Κι όσοι διαμαρτύρονται
για τη μελαγχολία
δεν ξέρουν πόνος τι θα πει
δε θήτεψαν και στη σιωπή
δεν αγαπούν βιβλία
είμαι με αυτούς που εγείρονται
χωρίς μια πανοπλία
(Σπαράγματα)
Τα τραγούδια του Σπύρου Ζαχαράτου δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν σε σχέση με τις ευαίσθητες και αγωνιστικές παράλληλα ποιητικές του καταθέσεις του ευαίσθητου, που παρουσιάσαμε στο πρώτο μέρος του σχετικού μας αφιερώματος, αντίθετα ενισχύουν κι εμπλουτίζουν τόσο την λογοτεχνική του ταυτότητα, όσο και την λαϊκή/εργατική τέχνη του καιρού (και του τόπου) μας γενικότερα. Να σημειώσουμε εδώ πως η ίδια η τέχνη της στιχουργικής, που ο προορισμός της είναι να τραγουδηθεί και να γίνει κοινό κτήμα όλων των ανθρώπων, αν και μοιάζει με την Ποίηση, κοινή άλλωστε η ιστορική και η καλλιτεχνική ρίζα τους, έχει τους δικούς της κανόνες και ορισμούς που ο Σπύρος Ζαχαράτος αποδεικνύεται ότι γνωρίζει καλά. Κι αυτό έχει τη σημασία του. Ιδιαίτερα που στις μέρες μας – μιλάμε εδώ για τα χρόνια που ακολούθησαν της Μεταπολίτευση – που η γρήγορη, σχεδόν βιομηχανική παραγωγή εύπεπτων στίχων που δεν αποσκοπούν στον κοινωνικό προβληματισμό αλλά μόνο σε ένα στείρο, μονότονο ξέσπασμα έχει γίνει ο κανόνας ακόμα και στο λεγόμενο «λαϊκό» τραγούδι.
Στο προηγούμενο σημείωμα μας τονίζαμε πως ο Σπύρος Ζαχαράτος εκπροσωπεί την αντίθεση στην Ποίηση της Αγοράς και της Ευτέλειας. Αρκεί κάποιος/α να διαβάσει τους στίχους του για να επιβεβαιώσει αυτή την θέση μας. Και δεν επιβεβαιώνεται μόνο από την ανάγνωση ή ακρόαση των στίχων του – είναι βέβαια αυτή η καλύτερη και η ωραιότερη απόδειξη, ούτε μόνο ασφαλώς από την δική μας ταπεινή θέση αλλά επιβεβαιώνεται και από ανθρώπους που έχουν γράψει ιστορία στην στιχουργική και ποιητική τέχνη. Παράδειγμα πρώτο (και από τα αγαπημένα μας) ένα γράμμα του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου προς τον Σπύρο Ζαχαράτο, το οποίο παραθέτουμε ολόκληρο:
«Να η έκπληξη…
Με μελαγχολική – σχεδόν σκοτεινά λόγια – να υπάρχει πολύ φως της χαρμολύπης το φως και της ελπίδας. Έτσι ένιωσα με τα γραπτά του Σπύρου Ζαχαράτου. Εγώ που ξέρω τη διαδρομή του και το σκληρότατο βιοπορισμό του μένω έκθαμβος απ’ την προσπάθεια και τα αποτελέσματα αυτής.
Όπως λέει ο Γιώργος Κάρτερ έχει τη χάρη του τραγουδιού – Ιόνιον ήθος – και την έγνοια των γεγονότων που συντελούνται γύρω μας δεκαετίες τώρα. Κατά το Μιχάλη Σταφυλά ο λόγος του είναι αρτεσιανό φρέαρ με διαμαντόπετρες.
Ακόμη τι γνώσεις περί ποίησης και τραγουδιού κινητή εγκυκλοπαίδεια.
Αθήνα 6‑VI-1983
Στούντιο πολυσάουντ
Σκαραμαγκά 3
Δημήτρης Χριστοδούλου
Ποιητής-Πεζογράφος»
Δεύτερο παράδειγμα τα σύντομα κριτικά σημειώματα του στιχουργού Μιχάλη Μπουρμπούλη (με το ψευδώνυμο Μιχάλης Φιοράντες για τα μουσικά περιοδικά «Δίφωνο» και «Όασις») ή τα σχόλια κι οι παρατηρήσεις των Λευτέρη Παπαδόπουλου και Μιχάλη Γελασάκη που εξαίρουν τόσο τη στιχουργική του Σπύρου Ζαχαράτου, όσο και την θεματολογία του. Αλλά κι οι βραβεύσεις τραγουδιών του δείχνουν αν μη τι άλλο μια αισθητική και πολιτική, θα λέγαμε, ποιότητα, όσο και αν έχει επικρατήσει στην εποχή μας η μεταμοντέρνα, αρκετά επιπόλαια και μάλλον μικροαστική στη λογική της θέση, ότι οι βραβεύσεις είναι πλέον υποκειμενικές και χωρίς ουσία. Από την πλευρά μας εμείς θα διαφωνήσουμε και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο θα σημειώσουμε ότι ο Σπύρος Ζαχαράτος έχει βραβευτεί στους διαγωνισμούς του Δήμου Καλλιθέας 1983–85 (επιτροπή: Σαμοίλης — Ιατρόπουλος) από όπου έγινε η ενότητα τραγουδιών «Λεκανοπέδιο» σε μουσική Σπ. Σαμοίλη και σε ερμηνεία του Νίκου Δημητράτου, σ’ ένα LP που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε ενώ επίσης έχει βραβευτεί στους διαγωνισμούς του Δήμου Περιστερίου, στη Μνήμη του Νίκου Γκάτσου (επιτροπή: Λ. Παπαδόπουλος, Μ. Μπουρμπούλης, Χρ. Νικολόπουλος) και με τέσσερα τραγούδια στα δέκα για μελοποίηση, όπου όμως το CD δεν ολοκληρώθηκε λόγω των σεισμών εκείνη την περίοδο ενώ επίσης βραβεύτηκε στο διαγωνισμό του περιοδικού «Όασις» (επιτροπή: Λ. Παπαδόπουλος, Μ. Γελασάκης) όπου κι εκεί όμως ο δίσκος δεν ολοκληρώθηκε λόγω κλεισίματος του περιοδικού. Αλήθεια, ποιος είπε ότι είναι εύκολοι οι καιροί για τους λαϊκούς δημιουργούς;
Τραγούδια με ψυχική δύναμη
Όπως επισημαίνει πολύ σωστά η ποίηση του Σπύρου Ζαχαράτου είναι λυρική και λιτή, με μεγάλη ψυχική δύναμη, γεμάτη πυκνότατες εικόνες καλλιτεχνικής ευρηματικότητας, στοχαστική και κριτική ως προς την πικρά πείρα του παρελθόντος, ανοίγοντας παράλληλα καινούργιους ορίζοντες για ένα φωτεινό ανθρώπινο μέλλον. Στα τραγούδια του ισχύει η ίδια εικόνα πολλαπλασιασμένη στο μέγιστο των δυνατοτήτων της και φυσικά, των σκοπών της. Και αυτό το ανθρώπινο μέλλον σύμφωνα με τον ποιητή και στιχουργό δεν θα έρθει έτσι αυτόματα αλλά απαιτεί από εσένα και τον καθένα μας, προσωπικούς αγώνες , πλάι στους συλλογικούς, με κοινωνική συνειδητοποίηση, κοντράροντας την αστική και τεχνολογική αλλοτρίωση, έχοντας πίστη σε εκείνες τις πνευματικές εμπνεύσεις και στους αντίστοιχους δημιουργούς που πρώτοι εκείνοι μεταξύ άλλων έδειξαν και ανέδειξαν τα σαθρά θεμέλια αυτής της κοινωνίας. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ
Κλείσε το κομπιούτερ σπάσε τις οθόνες
Οι λέξεις στάζουν σαν απόστημα
Για λάθη θα πληρώνουμε και πρόστιμα
Κι αλλού θα ξεφυτρώνουν ανεμώνες.
Παντέρμοι μες τη γεμάτη πόλη
Σα γέρικο καράβι ο καιρός
Τα νιάτα θα τα καίει βιτριόλι
Κι ο φταίχτης θα ‘ναι πάντα φανερός .
Κλείσε το κομπιούτερ κι άκου Τριπολίτη
Να δούμε την αλήθεια μες τα βλέφαρα
Χαμένος ήμουν κι όμως ρέφαρα
Μην ψάχνεις τη ζωή απ’ το φεγγίτη.
Σε αυτό το τραγούδι, που για κάποιον μπορεί να μοιάζει παρωχημένο κι αναχρονιστικό – στις μέρες μας βλέπετε ο μόνος τρόπος για να ακούσεις Τριπολίτη είναι να ανοίξεις το κομπιούτερ και όχι να το κλείσεις – αναδεικνύεται αυτό που ο Μιχάλης Μπουρμπούλης έχει γράψει σε σχετικό του σχόλιο, ότι δηλαδή «στους στιχουργούς κλέβουν τον αέρα» ενώ παράλληλα βλέπουμε, κι αυτό είναι μία σημαντική συνεισφορά του στιχουργού, πως δεν κρύβει πίσω από γελοίες δικαιολογίες το ποιος είναι ο υπεύθυνος της όλης παρακμιακής κατάστασης που βιώνουμε , όπως συνηθίζουν να κάνουν διάφοροι δημοσιολόγοι της συμφοράς τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη μπορούμε να πούμε πως τα τραγούδια του Σπύρου Ζαχαράτου πέρα από μεγάλη ψυχική δύναμη έχουν κι ένα προφητικό χαρακτήρα περιγράφοντας καταστάσεις που στις μέρες μας έχουν γίνει (ή προσπαθούν να γίνουν) κυρίαρχη πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, είναι η συγκροτημένη, μη ιδεαλιστική ματιά του δημιουργού, που γνωρίζει πως κινούνται τα πράγματα μέσα σε μια κοινωνία που την έχουν εκπαιδεύσει να ζει σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, χωρίς τέχνη ή με τέχνη για αλλοτριωμένες συνειδήσεις κι αυτό είναι ακόμα χειρότερο, χωρίς διάθεση για αντίσταση. Αλλά εκεί που όλα μοιάζουν χαμένα από χέρι εκεί, ναι, εκεί, ξεφυτρώνουν οι αντιστάσεις, σε αντίθεση ακόμα κι από αυτά, τα μελαγχολικά αλλά γνήσια στην ουσία τους, που περιγράφει ο ίδιος ο ποιητής:
ΕΝ ΚΡΑΝΙΩ ΤΡΙΚΥΜΙΑ
Είναι της πόλης προνόμιο
Μόλυβδος θειάφι χλωροφόρμιο
Και πως ν’ ανθίσει το γεράνι σου
Θα βολοδέρνεις μέσα στην πλάνη σου
Κάρτες πολλές και κατανάλωση
Όλοι υπογράφουν αυτή την άλωση
Και αντίσταση καμία
Εν κρανίω τρικυμία
Κάρτες πολλές κιτς στο τετράγωνο
Το μέλλον θα ‘ρθει γκρίζο και άγονο
Είναι της πόλης ενθύμια
Κάποιοι που ζήσανε τίμια
Αύγουστος μέσα στη Σαχάρα σου
Πως θες να ακούσουν την κιθάρα σου
Όχι, τα τραγούδια του Σπύρου Ζαχαράτου δεν είναι τραγούδια που σκύβουν το κεφάλι αλλά να, κι εσείς δεν νιώθετε κάποια στιγμή, να σας πιέζει η κούραση της καθημερινότητας ή έστω, μια πρόσκαιρη μελαγχολία, γνήσιο τέκνο των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, μέχρι το επόμενο ξέσπασμα; Έτσι ακριβώς λειτουργούν και οι στιχουργικές καταθέσεις του Ζαχαράτου, όπως στο τραγούδι που ακολουθεί, σηκώνοντας φωνή στεντόρεια στα «πρέπει» και στα «δεν πρέπει» των κάθε λογής «σοφών», χωρίς να ξεχνάει κι εκείνο το μεγαλύτερο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης, τον Έρωτα – που ούτε ακόμα κι αυτός μπορεί πάντα να νιώσει την καταιγίδα που έρχεται:
ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟ ΘΡΑΝΙΟ
Στου χρόνου το θρανίο
τα πήρα στο κρανίο
τα πρέπει δε μπορώ κάποιων σοφών
τα βράδια μου κρυώνω
στης ερημιάς το θρόνο
κι ας ήμουνα παιδί των επαφών.
Των ματιών σου οι ριπές
στη νυχτιά είν’ αστραπές
μα αλίμονο
δεν μου δίνεις την εικόνα
ότι νιώθεις τον κυκλώνα
καταχείμωνο.
Σ’ αυτό το θεωρείο
του χρόνου το θηρίο
θα τρώει τις καρδιές των ικανών
τα πρωινά γυρίζω
στον ουρανό τον γκρίζο
και νιώθω τον καημό των διπλανών.
Κλείνοντας, αυτό το οπωσδήποτε ελλιπές αφιέρωμα στην ποίηση και τα τραγούδια του Σπύρου Ζαχαράτου (με την υπόσχεση ότι θα επανέλθουμε στην πρώτη ευκαιρία καθώς το υλικό που έχουμε στα χέρια μας είναι πολύ μεγάλο και με την ευχή ή την έκκληση, αν θέλετε, να μελοποιηθεί όπως του αξίζει) θα παραθέσουμε δύο ακόμα τραγούδια του, όπου το ένα αναδεικνύει την στενή σχέση του με την θαλασσινή ποίηση, με τον τόπο καταγωγής του, όσο και με τις αγωνίες εκείνων των ανθρώπων που ξόδεψαν την ζωή τους σε εξορίες και ξερονήσια για ένα καλύτερο μέλλον. Είναι ποιήματα που φαντάζουν νοσταλγικά αλλά που κρατούν γερά στο σήμερα και στις δικές μας ανάγκες, ξορκίζοντας αφενός το μαύρο παρελθόν, τις χούντες και τους πολέμους κι αφετέρου, διεκδικώντας και κατακτώντας διαχρονικότητα, παράδειγμα αποτελώντας για νεότερους δημιουργούς. Οπωσδήποτε, κι αυτό αποτελεί την οριστική κρίση μας, σχετικά με το έργο του Σπύρου Ζαχαράτου, ο ποιητής μπορεί να αποτελέσει (κι αποτελεί, αν θέλετε) έναν από τους βράχους που στο εγγύς μέλλον θα δύναται να αξιοποιήσουν οι νεότεροι δημιουργοί για να ανέβουν λίγο ψηλότερα, δεν χρειάζεται πολύ, και για να συνεισφέρουν στην κοινωνική-αισθητική-πολιτική μας συνειδητοποίηση και αγωνία, ώστε να πάψουμε να είμαστε «υπήκοοι της πολυθρόνας» καθώς λέει σε ένα άλλο τραγούδι του:
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Συγκεντρωθήκαμε μετά τον πανικό
στο καπνιστήριο ν’ ακούσουμε τα νέα
διάβαζε Λόρκα ο λοστρόμος ο Θιακός
δύσκολες ώρες ο καιρός είναι κακός
και στα Πετράλωνα μας κλαίει η παρέα.
Υπολογίζω σαν θα φύγουμ’ από δω
στης ανακύκλωσης να μπούμε την ευθεία
τριακόσιες μέρες πάνω σ’ ένα φορτηγό
μες της ψυχής μου κουβαλάω ναυαγό
κι ο καπετάνιος να σου κάνει την πυθία.
Γράμματα δέκα σου ‘χω γράψει από καιρό
ελπίζω αύριο να βγω να στα ποστάρω
είμαι καλά κι αν με θυμάσαι θα χαρώ
εδώ αγάπη το ψωμί είν’ αλμυρό
στη Σιγκαπούρη σου το γράφω ξεμπαρκάρω.
ΚΑΠΟΙΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ
Κάποιος που τράβηξε στο δρόμο πάντα ίσια
Κι άπλωνε χέρι στα σπουργίτια της ζωής
Ξόδεψε νιάτα και ζωή στα ξερονήσια
Με την ελπίδα μας καλύτερης αυγής.
Ο λόγος γίνεται που λες
Για κάποιο παλικάρι
Που δεν χωρούσε απειλές
Μήτε και χαλινάρι.
Κάποιος που τράβηξε στους κόσμου τα’ ανηφόρι
Κι έδινε μπράτσο στους μικρούς να σηκωθούν
Ξόδεψε νιάτα και ζωή σ’ ένα βαπόρι
Με την ελπίδα πως οι ρίζες θ’ απλωθούν.
Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος του αφιερώματος.
_______________________________________________________________________________________________________
Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.