Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η πατρίδα του Μεγάλου Οχτώβρη και η ελληνική ποίηση»

Οι κανο­νιές της «Αβρό­ρας» είχαν στεί­λει το μήνυ­μά τους σ’ όλο τον κόσμο: Οι κολα­σμέ­νοι της γης, στις ματό­βρε­χτες στέ­πες της Ρωσί­ας είχαν σπά­σει τις αλυ­σί­δες τους και ξεχέρ­σω­ναν πάνω στον πλα­νή­τη τα πρώ­τα στρέμ­μα­τα της λευ­τε­ριάς και χάρι­ζαν στον άνθρω­πο όπου Γης — τα πρώ­τα πλέ­θρα ανα­πνεύ­σι­μου χώρου.

Το μεγά­λο μήνυ­μα ήρθε και στη δική μας πατρί­δα. Ερχό­ταν από έναν τόπο που αιώ­νες η ματιά των Ελλή­νων, σαν μαγνη­τι­κή βελό­να, ήταν στραμ­μέ­νη και κοί­ταε κατ΄αβορά και καρ­τέ­ρα­γε. Ερχό­ταν απ’ του Μόσκο­βου την πατρί­δα. Ετού­το το ακαρ­τέ­ρει το προ­γο­νι­κό που έτρε­χε σα φως στις φλέ­βες της Ρωμιο­σύ­νης το έδω­σε ο Καζαν­τζά­κης στον «Καπε­τάν Μιχά­λη» του:

«(…) Ανά­ρια ανά­ρια τον ανα­θυ­μό­ταν ακό­μα οι παλιοί, τον καπε­τάν Ντε­λή – παπ­πούς του καπε­τάν Μιχά­λη – να γυρο­φέρ­νει τα κρη­τι­κά ακρο­γιά­λια και να βάζει κερα­μί­δι τη χερού­κλα του ν’ αγνα­ντεύ­ει, λέει, αν ξεπρό­βαι­ναν από το ουρα­νο­θά­λασ­σο τα μοσκο­βί­τι­κα καρά­βια. Κότσερ­νε στρα­βά τη φεφέ­ρα, πηγαι­νο­ερ­χό­ταν σε τού­το εδώ το μου­ρά­γιο, ακου­μπού­σε στον στον κατα­ρα­μέ­νο τού­το Κού­λε και τρα­γου­δού­σε κατά­μου­τρα στην Τουρ­κιά: ο Μόσκο­βος κατεβαίνει (…)»

Τώρα, μαζί με τα’ αγέ­ρα­στα νιά­τα της λαχτά­ρας της πατρο­γο­νι­κής κατά­φτα­νε στην πατρί­δα η κοσμο­γο­νι­κή ανά­σα του Οχτώβρη.

Το ευαί­σθη­το ηχείο ενός ποι­η­τή, του Βάρ­να­λη, πήρε κι αντοι­δό­νη­σε, πρώ­το, το μήνυ­μα. Οι χορ­δές της λύρας του, κεραί­ες ενα­γώ­νιες που ανί­χνευαν μέσα στο σκο­τά­δι του κόσμου, έπια­σαν τα σήμα­τα των νέων και­ρών κι άρχι­σαν να χτυ­πά­νε, θριαμ­βι­κό, το τρα­γού­δι του «Οδη­γη­τή», το τρα­γού­δι για το Λένιν:

Ο Οδη­γη­τής

Δεν είμ’ εγώ σπο­ρά της Τύχης,
ο πλα­στουρ­γός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώρι­μο τέκνο της Οργής.

Δεν κατε­βαί­νω από τα νέφη,
για­τί δε μ’ έστει­λε κανείς
Πατέ­ρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλά­βε, που πονείς.
Ουρά­νιες δύνα­μες, αγγέλοι,

κρί­να, που­λιά και ψαλμουδιές —
τίπο­τα! Εμέ­να παραστέκουν
οι θυμω­μέ­νες σας καρδιές.
Εγώ του καρα­βιού γοργόνα
στ’ ορθό­πλω­ρο καρά­βι μπρος.

Απά­νω μου σπά­νε φουρτούνες
κι άγριος ενά­ντια μου καιρός.
Μέσα στο νου και στην καρ­διά μου
αιώ­νων φου­ντώ­σα­νε ντροπές
και την παλά­μη μου αρματώνουν

με φλο­γι­σμέ­νες αστραπές.
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονά­χα οι ζωντανοί —
κι οι πεθα­μέ­νοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αρά­δα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέν­νη­τοι, χιλιάδες
άπλα­στοι ακό­μα με βλογούν
κι όλοι ακου­μπά­νε τα σπα­θιά τους
απά­νω μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,

δίνω μαχαί­ρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπή­γω μες στο χώμα
γίνε­ται φως, γίνε­ται νους.
Άκου, πώς παίρ­νουν οι αγέρες
χιλιά­δων χρό­νων τη φωνή!

Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρω­πό­τη­τα πονεί.
Ω! πώς τον παίρ­νουν οι αγέρες
και πώς φωνά­ζου­νε μετά
άβυσ­σοι μαύ­ροι, τάφοι μαύροι,

ποτά­μια γαί­μα­τα πηχτά!
Όθε περ­νά, γκρε­μί­ζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονι­κά ρηγάτα
θεμε­λιω­μέ­να στην ψευτιά.

Κι ένα στυ­λώ­νει κι ανασταίνει,
το ’να βασί­λειο της Δουλειάς,
(Ειρή­νη! Ειρή­νη!) το βασίλειο
της Παναν­θρώ­πι­νης Φιλιάς.

Τριά­ντα δύο χρό­νια πέρα­σαν από τότε που ακού­στη­κε στην ελλη­νι­κή ποί­η­ση τού­τη η προ­μύ­ντρα φωνή. Ο σπό­ρος του Βάρ­να­λη έπε­σε σε καρ­πε­ρό χώμα. Το δρό­μο που άνοι­ξε ο «Οδη­γη­τής» τον πήρε και τον περ­πά­τη­σε, με βήμα στα­θε­ρό, με βήμα πιστό, η και­νού­ρια γενιά των ποιητών.

Στη χώρα του Μεγά­λου Οχτώ­βρη, έδε­νε στο μετα­ξύ και κάρ­πι­ζε το όνει­ρο των ανθρώ­πων. Η κατα­λύ­τρα φλό­γα, αφού σάρω­σε απ’ την πατρί­δα της τα ερπε­τά της ξένςη επέμ­βα­σης και κάρ­φω­σε στο κοντά­ρι της το κεφά­λι της ντό­πιας οχιάς, έκαι­γε τώρα πει­θαρ­χη­μέ­νη, μέσα στα μπολ­σε­βί­κι­κα πεντά­χρο­να. Το για­τί της Νέας Ζωής σηκω­νό­ταν. Κι από μακριά το καμά­ρω­ναν μαζί με τα μάτια όλου του κόσμου και μάτια ελλη­νι­κά και το τρα­γού­δα­γαν. Στο «Τρα­γού­δι του Δνεί­πε­ρου» η Μέλ­πω Αξιώ­τη χαι­ρέ­τα­γε την και­νού­ρια γέννα:

Άκου Δνεί­περ’ τι θα πούμε.

Σου σκά­ψα­νε τα σωθι­κά τα παλι­κά­ρια των Σοβιέτ.

Τα ψάρια σου σαστίσανε

οι λεύ­κες σου σκορπίσανε

τα σπουρ­γι­τά­κια απολιθώθηκαν

μέσα στις καλα­μιές σου και κοιτάζανε

και τα νερά σου εκόχλασαν

κι αρπά­ξα­νε τους γερανούς

κύμα­τα αφρί­ζα­νε βουνά

αψη­λά τεί­χη τα μαντρώσανε

Χρό­νια βάστη­ξε ο μόχτος τους

ώσπου οι καρ­διές λαχτάρησαν

όλοι οι άνθρω­ποι ζευγαρώθηκαν

                         μες στη χαρά της γέννησης

δού­λε­ψαν χέρια και ψυχές

τα μάτια είδαν θάμα­τα που δεν είχα­νε δει ποτές,

κι εγί­νη­κε το Ντνιεπροστρόι.

Είκο­σι χρό­νια έδω­κες φως.

Ώσπου σε βρή­κε ο πόλεμος.

 

Τότε Δνεί­περ ήρθε η ώρα.

Αίμα γίνα­νε οι αφροί σου.

Αίμα στά­ζα­νε οι όχτες σου

αίμα σού­ρω­νε η κοί­τη σου

πασα­λεί­φτη­καν αίμα­τα η γης, κι ο ουρα­νός σου.

 

Μιαν ώρα δεν κοιμήθηκες.

Μιαν ώρα δεν από­κα­μες να κου­βα­λείς ψοφίμια

ψόφια άλο­γα, ψόφια κορμιά,

χέρια, ποδά­ρια, κεφα­λές, σπα­σμέ­να σίδε­ρα, κανόνια,

σημαί­ες όλων των λογιών καρ­φώ­θη­καν στις όχτες σου,

μα εσύ θυμό­σουν μόνο μια: την Κόκ­κι­νη Σημαία.

 

Δόξα στις αντάρ­τισ­σες όχτες σου, στα ματω­μέ­να σου νερά,

στην αφρι­σμέ­νη κοί­τη σου, στην πύρι­νή σου θέληση,

που βάστη­ξαν τον όλε­θρο, που ξέσκι­σαν το σατανά,

που βόη­θη­σαν τον άνθρωπο

να ξαγνα­ντέ­ψουν οι λαοί ξανά

την Κόκ­κι­νη Σημαία.

 

Κι έτσι Δνεί­περ ήρθε η ώρα.

Άνοι­ξε τα φτε­ρά σου πνίξε.

Πνί­ξε τους τελευ­ταί­ους πνίξε

τους τελευ­ταί­ους του δαίμονα

τον τελευ­ταίο τους τρελλό

τον τελευ­ταίο φασουλή

την τελευ­ταία παρ­δα­λή οχιά

που είναι ντυ­μέ­νη άνθρωπος.

 

Δνεί­περ, την ώρα τού­τη που σου γράφομε

ένας ντου­νιάς και κόσμος βαστά την ψυχή του

εσέ­να συλ­λο­γί­ζε­ται μες στα βαθιά του όνειρα,

Δνεί­περ, κι αναρωτά:

―Θα τον περά­σου­νε οι σύντρο­φοι το Δνείπερο;

―Δε θα περά­σου­νε το Δνείπερο…

―Θα τον περά­σο­με το Δνείπερο!

 

Και τον πέρα­σαν το Δείπνερο!

Απά­νω σε βαρέλια

απά­νω σε κανό­νια, απά­νω σε ξυλάρμενα,

ένας ένας, δυο δυο, χιλιά­δες, πολλοί,

με την ψυχή στο στόμα

αγκα­λιά τα ντου­φέ­κια, αγκα­λιά τα κανόνια

αγκα­λιά τις ελπί­δες τους μισώ­ντας αγαπώντας

κου­βα­λού­σαν την πίστη τους

πίσω πήγαι­ναν οι ελπίδες,

πιο πίσω ακό­μα οι αγω­νί­ες, ο θάνα­τος, οι αγέρηδες,

και προ­χω­ρού­σαν, πολεμούσαν

κόβο­νταν πόδια, κεφα­λές, και δεν εγύ­ρι­ζαν να δού­νε γύρω τους

και πολε­μού­σαν, προχωρούσαν

κι ανε­μί­ζα­νε τα μαλ­λιά τους

και εφού­σκω­ναν τα στή­θια τους

και είχαν φτε­ρά και πέταγαν

και κόβο­νταν η ανά­σα τους

και τρα­γου­δού­σαν και λαχτάριζαν

και πολε­μού­σαν, πολεμούσαν…

 

Άκου Δνεί­περ τώρα. Σου μιλούμε.

Σε χαι­ρε­τού­νε οι φυλακές.

Σε χαι­ρε­τού­νε οι νεκροί.

Σε χαι­ρε­τού­νε οι ζωντανοί.

Σε χαι­ρε­τά­ει η εργατιά.

Σε χαι­ρε­τού­νε τα παιδιά.

Σε χαι­ρε­τά όλη η ζωή,

σήμε­ρα, αύριο, και στους αιώνες.

Δνεί­περ, ποτά­μι των Σοβιέτ,

εμείς οι άνθρωποι

σε χαι­ρε­τού­με.

Κι όσα δεν πρόλαβες

θα τα τελειώσομε,

μια νύχτα που θα λάμπει

ένας μεγά­λος ήλιος.

(Ολό­κλη­ρο το ποί­η­μα όπως δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα — τεύ­χος 26–27, 9 Νοέμ­βρη 1945 – στο τέλος)

Ο πόλε­μος! Ο πόλε­μος κι ο χει­μώ­νας του ’41… Σε τού­τες τις λέξεις πόσες μυριά­δες ελλη­νι­κές καρ­διές δεν ανα­τρι­χιά­ζα­νε. Η σκλα­βιά κι η πεί­να στην πατρί­δα – η μπό­τα του Χίτλερ σ’ όλη την Ευρώ­πη και το μολε­μέ­νο χνώ­το του θεριού έξω απ’ τη Μόσχα. Αυτή την ώρα της αγω­νί­ας που χιλιά­δες αυτιά κολ­λού­σαν απά­νω στα παρά­νο­μα ραδιό­φω­να κι αφου­γκρα­ζό­τα­νε τα μηνύ­μα­τα απ’ την πρω­τεύ­ου­σα της παγκό­σμιας ελπί­δας, έδω­σε ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης στο ποί­η­μά του «Μιλά­ει η Μόσχα»:

«Ισί Μοσκού… Πάρ­λα Μόσκα… Γκα­βα­ρίτ Μόσκβα…»

Μιλείς ακό­μη… Ακού­γε­σαι στη νέκρα των νυχτιών

Πόλη των τρού­λων, των σκιών και των παλιών παπύρων.

Χωσμέ­νη μέσ’ στην αγκα­λιά δυο ποτα­μών θολών

Στη χει­ρα­ψία απά­νω δυο ηπείρων

Μιλείς ακό­μα, σαν που­λί στη νέκρα των νυχτιών.

«Ισί Μοσκού… Πάρ­λα Μόσκα… Γκα­βα­ρίτ Μόσκβα…»

… οι βάρ­βα­ροι σε τύλι­ξαν στης μάχης την απόχη

Και με τα βόλια εθέ­ρι­σαν τον καρ­πε­ρό σου κάμπο

Μα στον τρε­λό που η τρέ­λα του ήταν να λέει «Θάμπω!»

«Εμπή­κα και σε πάτη­σα – αγέ­ρω­χη Ασιάτισσα»

Κάθε­σαι αντί­κρυ του άτρο­μη – και τον ραπί­ζεις μ’ «όχι»!

«Δε θα δια­βείς!» Εστοί­χιω­σαν κι είναι φραγ­μέ­νοι οι δρόμοι

Και­καί­νε οιποταμοί…

… Δενέ­χεις ούτ’ έναν Σαμ­ψών… Μπρός στων ναών τα χτίρια

είν’ οι οχτροί σου λίγοι

κι είν’ οι Σαμ­ψών δια­κό­σια εκατομμύρια…

και ένας άλλος ποι­η­τής, ο Γιάν­νης Αηδο­νό­που­λος που πέθα­νε απ’ την πεί­να μέσα στη χιτλε­ρι­κή Κατο­χή, πρό­λα­βε κι έγρα­ψε με την ψυχή στο στό­μα το «ελε­γείο του στους σκο­τω­μέ­νους κόκ­κι­νους στρατιώτες»:

… Βανια, Βολό­ντια, Ζόρ­κια, χλω­μά παιδιά

μάτια κλει­σμέ­να σε όνει­ρα που ανθούν στο χώμα

Τώρα που το αίμα ανά­βρυ­σε απ’ την καρδιά

κι άνθι­σε σαν τρια­ντά­φυλ­λο πάνω στο στόμα,

μια μάνα που ποτέ δεν έκλα­ψε θρηνεί,

μια μάνα που ποτέ δε στέ­να­ξε στενάζει

λέει πως μια νύχτα μόνο θάχε­τε αποκοιμηθεί

και με τον πορ­φυ­ρό πορ­φυ­ρό μονέ­δα σας σκεπάζει

Ο Αηδο­νό­που­λος θρη­νεί τους σκο­τω­μέ­νους στον ιερό πόλε­μο κόκ­κι­νους στρα­τιώ­τες. Ο Αγγου­λές σφρα­γί­ζει με το πυρω­μέ­νο στίγ­μα της καται­σχύ­νης το μέτω­πο του επιδρομέα:

Ξαν­θέ φονιά, τι σ’ έφε­ρε σ’ αυτήν εδώ τη στέπα;

Μέσα στη νύχτα, φονι­κό ποια­νού έστη­νες καρτέρι;

Ποιος σ’ έβλα­ψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις;

 (…)

Τώρα φωλιά­ζουν στ’ άσαρ­κο κρα­νίο σου σκοτάδια

κι απ’ της φυλής σου τα όνει­ρα είναι η ζωή σου άδεια.

(…),

μα εσύ θα μένεις πάντο­τε ξένος σε χώρα ξένη,

κι η μνή­μη σου που της ζωής το νόη­μα θα λερώνει

θα ‘ναι ένα στίγ­μα, ένας λεκές μες στο κατά­σπρο χιόνι…

Γέμι­σαν στίγ­μα­τα το κάτα­σπρο το χιό­νι. Γέμι­σε ξύλι­νους σταυ­ρούς χιτλε­ρι­κών η σοβιε­τι­κή γη. Η σταυ­ρο­φο­ρία του «δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κού πολι­τι­σμού»: μπρο­στά τα ρομπότ του Χίτλερ, απο­κο­ντά οι γκλο­ριό­ζοι του Μου­σο­λί­νι κι οι «ντε­ζε­σπε­ρά­δος» της «κυα­νής μεραρ­χί­ας του Φράν­κο έφτα­νε λαχα­νια­σμέ­νη, ξέπνοη στις όχτες του Βόλ­γα «Και βρό­ντι­σε δικαιο­κρί­τα η σάλ­πιγ­γα του Στάλινγκραντ».

Των αντριω­μέ­νων άνοι­ξαν οι πύλες – και τα μέτρα

ο Βόλ­γας επλημ­μύ­ρι­σε της δίκιας τους οργής

Χεί­μαρ­ρος λάβας, κεραυ­νών ακέ­νω­τη φαρέτρα

ξεχύ­θη­κε, τρα­ντά­ζο­ντας τα θέμε­λα της γης

των αντρειω­μέ­νων τα σπα­θιά – της οικου­μέ­νης μέτρα.

Η στέ­πα, η μάνα τους – βαθιά και­πο­νε­μέ­νη μήτρα

τους γέν­νη­σε σ’ αγκά­λια­σμα πόνου με θεία Γροθιά.

Κάρ­βου­να πυρο­κόκ­κι­να στης ιστο­ρί­ας τη χύτρα

Πώς την ανα­κο­χλά­ζου­νε και τη δονούν βαθιά

του Νέου Κόσμου οι άνθρω­ποι – του νέου αγρού τα φύτρα…

Το θάμπος του Στά­λιν­γκραντ τρα­γου­δού­σε ο Σπή­λιος. Κι η Νίκη να μετρά­ει τη γη, τη Σοβιε­τι­κή στην αρχή, τη σκλά­βα γη της Ευρώ­πης κατό­πι. Κι άρχι­σαν να ακού­γο­νται εκεί­νες οι ημε­ρή­σιες δια­τα­γές του Αρχι­στρά­τη­γου και να βρο­ντά­νε τα κανό­νια της Μόσχας. Αυτές της ομο­βρο­ντί­ες της Νίκης που όλο και και κοντο­ζυ­γώ­να­νε τρα­γου­δού­σε ο Πιερίδης:

Σαν ανα­στά­σι­με καμπάνες

σαν  εγερ­τή­ριες σάλπιγγες

σαν αστρα­πές που σκί­ζου­νε τη νύχτα

τα κανό­νια της Μόσχας βροντούν!

άσε αδερ­φέ το μήνυ­μα να ορμήσει

και ν’ απλω­θεί μέσ’ τη σφιγ­μέ­νη σου καρδιά

σαν καταρ­ρά­χτης γαλα­νός χαράς κι ελπίδας

Σαν αλυ­σί­δες που συντρίβονται

σαν πόρ­τες φυλα­κών που σπάζουν

σα δυνα­μί­τες που τινά­ζου­νε χαλάσματα

τα κανό­νια της Μόσχας βροντούν!…

Πέρα­σε  η ώρα των κανο­νιών. Οι κινη­τή­ρες των τρα­χτέρ, της μπε­το­νιέ­ρας, της φαγά­νας, τα ανυ­πό­μο­να μοτέρ της ειρή­νης άρχι­σαν να βρο­ντά­νε, ξανά, το χαρού­με­νο, το ρωμα­λέο τρα­γού­δι τους που τόχε κόψει στη μέση των βαρ­βά­ρων η επι­δρο­μή. Στην απέ­ρα­ντη πατρί­δα της παγκό­σμιας ελπί­δας μπαί­να­νε τώρα τα θεμέ­λια του κομμουνισμού.

Δυο ρού­σι­κα ποτά­μια ο Βόλ­γας και ο Ντον αντα­μώ­σα­νε στην και­νού­ρια θάλασ­σα της Τσιμ­λιάν­σκα­για. Αυτό το αντά­μω­μα τρα­γου­δά­ει ο Δήμο Ρεντής:

Ο Βόλ­γα­ντον σα χεί­μαρ­ρος κυλάει

Του κόσμου ανα­θαρ­ρεύ­ει τις ελπίδες

Και πάνω από τις δέκα τρεις αψίδες

Του Λένιν – Στά­λιν η μορ­φή χαμογελάει

 

Απ’ το Κρεμ­λί­νο πέρα που γιορτάζει

μυριά­δες τόξα δεί­χνου­νε τη ρού­γα, γιγά­ντιο χέρι – του αιώ­να μας φτερούγα

τα ειρη­νι­κά τα πλά­να λογαριάζει:

΄

Ντύ­στε τη στέ­πα ποτα­μούς, κανάλια

Βάλ­τε τα δάση φράγ­μα στους βοριάδες…

Αυτά τα ειρη­νι­κά τα πλά­να αι τα έργα τα ειρη­νι­κά που μετα­μορ­φώ­νουν την όψη του πλα­νή­τη, τρο­μά­ζουν τους οχτρούς του ανθρώ­που πιο πολύ από κάθε τι. Και τα μισούν και τα συκο­φα­ντούν όσο μπο­ρού­νε. Στο ποί­η­μά του «Απά­ντη­ση στη Φωνή της Αμε­ρι­κής» ο Αλέ­ξης Πάρ­νης, της λέει με καυ­στι­κή ειρωνεία:

Έχε­τε δίκαιο βαθύ­πλου­τη κυρία μου

είναι πολύ τυραν­νι­κό το καθε­στώς δω πέρα

ο αγέ­ρας είναι γεμά­τος απ’ τα βογ­γη­τά της στέπας

που της ξεσκί­ζουν το κορ­μί τα λεπί­δια των τραχτέρ.

Τον ουρα­νό πολύ τον βασανίζουν

τα ξιφη των καμι­νά­δων που μπή­γο­νται στο κορ­μί του.

Αχ πόσο δίκιο έχει ο θρή­νος σας

για τα καη­μέ­να τα βατρά­χια που τουε ξέρα­ναν τα τέλματα

Έχε­τε δίκαιο βαθύ­πλου­τη κυρία μου

πολύ αγα­πού­νε τον πόλε­μο εδώ πέρα

έχουν γεμί­σει τη γη τους με πολε­μι­κές βάσεις

από χιλιά­δες τρα­χτε­ρι­κούς σταθμούς.

Με φράγ­μα­τα από δάση

με χαρα­κώ­μα­τα από κανάλια

με πρά­χτο­ρες που κλέ­βου­νε τα μυστικά

από τα χαρ­το­φυ­λά­κια της φύσης.

Η ανά­σα του Μεγά­λου Οχτώ­βρη τυλί­γει και την πατρί­δα μας. Μέσα από την Αθή­να που την πνί­γει ο βρχνάς της και­νού­ριας Κατο­χής, ένας Έλλη­νας, ο Γιάν­νης Ρίτσος αλλη­λο­γρα­φεί με το μεγα­λύ­τε­ρο ποι­η­τή της σοβιε­τι­κής επο­χής. Στο ποί­η­μά του «Γεια σου Βλα­δί­μη­ρε Μαγια­κόφ­σκι» του γράφει:

…Οι κόκ­κι­νοι φαντά­ροι – τόμα­θες Βλαδίμηρε

στον τελευ­ταιο πόλε­μο, στην από μέσα τσέ­πη του αμπέχωνου

πάνου ακρι­βώς απ’ την καρ­διά τους, είχαν τα βιβλία σου

Κι ένα πελώ­ριο τανκ που φέρ­νει τ’ όνο­μά σου

κι υπε­ρα­σπί­στη νικη­φό­ρα τη Σοβιε­τι­κή πατρί­δα σου

έχει στη­θεί μνη­μείο στον κήπο του Μουσείου.

Τού­το το τανκ, Βλα­δί­μη­ρε, τ’ ακού­με κάθε νύχτα

ν’ ανη­φο­ρί­ζει σκί­ζο­ντας στα δυο τη δυστυχία

γκρε­μί­ζο­ντας τα τεί­χη, ανά­με­σα στους λαούς, Βλα­δί­μη­ρε, Βλαδίμηρε

φαρ­δαί­νο­ντας τις λεω­φό­ρους της ψυχής

σύμ­φω­να με τη νέα ρυμο­το­μία της παναν­θρώ­πι­νης ελπίδας.

Αυτό το όρα­μα του και­νού­ριου κόσμου της Αδερ­φο­σύ­νη­σς και της Ειρή­νης που ανά­τει­λε μεσ’ απ’ τα αίμα­τα του αιώ­να μας το είδε και το χαι­ρέ­τι­σε ο μεγά­λος Άγγε­λος Σικε­λια­νός στο «Διγε­νή» το στερ­νό του μεγα­λό­πνοο έργο:

… Κι εσύ στε­κό­σουν μέρα νύχτα απά­νω­θέ μας

κι έλε­ες σε κάθε αλε­τριού αυλα­κιά: «Προ­χώ­ρα

με το μεγά­λο το γεωρ­γό να πας να σμίξεις…

ξάπλυσ’ τον κάμπο του Αγα­θού και στέ­νε­ψε τη

τη χέρ­σα, στέ­νε­ψε το θάνα­το του κόσμου..»

Κι ελέ­ες στο νιό­φυ­το το δέντρο: «Εκα­τό χρόνια

θέλεις ακό­μα για ν’ απλώ­σεις τα κλα­ριά σου,

  • Μα τι σημαί­νει πια ο και­ρός; Και νάσαι η δόξα

τού­της της γης που σε φυτέ­ψα­με κ’ η σκέπη

χίλιων γενιών που δε γεν­νή­θη­καν ακόμα.

… Όρκο μεγά­λο ομό­σα­μεν αδέρ­φια, αλήθεια…

Τον νιόν αυτόν παρά­δει­σο που μας αντά­μω­σε όλους

με τους αγώ­νες στην αρχή, μετά ψωμί κατόπι,

με τις δρο­σιές του, με τα λου­λού­δια, με τα που­λιά του

να τον απλώ­σου­με στη γην αγά­λι – αγάλι

κι ανα­το­λί­τες λαοί κι από τη Δύση να τον σμπρώξουν

ακούρ­ρα­στοι μπρο­στά κι αντά­μα πάντα

το ζωντα­νό νερό της πίστης μας αδέρφια,

από τους φραγ­μούς να το λυτρώ­σου­με τον κόσμο να ποτίσει…

 

(Δακτυ­λό­γρα­φο με τίτλος «Η πατρί­δα του μεγά­λου Οκτώ­βρη» από το ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό Βου­κου­ρε­στί­ου, ημε­ρο­μη­νία σύντα­ξης 7/11/1954 — Πηγή ΑΣΚΙ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο