Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η θρυλική Ντιριντάουα, του αγώνα και του θεάτρου, η κομμουνίστρια

“Είμαι ευχα­ρι­στη­μέ­νη που μπό­ρε­σα να βάλω ένα μικρό λιθα­ρά­κι στον αγώ­να του λαού μας για τη δημο­κρα­τία. Τη δημο­κρα­τία που πιστεύ­ου­με εμείς, την πραγ­μα­τι­κή. Είμαι περή­φα­νη που κάτι πρό­σφε­ρα σ’ αυτό τον αγώ­να”, έλε­γε η Καί­τη Οικο­νό­μου η “θρυ­λι­κή” στον κόσμο του θεά­τρου, των θεα­τρό­φι­λων και της Εθνι­κής Αντί­στα­σης Ντι­ρι­ντά­ουα, όπως ήταν γνω­στή, στην πρώ­τη, μετά τη μακρό­χρο­νη απου­σία της από τη σκη­νή, συνέ­ντευ­ξή της στο “Ρ”, τον Απρί­λη του 1988.

H “γυναί­κα — λάστι­χο”, η ηθο­ποιός, η χορεύ­τρια, εκεί­νη με τα μεγά­λα τσα­κί­ρι­κα μάτια, η αγω­νί­στρια, έφυ­γε από τη ζωή στις 9 Φεβρουα­ρί­ου, σε ηλι­κία περί­που 75 ετών.  22 χρό­νια πριν η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα εγκα­τέ­λει­ψε το θέα­τρο. “Είναι η μοί­ρα του ηθο­ποιού”, έλε­γε στο “Ρ”, “να τον λησμο­νούν όταν απο­σύ­ρε­ται. Βγή­κα στη σκη­νή 6 — 7 χρο­νών παι­δί και πέρα­σα τόσα και τόσα… Αλλοι θορύ­βη­σαν πολύ γύρω από το πρό­σω­πό μου… Οι αντί­πα­λοι του αγώ­να του λαού μας”.

Μέχρι, όμως, να εγκα­τα­λεί­ψει ό,τι πολύ αγά­πη­σε, όχι όμως περισ­σό­τε­ρο από τον αγώ­να — “αγά­πη­σα τον αγώ­να περισ­σό­τε­ρο απ’ το θέα­τρο”, έλε­γε — είχε γίνει μύθος της σκη­νής. Γεν­νή­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, αλλά αφού πολύ νωρίς έχα­σε τον πατέ­ρα της, κατη­φό­ρι­σε στην Αθή­να. Ξεκί­νη­σε πολύ μικρή τη βιο­πά­λη, στο “Μικρό Ζάπ­πειο”, χωρίς μερο­κά­μα­το. Αργό­τε­ρα δού­λε­ψε σε βαριε­τέ και σε “μπου­λού­κια”, μέχρι που ο Αττίκ την προ­σέ­λα­βε στην περί­φη­μη “Μάντρα” του. Ηταν το 1937. Οσο για το όνο­μά της… ο Λάσκος και ο Αττίκ έμελ­λε να γίνουν “νονοί” της.

“Είχα­με πάει περιο­δεία στην Αίγυπτο”,διηγείται στο “Ρ”. Και συνε­χί­ζει: “Είχε τελειώ­σει ο πόλε­μος των Ιτα­λών στην Αβησ­συ­νία και οι μάχες στην πόλη Ντι­ρι­ντά­ουα. Ημου­να μικρή, ακό­μα, ευλύ­γι­στη και μαυ­ρο­τσού­κα­λο και μ’ έβγα­λαν Ντιριντάουα”.

Ουσια­στι­κά, μετά τον Αττίκ ξεκί­νη­σε η πρω­τα­γω­νι­στι­κή της καριέ­ρα, στο θία­σο του Μακέ­δου, στον οποίο δού­λε­ψε μέχρι το 1942. Στο μετα­ξύ, φυλα­κί­στη­κε για έξι μήνες. Μετά την κατάρ­ρευ­ση των Ιτα­λών η Ντι­ρι­ντά­ουα ξανάρ­χι­σε να παί­ζει, αλλά και να αγω­νί­ζε­ται μέσα από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ Θεά­τρου. Μετά τα Δεκεμ­βρια­νά βρέ­θη­κε σ’ έναν ΕΑΜί­τι­κο θία­σο με τους: Γιαν­νί­δη, Βεά­κη, Παπα­θα­να­σί­ου, Παϊ­ζη, Μανέ­λη, Ζέη, Οικονομίδη,που γύρι­ζε την Ελλά­δα. Με τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας γύρι­σαν στην Αθή­να και κρύφτηκαν.

Η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα κρυ­βό­ταν επτά μήνες, μέχρι που ο επι­χει­ρη­μα­τί­ας του θεά­τρου “Ερμής” — το μετέ­πει­τα “Βέμπο” — της πρό­τει­νε να δου­λέ­ψει. Από εκεί­νη την περί­ο­δο η ηθο­ποιός, πάντα συγκι­νη­μέ­νη, θυμό­ταν την επί­θε­ση των χιτών μέρα πρε­μιέ­ρας. «Μπαί­νο­ντας στο θέα­τρο, αντί για καλή επι­τυ­χία, άκου­γα να μου λένε “καλή ψυχή”». Η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα εκεί­νο το βρά­δυ, από σκη­νής, για δεύ­τε­ρη φορά μετά την Κατο­χή — οπό­τε και συνε­λή­φθη από τους κατα­κτη­τές — είπε το μεγά­λο “Οχι”. Στη στη­μέ­νη από την Ασφά­λεια προ­βο­κά­τσια να τη φωνά­ζουν “θεα­τές”, “Βουλ­γά­ρα, Βουλ­γά­ρα”, απά­ντη­σε “Είμαι Ελλη­νί­δα πολύ περισ­σό­τε­ρο από σας”. Από εκεί­νη τη στιγ­μή, αν και κατά­φε­ρε να δια­φύ­γει, άρχι­σε η δίω­ξη και παρα­νο­μία της. Το 1947, Μεγά­λη Εβδο­μά­δα, βρέ­θη­κε στο Μετα­γω­γών. Κι άρχι­σε η εξο­ρία, πρώ­τα στο Μακρο­νή­σι, μετά στη Χίο και στο Τρί­κε­ρι. Τα πόδια της σακα­τεύ­τη­καν. Επα­θε οξεία ρευ­μα­τι­κή αρθρί­τι­δα. Για αρκε­τά χρό­νια πάλευε να ξαναπαίξει.

Στο μετα­ξύ, παντρεύ­τη­κε τον Κώστα Χατζηχρήστο,με τον οποίο απέ­κτη­σε μία κόρη. Η Ντι­ρι­ντά­ουα, όμως, δεν άντε­χε πια κι άλλες ταλαι­πω­ρί­ες και βγή­κε στη σύνταξη.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο