Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κυρίαρχη ιδεολογία, η ατομική δράση, η τρομοκρατία

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλεξίου
Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Ουσια­στι­κά η ατο­μι­κή δρά­ση, όπως εκδη­λώ­νε­ται στη τρο­μο­κρα­τία και όπως νοη­μα­το­δο­τεί­ται από τα υπο­κεί­με­να, δηλα­δή από το νόη­μα που αυτά απο­δί­δουν στη πρά­ξη τους, («κοι­νω­νι­κό πράτ­τειν» σύμ­φω­να με τον Μαξ Βέμπερ), δε κάνει τίπο­τε άλλο από το να ανα­πα­ρά­γει τη κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία που ορί­ζει ατο­μι­κά τη κοι­νω­νι­κή δρά­ση στο εργο­στά­σιο, στην επι­χεί­ρη­ση, στο χώρο εργα­σί­ας, στη δου­λειά, στο δρό­μο, στη τηλε­ό­ρα­ση κ.α. Από τη στιγ­μή που η αντι­με­τώ­πι­ση των προ­βλη­μά­των εξα­το­μι­κεύ­ε­ται (εύρε­ση εργα­σί­ας, εκπαί­δευ­ση, επαγ­γελ­μα­τι­κή απο­κα­τά­στα­ση, ανερ­γία, κοι­νω­νι­κή ανέ­λι­ξη κ.λπ.) υπο­δει­κνύ­ε­ται έμμε­σα αλλά σαφώς πως ο ενδε­δειγ­μέ­νος τύπος κοι­νω­νι­κής δρά­σης είναι η ατο­μι­κή δρά­ση αφή­νο­ντας στο υπο­κεί­με­νο να εκτι­μή­σει και να νοη­μα­το­δο­τή­σει τις πρά­ξεις του. Θα μπο­ρού­σε μάλι­στα σύμ­φω­να με τον Μ. Βέμπερ η τρο­μο­κρα­τία να ορι­στεί ως κοι­νω­νι­κή δρά­ση «ορθο­λο­γι­κή προς της αξία», όπου η αξία (ηθι­κή, πολι­τι­κή, θρη­σκευ­τι­κή κ.λπ.) ερμη­νεύ­ε­ται ως «αυτα­ξία», χωρίς δηλα­δή να ενδια­φέ­ρει ο σκο­πός, το απο­τέ­λε­σμα. Μάλ­λον εδώ είμα­στε, καθώς η τρο­μο­κρα­τι­κή δρά­ση δεν ενδια­φέ­ρε­ται για τους σκο­πούς, ‑δεν είναι δηλα­δή κοι­νω­νι­κή δρά­ση («ορθο­λο­γι­κή κατά το σκο­πό»), πόσο μάλ­λον όταν αυτή επι­φέ­ρει συνή­θως, εφό­σον δεν είναι κατευ­θυ­νό­με­νη, τα αντί­θε­τα απο­τε­λέ­σμα­τα (νομι­μο­ποί­η­ση και κλι­μά­κω­ση της κατα­στο­λής, περι­στο­λή δικαιω­μά­των και ελευ­θε­ριών κ.λπ.) από τα επι­διω­κό­με­να. Σε αντί­θε­ση με την ατο­μι­κή δρά­ση, η συλ­λο­γι­κή δρά­ση είναι «ορθο­λο­γι­κή κατά το σκο­πό» αλλά και «ορθο­λο­γι­κής προς την αξία». Επο­μέ­νως αυτή η δρά­ση όφει­λε να ανα­δει­χτεί ως υπο­δειγ­μα­τι­κή δρά­ση για τα υπο­κεί­με­να (ατο­μι­κά και συλ­λο­γι­κά) αφού οι αξί­ες (κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη, κοι­νω­νι­κή ισό­τη­τα κ.λπ.) μπο­ρούν να νομι­μο­ποι­ή­σουν μέσα και σκο­πούς δράσης.

Βεβαί­ως είναι τοις πάση γνω­στόν, το λέγε και ο Μαρξ, πως αυτοί που κατέ­χουν τα μέσα παρα­γω­γής, κατέ­χουν και τα μέσα πνευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής (εκδο­τι­κοί οίκοι, Μ.Μ.Ε., ιδε­ο­λο­γία της ανέ­λι­ξης, τηλε­ο­πτι­κές σει­ρές, «κρυ­φό» ανα­λυ­τι­κό πρό­γραμ­μα κ.λπ.) έχουν μια ιδιαί­τε­ρη απο­στρο­φή στη «συλ­λο­γι­κή δρά­ση», δηλα­δή στη κοι­νή δρά­ση (θα μπο­ρού­σε να ερμη­νευ­τεί και ως «ταξι­κό πράτ­τειν» σύμ­φω­να με τον M. Βέμπερ) που ξεκι­νά από την κοι­νό­τη­τα των βιο­τι­κών κατα­στά­σε­ων (συν­θή­κες εργα­σί­ας και ζωής), η οποία και θα μπο­ρού­σε να σχε­τι­κο­ποι­ή­σει ή, και να απα­ξιώ­σει μορ­φές ατο­μι­κής δρά­σης. Να απα­ξιώ­σει, κατ’ επέ­κτα­ση και τη τρο­μο­κρα­τι­κή δρά­ση. Μάλι­στα οι κάτο­χοι των μέσων παρα­γω­γής και ιδε­ο­λο­γι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής κάνουν τα πάντα για να επι­βάλ­λουν ως πρό­σφο­ρη και θεμι­τή μορ­φή δρά­σης την ατο­μι­κή. Πράγ­μα που επι­βε­βαιώ­νε­ται ξανά και ξανά τόσο από τις εργο­δο­τι­κές πρα­κτι­κές όσο και από τις νομο­θε­τι­κές πρα­κτι­κές της πολι­τι­κής εξου­σί­ας (κατάρ­γη­ση συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων εργα­σί­ας, ατο­μι­κές συμ­βά­σεις εργα­σί­ας, διευ­θυ­ντι­κό δικαί­ω­μα στις απο­λύ­σεις, απο­λύ­σεις συν­δι­κα­λι­στών κ.λπ.) περιο­ρί­ζο­ντας ή δυσφη­μώ­ντας πάραυ­τα πρα­κτι­κές συλ­λο­γι­κής δρά­σης (παρε­μπό­δι­ση ίδρυ­σης σωμα­τεί­ων, υπο­νό­μευ­ση εργα­τι­κών κινη­το­ποι­ή­σε­ων, απα­γό­ρευ­ση απερ­γιών κ.λπ.). Κατά κάποιο τρό­πο οι «ηθι­κοί αυτουρ­γοί» της ατο­μι­κής δρά­σης που έμμε­σα αλλά σαφώς μπο­ρεί να βγά­λει και στη κοι­νω­νι­κή δρά­ση, δηλα­δή στη τρο­μο­κρα­τι­κή δρά­ση, θα μπο­ρού­σαν να ανα­ζη­τη­θούν και εδώ.

Συνε­πώς αν θέλου­με να ανα­ζη­τή­σου­με ηθι­κούς αυτουρ­γούς μιας τρο­μο­κρα­τι­κής πρά­ξης θα πρέ­πει να τους ανα­ζη­τή­σου­με πρω­τί­στως στη κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία για την κοι­νω­νι­κή δρά­ση (αυτή του ατο­μι­κι­σμού) που υπο­βα­στά­ζε­ται από τις θεω­ρί­ες του δρώ­ντος υπο­κει­μέ­νου και της ατο­μι­κής δρά­σης, κυρί­ως του φιλε­λευ­θε­ρι­σμού αλλά και του αναρ­χι­σμού, που ως γνω­στόν συγκλί­νουν όσον αφο­ρά στη νοη­μα­το­δό­τη­ση της κοι­νω­νι­κής δρά­σης. Και αυτό επει­δή μονά­δα ανά­λυ­σης καθί­στα­ται και στις δύο περι­πτώ­σεις το άτο­μο και οι νοη­μα­το­δο­τή­σεις του. Ως γνω­στόν η κυρί­αρ­χη αντί­λη­ψη για την κοι­νω­νι­κή δρά­ση, αυτή του μεθο­δο­λο­γι­κού ατο­μι­σμού, έχει θεω­ρη­τι­κο­ποι­η­θεί και συστη­μα­το­ποι­θεί από δύο εξέ­χο­ντες στο­χα­στές της κοι­νω­νι­κής σκέ­ψης, τον Μαξ Βέμπερ (1864–1920) και τον Tάλ­κοτ Πάρ­σονς (1902–1979 (The Structure of Social Action).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο