ­νη ιδε­ο­λο­γι­κή θέση που είτε προ­κρί­νει την απο­στα­σιο­ποί­η­ση με τον τρό­πο του Μπρεχτ, θέλο­ντας δηλα­δή να προ­βλη­μα­τί­σει τον θεα­τή, είτε που στο όνο­μα μιας καθα­ρής, ανό­θευ­της αφή­γη­σης, και με ένα αφη­γη­τή που δεν έχει άμε­ση σχέ­ση με τα γεγο­νό­τα, προ­σφέ­ρει από την μία ένα πλού­το αλη­θι­νών συναι­σθη­μά­των αλλά και που προ­χω­ρά­ει στην απο­δο­χή της κυρί­αρ­χης άπο­ψης για την ιστο­ρία του: για­τί, πώς να το κάνου­με, η ται­νία παρά­γει την κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία και αφή­γη­ση – ακό­μα και εάν αυτό δεν το έχει στους άμε­σους στό­χους της.

Νομί­ζω πως η «Δουν­κέρ­κη» του Κρί­στο­φερ Νόλαν είναι μια μεγά­λη καλ­λι­τε­χνι­κή επι­τυ­χία, με σαφέ­στα­τα αντι­πο­λε­μι­κά και… εθνι­κι­στι­κά μήνυ­μα αλλά και μια ται­νία που αξί­ζει να παρα­κο­λου­θή­σει κάποιος για­τί είναι η επι­το­μή της αγνής (αλλά όχι ανό­θευ­της) κινη­μα­το­γρα­φι­κής από­λαυ­σης. Παρό­λες όμως τις ισχυ­ρές αντι­φά­σεις και τα λάθη της «Δουν­κέρ­κης», που ήδη ανέ­πτυ­ξα στις προη­γού­με­νες γραμ­μές, αξί­ζει να σημειω­θεί ότι το πατριω­τι­κό και εθνι­κι­στι­κό στοι­χείο στην ται­νία είναι απλά συμπλη­ρω­μα­τι­κό (μπρο­στά στα μάτια του θεα­τή που δεν γνω­ρί­ζει την πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία, του­λά­χι­στον). Γι’ αυτό ο θεα­τής καλό είναι όταν προ­σεγ­γί­ζει τέτοιες προ­σπά­θειες να έχει καθα­ρό μυα­λό και τη σωστή ιστο­ρι­κή γνώ­ση, δηλα­δή όχι την επι­κρα­τού­σα, για να κρί­νει και να συγκρί­νει πράγ­μα­τα. Για παρά­δειγ­μα, δια­φο­ρε­τι­κά λει­τουρ­γεί το εθνι­κι­στι­κό στοι­χείο για τον Βρε­τα­νό και Αμε­ρι­κά­νο θεα­τή, δια­φο­ρε­τι­κά για τον Γάλ­λο και φυσι­κά, δια­φο­ρε­τι­κά για τον Έλλη­να που έχει πάρει της μετρη­τοίς τη δήλω­ση του Νόλαν ότι δεν κάνει ιστο­ρι­κή ταινία.

Όμως όλες οι ανα­λύ­σεις, και αυτή η φλύ­α­ρη που προη­γή­θη­κε, δεν είναι τίπο­τα εάν δεν ολο­κλη­ρω­θεί η προ­βο­λή της ται­νί­ας. Βλέ­πε­τε, είναι το τέλος όπου η ίδια η ται­νία μας δίνει το κλει­δί για την ερμη­νεία της, καθώς το κλεί­σι­μο της ται­νί­ας δεν είναι το συνη­θι­σμέ­νο κλεί­σι­μο ενός τυπι­κού μπλοκ­μπά­στερ της σει­ράς, με τις δυνα­τές και επι­κές μου­σι­κές που παί­ζουν μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους δημιουρ­γώ­ντας ένα πανη­γυ­ρι­κό κλί­μα, αλλά αντί­θε­τα μας με τις παύ­σεις που δημιουρ­γεί, δεί­χνει ότι πίσω από τις θριαμ­βο­λο­γί­ες του Τσώρ­τσιλ επι­κρα­τεί η σιω­πή και η περί­σκε­ψη για όλα όσα προη­γή­θη­καν. Κι αυτό το κλεί­σι­μο δεν είναι μάλ­λον μία τυχαία σύμ­πτω­ση που βρέ­θη­κε στο σενά­ριο αλλά μία συνει­δη­τή επι­λο­γή του σκηνοθέτη.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο