Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιουλιανά, 50 χρόνια μετά – Μια άγνωστη ιστορία

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας//

Σήμε­ρα συμπλη­ρώ­νο­νται πενή­ντα χρό­νια από την έναρ­ξη των γεγο­νό­των που έμει­ναν γνω­στά στην ιστο­ρία ως «Ιου­λια­νά», σε μια συγκυ­ρία που παρου­σιά­ζει ενδια­φέ­ρου­σες (πλην κυρί­ως εξω­τε­ρι­κές και δευ­τε­ρεύ­ου­σες) ομοιό­τη­τες με εκεί­νη την επο­χή και σε μια μέρα, που ανα­μέ­νε­ται να περά­σουν από τη Βου­λή τα προ­α­παι­τού­με­να για το τρί­το μνη­μό­νιο. Την άλλη εβδο­μά­δα έχου­με και την επέ­τειο από τη δολο­φο­νία του Σωτή­ρη Πέτρου­λα, ο οποί­ος τραυ­μα­τί­στη­κε θανά­σι­μα στη δια­δή­λω­ση από ένα δακρυ­γό­νο που έσκα­σε δίπλα στο πρό­σω­πό του (αν και παρα­μέ­νουν ακό­μα αδιευ­κρί­νι­στα πολ­λά ζητή­μα­τα γύρω από το θάνα­τό του και την προ­σπά­θεια της γρή­γο­ρης ταφής του από τις αρχές).

Στο αφιέ­ρω­μά του για τα Ιου­λια­νά, ο Κυρια­κά­τι­κος Ριζο­σπά­στης δημο­σί­ευ­σε ένα σπά­νιο φωτο­γρα­φι­κό ντο­κου­μέ­ντο, που παρα­δό­θη­κε στο ιστο­ρι­κό Αρχείο του ΚΚΕ, με τον αιμό­φυρ­το και θανά­σι­μα χτυ­πη­μέ­νο Σωτή­ρη Πέτρου­λα στην αγκα­λιά του δημο­σιο­γρά­φου Γιώρ­γου Κου­τλί­δη (που υπέ­γρα­φε τότε σα Γιώρ­γος Σει­ρη­νός στην Αθη­ναϊ­κή). Μια συγκλο­νι­στι­κή φωτο­γρα­φία, που απο­τυ­πώ­νει τη φρί­κη, την αμη­χα­νία και τα έντο­να συναι­σθή­μα­τα εκεί­νων των δρα­μα­τι­κών στιγμών.

Αυτές τις μέρες, θα έχε­τε την ευκαι­ρία να δια­βά­σε­τε πολ­λά αφιε­ρώ­μα­τα για το Σωτή­ρη Πέτρου­λα και την επο­χή του (ανα­φέ­ρω ενδει­κτι­κά τη δου­λειά ενός ανα­γνώ­στη μας, στην ιστο­σε­λί­δα του). Έχει ενδια­φέ­ρον όμως να στα­θού­με για λίγο και στο άλλο πρό­σω­πο της φωτο­γρα­φί­ας. Γεν­νη­μέ­νος στη Μακε­δο­νία, από προ­σφυ­γι­κή οικο­γέ­νεια, ο Γιώρ­γος Κου­τλί­δης ήταν από τα πραγ­μα­τι­κά έντι­μα και δημο­κρα­τι­κά στοι­χεία της Ένω­σης Κέντρου και μετα­πο­λι­τευ­τι­κά του ΠΑΣΟΚ για κάποια χρό­νια. Με έντο­νη δρά­ση στο φοι­τη­τι­κό και νεα­νι­κό κίνη­μα και τις κινη­το­ποι­ή­σεις για την Κύπρο, αρκε­τές διώ­ξεις στο ενερ­γη­τι­κό του, και με καλ­λι­τε­χνι­κή κλί­ση, καθώς διε­τέ­λε­σε μετα­ξύ άλλων κι αξιό­λο­γος αγιο­γρά­φος –αν και η εκκλη­σια­στι­κή ηγε­σία τον απέ­κλει­σε από την αγιο­γρά­φη­ση ναών, ενο­χλη­μέ­νη από το δημο­σιο­γρα­φι­κό του έλεγ­χο. Αφιέ­ρω­σε τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του στον αγώ­να για τη διά­σω­ση της Πλά­κας και των λαο­γρα­φι­κών της στοι­χεί­ων, από τα νύχια διά­φο­ρων επι­χει­ρη­μα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων, που έβα­λαν στο χέρι τα φιλέ­τα της περιο­χής κι έδιω­ξαν το λαϊ­κό κόσμο της γει­το­νιάς, αλλοιώ­νο­ντας και κατα­στρέ­φο­ντας τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της. Ήταν πάντα φιλι­κά δια­κεί­με­νος προς τους κομ­μου­νι­στές, κι ιδί­ως στην κρί­σι­μη μπό­ρα του 91’, μετά από τη μεγά­λη κρί­ση του κομ­μου­νι­στι­κού κινήματος.

Το «Ατέ­χνως» έχει στην κατο­χή του και παρου­σιά­ζει ένα μικρό ποί­η­μα του Γιώρ­γου Κου­τλί­δη, που είναι άκρως επί­και­ρο σήμε­ρα, που κάποια χέρια θα σηκω­θούν για να ψηφί­σουν «ναι σε όλα»…

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ

 Τα χέρια μας δεν είναι καμω­μέ­να τα δάκρυα μας να σκουπίζουν.

 Δεν είναι καμω­μέ­να να σκου­πί­ζουν των βρυ­κο­λά­κων τις βρωμιές,

τις λάσπες που ξωπί­σω μας πετάνε,

κι’ού­τε να τ’ απλώ­νου­με σε πλά­να παρα­κά­λια για έλεος

Τα χέρια σου δεν τάχεις να ρίχνεις κέρ­μα­τα στο δίσκο του παπά

κι’ού­τε να κρύ­βεις το μού­τρο σου για τις ντρο­πές των αλλονών.

 Δεν ειν’α­κό­μα για να σμί­γουν με σιδε­ρέ­νιες χειροπέδες. 

 ΕΙΝΑΙ να γίνουν φάσκε­λα για τις ντρο­πές των βρυκολάκων.

 Είναι για να δεί­χνουν  σ’ο­λου­νούς τα στοι­χειω­μέ­να ξωτικά.

 Είναι καμω­μέ­να  για ν’αρ­πά­ζουν  τη ζωή απ’αυ­τούς που μας την κλέψανε.

 Είναι να γίνο­νται γρο­θιά- φοβέ­ρα γι’αυ­τούς που κλέ­βουν το γέλιο μας.

 Να γίνο­νται σκα­μπί­λια για τ’α­πο­τέ­λειω­μα αυτών που μας παίρνουν

                                                                          αυτά που δεν χρωστάμε.

 Είναι παντιέ­ρες νίκης διπλω­μέ­νες που καρ­τε­ράν την ώρα ν’ανεμίσουν.

 Είναι να μαλα­κώ­νουν τις πλη­γές συντρό­φων που πονάνε

και να σμί­γουν μ’άλ­λα χέρια      κι’ά­φω­να να μιλούν γι’αγάπη.

 ΕΙΝΑΙ για ν’ αδρά­χνουν το σχοι­νί της καμπά­νας που σωπαίνει.

 και

πάλι απ’την αρχή ξανά

γρο­θιά     σκα­μπί­λι     και παντιέ­ρα.

Υστε­ρό­γρα­φο: ευχα­ρι­στώ θερ­μά την ανα­γνώ­στρια Α.Κ. που μου έδω­σε τις πλη­ρο­φο­ρί­ες και το υλι­κό για το σημε­ρι­νό κείμενο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο