Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Κομμούνα του Παρισιού: ορισμένες επισημάνσεις για την πρώτη μορφή εργατικής εξουσίας

Γρά­φει ο Περι­κλής Παυ­λί­δης* //

Η Κομ­μού­να του Παρι­σιού συνι­στά εξό­χως ηρω­ι­κό και συνά­μα δρα­μα­τι­κό γεγο­νός στην ιστο­ρία του επα­να­στα­τι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Είναι η πρώ­τη έφο­δος του προ­λε­τα­ριά­του στον ουρα­νό, το πρώ­το εγχεί­ρη­μα κατά­λη­ψης της εξου­σί­ας με στό­χο τη χει­ρα­φέ­τη­ση της εργα­σί­ας. Όπως ο Μαρξ σημειώ­νει, η Παρι­σι­νή Κομ­μού­να προ­έ­τα­ξε την «κοι­νω­νι­κή δημο­κρα­τία», κι αν νικού­σε, θα απαλ­λο­τρί­ω­νε τους απαλ­λο­τριω­τές, θα λει­τουρ­γού­σε δηλα­δή ως μοχλός ανα­τρο­πής των οικο­νο­μι­κών θεμε­λί­ων της ταξι­κής κοινωνίας.

Στη βρα­χύ­βια διάρ­κειά της η Κομ­μού­να του Παρι­σιού εφάρ­μο­σε δρα­στι­κή πολι­τι­κή υπέρ του εργα­ζό­με­νου λαού. Θέσπι­σε τη γενι­κή και δωρε­άν εκπαί­δευ­ση, απο­μά­κρυ­νε την εκκλη­σία από τα σχο­λεία, έλα­βε μέτρα κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας για ανά­πη­ρους, χήρες και ορφα­νά, μεί­ω­σε τους φόρους για τους φτω­χούς, ακύ­ρω­σε τις υπο­θή­κες οικί­ας και όρι­σε περί­ο­δο ανα­βο­λής της κατα­βο­λής χρε­ών των μικρο­με­σαί­ων ιδιο­κτη­τών. Ακό­μη απα­γό­ρευ­σε τα εργο­δο­τι­κά πρό­στι­μα στους εργά­τες και την νυκτε­ρι­νή εργα­σία στα αρτο­ποιεία, οργά­νω­σε δημό­σια εργα­στή­ρια που εφο­δί­α­ζαν με υλι­κά την εθνο­φρου­ρά, ενώ επι­χει­ρή­σεις που εγκα­τα­λεί­φθη­καν από τους ιδιο­κτή­τες τους παρα­δό­θη­καν σε συνε­ται­ρι­σμούς εργα­τών για την επα­να­λει­τουρ­γία τους.

Ο Μαρξ, ως γνω­στόν, προ­σέ­δω­σε μεγά­λη σημα­σία στο επα­να­στα­τι­κό έργο της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας, επι­χει­ρώ­ντας να συνα­γά­γει από αυτό ορι­σμέ­να γενι­κά συμπε­ρά­σμα­τα ανα­φο­ρι­κά με το χαρα­κτή­ρα της εργα­τι­κής εξου­σί­ας. Πρό­κει­ται για την από­φα­σή της να αντι­κα­τα­στή­σει τον τακτι­κό στρα­τό με τμή­μα­τα οπλι­σμέ­νου λαού, την εθνο­φρου­ρά, αλλά και για την ίδια την οργα­νω­τι­κή συγκρό­τη­σή της με τη μορ­φή του διαρ­κώς εργα­ζό­με­νου νομο­θε­τι­κού και εκτε­λε­στι­κού σώμα­τος, θεμε­λιω­μέ­νου στην αρχή της αιρε­τό­τη­τας και ανα­κλη­τό­τη­τας όλων των αξιω­μα­τού­χων, με απώ­τε­ρο σκο­πό την εγκα­θί­δρυ­ση ενός ομο­σπον­δια­κού αυτο­διοι­κη­τι­κού συστή­μα­τος δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας (τοπι­κές κομ­μού­νες θα διοι­κού­σαν τις περι­φέ­ρειες, ενώ η κεντρι­κή διοί­κη­ση θα βρι­σκό­ταν στα χέρια της συνέ­λευ­σης των αντι­προ­σώ­πων τους). Στις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες αυτής της νέας μορ­φής εξου­σί­ας πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με και την κατάρ­γη­ση των προ­νο­μί­ων των δημό­σιων υπαλ­λή­λων με την κατα­βο­λή σε αυτούς μισθών αντί­στοι­χων αυτών των εργα­τών. Ως ανώ­τα­τη αμοι­βή τους ορί­στη­κε το ποσό των 6000 φρά­γκων ετη­σί­ως, το οποίο ισού­ταν με το μισθό ενός ειδι­κευ­μέ­νου εργάτη.

Ο Μαρξ στο έργο του «Εμφύ­λιος πόλε­μος στη Γαλ­λία», εκκι­νώ­ντας από την άπο­ψη ότι η εργα­τι­κή τάξη δεν μπο­ρεί να πάρει στα χέρια της την έτοι­μη κρα­τι­κή μηχα­νή και να τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για τους δικούς της σκο­πούς, συμπε­ραί­νει ότι η περί­πτω­ση της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού συνι­στά ενδε­δειγ­μέ­νο τρό­πο κατάρ­γη­σης της κρα­τι­κής εξου­σί­ας ως δύνα­μης απο­ξε­νω­μέ­νης από το λαό. Σύμ­φω­να δε με τη γνω­στή δήλω­ση του Ένγκελς σε πρό­λο­γο που έγρα­ψε για το εν λόγω έργο, η Κομ­μού­να του Παρι­σιού απο­τέ­λε­σε απτό παρά­δειγ­μα της εξου­σί­ας που μπο­ρεί να ορι­στεί ως «δικτα­το­ρία του προλεταριάτου».

Οι από­ψεις αυτές των Μαρξ και Ένγκελς απέ­κτη­σαν αξιω­μα­τι­κή ισχύ για το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα, όσον αφο­ρά το ζήτη­μα της συγκρό­τη­σης της εργα­τι­κής εξου­σί­ας στο σοσια­λι­σμό. Όχι τυχαία μετά τη νίκη της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης το σοβιε­τι­κό κρά­τος οικο­δο­μή­θη­κε ως ιεραρ­χι­κό σύστη­μα συμ­βου­λί­ων-σοβιέτ, αρχί­ζο­ντας από τις άμε­σες εργα­σια­κές μονά­δες και φτά­νο­ντας, δια­μέ­σου δια­δο­χι­κής αντι­προ­σώ­πευ­σης, μέχρι το ανώ­τα­το Παν­ρω­σι­κό Συνέ­δριο των Σοβιέτ. Τα συμ­βού­λια αυτά συν­δύ­α­ζαν νομο­θε­τι­κές και εκτε­λε­στι­κές λει­τουρ­γί­ες και ήταν στε­λε­χω­μέ­να από αιρε­τούς και ανα­κλη­τούς εκπρο­σώ­πους του εργα­ζό­με­νου λαού.

Χρειά­ζε­ται όμως εδώ να επι­ση­μά­νου­με ότι η αντί­λη­ψη του Μαρξ, βάσει της εμπει­ρί­ας της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας, για τη συγκρό­τη­ση ενός εργα­τι­κού κρά­τους στο οποίο δε θα υπάρ­χουν περι­θώ­ρια γρα­φειο­κρα­τι­κού εκφυ­λι­σμού, δεδο­μέ­νου ότι κάθε δημό­σιος υπάλ­λη­λος θα είναι λίγο-πολύ άμε­σα αντι­κα­τα­στά­σι­μος από το μέσο εργα­ζό­με­νο, αλλά ούτε και αυτό­νο­μοι από το λαό μηχα­νι­σμοί βίας και κατα­στο­λής, βρι­σκό­ταν πολύ μακριά από τις αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες που επι­κρα­τού­σαν όχι μόνο στη Γαλ­λία του 1871, αλλά και στις σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες του 20ου αιώνα.

Η ιδέα αυτή του άμε­σα αντι­κα­τα­στά­σι­μου διοι­κη­τι­κού υπαλ­λή­λου προ­ϋ­πό­θε­τε και προ­ϋ­πο­θέ­τει για την υλο­ποί­η­σή της την ισχυ­ρή υπο­χώ­ρη­ση και υπέρ­βα­ση του υπο­δου­λω­τι­κού κατα­με­ρι­σμού της εργα­σί­ας, μια τέτοια δηλα­δή ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων και των ίδιων των εργα­ζό­με­νων ως προ­σω­πι­κο­τή­των, ώστε οι τελευ­ταί­οι να είναι de facto ικα­νοί να αυτο­διευ­θύ­νο­νται. Προ­ϋ­πό­θε­τε με άλλα λόγια την καθο­λι­κή υπέρ­βα­ση του χει­ρώ­να­κτα εργά­τη, του εργα­ζό­με­νου που υπη­ρε­τεί τα μέσα παρα­γω­γής (χει­ρο­κί­νη­τα αλλά και εκμη­χα­νι­σμέ­να), απο­τε­λώ­ντας εν πολ­λοίς το φυσι­κό συμπλή­ρω­μά τους.

Η Κομ­μού­να του Παρι­σιού, καθώς και τα πρώ­τα νικη­φό­ρα σοσια­λι­στι­κά εγχει­ρή­μα­τα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν εντός συν­θη­κών κυριαρ­χί­ας της χει­ρω­να­κτι­κής εργα­σί­ας. Μάλι­στα στις πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές χώρες για λόγους αντι­κει­με­νι­κούς και ανα­πό­δρα­στους ο κατα­με­ρι­σμός της εργα­σί­ας αντί να περιο­ρι­στεί διευ­ρύν­θη­κε σημα­ντι­κά, μιας και η συνα­κό­λου­θη της εκβιο­μη­χά­νι­σης δημιουρ­γία μεγά­λου σώμα­τος διοι­κη­τι­κών και υψη­λά ειδι­κευ­μέ­νων υπαλ­λή­λων και επί­σης η εμφά­νι­ση σημα­ντι­κού αριθ­μού εργα­ζο­μέ­νων της γνώ­σης (φορέ­ων και δημιουρ­γών επι­στη­μο­νι­κών γνώ­σε­ων) συνυ­φαι­νό­ταν με την δια­τή­ρη­ση πλη­θώ­ρας χει­ρω­να­κτών εργα­ζο­μέ­νων, φορέ­ων στοι­χειω­δών γνώ­σε­ων, περιο­ρι­σμέ­νης ειδί­κευ­σης, ικα­νών προς διεκ­πε­ραί­ω­ση κατε­ξο­χήν εκτε­λε­στι­κού έργου.

Αυτή η διευ­ρυ­μέ­νη δια­φο­ρο­ποί­η­ση των εργα­ζό­με­νων εκφρά­στη­κε ανα­πό­φευ­κτα και στις αμοι­βές τους, από τη στιγ­μή που δια­τη­ρού­νταν πολύ σημα­ντι­κές δια­φο­ρές ως προς την κοι­νω­νι­κή σημα­σία της εργα­σί­ας του καθε­νός. Αξί­ζει να σημειω­θεί ότι ο Μαρξ στο έργο του «Κρι­τι­κή του προ­γράμ­μα­τος της Γκό­τα» με μεγά­λη οξυ­δέρ­κεια θα ανα­φερ­θεί στο ανα­πό­φευ­κτο των άνι­σων αμοι­βών των εργα­ζο­μέ­νων στο κατώ­τε­ρο στά­διο της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, δεδο­μέ­νης της δια­τή­ρη­σης της «υπο­δου­λω­τι­κής υπο­τα­γής των ατό­μων στον κατα­με­ρι­σμό της εργα­σί­ας» (της αντί­θε­σης μετα­ξύ πνευ­μα­τι­κής και σωμα­τι­κής εργα­σί­ας). Θα απο­κα­λέ­σει μάλι­στα αυτή την ανι­σό­τη­τα των αμοι­βών «κυριαρ­χία του αστι­κού δικαί­ου» χωρίς αστι­κή τάξη. Ωστό­σο, ο Μαρξ δεν συνή­γα­γε από αυτή την επι­σή­μαν­ση τα απα­ραί­τη­τα συμπε­ρά­σμα­τα και κυρί­ως δεν φαί­νε­ται να αντε­λή­φθη ότι η δια­τή­ρη­ση δια­φο­ρών μετα­ξύ των εργα­ζο­μέ­νων ως προς τις αμοι­βές τους, ως συνέ­πεια της δια­τή­ρη­σης αντι­θέ­σε­ων εντός της ίδιας της εργα­σί­ας, συνε­πά­γε­ται και τη δια­τή­ρη­ση ιδιό­τυ­πων αντα­γω­νι­σμών μετα­ξύ τους για την καλύ­τε­ρη ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών τους.

Βάσει των παρα­πά­νω, θεω­ρώ ανα­γκαίο να τονί­σω ότι σε μια σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νία η κατα­νο­μή του προ­ο­ρι­ζό­με­νου για ατο­μι­κή κατα­νά­λω­ση προ­ϊ­ό­ντος, δια­μέ­σου συγκε­κρι­μέ­νου συστή­μα­τος αμοι­βών, θα πρέ­πει να γίνε­ται αντι­λη­πτή ως εξαρ­τώ­με­νη πρω­τί­στως από αντι­κει­με­νι­κούς παρά­γο­ντες, από το χαρα­κτή­ρα του κοι­νω­νι­κού κατα­με­ρι­σμού της εργα­σί­ας, από την κοι­νω­νι­κή σημα­σία της εργα­σί­ας της μιας ή της άλλης ομά­δας εργα­ζο­μέ­νων, από τις αντι­κει­με­νι­κές δυνα­τό­τη­τες ή τους περιο­ρι­σμούς τους εντός του συστή­μα­τος της υλι­κής παρα­γω­γής. Η εφαρ­μο­ζό­με­νη κάθε φορά πολι­τι­κή μισθών μπο­ρεί να λαμ­βά­νει υπό­ψη, περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο, τους εν λόγω παρά­γο­ντες. Αυτοί όμως, ούτως ή άλλως, θα εκδη­λώ­νο­νται και εν τέλει θα καθο­ρί­ζουν (ακό­μη και υπο­νο­μεύ­ο­ντας-ανα­τρέ­πο­ντας την επί­ση­μη νομο­θε­σία και οικο­νο­μι­κή πολι­τι­κή) τις σχέ­σεις κατα­νο­μής του παρα­γό­με­νου προ­ϊ­ό­ντος. Με άλλα λόγια, οι αμοι­βές των εργα­ζό­με­νων σε μια σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νία απο­τε­λούν πρω­τί­στως ζήτη­μα των αντι­κει­με­νι­κών χαρα­κτη­ρι­στι­κών και αντι­φά­σε­ων της εργα­σί­ας και δευ­τε­ρευό­ντως ζήτη­μα ιδε­ο­λο­γι­κών δια­κη­ρύ­ξε­ων και κυβερ­νη­τι­κής πολι­τι­κής. Συνε­πώς, η όποια βιώ­σι­μη ρηξι­κέ­λευ­θη αλλα­γή στο πεδίο των αμοι­βών θα πρέ­πει να συνο­δεύ­ε­ται από αντί­στοι­χη αλλα­γή της δομής του κοι­νω­νι­κού κατα­με­ρι­σμού εργα­σί­ας και οπωσ­δή­πο­τε των υλι­κών παρα­γό­ντων που την καθο­ρί­ζουν, δηλα­δή των μέσων παρα­γω­γής, των κυρί­αρ­χων τύπων εργα­ζο­μέ­νων, της ποσό­τη­τας και ποιό­τη­τας του προ­ο­ρι­ζό­με­νου για ατο­μι­κή κατα­νά­λω­ση κοι­νω­νι­κού προϊόντος.

Αξί­ζει να σημειω­θεί εδώ πόσο επώ­δυ­νη ήταν για τους μπολ­σε­βί­κους και τον Λένιν η δια­πί­στω­ση, ήδη το 1918, ότι για την οικο­δό­μη­ση του σοσια­λι­σμού στη Σοβιε­τι­κή Ρωσία, σε υλι­κές συν­θή­κες του­λά­χι­στον όχι κατώ­τε­ρες από αυτές της Γαλ­λί­ας του 1871, θα έπρε­πε να παραι­τη­θούν από την πολι­τι­κή της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού στο ζήτη­μα των αμοι­βών των ειδι­κών και να κατα­βάλ­λουν σε αυτούς «καπι­τα­λι­στι­κούς» μισθούς.

Η παρο­χή ιδιαί­τε­ρα υψη­λών αμοι­βών στους ειδι­κούς (μηχα­νι­κούς, αγρο­νό­μους, οικο­νο­μο­λό­γους κλπ) καθο­ρί­στη­κε από την εξαι­ρε­τι­κή κοι­νω­νι­κή ανα­γκαιό­τη­τα και σημα­σία της εργα­σί­ας τους, δεδο­μέ­νου ότι χωρίς αυτή ήταν αδύ­να­τη η οικο­δό­μη­ση μιας βιο­μη­χα­νι­κής σοσια­λι­στι­κής οικο­νο­μί­ας στη Ρωσία. Η κατά­στα­ση μάλι­στα επι­δει­νω­νό­ταν από το γεγο­νός της τερά­στιας έλλει­ψης ικα­νών, υψη­λά ειδι­κευ­μέ­νων στε­λε­χών, ανα­γκαί­ων για τη σχε­δί­α­ση και διεύ­θυν­ση των σοβιε­τι­κών παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, πράγ­μα που υπο­χρέ­ω­σε κάποια στιγ­μή το Λένιν να δηλώ­σει με καυ­στι­κό τρό­πο: «Έχου­με πολ­λούς κομ­μου­νι­στές και θα έδι­να ντου­ζί­νες απ’ αυτούς για ένα μορ­φω­μέ­νο αστό ειδι­κό, που μελε­τά­ει ευσυ­νεί­δη­τα τη δου­λειά του».

Στις σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες του 20ου αιώ­να δεν κατέ­στη εφι­κτή η υλο­ποί­η­ση και ενός άλλου μέτρου της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας, της κατάρ­γη­σης του τακτι­κού στρα­τού και της αστυ­νο­μί­ας, ως κατα­σταλ­τι­κών μηχα­νι­σμών του κρά­τους. Οι οξύ­τα­τες συγκρού­σεις που σημά­δε­ψαν τα πρώ­τα σοσια­λι­στι­κά εγχει­ρή­μα­τα, εξαι­τί­ας όχι μόνο της ιμπε­ρια­λι­στι­κής επι­θε­τι­κό­τη­τας και της εσω­τε­ρι­κής αντί­στα­σης των εκμε­ταλ­λευ­τι­κών τάξε­ων, αλλά και των αντι­θέ­σε­ων που χαρα­κτή­ρι­ζαν την ίδια την εργα­σία εντός συν­θη­κών υπο­δου­λω­τι­κού κατα­με­ρι­σμού της (αντι­θέ­σε­ων που γεν­νού­σαν ιδιο­τε­λείς επι­διώ­ξεις και αντα­γω­νι­σμούς) οδή­γη­σαν μοι­ραία στην ενί­σχυ­ση των κρα­τι­κών κατα­σταλ­τι­κών μηχα­νι­σμών, αντί της εξα­φά­νι­σής τους.

Εκτός αυτού, η εκμη­χά­νι­ση των ενό­πλων δυνά­με­ων στον 20ο αιώ­να ανα­βάθ­μι­σε εξαι­ρε­τι­κά τη σημα­σία της στρα­τιω­τι­κής ειδί­κευ­σης και το ρόλο των επαγ­γελ­μα­τιών στα ζητή­μα­τα του πολέ­μου, με απο­τέ­λε­σμα η ιδέα της πολι­το­φυ­λα­κής, ως βασι­κού ένο­πλου σώμα­τος της επα­να­στα­τι­κής εξου­σί­ας, να απο­δει­χθεί στις συγκρού­σεις με τα αντε­πα­να­στα­τι­κά στρα­τεύ­μα­τα (εμφύ­λιος πόλε­μος σε Ρωσία, Ισπα­νία και αλλού) επι­κίν­δυ­να ουτο­πι­κή. Ειρή­σθω εν παρό­δω, ότι ήδη στην περί­πτω­ση της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού η εθνο­φρου­ρά /πολιτοφυλακή απε­δεί­χθη ακα­τάλ­λη­λη για την αντι­με­τώ­πι­ση του τακτι­κού στρα­τού των Βερσαλλιών.

Απο­τι­μώ­ντας τη σημα­σία της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού για την υπό­θε­ση του σοσια­λι­σμού θα πρέ­πει να τονι­στεί ότι επρό­κει­το για ένα εφή­με­ρο εγχεί­ρη­μα, το οποίο δεν επε­κτά­θη­κε στην αλλα­γή των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας και στην οργά­νω­ση μιας σοσια­λι­στι­κής οικο­νο­μί­ας. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το γεγο­νός ότι η Παρι­σι­νή Κομ­μού­να όχι μόνο δεν κατήρ­γη­σε την αστι­κή ιδιο­κτη­σία, αλλά δεν έθε­σε υπό τον έλεγ­χό της ούτε καν την τρά­πε­ζα της Γαλ­λί­ας, η οποία σε όλη τη διάρ­κεια της σύγκρου­σης χρη­μα­το­δο­τού­σε την κυβέρ­νη­ση των Βερ­σαλ­λιών, υπο­στη­ρί­ζο­ντας την αντε­πα­να­στα­τι­κή της προσπάθεια.

Η Κομ­μού­να του Παρι­σιού δεν προ­έ­τα­ξε καμία στρα­τη­γι­κή ριζι­κής αλλα­γής των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, περιο­ρι­ζό­με­νη σε μέτρα ικα­νο­ποί­η­σης άμε­σων ανα­γκών του εργα­ζό­με­νου λαού. Ακό­μη και η πρου­ντο­νι­κής προ­έ­λευ­σης ιδέα της φεντε­ρα­λι­στι­κής-αυτο­διοι­κη­τι­κής ανα­διορ­γά­νω­σης του γαλ­λι­κού κρά­τους απεί­χε πολύ από το να συνι­στά πρό­τυ­πο της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του, δεδο­μέ­νου ότι ουδό­λως δια­σφά­λι­ζε τη διοι­κη­τι­κή ηγε­μο­νία της εργα­τι­κής τάξης επί των υπο­λοί­πων στρω­μά­των της κοι­νω­νί­ας. Επρό­κει­το, κατ’ ουσί­αν, για διεκ­δί­κη­ση της μέγι­στης αυτο­νο­μί­ας των δημο­τι­κών αρχών, στο πνεύ­μα της εξι­δα­νί­κευ­σης της παλ­λαϊ­κής συμ­με­το­χής στις δημό­σιες υπο­θέ­σεις, πράγ­μα που, αν τελι­κά επι­τυγ­χα­νό­ταν, θα οδη­γού­σε στην πολι­τι­κή εξα­φά­νι­ση των ολι­γά­ριθ­μων, ταξι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νων πρω­το­πό­ρων στρω­μά­των της μισθω­τής εργα­σί­ας μέσα στην πλημ­μυ­ρί­δα των καθυ­στε­ρη­μέ­νων αγρο­τι­κών μαζών και των ευά­ριθ­μων μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των των πόλεων.

Δέον, χάριν σύγκρι­σης, να ανα­φερ­θεί η δια­φο­ρε­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση του ζητή­μα­τος της λαϊ­κής εκπρο­σώ­πη­σης στην περί­πτω­ση της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Βάσει του συντάγ­μα­τος του 1918 της Σοβιε­τι­κής Ρωσί­ας και του συντάγ­μα­τος του 1924 της ΕΣΣΔ προ­βλέ­πο­νταν σαφείς απα­γο­ρεύ­σεις συμ­με­το­χής στα σοβιέτ για όλα τα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα που σχε­τί­ζο­νταν με την εκμε­τάλ­λευ­ση μισθω­τής εργα­σί­ας, την ιδιω­τι­κή εμπο­ρευ­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα και τη λήψη μη εργα­σια­κών εισο­δη­μά­των. Επί­σης, δια­σφα­λι­ζό­ταν η εξαι­ρε­τι­κά δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη εκπρο­σώ­πη­ση των εργα­τών και των αγρο­τών στο σοβιε­τι­κό σύστη­μα δια­κυ­βέρ­νη­σης, με τρό­πο ώστε να υπε­ρι­σχύ­ουν οι πρώ­τοι (σε ένα βου­λευ­τή του ανώ­τα­του Συνε­δρί­ου των Σοβιέτ αντι­στοι­χού­σαν 25000 εκλο­γείς, αν επρό­κει­το για εργα­τι­κούς πλη­θυ­σμούς των πόλε­ων και 125000, αν επρό­κει­το για αγρότες).

Δεδο­μέ­νου λοι­πόν ότι η Κομ­μού­να του Παρι­σιού, ως επα­να­στα­τι­κή εξου­σία, δεν κατα­πιά­στη­κε με ζητή­μα­τα οικο­δό­μη­σης και διεύ­θυν­σης μιας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας (και συνα­κό­λου­θα δε δια­χει­ρί­σθη­κε αντι­φά­σεις, όπως αυτές που ανα­πό­φευ­κτα εκδη­λώ­θη­καν αργό­τε­ρα στα πρώ­τα σοσια­λι­στι­κά εγχει­ρή­μα­τα) δεν μπο­ρεί να θεω­ρεί­ται δοκι­μα­σμέ­νο παρά­δειγ­μα οργά­νω­σης της εργα­τι­κής εξου­σί­ας. Για το λόγο αυτό, τα συμπε­ρά­σμα­τα που οι Μαρξ και Ένγκελς συνή­γα­γαν με βάση την εμπει­ρία της είναι σαφώς ιστο­ρι­κά περιο­ρι­σμέ­να, δηλω­τι­κά περισ­σό­τε­ρο μιας εξι­δα­νι­κευ­τι­κής στά­σης προς ένα συντα­ρα­κτι­κό και ηρω­ι­κό επα­να­στα­τι­κό γεγο­νός, παρά της αντί­λη­ψης των ζητη­μά­των που θα καλού­ταν να αντι­με­τω­πί­σει η εργα­τι­κή εξου­σία σε συν­θή­κες εγκα­θί­δρυ­σης των σοσια­λι­στι­κών σχέ­σε­ων επί ανα­ντί­στοι­χων προς αυτές, ανε­παρ­κώς ανε­πτυγ­μέ­νων παρα­γω­γι­κών δυνάμεων.

Ο Λένιν στο άρθρο του «Στη μνή­μη της Κομ­μού­νας» θα προσ­διο­ρί­σει με σαφή­νεια τους παρά­γο­ντες που καθό­ρι­σαν την ήττα της, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι για να νική­σει μια κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση θα πρέ­πει να υπάρ­χουν του­λά­χι­στον δυο προ­ϋ­πο­θέ­σεις: υψη­λό επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων και προ­ε­τοι­μα­σία του προ­λε­τα­ριά­του. Αυτές όμως, όπως δια­πι­στώ­νει ο Λένιν, δεν υπήρ­χαν το 1871, δεδο­μέ­νης της ανε­παρ­κούς ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού στη Γαλ­λία, αλλά και της απου­σί­ας εργα­τι­κού κόμ­μα­τος και επα­να­στα­τι­κής συνει­δη­το­ποί­η­σης της μεγά­λης πλειο­ψη­φί­ας της εργα­τι­κής τάξης.

Όσον αφο­ρά την πρώ­τη προ­ϋ­πό­θε­ση, θα πρέ­πει να έχου­με υπό­ψη ότι η χώρα βρι­σκό­ταν ακό­μα σε πρώ­ι­μα στά­δια της βιο­μη­χα­νι­κής επα­νά­στα­σης και παρέ­με­νε, ως προς την οικο­νο­μία της, μικρο­α­στι­κή. Γι’ αυτό και η εργα­τι­κή τάξη που συμ­με­τεί­χε στα επα­να­στα­τι­κά γεγο­νό­τα του Παρι­σιού απο­τε­λού­ταν κυρί­ως από τεχνί­τες μικρών εργα­στη­ριών και όχι από εργά­τες που θα μπο­ρού­σαν να ορι­στούν ως βιο­μη­χα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το. Όσον αφο­ρά τη δεύ­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση, θα πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί ότι στην Παρι­σι­νή Κομ­μού­να απο­κα­λύ­φθη­κε η εξαι­ρε­τι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή ανε­πάρ­κεια των δύο ρευ­μά­των που ηγε­μό­νευ­σαν σε αυτή, του μπλαν­κι­σμού και του πρου­ντο­νι­σμού. Το πρώ­το, εγκλω­βι­σμέ­νο στην εξι­δα­νί­κευ­ση της συνω­μο­τι­κής πολι­τι­κής δρά­σης, και το δεύ­τε­ρο, εμφο­ρού­με­νο από ένα «σοσια­λι­σμό» των μικροϊ­διο­κτη­τών, θα απο­δει­χθούν ακα­τάλ­λη­λα για την πολι­τι­κή οργά­νω­ση και προ­γραμ­μα­τι­κή καθο­δή­γη­ση μεγά­λων επα­να­στα­τι­κών εγχειρημάτων.

Ο αντί­κτυ­πος της Κομ­μού­νας του Παρι­σιού, παρά τη βρα­χύ­βια ύπαρ­ξή της, ήταν τερά­στιος, δεδο­μέ­νου ότι επι­βε­βαί­ω­σε την ικα­νό­τη­τα των εργα­ζο­μέ­νων να απο­τε­λέ­σουν ιστο­ρι­κό υπο­κεί­με­νο, διεκ­δι­κώ­ντας με επα­να­στα­τι­κές μεθό­δους την ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών τους. Σε αυτό το σπου­δαίο εγχεί­ρη­μα η εργα­τι­κή τάξη παρου­σιά­στη­κε ως αυθε­ντι­κός εκπρό­σω­πος της κοι­νω­νί­ας, εν αντι­θέ­σει προς την αστι­κή, η οποία πρό­δω­σε το «έθνος» συμ­μα­χώ­ντας με το νικη­τή εχθρό, την Πρω­σία, προ­κει­μέ­νου με τη βοή­θειά του να συντρί­ψει τον επα­να­στα­τη­μέ­νο λαό. Οι υπο­στη­ρι­κτές και μαχη­τές της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας, άντρες και γυναί­κες (δέον να υπο­γραμ­μι­σθεί η εξαι­ρε­τι­κά ενερ­γή συμ­με­το­χή των γυναι­κών), ανέ­δει­ξαν με τη στά­ση τους τις μεγά­λες επα­να­στα­τι­κές αρε­τές του εργα­ζό­με­νου λαού: τη συντρο­φι­κό­τη­τα, την αλλη­λεγ­γύη, το διε­θνι­σμό, την καρ­τε­ρι­κό­τη­τα, το πνεύ­μα ηρω­ι­σμού και αυτοθυσίας.

Η Κομ­μού­να του Παρι­σιού κατε­στά­λη με ιδιαί­τε­ρα αιμα­τη­ρό τρό­πο. Έστει­λε όμως σε όλο τον κόσμο ένα σαφές αγέ­ρω­χο μήνυ­μα ανα­φο­ρι­κά με την εφε­ξής κατεύ­θυν­ση και το περιε­χό­με­νο της κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου: το δια­κύ­βευ­μα των επερ­χό­με­νων κοι­νω­νι­κών συγκρού­σε­ων δεν θα είναι πλέ­ον η κατά­κτη­ση της πολι­τι­κής δημο­κρα­τί­ας, αλλά η χει­ρα­φέ­τη­ση της εργασίας. 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο