Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ποίηση και τα τραγούδια του Σπύρου Ζαχαράτου (Β’ μέρος)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρηναί­ος Μαρά­κης  // //

Κι όσοι διαμαρτύρονται
για τη μελαγχολία
δεν ξέρουν πόνος τι θα πει
δε θήτε­ψαν και στη σιωπή
δεν αγα­πούν βιβλία
είμαι με αυτούς που εγείρονται
χωρίς μια πανοπλία
(Σπα­ράγ­μα­τα)

Τα τρα­γού­δια του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του δεν έχουν τίπο­τα να ζηλέ­ψουν σε σχέ­ση με τις ευαί­σθη­τες και αγω­νι­στι­κές παράλ­λη­λα ποι­η­τι­κές του κατα­θέ­σεις του ευαί­σθη­του, που παρου­σιά­σα­με στο πρώ­το μέρος του σχε­τι­κού μας αφιε­ρώ­μα­τος, αντί­θε­τα ενι­σχύ­ουν κι εμπλου­τί­ζουν τόσο την λογο­τε­χνι­κή του ταυ­τό­τη­τα, όσο και την λαϊκή/εργατική τέχνη του και­ρού (και του τόπου) μας γενι­κό­τε­ρα. Να σημειώ­σου­με εδώ πως η ίδια η τέχνη της στι­χουρ­γι­κής, που ο προ­ο­ρι­σμός της είναι να τρα­γου­δη­θεί και να γίνει κοι­νό κτή­μα όλων των ανθρώ­πων, αν και μοιά­ζει με την Ποί­η­ση, κοι­νή άλλω­στε η ιστο­ρι­κή και η καλ­λι­τε­χνι­κή ρίζα τους, έχει τους δικούς της κανό­νες και ορι­σμούς που ο Σπύ­ρος Ζαχα­ρά­τος απο­δει­κνύ­ε­ται ότι γνω­ρί­ζει καλά. Κι αυτό έχει τη σημα­σία του. Ιδιαί­τε­ρα που στις μέρες μας – μιλά­με εδώ για τα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν της Μετα­πο­λί­τευ­ση – που η γρή­γο­ρη, σχε­δόν βιο­μη­χα­νι­κή παρα­γω­γή εύπε­πτων στί­χων που δεν απο­σκο­πούν στον κοι­νω­νι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό αλλά μόνο σε ένα στεί­ρο, μονό­το­νο ξέσπα­σμα έχει γίνει ο κανό­νας ακό­μα και στο λεγό­με­νο «λαϊ­κό» τραγούδι.

Στο προη­γού­με­νο σημεί­ω­μα μας τονί­ζα­με πως ο Σπύ­ρος Ζαχα­ρά­τος εκπρο­σω­πεί την αντί­θε­ση στην Ποί­η­ση της Αγο­ράς και της Ευτέ­λειας. Αρκεί κάποιος/α να δια­βά­σει τους στί­χους του για να επι­βε­βαιώ­σει αυτή την θέση μας. Και δεν επι­βε­βαιώ­νε­ται μόνο από την ανά­γνω­ση ή ακρό­α­ση των στί­χων του – είναι βέβαια αυτή η καλύ­τε­ρη και η ωραιό­τε­ρη από­δει­ξη, ούτε μόνο ασφα­λώς από την δική μας ταπει­νή θέση αλλά επι­βε­βαιώ­νε­ται και από ανθρώ­πους που έχουν γρά­ψει ιστο­ρία στην στι­χουρ­γι­κή και ποι­η­τι­κή τέχνη. Παρά­δειγ­μα πρώ­το (και από τα αγα­πη­μέ­να μας) ένα γράμ­μα του ποι­η­τή Δημή­τρη Χρι­στο­δού­λου προς τον Σπύ­ρο Ζαχα­ρά­το, το οποίο παρα­θέ­του­με ολόκληρο:

«Να η έκπληξη…

Με μελαγ­χο­λι­κή – σχε­δόν σκο­τει­νά λόγια – να υπάρ­χει πολύ φως της χαρ­μο­λύ­πης το φως και της ελπί­δας. Έτσι ένιω­σα με τα γρα­πτά του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του. Εγώ που ξέρω τη δια­δρο­μή του και το σκλη­ρό­τα­το βιο­πο­ρι­σμό του μένω έκθαμ­βος απ’ την προ­σπά­θεια και τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτής.

Όπως λέει ο Γιώρ­γος Κάρ­τερ έχει τη χάρη του τρα­γου­διού – Ιόνιον ήθος – και την έγνοια των γεγο­νό­των που συντε­λού­νται γύρω μας δεκα­ε­τί­ες τώρα. Κατά το Μιχά­λη Στα­φυ­λά ο λόγος του είναι αρτε­σια­νό φρέ­αρ με διαμαντόπετρες.

Ακό­μη τι γνώ­σεις περί ποί­η­σης και τρα­γου­διού κινη­τή εγκυκλοπαίδεια.

Αθή­να 6‑VI-1983
Στού­ντιο πολυσάουντ
Σκα­ρα­μα­γκά 3
Δημή­τρης Χριστοδούλου
Ποιητής-Πεζογράφος»

Δεύ­τε­ρο παρά­δειγ­μα τα σύντο­μα κρι­τι­κά σημειώ­μα­τα του στι­χουρ­γού Μιχά­λη Μπουρ­μπού­λη (με το ψευ­δώ­νυ­μο Μιχά­λης Φιο­ρά­ντες για τα μου­σι­κά περιο­δι­κά «Δίφω­νο» και «Όασις») ή τα σχό­λια κι οι παρα­τη­ρή­σεις των Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου και Μιχά­λη Γελα­σά­κη που εξαί­ρουν τόσο τη στι­χουρ­γι­κή του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του, όσο και την θεμα­το­λο­γία του. Αλλά κι οι βρα­βεύ­σεις τρα­γου­διών του δεί­χνουν αν μη τι άλλο μια αισθη­τι­κή και πολι­τι­κή, θα λέγα­με, ποιό­τη­τα, όσο και αν έχει επι­κρα­τή­σει στην επο­χή μας η μετα­μο­ντέρ­να, αρκε­τά επι­πό­λαια και μάλ­λον μικρο­α­στι­κή στη λογι­κή της θέση, ότι οι βρα­βεύ­σεις είναι πλέ­ον υπο­κει­με­νι­κές και χωρίς ουσία. Από την πλευ­ρά μας εμείς θα δια­φω­νή­σου­με και γι’ αυτό ακρι­βώς τον λόγο θα σημειώ­σου­με ότι ο Σπύ­ρος Ζαχα­ρά­τος έχει βρα­βευ­τεί στους δια­γω­νι­σμούς του Δήμου Καλ­λι­θέ­ας 1983–85 (επι­τρο­πή: Σαμοί­λης — Ιατρό­που­λος) από όπου έγι­νε η ενό­τη­τα τρα­γου­διών «Λεκα­νο­πέ­διο» σε μου­σι­κή Σπ. Σαμοί­λη και σε ερμη­νεία του Νίκου Δημη­τρά­του, σ’ ένα LP που ποτέ δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε ενώ επί­σης έχει βρα­βευ­τεί στους δια­γω­νι­σμούς του Δήμου Περι­στε­ρί­ου, στη Μνή­μη του Νίκου Γκά­τσου (επι­τρο­πή: Λ. Παπα­δό­που­λος, Μ. Μπουρ­μπού­λης, Χρ. Νικο­λό­που­λος) και με τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια στα δέκα για μελο­ποί­η­ση, όπου όμως το CD δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε λόγω των σει­σμών εκεί­νη την περί­ο­δο ενώ επί­σης βρα­βεύ­τη­κε στο δια­γω­νι­σμό του περιο­δι­κού «Όασις» (επι­τρο­πή: Λ. Παπα­δό­που­λος, Μ. Γελα­σά­κης) όπου κι εκεί όμως ο δίσκος δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε λόγω κλει­σί­μα­τος του περιο­δι­κού. Αλή­θεια, ποιος είπε ότι είναι εύκο­λοι οι και­ροί για τους λαϊ­κούς δημιουργούς;

Τραγούδια με ψυχική δύναμη

Όπως επι­ση­μαί­νει πολύ σωστά η ποί­η­ση του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του είναι λυρι­κή και λιτή, με μεγά­λη ψυχι­κή δύνα­μη, γεμά­τη πυκνό­τα­τες εικό­νες καλ­λι­τε­χνι­κής ευρη­μα­τι­κό­τη­τας, στο­χα­στι­κή και κρι­τι­κή ως προς την πικρά πεί­ρα του παρελ­θό­ντος, ανοί­γο­ντας παράλ­λη­λα και­νούρ­γιους ορί­ζο­ντες για ένα φωτει­νό ανθρώ­πι­νο μέλ­λον. Στα τρα­γού­δια του ισχύ­ει η ίδια εικό­να πολ­λα­πλα­σια­σμέ­νη στο μέγι­στο των δυνα­το­τή­των της και φυσι­κά, των σκο­πών της. Και αυτό το ανθρώ­πι­νο μέλ­λον σύμ­φω­να με τον ποι­η­τή και στι­χουρ­γό δεν θα έρθει έτσι αυτό­μα­τα αλλά απαι­τεί από εσέ­να και τον καθέ­να μας, προ­σω­πι­κούς αγώ­νες , πλάι στους συλ­λο­γι­κούς, με κοι­νω­νι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση, κοντρά­ρο­ντας την αστι­κή και τεχνο­λο­γι­κή αλλο­τρί­ω­ση, έχο­ντας πίστη σε εκεί­νες τις πνευ­μα­τι­κές εμπνεύ­σεις και στους αντί­στοι­χους δημιουρ­γούς που πρώ­τοι εκεί­νοι μετα­ξύ άλλων έδει­ξαν και ανέ­δει­ξαν τα σαθρά θεμέ­λια αυτής της κοι­νω­νί­ας. Ας δού­με ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παράδειγμα:

ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ

Κλεί­σε το κομπιού­τερ σπά­σε τις οθόνες

Οι λέξεις στά­ζουν σαν απόστημα

Για λάθη θα πλη­ρώ­νου­με και πρόστιμα

Κι αλλού θα ξεφυ­τρώ­νουν ανεμώνες.

Παντέρ­μοι μες τη γεμά­τη πόλη

Σα γέρι­κο καρά­βι ο καιρός

Τα νιά­τα θα τα καί­ει βιτριόλι

Κι ο φταί­χτης θα ‘ναι πάντα φανερός .

Κλεί­σε το κομπιού­τερ κι άκου Τριπολίτη

Να δού­με την αλή­θεια μες τα βλέφαρα

Χαμέ­νος ήμουν κι όμως ρέφαρα

Μην ψάχνεις τη ζωή απ’ το φεγγίτη.

Σε αυτό το τρα­γού­δι, που για κάποιον μπο­ρεί να μοιά­ζει παρω­χη­μέ­νο κι ανα­χρο­νι­στι­κό – στις μέρες μας βλέ­πε­τε ο μόνος τρό­πος για να ακού­σεις Τρι­πο­λί­τη είναι να ανοί­ξεις το κομπιού­τερ και όχι να το κλεί­σεις – ανα­δει­κνύ­ε­ται αυτό που ο Μιχά­λης Μπουρ­μπού­λης έχει γρά­ψει σε σχε­τι­κό του σχό­λιο, ότι δηλα­δή «στους στι­χουρ­γούς κλέ­βουν τον αέρα» ενώ παράλ­λη­λα βλέ­που­με, κι αυτό είναι μία σημα­ντι­κή συνει­σφο­ρά του στι­χουρ­γού, πως δεν κρύ­βει πίσω από γελοί­ες δικαιο­λο­γί­ες το ποιος είναι ο υπεύ­θυ­νος της όλης παρακ­μια­κής κατά­στα­σης που βιώ­νου­με , όπως συνη­θί­ζουν να κάνουν διά­φο­ροι δημο­σιο­λό­γοι της συμ­φο­ράς τα τελευ­ταία χρόνια.

Από την άλλη μπο­ρού­με να πού­με πως τα τρα­γού­δια του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του πέρα από μεγά­λη ψυχι­κή δύνα­μη έχουν κι ένα προ­φη­τι­κό χαρα­κτή­ρα περι­γρά­φο­ντας κατα­στά­σεις που στις μέρες μας έχουν γίνει (ή προ­σπα­θούν να γίνουν) κυρί­αρ­χη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, είναι η συγκρο­τη­μέ­νη, μη ιδε­α­λι­στι­κή ματιά του δημιουρ­γού, που γνω­ρί­ζει πως κινού­νται τα πράγ­μα­τα μέσα σε μια κοι­νω­νία που την έχουν εκπαι­δεύ­σει να ζει σε ένα απο­στει­ρω­μέ­νο περι­βάλ­λον, χωρίς τέχνη ή με τέχνη για αλλο­τριω­μέ­νες συνει­δή­σεις κι αυτό είναι ακό­μα χει­ρό­τε­ρο, χωρίς διά­θε­ση για αντί­στα­ση. Αλλά εκεί που όλα μοιά­ζουν χαμέ­να από χέρι εκεί, ναι, εκεί, ξεφυ­τρώ­νουν οι αντι­στά­σεις, σε αντί­θε­ση ακό­μα κι από αυτά, τα μελαγ­χο­λι­κά αλλά γνή­σια στην ουσία τους, που περι­γρά­φει ο ίδιος ο ποιητής:

ΕΝ ΚΡΑΝΙΩ ΤΡΙΚΥΜΙΑ

Είναι της πόλης προνόμιο

Μόλυ­βδος θειά­φι χλωροφόρμιο

Και πως ν’ ανθί­σει το γερά­νι σου

Θα βολο­δέρ­νεις μέσα στην πλά­νη σου

Κάρ­τες πολ­λές και κατανάλωση

Όλοι υπο­γρά­φουν αυτή την άλωση

Και αντί­στα­ση καμία

Εν κρα­νίω τρικυμία

Κάρ­τες πολ­λές κιτς στο τετράγωνο

Το μέλ­λον θα ‘ρθει γκρί­ζο και άγονο

Είναι της πόλης ενθύμια

Κάποιοι που ζήσα­νε τίμια

Αύγου­στος μέσα στη Σαχά­ρα σου

Πως θες να ακού­σουν την κιθά­ρα σου

Όχι, τα τρα­γού­δια του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του δεν είναι τρα­γού­δια που σκύ­βουν το κεφά­λι αλλά να, κι εσείς δεν νιώ­θε­τε κάποια στιγ­μή, να σας πιέ­ζει η κού­ρα­ση της καθη­με­ρι­νό­τη­τας ή έστω, μια πρό­σκαι­ρη μελαγ­χο­λία, γνή­σιο τέκνο των κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών συν­θη­κών, μέχρι το επό­με­νο ξέσπα­σμα; Έτσι ακρι­βώς λει­τουρ­γούν και οι στι­χουρ­γι­κές κατα­θέ­σεις του Ζαχα­ρά­του, όπως στο τρα­γού­δι που ακο­λου­θεί, σηκώ­νο­ντας φωνή στε­ντό­ρεια στα «πρέ­πει» και στα «δεν πρέ­πει» των κάθε λογής «σοφών», χωρίς να ξεχνά­ει κι εκεί­νο το μεγα­λύ­τε­ρο αγα­θό της ανθρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, τον Έρω­τα – που ούτε ακό­μα κι αυτός μπο­ρεί πάντα να νιώ­σει την καται­γί­δα που έρχεται:

ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟ ΘΡΑΝΙΟ

Στου χρό­νου το θρανίο

τα πήρα στο κρανίο

τα πρέ­πει δε μπο­ρώ κάποιων σοφών

τα βρά­δια μου κρυώνω

στης ερη­μιάς το θρόνο

κι ας ήμου­να παι­δί των επαφών.

Των ματιών σου οι ριπές

στη νυχτιά είν’ αστραπές

μα αλί­μο­νο

δεν μου δίνεις την εικόνα

ότι νιώ­θεις τον κυκλώνα

κατα­χεί­μω­νο.

Σ’ αυτό το θεωρείο

του χρό­νου το θηρίο

θα τρώ­ει τις καρ­διές των ικανών

τα πρω­ι­νά γυρίζω

στον ουρα­νό τον γκρίζο

και νιώ­θω τον καη­μό των διπλανών.

Κλεί­νο­ντας, αυτό το οπωσ­δή­πο­τε ελλι­πές αφιέ­ρω­μα στην ποί­η­ση και τα τρα­γού­δια του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του (με την υπό­σχε­ση ότι θα επα­νέλ­θου­με στην πρώ­τη ευκαι­ρία καθώς το υλι­κό που έχου­με στα χέρια μας είναι πολύ μεγά­λο και με την ευχή ή την έκκλη­ση, αν θέλε­τε, να μελο­ποι­η­θεί όπως του αξί­ζει) θα παρα­θέ­σου­με δύο ακό­μα τρα­γού­δια του, όπου το ένα ανα­δει­κνύ­ει την στε­νή σχέ­ση του με την θαλασ­σι­νή ποί­η­ση, με τον τόπο κατα­γω­γής του, όσο και με τις αγω­νί­ες εκεί­νων των ανθρώ­πων που ξόδε­ψαν την ζωή τους σε εξο­ρί­ες και ξερο­νή­σια για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον. Είναι ποι­ή­μα­τα που φαντά­ζουν νοσταλ­γι­κά αλλά που κρα­τούν γερά στο σήμε­ρα και στις δικές μας ανά­γκες, ξορ­κί­ζο­ντας αφε­νός το μαύ­ρο παρελ­θόν, τις χού­ντες και τους πολέ­μους κι αφε­τέ­ρου, διεκ­δι­κώ­ντας και κατα­κτώ­ντας δια­χρο­νι­κό­τη­τα, παρά­δειγ­μα απο­τε­λώ­ντας για νεό­τε­ρους δημιουρ­γούς. Οπωσ­δή­πο­τε, κι αυτό απο­τε­λεί την ορι­στι­κή κρί­ση μας, σχε­τι­κά με το έργο του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του, ο ποι­η­τής μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει (κι απο­τε­λεί, αν θέλε­τε) έναν από τους βρά­χους που στο εγγύς μέλ­λον θα δύνα­ται να αξιο­ποι­ή­σουν οι νεό­τε­ροι δημιουρ­γοί για να ανέ­βουν λίγο ψηλό­τε­ρα, δεν χρειά­ζε­ται πολύ, και για να συνει­σφέ­ρουν στην κοι­νω­νι­κή-αισθη­τι­κή-πολι­τι­κή μας συνει­δη­το­ποί­η­ση και αγω­νία, ώστε να πάψου­με να είμα­στε «υπή­κο­οι της πολυ­θρό­νας» καθώς λέει σε ένα άλλο τρα­γού­δι του:

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Συγκε­ντρω­θή­κα­με μετά τον πανικό

στο καπνι­στή­ριο ν’ ακού­σου­με τα νέα

διά­βα­ζε Λόρ­κα ο λοστρό­μος ο Θιακός

δύσκο­λες ώρες ο και­ρός είναι κακός

και στα Πετρά­λω­να μας κλαί­ει η παρέα.

Υπο­λο­γί­ζω σαν θα φύγουμ’ από δω

στης ανα­κύ­κλω­σης να μπού­με την ευθεία

τρια­κό­σιες μέρες πάνω σ’ ένα φορτηγό

μες της ψυχής μου κου­βα­λάω ναυαγό

κι ο καπε­τά­νιος να σου κάνει την πυθία.

Γράμ­μα­τα δέκα σου ‘χω γρά­ψει από καιρό

ελπί­ζω αύριο να βγω να στα ποστάρω

είμαι καλά κι αν με θυμά­σαι θα χαρώ

εδώ αγά­πη το ψωμί είν’ αλμυρό

στη Σιγκα­πού­ρη σου το γρά­φω ξεμπαρκάρω.

ΚΑΠΟΙΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ

Κάποιος που τρά­βη­ξε στο δρό­μο πάντα ίσια

Κι άπλω­νε χέρι στα σπουρ­γί­τια της ζωής

Ξόδε­ψε νιά­τα και ζωή στα ξερονήσια

Με την ελπί­δα μας καλύ­τε­ρης αυγής.

Ο λόγος γίνε­ται που λες

Για κάποιο παλικάρι

Που δεν χωρού­σε απειλές

Μήτε και χαλινάρι.

Κάποιος που τρά­βη­ξε στους κόσμου τα’ ανηφόρι

Κι έδι­νε μπρά­τσο στους μικρούς να σηκωθούν

Ξόδε­ψε νιά­τα και ζωή σ’ ένα βαπόρι

Με την ελπί­δα πως οι ρίζες θ’ απλωθούν.

Δια­βά­στε εδώ το πρώ­το μέρος του αφιε­ρώ­μα­τος.

 _______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο